Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2020

Η εναέρια αρπαγή του μοναχού Ισαάκ Διονυσιάτη

Στις 21 Μαΐου του σωτηρίου έτους 1932 εκοιμήθη εν Κυρίω ο μοναχός Ισαάκ σε ηλικία 82 ετών, έχοντας διαβιώσει στη Μονή Διονυσίου πλέον των 60 ετών. Καταγόμενος από το Καβακλή των Σαράντα Εκκλησιών Θράκης, έγινε τύπος και υπογραμμός και ζώσα εικόνα ενάρετης ζωής.

Με αυτόν τον οσιότατο Γέροντα Ισαάκ συνέζησα στα Μετόχια τρεις περιόδους και από κοντά είδα και άκουσα πράγματα θαυμαστά και εξαίσια, που προξενούν κατάπληξη και κάποια από αυτά φαίνονται απίθανα στη δική μας ράθυμη, ολιγόπιστη και μικρόψυχη γενεά.

Από τα πολλά που είδαμε και ακούσαμε, ένα μόνο θα ιστορήσουμε εδώ, και τούτο με συντομία.

Κατά τη νεαρή του ηλικία, δεκαεννέα περίπου ετών, υπηρετούσε ως μάγειρος στο Κονάκι στις Καρυές. Αντιπρόσωπος ήταν ο εκ Λακωνίας καταγόμενος Γέροντας Γελάσιος, ο περίφημος εκείνος, που διετέλεσε τετράκις Πρωτεπιστάτης της Ιεράς Κοινότητος και απεβίωσε κατά το έτος 1896.

Αυτός λοιπόν ο Γελάσιος σε καιρό χειμώνα, μήνα Φεβρουάριο, καθώς κάποια επείγουσα υπόθεση τον ανάγκαζε να συνεννοηθεί με τη Μονή – τότε δεν υπήρχαν εδώ τηλέφωνα ούτε θαλάσσια συγκοινωνία με μοτόρ, όπως είναι τώρα – έστειλε τον υποτακτικό του με γράμμα στη Μονή, να πάει πεζός από το βουνό, και μάλιστα όταν ο καιρός ήταν νεφελώδης, σκοτεινός, προμηνύοντας κακοκαιρία και χιονοθύελλα.

Τον υπάκουσε ο καλός υποτακτικός Ισαάκ χωρίς αντιλογία και γογγυσμό, καίτοι διέβλεπε την προμηνυόμενη θεομηνία. Αφού έβαλε μετάνοια και είπε «νάναι ευλογημένο», πήρε τη γραμματοθήκη και αστραπιαία, σαν ζαρκαδάκι πηδώντας και περπατώντας – όντας συνηθισμένος στην πεζοπορία, διότι από τη νεαρή του ηλικία ήταν βοσκόπουλο – σ’ ένα τέταρτο της ώρας έφτασε στη θέση Σταυρός, στην κορυφή του βουνού, και τρέχοντας πήρε τον δρόμο δια της οροσειράς προς τη γνωστή του πορεία.

Από το Κονάκι ανεχώρησε στις 7 το απόγευμα (βυζαντινή ώρα) και κατά τις 9 έφθασε στα όρια της Σίμωνος Πέτρας, στο λεγόμενο «Μπουσδούμι», όπου είναι η κρύα πηγή του νερού. Μέχρι εκεί έβλεπε και διέκρινε τον δρόμο. Στο μεταξύ όμως πριν από μισή ώρα άρχισε να χιονίζει πυκνά-πυκνά, από το χιόνι σκεπάσθηκαν όλα τα σημεία του δρόμου και ο καιρός χειροτέρευε.

Ο Ισαάκ με τη γλυκιά επίκληση του Ιησού μας, προχωρεί αρκετό διάστημα, αλλά μετά από λίγο αναγκάζεται να σταματήσει, παραδερνόμενος από τη θύελλα και το χιόνι που έπεφτε καταιγιστικά. Οπότε πλέον δεν διέκρινε τίποτε.

Αδυνατώντας λοιπόν να προχωρήσει παραπέρα με τις δικές του σωματικές δυνάμεις, ύψωσε τα χέρια και τα μάτια του στον ουρανό με θερμή και αδίστακτη πίστη και φώναξε με όλη την καρδιά του: «Άγιε Τίμιε Πρόδρομε, βοήθησέ με να φθάσω στο Μοναστήρι». Διότι είχε ο ευλογημένος πολλή ευλάβεια στον Τίμιο Πρόδρομο.

Και, ω του εξαισίου θαύματος και τερατουργήματος, μέγιστε του Κυρίου Πρόδρομε! Εκπληρώθηκε αμέσως ο λόγος του προφήτη Ησαΐα: «Έτι σου λαλούντος πάρειμι» και το δαβιτικό λόγιο: «Εκέκραξαν οι δίκαιοι και ο Κύριος εισήκουσεν αυτών». Αμέσως αόρατη δύναμη τον άρπαξε και αυτοστιγμεί βρέθηκε στο Προσκυνητάρι που είναι στον δρόμο προς τον Αρσανά, έξω από τη Μονή, και ακριβώς την ώρα που οι πατέρες σηκώθηκαν από την τράπεζα. Ώρα ως συνήθως περίπου 10 και 30 λεπτά.

Ο Ισαάκ τότε εισήλθε στη Μονή, και όλοι κατάπληκτοι τον ρωτούσαν πώς με τέτοια καταιγίδα και χιονοθύελλα ήλθε στη Μονή από το βουνό για να φέρει το γράμμα του Αντιπροσώπου.

Στις διάφορες ερωτήσεις των Πατέρων σιωπούσε ο μακάριος και μετά την παρέλευση αρκετού χρονικού διαστήματος ανακοινώθηκαν από τον πνευματικό, στον οποίο εξομολογούμενος φανέρωσε τη φοβερή θαυματουργία που έγινε σε αυτόν.

 Από το περιοδικό “Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ”, Έκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, τ. 12 (1987), άρθρο: «Διονυσιατικές διηγήσεις Γ’», σελ. 62.

Γλωσσική προσαρμογή για την Κ.Ο.