Κι αὐτὸ εἶναι μία καλὴ δικαιολογία, ξέρετε, καὶ τίποτα περισσότερο! Γιατί ἄλλο εἶναι τὸ «κοινωνικὸς» καὶ ἄλλο εἶναι τὸ «κοσμικός». Δηλαδή; Ἀλλ’ ἂς πάρουμε τὰ πράγματα μὲ τὴ σειρά τους …
* * *
Κατ’ ἀρχὴν αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ ποῦμε εἶναι ὅτι τὸ δίλημμα αὐτὸ δὲν ἔχει νὰ κάνει μόνο μὲ τοὺς νέους, ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς μεγαλυτέρους. Δὲν εἶναι μόνο σημερινό, ἦταν σὲ κάθε ἐποχή. Ἀρκεῖ νὰ ἀναφέρουμε ἐπ’ αὐτοῦ δύο μόνο παραδείγματα.
Τὸ πρῶτο ἔχει νὰ κάνει μὲ τοὺς Χριστιανοὺς τῶν πρώτων αἰώνων. Καὶ συγκεκριμένα ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴν κατάντια τῶν εἰδώλων, ἤθελαν νὰ γίνουν Χριστιανοί. Κι ἐνῷ κατηχοῦνταν καὶ ἦταν ἕτοιμοι γι’ αὐτό, καθυστεροῦσαν τὴ βάπτισή τους γιὰ ποιὸ λόγο νομίζετε; Γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ ἀπολαύσουν, ἔστω καὶ γιὰ λίγο ἀκόμη, κάποια ἀπ’ αὐτὰ ποὺ συνήθιζαν νὰ κάνουν στὸ εἰδωλολατρικὸ παρελθόν τους! Στὸ θέμα αὐτὸ ἔχουν ἀναφερθεῖ ἀρκετὰ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαίτερα δὲ ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καὶ ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης.
Τὸ δεύτερο ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο. Ὅπως ἀναφέρει ὁ ἴδιος στὶς «Ἐξομολογήσεις» του, πλήρως ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὸν κοσμικὸ τρόπο ζωῆς ποὺ ἔκανε, τὸν τόσο ἁμαρτωλό, παρακαλοῦσε τὸν Χριστὸ νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴ σωτηρία. Κατὰ βάθος ὅμως, ὅπως ἀναφέρει, ἤθελε κι αὐτὸς νὰ καθυστερήσει τοῦτος ὁ ἐρχομὸς τῆς σωτηρίας του, γιατί ἀκόμη τὸν ἔθελγαν οἱ ἡδονὲς τοῦ κόσμου!
* * *
Ἂς προχωρήσουμε, τώρα, στὸν προσδιορισμὸ τῶν ἐννοιῶν.
Ἡ κοινωνικότητα σαφῶς ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν τάση τοῦ ἀνθρώπου γιὰ συναναστροφή, ὅπως καὶ μὲ τὴν ἀνώτερη συμπεριφορά του πρὸς τοὺς ἄλλους. Ἀκόμη περισσότερο ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸ ἐνδιαφέρον καὶ τὴν προσφορά του πρὸς αὐτούς. Συνδέεται μὲ τὴν συμπάθεια καὶ τὴν ἀλληλοκατανόηση.
Ἔτσι κοινωνικὸς ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀντιλαμβάνεται τὸν ἄλλο, ποὺ ἐνδιαφέρεται γι’ αὐτόν, ποὺ ζεῖ μὲ τὶς χαρές του κι εἶναι δίπλα στὶς δοκιμασίες του. Δηλαδὴ εἶναι ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος ποὺ μπορεῖ νὰ συμπαθήσει, νὰ συμπονέσει καὶ νὰ συμπαρασταθεῖ στὸ συνάνθρωπό του. Μὲ ἄλλα λόγια εἶναι ἐκεῖνος πού, κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, «χαίρει μετὰ χαιρόντων καὶ κλαίει μετὰ κλαιόντων» (Ρωμ.12,15)
Ἀντίθετα ἡ κοσμικότητα ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸν κόσμο, οὐσιαστικὰ δὲ μὲ τὸ ἁμαρτωλὸ φρόνημα τοῦ κόσμου. Ὁ Χριστὸς διαχωρίζοντας τὴ θέση Του ἀπ’ τὸν κόσμο αὐτό, εἶπε στοὺς Φαρισαίους: «Ὑμεῖς ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἐστέ, ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» (Ἰω. κ΄, 23).
Μὲ ἄλλα λόγια εἶναι ἕνας ἄλλος τρόπος ζωῆς, αὐτὸς ποὺ στὴ σύγχρονη γλώσσα λέγεται καὶ «lifestyle»! Ἕνας τρόπος ποὺ διαμορφώνεται κατὰ κανόνα μακριὰ ἀπ’ τὸν Θεὸ καὶ γιὰ τοῦτο ἀπ’ τὴν ἁμαρτία.
Ὁ ἱ. Χρυσόστομος τονίζει ὅτι «ἡ Γραφὴ ὀνομάζει κόσμο τὶς πονηρὲς πράξεις καὶ τοὺς πονηροὺς ἀνθρώπους», ὁ δὲ Μ. Βασίλειος «αὐτοὺς ποὺ εἶναι κολλημένοι στὴν ὑλικὴ καὶ σαρκικὴ ζωή». Θὰ λέγαμε δὲ καὶ τοῦτο. Ὅτι «κόσμος» εἶναι τὸ ὄνομα τῶν ἰδίων τῶν παθῶν μας!
Ὡς ἐκ τούτου ὁ κοσμικὸς ἄνθρωπος ἀσφαλῶς δὲν εἶναι κοινωνικός. Ναί! Ἀποκαλύπτεται δὲ αὐτὸ σαφῶς καὶ ἀπὸ τὴν ὅλη συμπεριφορά του. Δὲν θὰ πάει σὲ νοσοκομεῖα, γιὰ νὰ συμπαρασταθεῖ σὲ ἀσθενεῖς, δὲν θὰ τρέξει σὲ κάποιο φτωχὸ σπίτι, γιὰ νὰ συνδράμει στὶς ἀνάγκες του, δὲν θὰ κάνει κάτι γιὰ νὰ ἐλεήσει – ὅπως λέμε – τὸν ἄλλο. Μετὰ χαρᾶς, ὅμως, θὰ τρέξει στὰ γλέντια, στοὺς χορούς, στὶς δεξιώσεις, στὶς διασκεδάσεις κ.λπ.! Ἀκόμη καὶ τότε ποὺ θὰ δώσει κάτι στοὺς φτωχούς, ἔτσι γιὰ νὰ τὰ ἔχει καλὰ καὶ μὲ τὴ συνείδησή του, θὰ τὸ κάνει αὐτὸ μέσα ἀπὸ τὸν «φιλανθρωπικὸ χορό», τὴν «φιλανθρωπικὴ ἑστίαση», τὴν «φιλανθρωπικὴ ἐκδρομὴ» κ.λπ., δηλαδὴ μέσα ἀπὸ ἐκδηλώσεις ποὺ καὶ πάλι θὰ χορέψει καὶ θὰ διασκεδάσει!
Μὲ ἄλλα λόγια θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ κοινωνικότητα εἶναι αὐτὴ ποὺ ὄντως ἀρέσει στὸν Θεό, ἐνῷ ἡ κοσμικότητα εἶναι ἐκείνη ποὺ ἀπεχθάνεται ὁ Θεός!
Ὁ ἱ. Χρυσόστομος ἀναφερόμενος στὴ φράση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «Ὅσοι εἶναι σαρκικοὶ δὲν μποροῦν νὰ ἀρέσουν στὸ Θεό», παρατηρεῖ: «Σάρκα ἐδῶ δὲν λέγει τὸ σῶμα, οὔτε τὴν οὐσία τοῦ σώματος, ἀλλὰ τὴ σαρκικὴ καὶ κοσμικὴ ζωή, ποὺ εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀπολαύσεις καὶ ἀσωτίες, καὶ κάνει σάρκα ὅλο τὸν ἄνθρωπο»!
* * *
Ἆραγε πῶς συμπεριφερόταν ἐπ’ αὐτοῦ ὁ Χριστός; Ὡς κοινωνικὸς ἢ ὡς κοσμικός; Νὰ ἕνα σπουδαῖο ἐρώτημα ποὺ θὰ μᾶς βοηθήσει νὰ κατανοήσουμε καλύτερα τὸ θέμα ποὺ ἐξετάζουμε.
Γιατί ὁ Χριστὸς ἦταν πάντοτε μέσα στὸν κόσμο, ἄλλοτε μὲ λίγους (ὅπως ἦταν οἱ μαθητές Του), ἄλλοτε μὲ πολλούς, καὶ ἄλλοτε μὲ πλήθη!
Συνέτρωγε ὄχι μόνο μὲ τοὺς μαθητές Του, ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς δεδηλωμένους ἐχθρούς Του ὅπως ἦταν οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι, καθὼς καὶ μὲ τοὺς τελῶνες καὶ μὲ ἄλλους ἁμαρτωλούς. Ὅμως πάντοτε ἐλεοῦσε, πάντοτε διακονοῦσε, πάντοτε θεράπευε, πάντοτε ἦταν μὲ τὸν φτωχό, τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ τὸν πονεμένο. Ποτὲ ὅμως δὲν ἦταν μὲ τὴν ἁμαρτία. Ὅ,τι ἔκανε ἦταν, γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο καὶ γιὰ νὰ πλήξει τὴν ἁμαρτία.
Ἀξίζει νὰ δοῦμε κάποιες πτυχὲς αὐτῆς Του τῆς κοινωνικότητας…
Πῆγε στὸ σπίτι τοῦ Ματθαίου, ἀφοῦ προηγουμένως αὐτὸς εἶχε ἐγκαταλείψει τὸ τελωνεῖο του, ὅπως τοῦ ζήτησε, καὶ παρακάθισε σὲ πλούσιο γεῦμα ποὺ Τοῦ παρέθεσε ὁ Ματθαῖος. Μαζί τους ἦταν καὶ πολλοὶ ἄλλοι τελῶνες καὶ ἁμαρτωλοί. Σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι νὰ ρωτᾶνε τοὺς μαθητές Του: «Γιατί τρώει καὶ πίνει μὲ τοὺς τελῶνες καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς;», γιὰ νὰ πάρουν τούτη τὴν ἀπάντηση ἀπὸ τὸν Ἴδιο: «Δὲν ἦρθα νὰ καλέσω σὲ μετάνοια τοὺς δικαίους, ἀλλὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς» (Μᾶρκ. 2, 13-17). Νὰ γιατί πῆγε ἐκεῖ !
Πῆγε κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ στὸ σπίτι τοῦ Ζακχαίου, γιὰ νὰ σώσει τὸν ἴδιο καὶ τὸν οἶκο του (δηλαδὴ τὴν οἰκογένειά του), παρὰ τὸ ὅτι «ὅλοι ὅσοι τὸ εἶδαν αὐτὸ διαμαρτύρονταν καὶ ἔλεγαν ὅτι πῆγε νὰ μείνει στὸ σπίτι ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ» (Λουκ.19,7)!
Πῆγε καὶ στὸν γάμο τῆς Κανὰ καὶ μάλιστα μὲ τὴν μητέρα Του καὶ τοὺς μαθητές Του (οἰκογενειακῶς, ὅπως θὰ λέγαμε), γιὰ νὰ τὸν εὐλογήσει, ἀκόμη καὶ μὲ τὸ γνωστὸ θαῦμα ποὺ ἔκανε ἐκεῖ!
Συναντήθηκε μὲ τὴν Σαμαρείτισσα, γιὰ νὰ σώσει ὄχι μόνο τὴν ἴδια, ἀλλὰ καὶ τοὺς συμπολίτες της (βλ. Ἰω.4, 1-42)!
Βρέθηκε μὲ χιλιάδες ἀνθρώπους καὶ δὲν τοὺς χόρτασε μόνο μὲ τὸ λόγο, τὰ θαύματα καὶ τὴν παρουσία Του, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ (τὴν μία φορά μὲ τὰ πέντε ψωμιὰ καὶ τὰ δύο ψάρια, τὴν ἄλλη φορά μὲ τὰ ἑπτὰ ψωμιὰ καὶ τὰ λίγα ψάρια), ποὺ πλουσιοπάροχα τοὺς πρόσφερε!
Πήγαινε ἀπὸ τόπο σὲ τόπο, μὲ σκοπὸ νὰ «σώσει τὸ ἀπολωλὸς» καὶ νὰ ἰατρεύσει κάθε πονεμένο. Γιὰ παράδειγμα πῆγε κάποτε στὴ Γεννησαρέτ. Ὅταν ἀντιλήφθηκαν τὴν παρουσία Του οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς «εἰδοποίησαν ὅλα τὰ περίχωρα καὶ Τοῦ ἔφεραν ὅλους τοὺς ἀρρώστους καὶ Τὸν παρακαλοῦσαν νὰ ἀγγίξουν μόνο τὴν ἄκρη ἀπ’ τὸ ροῦχο Του. Κι ὅσοι τὴν ἄγγιζαν γιατρεύονταν» (Ματθ.14, 34-36).
Ὅπου πήγαινε συγκεντρωνόταν τόσος πολὺς κόσμος ποὺ καὶ ὁ Ἴδιος καὶ οἱ μαθητές Του δὲν μποροῦσαν οὔτε νὰ φᾶνε! (Μᾶρκ.3,21)
Μία κοινωνικότητα Ἁγία. Μοναδική. Θαυμαστή. Ἀνεπανάληπτη. Θὰ λέγαμε τὸ πρότυπο τῆς κοινωνικότητας.
Κοσμικότητα δέ, ἀπὸ τὸν Χριστό, ποτέ! Πουθενά! Καὶ σὲ τίποτα! Χωρὶς γλέντια καὶ διασκεδάσεις. Χωρὶς δῆθεν φιλανθρωπίες!
* * *
Ναί, παιδιά, εἶναι ἄλλο τὸ Χριστιανικὸ φρόνημα, ποὺ τὸ βλέπει κανεὶς ἀκόμη καὶ στὴν κοινωνικότητα καὶ ἄλλο τὸ κοσμικὸ φρόνημα, ἡ «ὡραία» αὐτὴ πτυχὴ τῆς ἁμαρτίας! Νὰ γιατί μᾶς καλεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος νὰ φύγουμε ἀπ’ αὐτὸ καὶ νὰ ξεχωρίσουμε μάλιστα (βλ. Β΄ Κoρ. 6, 17). Καὶ τί ἐπανάσταση δὲν εἶναι αὐτή!