Συμμετέχουν οἱ Ἅγιοι Ἄγγελοι καὶ οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας στὴν θεία Λειτουργία;
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει ὅτι καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς θείας
Λειτουργίας οἱ Ἅγιοι Ἄγγελοι ποτὲ δὲν λείπουν. Μία δὲ εὐχαριστήρια εὐχὴ
λέγει μεταξὺ τῶν ἄλλων. «…Εὐχαριστοῦμεν σοι καὶ ὑπὲρ τῆς Λειτουργίας
ταύτης, ἥν ἐκ τῶν χειρῶν ἡμῶν δέξασθαι κατηξίωσας, καίτοι σοι
παρεστήκασι χιλιάδες ἀρχαγγέλων καὶ μυριάδες ἀγγέλων, τὰ Χερουβείμ, καὶ
τὰ Σεραφείμ, ἑξαπτέρυγα, πολυόμματα, μετάρσια, πτερωτά».
Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς βίους τῶν Ἁγίων βλέπουμε ὅτι καὶ οἱ Ἅγιοι μας μετὰ τὴν κοίμησή τους λαμβάνουν μέρος στὴν θεία Λειτουργία.
• Ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀναφέρει ἕνα χαριέστατο θαῦμα ποὺ
ἔκαναν οἱ Ἅγιοι πέντε Μάρτυρες Εὐστράτιος, Αὐξέντιος, Εὐγένιος,
Μαρδάριος, Ὀρέστης (13 Δεκ.) σὲ ἕνα μετόχι τῆς Νέας Μονῆς στὴν Χίο, ποὺ
τιμᾶται στοὺς πέντε Μάρτυρες. Τὸ μετόχι αὐτὸ προμηθεύεται ὅλα τὰ
ἀπαραίτητα ἀπὸ τὴν Μονή. Συνέβη, ὅταν ἑορτάζετο ἡ μνήμη τους, νὰ γίνη
σφοδρότατος χειμώνας καὶ ἀπὸ τὸ ὑπερβολικὸ κρύο καὶ χιόνι, ὄχι μόνον οἱ
Πατέρες τοῦ Μοναστηριοῦ δὲν μπόρεσαν νὰ πάνε, ἀλλὰ οὔτε οἱ πολίτες καὶ
στὸν Ἑσπερινὸ ἐκκλησιάσθηκαν λίγοι, στὸ δὲ Ὄρθρο μόνο ὁ Ἐφημέριος πῆγε
καὶ ἄναψε τὰ καντήλια καὶ κτύπησε τὸ σήμαντρο καὶ ἔβαλε εὐλογητός, γιὰ
νὰ διαβάση τὴν Ἀκολουθία.
Τότε βλέπει πέντε ἄνδρες εὐπρεπεῖς καὶ φρόνιμους νὰ μπαίνουν μὲ εὐλάβεια
στὸν Ναό, οἱ ὁποῖοι ἀπὸ τὸ ἦθος καὶ τὴν μορφή φαινόντουσαν ξένοι, ἀπὸ
τὸ πρόσωπο ὅμως φαινόντουσαν ὅμοιοι μὲ τοὺς Μάρτυρες. Μετὰ στάθηκαν οἱ
μὲν δύο στὸ δεξιὸ χορό, οἱ δὲ ἄλλοι δύο στὸν ἀριστερὸ καὶ ὁ πέμπτος, ποὺ
ἔμοιαζε μὲ τὸν Ἅγιον Ὀρέστη στάθηκε στὸ ἀναλόγιο. Ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα,
αὐτὸς μὲν ἐκανονάρχει καὶ διάβαζε μὲ λαμπρὴ καὶ καθαρὴ φωνή, οἱ δὲ ἄλλοι
τέσσερις, ἔψαλλαν μὲ γλυκύτατη καὶ μελωδικὴ φωνὴ τὰ ἱερὰ ἄσματα. Ὅταν
ἔβλεπε καὶ ἄκουγε αὐτὰ ὁ ἱερεὺς χαιρόταν καὶ εὐχαριστιόταν δοξάζοντας
τὸν Θεό ποὺ τοῦ ἔστειλε τέτοιους βοηθούς. Ἀποροῦσε μάλιστα καὶ θαύμαζε
γιὰ τὴν ὁμοιότητα, ποὺ εἶχαν οἱ πέντε μὲ τοὺς Ἁγίους τῆς Εἰκόνας, ἀλλὰ
καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητα καὶ τὴν χάρη, ποὺ διάβαζαν καὶ γιὰ τὴν γλυκύτατη
μελωδία τῆς φωνῆς τους. Ἔτσι βρισκόταν σὲ ἀπορία ποῖοι νὰ εἶσαν αὐτοὶ
καὶ δὲν ἤξερε τί νὰ κάνη. Βιαζόταν νὰ τοὺς ρωτήση πρὸ τοῦ Ὄρθρου, ἀλλὰ
καὶ πάλι δίσταζε καὶ ἀπεφάσισε μετὰ τὴν Ἀκολουθία.
Ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα, ποὺ ἔπρεπε νὰ διαβάσουν τὸ Μαρτύριο τῶν Ἁγίων, στάθηκε
στὴ μέση ἐκεῖνος, ποὺ φαινόταν ὅμοιος μὲ τὸν Ἅγιο Ὀρέστη. Καὶ αὐτὸς μὲν
διάβαζε μὲ πολλὴ παρρησία καὶ λαμπρὴ φωνή, οἱ δὲ ἄλλοι τέσσερις ἄκουγαν
μὲ μεγάλη προσοχὴ καὶ εὐχαρίστηση. Ὅταν ἔφθασε στὸ σημεῖο ποὺ λέγει ὅτι
πρόσταξε ὁ Ἀγρικόλας νὰ φέρουν τὸ πυρωμένο σιδερένιο κρεββάτι καὶ πάνω
σὲ αὐτὸ νὰ ἁπλωθῆ ὁ Ἅγιος Ὀρέστης καὶ ὅτι αὐτὸς φερόμενος στὸ κρεββάτι
δείλιασε, ἄλλαξε τὸ ρῆμα καὶ ἀντὶ τοῦ δείλιασε εἶπε μειδίασε.
Αὐτὸ ὅταν τὸ ἄκουσε, ἐκεῖνος ποὺ ἔμοιαζε μὲ τὸν Ἅγιο Εὐστράτιο, ὕψωσε τὰ
βλέμματά του καὶ κοιτάζοντας μὲ προσοχὴ τὸν ὅμοιο τοῦ Ἁγίου Ὀρέστου,
λέγει πρὸς αὐτόν. «Γιατὶ ἄλλαξες τὸ ρῆμα καὶ δὲν τὸ λέγεις ὅπως εἶναι
γραμμένο; Διάβασέ το πάλι γιὰ δεύτερη φορά, ὅπως εἶναι».
Αὐτὸς τότε τὸ διάβασε γιὰ δεύτερη φορά, ἀλλὰ πάλι ἄλλαξε τὸ ρῆμα, ντρεπόμενος κατὰ κάποιο τρόπο νὰ πῆ ὅτι δείλιασε.
Ἀμέσως ὁ Ἅγιος Εὐστράτιος, διότι αὐτὸς ἦταν, εἶπε μὲ μεγαλύτερη φωνὴ
«Διάβασέ το γραμμένο καθὼς τὸ ἔπαθες, διότι δὲν μειδίασες βλέποντας τὴν
κλίνη, ἀλλὰ δειλίασες». Καὶ μὲ τὸ λόγο αὐτὸ ἀμέσως καὶ οἱ πέντε ἔγιναν
ἄφαντοι.
Ὁ ἱερεὺς βλέποντας τὸ παράδοξο γεγονός, ἔμεινε ἄφωνος ἐπὶ πολλὴ ὥρα.
Ὅταν συνῆλθε, τελείωσε, ὅπως μπόρεσε τὴν Ἀκολουθία. Μετὰ τὴν θεία
Λειτουργία διηγήθηκε στοὺς Χριστιανοὺς τὴν φοβερὴ ὀπτασία καὶ ὅλοι
δόξασαν τὸν Θεό.
• Διαβάζουμε στὸ βιβλίο τοῦ π. Στ. Ἀναγνωστοπούλου «Ἐμπειρίες κατὰ τὴν
θεία Λειτουργία», διὰ τὸν Ὅσιο Ἀνδρέα τὸν κατὰ Χριστὸ Σαλό:
«Στὸ παρεκκλήσιο αὐτὸ γινόταν κάποτε ὁλονυκτία. Ἐκεῖ πῆγε νὰ προσευχηθεῖ
καὶ ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας μαζὶ μὲ τὸν μαθητή του Ἅγιο Ἐπιφάνιο. Ἦταν ἡ ἱερὰ
στιγμὴ ποὺ ὁ Λειτουργὸς Ἱερεὺς ἐκφωνοῦσε τὸ «Ἐξαιρέτως τῆς Παναγίας…»,
ὁπότε ὁ Ὅσιος βλέπει τὴ Θεοτόκο νὰ προχωρεῖ ἀπὸ τὶς βασιλικὲς πύλες πρὸς
τὸ ἅγιο θυσιαστήριο, περνῶντας μέσα ἀπὸ τὸ κέντρο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ.
Ἄστραψε ὁ τόπος! Λαμπροφορέθηκε ὁ Ναός! Ὑπερκατάληπτος εὐωδία πλημμύρισε
τοὺς πάντες. Φαινόταν πολὺ ψηλὴ καὶ εἶχε λαμπρὴ τιμητικὴ συνοδεία
λευκοφόρων Ἁγίων. Ἀνάμεσα τους ξεχώριζαν ὁ Τίμιος Πρόδρομος καὶ ὁ Ἅγιος
Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, οἱ ὁποῖοι βάδιζαν δεξιὰ καὶ ἀριστερά Της. Ἀπὸ τοὺς
λευκοφόρους ἄλλοι προπορεύονταν καὶ ἄλλοι ἀκολουθοῦσαν ψάλλοντας τὸ
«Ἄξιόν ἐστιν…».
Ὅλη αὐτὴ ἡ ὑπέροχη καὶ ὑπέρλαμπρη συνοδεία περιεβάλλετο ἀπὸ πλῆθος
Ἀγγέλων, ποὺ θυμίαζαν ἀκαταλήπτως τὴν Παναγία μας, τοὺς
παρευρισκομένους χριστιανοὺς καὶ τὸ Ἅγιο Θυσιαστήριο.
Ὅταν πλησίασαν στὸν ἄμβωνα, στὸ κέντρο τοῦ Ναοῦ, εἶπε ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας στὸν Ἅγιο Ἐπιφάνιο:
– Βλέπεις, παιδί μου, τὴν Κυρία καὶ Δέσποινα τοῦ κόσμου;
– Ναί, τίμιε πάτερ, ἀποκρίθηκε ὁ νέος.
Ἡ Θεοτόκος τὴν ὥρα ἐκείνη γονάτισε καὶ προσευχήθηκε γιὰ πολλὴ ὥρα.
Παρακαλοῦσε τὸν Υἱό της γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου καὶ ἔβρεχε μὲ δάκρυα
τὸ πρόσωπό Της. Ὕστερα μπῆκε στὸ ἅγιο Θυσιαστήριο καὶ προσευχήθηκε γιὰ
τοὺς πιστοὺς ποὺ ἀγρυπνοῦσαν ἐκείνη τὴν νύχτα, καὶ πάλι γιὰ ὅλο τὸν
κόσμο.
Ὅταν τελείωσε τὴ δέησή της, μὲ μία κίνηση χαριτωμένη καὶ σεμνὴ ἔβγαλε
ἀπὸ τὴν ἄχραντη Κεφαλή Της τὸ ἀστραφτερὸ μαφόριο, καὶ τ᾿ ἅπλωσε σὰν
σκέπη μὲ τὰ πανάγια χέρια Της πάνω στὸ ἐκκλησίασμα. Ἔγινε τὸσο μεγάλο
αὐτό, ποὺ ἁπλώθηκε σ’ ὅλο τὸ Ναό.
Ἔτσι ἁπλωμένο τὸ ἔβλεπαν καὶ οἱ δυό τους γιὰ πολλὴ ὥρα νὰ ἐκπέμπει δόξα
Θεϊκὴ καὶ λαμπρότητα πολλή. Ὅσο φαινόταν ἐκεῖ ἡ Θεοτόκος, φαινόταν καὶ
τὸ ἱερὸ μαφόριο νὰ σκορπίζει τὴ Χάρη του. Ὅταν Ἐκείνη ἄρχισε ν᾿
ἀνεβαίνει στὸν οὐρανό, ἄρχισε κι ἐκεῖνο νὰ συστέλλεται λίγο-λίγο καὶ νὰ
χάνεται στὰ βάθη τοῦ οὐρανοῦ… Τὰ πάντα εἶχαν περιβληθῆ μὲ ἀνείπωτη
ὡραιότητα καὶ θεῖο κάλλος».