Κυριακὴ Ι΄ (Λουκ. 13,10-17)
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
«Ἓξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι…» (Λουκ. 13,14)
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο, ἀγαπητοί
μου, εἶνε μιὰ περικοπὴ ἀπὸ τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο. Ἡ πέννα τοῦ
εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ ζωγραφίζει μὲ τέτοια χάρι τὰ γεγονότα, ὥστε νομίζεις
ὅτι τὰ βλέπεις μπροστά σου ζωντανά.
Βλέπουμε λοιπὸν σήμερα μιὰ γυναίκα νὰ περπατάῃ μὲ τὰ τέσσερα.
Μὰ τί ἤτανε, ζῷο; Τὸ ἐξηγεῖ τὸ εὐαγγέλιο· τὴ χτύπησε ἀρρώστια. Ἡ
ἀρρώστια της δὲν ἦταν φυσική. Ἦταν ἀποτέλεσμα ἐπηρείας πονηρῶν
πνευμάτων, ἐπίδρασι σατανική. Ὅπως λυγίζεις μιὰ βέργα καὶ τὴν κάνης
κρικέλλα, ἔτσι ὁ σατανᾶς λύγισε τὴ σπονδυλική της στήλη καὶ ἔκανε αὐτὴ
τὴ γυναῖκα νὰ σκύψῃ καὶ νὰ περπατάῃ μὲ τὰ τέσσερα.
* * *
Θέλω νὰ ἐπιστήσω τὴν προσοχή σας
σ᾿ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἐντολή, ποὺ τόσο λανθασμένα τὴν ἐννοοῦσε ὁ
ἀρχισυνάγωγος. Ἡ ἐντολὴ τοῦ Δεκαλόγου εἶνε σαφής. Ὅλη τὴν ἑβδομάδα,
λέει, νὰ ἐργάζεσαι, τὴν δὲ ἑβδόμη ἡμέρα «σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου» (Ἔξ.
20, 10. Δευτ. 5,14). Αὐτὸς ὁ λόγος μᾶς δίνει ἀφορμὴ νὰ θυμηθοῦμε, ὅτι
ὅλοι ὅσοι βαπτισθήκαμε «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ
ἁγίου Πνεύματος» καὶ εἴμαστε Χριστιανοί, ἔχουμε μία ἱερὰ ὑποχρέωσι· τὸ
καθῆκον τῆς δημοσίας λατρείας. Νὰ θυμώμαστε, ὅτι μιὰ μέρα τὴ βδομάδα
πρέπει νὰ δίνουμε τὸ παρὼν στὸ ναό. Καὶ αὐτὴ ἡ μέρα εἶνε ἡ Κυριακή.
Γιὰ τοὺς μουσουλμάνους ἡμέρα ἀργίας εἶνε ἡ Παρασκευή· καὶ τὴν
τηροῦν αὐστηρά· Γιὰ τοὺς Ἑβραίους ἡμέρα ἀργίας εἶνε τὸ Σάββατο· καὶ
μέχρι σήμερα πολλοὶ Ἑβραῖοι, εἴτε σκορπισμένοι ἀνὰ τὸν κόσμο εἴτε στὸ
Ἰσραήλ, Σάββατο δὲν ἐργάζονται. Ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ ὡς ἡμέρα ἀργίας
καὶ λατρείας ἔχουμε τὴν Κυριακή.
Τί μεγάλη ἀξία ἔχει ἡ Κυριακή! Εἶνε ἡ «μία» (Ματθ. 28,1 κ.ἀ.)
καὶ «ἁγία» καὶ «κλητὴ» ἡμέρα (Λευϊτ. 23,3). Εἶνε ἡ ἡμέρα ποὺ ὁ Κύριος
ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς κατέβηκε στὸν ᾅδη, νίκησε τὸ θάνατο καὶ θριάμβευσε.
Εἶνε ἡ ἡμέρα ποὺ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο κατέβηκε ἐπάνω στοὺς μαθητάς. Εἶνε ἡ
ἡμέρα ποὺ ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης εἶδε τὸ ὅραμα τῆς Ἀποκαλύψεως. Ἀνοῖξτε
καὶ θὰ διαβάσετε ἐκεῖ· «Ἐγενόμην ἐν πνεύματι ἐν τῇ κυριακῇ ἡμέρᾳ»
(Ἀπ. 1,10)· τὸ ὅραμα δὲν δόθηκε ἄλλη μέρα, ἀλλὰ τὴν Κυριακή. Εἶνε
λοιπὸν ἡμέρα ἱερά.
–Γιατί, θὰ μοῦ πῆτε, ἀσχολεῖσαι μὲ τὴν Κυριακή;
Γιατί ἀσχολοῦμαι; Διότι τώρα, κοντὰ στὰ ἄλλα «μανιτάρια», κοντὰ
στὶς ἄλλες αἱρέσεις ποὺ ξεφύτρωσαν στὸν τόπο μας, παρουσιάστηκε καὶ μιὰ
αἵρεσι ποὺ καταλύει καὶ σβήνει τὴν Κυριακὴ ἡμέρα· οἱ ὀπαδοί της
λέγονται ἀντβεντισταί, σαββατισταί. Αὐτοί, ἐνῷ λένε πὼς εἶνε χριστιανοί,
ἀντὶ νὰ ἔχουν τὴν Κυριακὴ ὡς ἡμέρα ἀργίας, ἔχουν τὸ Σάββατο. Σὰν τοὺς
Ἑβραίους· εἶνε παραφυάδα ἑβραϊκή. Ἀλλὰ ὁ χριστιανικὸς κόσμος ὡς ἡμέρα
ἀξία σεβασμοῦ τιμᾷ ἀνέκαθεν τὴν Κυριακή.
Στὰ πρῶτα χρόνια οἱ Χριστιανοὶ τὴν Κυριακὴ λάτρευαν τὸ Θεὸ
μέσα στὶς ὀπὲς τῆς γῆς. Κατόπιν κτίσθηκαν οἱ πρῶτες ἐκκλησίες.
Χριστιανοὶ αὐτοκράτορες, ἀπὸ εὐλάβεια, ἔλαβαν μέτρα γιὰ τὴν Κυριακή.
Κυριακὴ ἀπαγορεύονταν θέατρα, ἱπποδρόμια, λουτρά, ἀλλὰ καὶ ἐργασίες.
Τὴν Κυριακὴ λ.χ. ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος δὲν ἐπέτρεπε νὰ πάῃ εἰσπράκτορας
μὲ ἐντάλματα καὶ νὰ ἐνοχλῇ τὸν κόσμο.
Τὴν Κυριακὴ ἦταν ὅλοι στὴν ἐκκλησία. Ὡραῖο θέαμα, καὶ μάλιστα
στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας. Ἐκεῖ πήγαιναν γιὰ τὴ θεία λειτουργία ὁ
αὐτοκράτορας, ἡ αὐτοκράτειρα, οἱ πρίγκιπες, οἱ ἄρχοντες, οἱ στρατηγοί, ὁ
πατριάρχης καὶ ὅλος ὁ λαός. Ἀλλὰ καὶ κατόπιν, στὰ χρόνια τῆς
τουρκοκρατίας. Τότε δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ χτυπήσῃ καμπάνα· καὶ ὅμως, χωρὶς
καμπάνα, ἔτρεχαν ὅλοι στὴν ἐκκλησία. Ὑπάρχει καὶ κανόνας στὸ Πηδάλιο,
ὁ π΄ (80ός) τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ λέει ὅτι, ὅποιος
ἀπουσιάσῃ ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τρεῖς συνεχεῖς Κυριακὲς χωρὶς σοβαρὸ λόγο,
ἀφορίζεται.
Ἔτσι λοιπὸν ἐτηρεῖτο ἄλλοτε ἡ Κυριακή. Σήμερα πῶς πηγαίνει ὁ
ἐκκλησιασμός; Ἂς ῥίξουμε μιὰ ματιὰ στὶς ἐνορίες μας. Ἔχουμε ὑπολογίσει,
ὅτι ἀπὸ τοὺς ἑκατὸ (100) Χριστιανοὺς ἐκκλησιάζονται – πόσοι; Δύο ἢ
τρεῖς (2-3%), παραπάνω ὄχι. Τί ἀσέβεια! Φαντασθῆτε σ᾿ ἕνα λόχο νὰ χτυπάῃ
τὸ πρωὶ ἐγερτήριο, κι ἀπὸ τοὺς ἑκατὸ ἄντρες νὰ παρουσιάζωνται μόνο δύο
νὰ δώσουν τὸ παρών. Γίνεται ποτὲ αὐτὸ στὸ στρατό; Ἐδῶ κάθε Κυριακὴ ὁ
Βασιλεὺς τῶν ὅλων κάνει προσκλητήριο μὲ τὴν καμπάνα, μὰ δὲ᾿ βαριέσαι!
«στοῦ κουφοῦ τὴν πόρτα, ὅσο θέλεις βρόντα». Λὲς καὶ ὁ διάβολος βούλωσε
τ᾿ αὐτιὰ μὲ βουλοκέρι, γιὰ νὰ μὴν ἀκοῦνε. Νὰ τὸ ξέρετε, αὐτὲς οἱ
καμπάνες μιὰ μέρα θὰ δικάσουν τοὺς Χριστιανοὺς τοῦ αἰῶνος τούτου. Γιὰ
κάθε ἀπουσία τὴν Κυριακὴ θὰ δώσουμε λόγο στὸ Θεὸ τί κάναμε, ποῦ ἤμαστε.
Ἄλλοι ἀποβραδὶς τὸ Σάββατο χαρτοπαίζουν ὣς τὰ μεσάνυχτα καὶ τὸ πρωὶ
κοιμοῦνται, ἄλλοι τρέχουν σὲ ἐκδρομὲς ἢ γιὰ κυνήγι, ἄλλοι τὸ καλοκαίρι
πᾶνε γιὰ μπάνιο, ἄλλοι παρακολοῦθοῦν ποδοσφαιρικὲς συναντήσεις ἢ
ἱπποδρόμια, ἄλλοι ἐδῶ ἢ ἐκεῖ. Ἔτσι ἀπὸ τοὺς ἑκατὸ ἐκκλησιάζονται μόνο
δύο· κι αὐτῶν ἡ καρδιὰ δὲν εἶνε στὴ λατρεία, δὲν ἔχει πόθους ἱερούς. Ὁ
νοῦς τους περιπλανᾶται δεξιὰ – ἀριστερά, ἐνῷ ἡ Ἐκκλησία καλεῖ καὶ λέει
«Ὡς τὸν Βασιλέα τῶν ὅλων ὑποδεξόμενοι…» (χερουβ. ὕμνος).
Ἔτσι κατήντησε σήμερα ἡ Κυριακή. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα. Δὲν τὸ
μάθατε; Ρωτῆστε τὴν ἀστυνομία. Ποιά μέρα εἶνε περισσότερο βουτηγμένη
στὸ αἷμα; Ἐγὼ κάθε Δευτέρα δὲν θέλω νὰ πιάνω ἐφημερίδα. Τὰ μεγαλύτερα
ἐγκλήματα γίνονται τὴν Κυριακή. Ἡ ἡμέρα, ποὺ ἔπρεπε νὰ εἶνε ἡ πιὸ
λευκή, ἔγινε ἡ πιὸ ἁμαρτωλή. Ἀντὶ νὰ εἶνε ἡμέρα ἀφιερωμένη στὸ Θεό,
ἡμέρα λατρείας καὶ ἐλεημοσύνης, ἔγινε ἡμέρα τοῦ διαβόλου, ἡμέρα κατάρας.
Ἀλλὰ μὴν παραξενευώμαστε. Ὁ Χριστὸς τὸ εἶπε, ὅτι θὰ ᾿ρθοῦν
ἡμέρες ἀποστασίας, ποὺ θὰ σβήσουν τὰ καντήλια τῆς πίστεως, θὰ σβήσῃ ἡ
πίστι καὶ θὰ ψυγῇ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό (βλ. Ματθ. 24,12). Σήμερα λοιπὸν
αὐτὴ ἡ ἀγάπη ἔχει κρυώσει. Γιατί δὲν ἔρχονται οἱ ἄνθρωποι στὴν
ἐκκλησία; Διότι δὲν ἀγαπᾶνε τὸ Θεό. Ὅποιος ἀγαπάει, πηγαίνει συχνὰ στὸ
σπίτι τοῦ ἀγαπωμένου καὶ δὲν τοῦ κάνει καρδιὰ νὰ φύγῃ. Ἂν ἀγαποῦσες τὸ
Θεὸ μὲ ὅλη σου τὴν καρδιά, δὲν θὰ εἶχες ἄλλο πιὸ εὐχάριστο τόπο ἀπὸ τὴν
ἐκκλησία, καὶ θά ᾿λεγες σὰν τὸ Δαυΐδ· «Ὡς ἀγαπητὰ τὰ σκηνώματά σου,
Κύριε τῶν δυνάμεων…» (Ψαλμ. 83,2). Αὐτὴ ἡ ἀγάπη λείπει σήμερα. Ὅπως
προφήτευσε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, στὶς ἔσχατες ἡμέρες οἱ ἄνθρωποι θὰ εἶνε
«φιλήδονοι μᾶλλον ἢ φιλόθεοι» (Β΄ Τιμ. 3,1-4). Σήμερα ὁ διάβολος
προσπαθεῖ ν᾿ ἀδειάσουν οἱ ἐκκλησιές! Κάποτε πῆγα σὲ χωριὸ μὲ 2.000
ψυχές, καὶ δὲν ὑπῆρχε παιδὶ νὰ σηκώσῃ τὴ λαμπάδα.
Τὰ Χριστούγεννα βέβαια καὶ τὸ Πάσχα μαζεύονται πολλοί. Τὸν ἄλλο
ὅμως καιρὸ οἱ ἐκκλησίες ἀδειάζουν. Ἀλλ᾿ ὅταν ἀδειάσουν οἱ ἐκκλησίες,
κατὰ μία προφητεία, γεμίζουν –ἀλλοίμονο– οἱ φυλακές.
* * *
Ἀδελφοί μου! Ὁ διάβολος θέλει νὰ
ἀδειάσῃ ἡ ἐκκλησία. Ἐμεῖς, ὅσοι πιστοί, ἂς προσπαθοῦμε νὰ γεμίσῃ ἡ
ἐκκλησία. Ἰδίως οἱ γονεῖς. Ὅπως ἄλλοι πᾶνε μαζὶ μὲ τὰ παιδιά τους στὸ
θέατρο καὶ στὸν κινηματογράφο, ἐσεῖς μαζὶ μὲ τὰ παιδιά σας ἐδῶ! Καὶ νὰ
στέκεσαι, καὶ νὰ παρακαλῇς τὸ Θεό, καὶ νὰ δακρύζῃς. Καὶ νά ᾿σαι βέβαιος·
ὅταν περάσουν τὰ χρόνια κ᾿ ἐσύ, μάνα – πατέρα, θά ᾿σαι στάχτη μέσα στὸ
μνῆμα, τὸ παιδί σου ὅλα θὰ τὰ ξεχάσῃ, μὰ δὲν θὰ ξεχάσῃ τὴν ἡμέρα τῆς
Κυριακῆς. Θ᾿ ἀσπρίσουν τὰ μαλλιά του, θὰ πλησιάζῃ στὸ θάνατο, ἀλλ᾿ ὅταν
ἀκούῃ τὴν Κυριακὴ καμπάνα, θὰ θυμᾶται τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα, ποὺ τὸ
ἔπαιρναν στὴν ἐκκλησιά.
Ὅλοι, λοιπόν, στὴν ἐκκλησία, μικροὶ – μεγάλοι! Νὰ νικήσουμε τὸ
διάβολο, νὰ γίνῃ ὁ τόπος μας ἅγιος, νὰ δοξάζουμε Πατέρα Υἱὸν καὶ ἅγιον
Πνεῦμα, εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἀναργύρων τοῦ ὁμωνύμου δήμου τῆς Ἀττικῆς τὴν 4-12-1960.