Κυριακὴ Ι΄ Λουκᾶ (Ἑβρ. ιγ΄ 17-21)
Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως
Ἀφοῦ ὁ Παῦλος μίλησε καὶ εἶπε νὰ μιμῆσθε τὴν πίστη τους, ἀναλογιζόμενοι τὴν ὅλη συμπεριφορὰ καὶ τρόπο τῆς ζωῆς τους, προσέθεσε τὸ «νὰ ὑπακούετε καὶ ὑποτάσσεσθε στοὺς προϊσταμένους τῆς Ἐκκλησίας σας, διότι αὐτοὶ ἀγρυπνοῦν γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς σας καὶ θὰ ἀποδώσουν λόγο στὸν Θεὸ γιὰ τὴν διακονία τους αὐτή». Ἂς τὰ ἀκούσουν αὐτὰ οἱ ἄρχοντες καὶ οἱ ἡγούμενοι, καὶ ὄχι μόνον οἱ ὑπήκοοι καὶ ἀρχόμενοι, ὥστε νὰ εἶναι καὶ αὐτοὶ νηφάλιοι καὶ ἄγρυπνοι καὶ συνετοὶ στὸ ἔργο τους, ὡς ὑπεύθυνοι τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, διότι κινδυνεύουν νὰ ὑποστοῦν τιμωρία γιὰ τὰ ἁμαρτήματα τῶν ὑπηκόων τους καὶ τοῦ ποιμνίου, ποὺ ἔχουν ἀναλάβει. Καὶ πῶς ἐκεῖνος ἀγρυπνεῖ καὶ χύνει δάκρυα γιὰ τὴν σωτηρία σου, καὶ ἀμύνεται μὲ ἀναστεναγμούς, ὑπὲρ ἐσοῦ, στὸν Θεὸ καὶ ἐσὺ ἀδιαφορεῖς καὶ ἀμελεῖς γιὰ τὴν σωτηρία σου καὶ γίνεσαι ἀνυπάκουος καὶ βάναυσος σὲ ὅσα σὲ συμβουλεύει νὰ κάνης;
Μὴ πάρης θάρρος, ἐπειδὴ δὲν σὲ ἐκδικεῖται γιὰ τὴν ἀνυπακοή σου, διότι ὁ ἀναστεναγμός του εἶναι ἡ πιὸ φοβερὴ ἐκδίκηση. Διότι τότε καλεῖ σὲ βοήθεια τὸν Δεσπότη, ὅπως στὴν περίπτωση ἑνὸς δασκάλου, ποὺ ὅταν τὸ παιδὶ δὲν ἀκούει καὶ τότε καλεῖται ἐκεῖνος, ποὺ εἶναι πιὸ αὐστηρὸς παιδαγωγός, ἔτσι καὶ ἐδῶ. Πώ, πὼ πόσο μεγάλος κίνδυνος εἶναι αὐτός! Σὲ πόση μεγάλη ἄβυσσο τιμωριῶν σπρώχνουν τοὺς ἑαυτούς τους ἐκεῖνοι ποὺ ἀδιαφοροῦν! Καὶ πόσοι εἶναι ὑπόλογοι σὲ ὅσους ἐξουσιάζουν, γυναῖκες, ἄνδρες, παιδιά, καὶ πόση μεγάλη φωτιὰ βάζουν στὸ κεφάλι τους!
Ἀναρωτιέμαι πῶς μποροῦν νὰ σωθοῦν αὐτοί, ποὺ τέθηκαν κεφαλὴ τοῦ σώματος, ὅταν ὑπάρχη τόση μεγάλη ρᾳθυμία, καὶ μὲ πόση μεγάλη εὐκολία καταλαμβάνουν θέσεις ἐξουσίας ἄνθρωποι, ὅταν ἔχουν τόση μεγάλη εὐθύνη καὶ διατρέχουν τόσο μεγάλο φόβο. Διότι, ἐὰν αὐτοὶ ποὺ διὰ τῆς βίας ἀνέλαβαν τὴν ἐξουσία εἶναι ἀδικαιολόγητοι καὶ δὲν συγχωροῦνται, ὅταν δὲν κυβερνοῦν σωστὰ καὶ παραμελοῦν τὰ καθήκοντά τους, πόσο περισσότερο θὰ τιμωρηθοῦν ὅσοι μὲ μανία ἀναζητοῦν καὶ ἐπιδιώκουν ἀπὸ μόνοι τους θέσεις στὴν Ἱεραρχία; Ἕνας τέτοιος στερεῖ τὸν ἑαυτό του ἀπὸ κάθε ἐλπίδα συγχώρεσης.
Διότι καὶ ὁ Ἀαρὼν ποὺ ἐξ’ ἀνάγκης ἀνέλαβε τὴν ἐξουσία, κινδύνευσε καὶ αὐτὸς καὶ ὁ Μωϋσῆς, ἂν καὶ πολλὲς φορὲς παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν συγχωρέση, ἐξ αἰτίας τῆς ἀρνήσεώς του νὰ ἀναλάβη τὸ ἔργο ποὺ τοῦ ἀνατέθηκε. Καὶ ὁ Σαούλ, στὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἐμπιστεύθηκε τὴν ἐξουσία, παρὰ τὴν ἄρνησί του, κινδύνευσε καὶ αὐτὸς νὰ πάθη κακό, ἐπειδὴ δὲν ἔπραξε σωστὰ τὸ καθῆκον του. Πράγματι, πρέπει νὰ ἔχουμε φόβο Θεοῦ καὶ νὰ τρέμουμε ἐξ αἰτίας τοῦ βάρους ποὺ ἀναλαμβάνουμε καὶ λόγῳ τῆς συνειδήσεώς μας, ὥστε ἐὰν μὲν μᾶς ἀνατεθῆ ἐξουσία νὰ μὴ τὴν ἐγκαταλείπουμε κι ἂν δὲν μᾶς ἀνατεθῆ, νὰ μὴ τὴν ἐπιδιώκουμε μὲ κάθε μέσο, ἀλλὰ νὰ φεύγουμε σκεπτόμενοι τὸ μέγεθος τῆς εὐθύνης καὶ τοῦ ἀξιώματος. Ὅταν ὅμως τὴν ἀναλάβουμε, νὰ τὴν ἐκτελοῦμε μὲ εὐλάβεια. Ὅλα ἂς γίνωνται μὲ τάξη. Καὶ ἐὰν θεωρῆς τὸν ἑαυτό σου ἀνάξιο γιὰ ἕνα τέτοιο ἔργο, πρὶν τὸ ἀναλάβης, ἀπομακρύνσου καὶ φύγε, ἂν πάλι τὸ ἀνέλαβες πρόσεξε νὰ ἐκτελῆς τὰ καθήκοντά σου μὲ πολλὴ σύνεσι, καὶ νὰ δείχνης σὲ ὅλα τὴν εὐγνωμοσύνη σου.
Καὶ γι’ αὐτὸ ὁ Παῦλος, σὰν ἀπολογία πρὸς αὐτοὺς ποὺ ἦσαν λυπημένοι καὶ τὸν θεωροῦσαν παραβάτη καὶ τὸν ἀποστρέφονταν, καὶ δὲν ἤθελαν οὔτε τὸ ὄνομά του νὰ ἀκούσουν, τοὺς γράφει, σὰν νὰ ὁμιλῆ σὲ φίλους «Νὰ προσεύχεσθε καὶ γιά μᾶς· καὶ ἔχουμε τὴν πεποίθηση ὅτι ἡ συνείδησή μας δὲν μᾶς κατακρίνει σὲ τίποτε, διότι σὲ ὅλα θέλουμε νὰ συμπεριφερώμασθε καλά. «Μὴ μοῦ ἀναφέρεις, λέγει, κατηγορίες, διότι ἡ συνείδησή μας δὲν μᾶς ἐλέγχει, κανένα δὲν ἐπιβουλευθήκαμε, ἀντίθετα, αἰσθανόμαστε ὅτι σὲ ὅλους προσπαθοῦμε νὰ εἴμαστε σωστοί, καὶ ὄχι μόνο στοὺς ἐθνικούς, ἀλλὰ καὶ σὲ σᾶς. Κανένα δὲν καπηλευθήκαμε, δὲν φερθήκαμε σὲ κανένα μὲ δόλο καὶ ὑποκρισία. Καὶ βέβαια, εἶναι φανερὸ ὅτι τοῦ ἀποδίδουν τέτοιες κατηγορίες οἱ Ἑβραῖοι, διὰ τοῦτο καὶ ὁ Ἰάκωβος γράφει «ἐπληροφορήθησαν ὅτι διδάσκεις τὴν ἀποστασία ἀπὸ τὸν Μωσαϊκὸ νόμο» (Πράξ. 21: 21). «Δὲν σᾶς τὰ γράφω σὰν ἐχθρὸς ἢ ἀντίπαλος, ἀλλὰ σὰν φίλος καὶ σὰν ἀξίους νὰ προσεύχεσθε γιὰ μένα, μετὰ πάσης σπουδῆς, ὥστε νὰ ἔλθω τὸ συντομώτερο κοντά σας». Καὶ ἔτσι φανερώνει πόσο πολὺ τοὺς ἀγαποῦσε. Ἐπίσης δείχνει ὅτι ἔχει ἐπίγνωση τῶν πράξεών του, καὶ γι’ αὐτὸ ἀφοῦ τοὺς ζήτησε τὶς προσευχές τους, κατόπιν τοὺς εὔχεται καὶ ὁ ἴδιος ὅλα τὰ ἀγαθά. «Καὶ ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης» λέγει, καὶ αὐτὸ τὸ ἀναφέρει, γιατί εἶχαν ξεσηκωθῆ ἐναντίον του, ὅτι δηλαδὴ ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι Θεὸς εἰρήνης, μὴ δημιουργῆτε σχίσματα καὶ φατρίες ἐναντίον μας. Καὶ συνεχίζει, διαβεβαιώνοντάς τους ἔντονα γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου.
«Ὁ ἀναγαγὼν ἐκ τῆς γῆς τὸν Ποιμένα τῶν προβάτων, τὸν μέγαν, ἐν αἵματι διαθήκης αἰωνίου, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, καταρτίσαι ὑμᾶς ἐν παντί ἔργῳ ἀγαθῷ, εἰς τὸ ποιῆσαι τὸ θέλημα αὐτοῦ, ποιῶν ἐν ὑμῖν τὸ εὐάρεστον ἐνώπιον αὐτοῦ, διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (ιγ΄ 20-21).
Καὶ τοὺς δίνει ἐπιβεβαίωση, ὅτι ἐκεῖνο ποὺ ἄρχισε καὶ ποὺ ὁδηγεῖ στὴν τελείωση, θὰ ὁλοκληρωθῆ στὴ συνέχεια πρᾶγμα ποὺ τοὺς τὸ εὔχεται καὶ τοὺς λέγει «εὔχομαι μὲ τὸ αἷμα τῆς αἰώνιας διαθήκης, ὁ Κύριος νὰ ἐνεργῆ μέσα σας, ὥστε νὰ πράττετε πάντοτε ἐκεῖνο ποὺ εἶναι εὐάρεστο στὸν Θεό, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνες. Καὶ εἶναι σὰν νὰ τοὺς λέγη «ἔχετε βέβαια ἀρετή, χρειάζεται ὅμως νὰ γίνετε τέλειοι, μὲ ἐνάρετη ζωή καὶ ὀρθὴ πίστη». Βλέπεις ὅτι ἡ πραγμάτωσις τῆς ἀρετῆς δὲν εἶναι μόνο ἔργο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ δικό μας, καὶ οὔτε μόνο δικό μας; Καὶ ὅτι μεγίστη ἀρετὴ εἶναι νὰ κάνη κανεὶς αὐτὸ ποὺ εἶναι εὐχάριστο στὸν Θεό; Καθὼς καὶ ὁ προφήτης λέγει: «καὶ κατὰ τὴν καθαριότητα τῶν χειρῶν μου ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ» (Ψ. 17: 21).
Καὶ πρόσεξε τὴν σοφία τοῦ Παύλου. Διότι δὲν λέγει νὰ ἀνέχεσθε τὸν λόγο τῆς παραινέσεως, ἀλλὰ τὸν λόγο τῆς παρακλήσεως, δηλαδὴ τῆς προτροπῆς καὶ παρηγορίας, ὥστε ἡ Χάρη τοῦ Κυρίου νὰ εἶναι μαζί μας. Καὶ πῶς θὰ εἶναι μαζί μας; Ἐὰν δὲν ἐξευτελίζουμε τὴν εὐεργεσία, ἐὰν δὲν εἴμαστε ρᾴθυμοι καὶ ἀδιάφοροι στὴν μεγάλη δωρεὰ τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας, ἡ κάθαρση καὶ συμφιλίωσή μας μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἡ εὐδοκίμηση στὴν ἀρετὴ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Διότι αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία ὅλων τῶν ἀγαθῶν καὶ δωρεῶν καὶ αὐτὴ μᾶς καθοδηγεῖ σὲ ὅλα, ὅταν δὲ ἀπομακρύνεται, πέφτουμε σὲ φθορὰ καὶ θάνατο. Μένουμε γυμνοὶ καὶ ἔρημοι τῆς Χάριτος καὶ καταστρεφόμαστε.
Ἂς σκεφτώμεθα πάντοτε τὰ οὐράνια, ὥστε νὰ παραμείνη ἡ χάρη μαζί μας, γιατί ἀπομακρύνεται, ὅταν ἔχουμε τὸν νοῦ μας στὰ βιοτικὰ καὶ πρόσκαιρα. Διότι λέγει «ὁ κόσμος οὐ δύναται λαβεῖν, ὅτι οὐ θεωρεῖ αὐτό, οὐδὲ γινώσκει αὐτὸ» (Ἰω. 14: 17). «Κόσμο», ὀνομάζει τὸν πονηρὸ καὶ αἰσχρὸ βίο. Βλέπεις ὅτι μία ψυχὴ ποὺ ἔχει κοσμικὸ φρόνημα δὲν μπορεῖ νὰ ἔχη τὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Χρειάζεται, λοιπόν, νὰ καταβάλλουμε πολλὴ καὶ συνεχῆ προσπάθεια ὥστε νὰ τὸ κρατήσουμε καὶ διατηρήσουμε κοντά μας, ὥστε νὰ οἰκονομῆ ὅλα μας τὰ ἔργα καὶ νὰ μᾶς κατευθύνη μὲ ἀσφάλεια καὶ πολλὴ εἰρήνη.