Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2020

Ο εκκλησιασμός της Κυριακής

Κυριακὴ Ι΄ (Λουκ. 13,10-17)
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

«Ἓξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι…» (Λουκ. 13,14)

Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο, ἀγαπητοί μου, εἶνε μιὰ περικοπὴ ἀπὸ τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο. Ἡ πέννα τοῦ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ ζωγραφίζει μὲ τέτοια χάρι τὰ γεγονότα, ὥστε νο­μίζεις ὅτι τὰ βλέπεις μπροστά σου ζωντανά.
Βλέπουμε λοιπὸν σήμερα μιὰ γυναίκα νὰ περπατάῃ μὲ τὰ τέσσερα. Μὰ τί ἤτανε, ζῷο; Τὸ ἐξηγεῖ τὸ εὐαγγέλιο· τὴ χτύπησε ἀρρώστια. Ἡ ἀρρώστια της δὲν ἦταν φυσική. Ἦταν ἀποτέ­λεσμα ἐπηρείας πονηρῶν πνευμάτων, ἐπίδρα­σι σατανική. Ὅπως λυγίζεις μιὰ βέργα καὶ τὴν κάνης κρικέλλα, ἔτσι ὁ σατανᾶς λύγισε τὴ σπονδυλική της στήλη καὶ ἔκανε αὐτὴ τὴ γυναῖ­κα νὰ σκύψῃ καὶ νὰ περπατάῃ μὲ τὰ τέσσερα.

Ἔτσι πῆγε καὶ στὴ συναγωγή, ὅπου λάτρευ­αν τὸ Θεό. Ἐκεῖ τὴν εἶδε ὁ Χριστὸς καὶ τὴ σπλα­χνίστηκε. Ἅπλωσε πάνω της τὰ ἄχραντά του χέρια, καὶ μόλις τὴν ἄγγιξε, ἔγινε τὸ θαῦμα· τὰ κόκκαλα ἔτριξαν, ἡ σπονδυλικὴ στήλη ἀ­νωρθώθηκε, τὸ κορμὶ ἀναστηλώθηκε· καὶ τὸ κεφάλι ἐκεῖνο, ποὺ ἄγγιζε τὴ γῆ, ἔβλεπε τώρα γιὰ πρώτη φορὰ τὸν οὐρανὸ καὶ τὰ ἄστρα.
Ὅλοι εἶδαν τὸ θαῦμα καὶ ὅλοι χάρηκαν. Ἕ­νας μόνο λυπήθηκε, ὁ ἀρχισυνάγωγος, γιατὶ ἦ­ταν φθονερός. Ἀντὶ νὰ δοξάσῃ τὸ Θεό, βρῆκε λόγια πικρὰ γιὰ νὰ κατηγορήσῃ τὸν Κύριο. Εἶ­πε, ὅτι αὐτὸ δὲν ἔπρεπε νὰ γίνῃ Σάββατο, δι­ότι τὴ μέρα αὐτὴ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἐργαζώ­μαστε· πρέπει νὰ τὴν ἀφιερώνουμε στὸ Θεό.

* * *

Θέλω νὰ ἐπιστήσω τὴν προσοχή σας σ᾿ αὐ­τὴν ἀκριβῶς τὴν ἐντολή, ποὺ τόσο λανθασμέ­να τὴν ἐννοοῦσε ὁ ἀρχισυνάγωγος. Ἡ ἐντο­λὴ τοῦ Δεκαλόγου εἶνε σαφής. Ὅλη τὴν ἑβδομάδα, λέει, νὰ ἐργάζεσαι, τὴν δὲ ἑβδόμη ἡμέρα «σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου» (Ἔξ. 20, 10. Δευτ. 5,14). Αὐτὸς ὁ λόγος μᾶς δίνει ἀφορμὴ νὰ θυμηθοῦ­με, ὅτι ὅλοι ὅσοι βαπτισθήκαμε «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος» καὶ εἴμαστε Χριστιανοί, ἔχουμε μία ἱερὰ ὑποχρέωσι· τὸ καθῆκον τῆς δημοσί­ας λατρείας. Νὰ θυμώμαστε, ὅτι μιὰ μέρα τὴ βδομάδα πρέπει νὰ δίνουμε τὸ παρὼν στὸ ναό. Καὶ αὐτὴ ἡ μέρα εἶνε ἡ Κυριακή.
Γιὰ τοὺς μουσουλμάνους ἡμέρα ἀργίας εἶ­νε ἡ Παρασκευή· καὶ τὴν τηροῦν αὐστηρά· Γιὰ τοὺς Ἑβραίους ἡμέρα ἀργίας εἶνε τὸ Σάβ­βατο· καὶ μέχρι σήμερα πολλοὶ Ἑβραῖοι, εἴτε σκορπισμένοι ἀνὰ τὸν κόσμο εἴτε στὸ Ἰσ­ρα­ήλ, Σάββατο δὲν ἐργάζονται. Ἐμεῖς οἱ Χριστι­ανοὶ ὡς ἡμέρα ἀργίας καὶ λατρείας ἔχουμε τὴν Κυριακή.
Τί μεγάλη ἀξία ἔχει ἡ Κυριακή! Εἶνε ἡ «μία» (Ματθ. 28,1 κ.ἀ.) καὶ «ἁγία» καὶ «κλητὴ» ἡμέρα (Λευϊτ. 23,3). Εἶ­νε ἡ ἡμέρα ποὺ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς κατέβηκε στὸν ᾅδη, νίκησε τὸ θάνατο καὶ θριάμβευσε. Εἶνε ἡ ἡμέρα ποὺ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο κατέβηκε ἐπάνω στοὺς μαθητάς. Εἶ­νε ἡ ἡμέρα ποὺ ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης εἶδε τὸ ὅραμα τῆς Ἀποκαλύψεως. Ἀνοῖξτε καὶ θὰ δια­βάσετε ἐκεῖ· «Ἐγενόμην ἐν πνεύματι ἐν τῇ κυ­ριακῇ ἡμέρᾳ» (Ἀπ. 1,10)· τὸ ὅραμα δὲν δόθηκε ἄλ­λη μέρα, ἀλλὰ τὴν Κυριακή. Εἶνε λοιπὸν ἡμέρα ἱερά.
–Γιατί, θὰ μοῦ πῆτε, ἀσχολεῖσαι μὲ τὴν Κυριακή;
Γιατί ἀσχολοῦμαι; Διότι τώρα, κοντὰ στὰ ἄλλα «μανιτάρια», κοντὰ στὶς ἄλλες αἱρέσεις ποὺ ξεφύτρωσαν στὸν τόπο μας, παρουσιάστηκε καὶ μιὰ αἵρεσι ποὺ καταλύει καὶ σβήνει τὴν Κυριακὴ ἡμέρα· οἱ ὀπαδοί της λέγονται ἀντβεντισταί, σαββατισταί. Αὐτοί, ἐνῷ λένε πὼς εἶνε χριστιανοί, ἀντὶ νὰ ἔχουν τὴν Κυρι­ακὴ ὡς ἡμέρα ἀργίας, ἔχουν τὸ Σάββατο. Σὰν τοὺς Ἑβραίους· εἶνε παραφυάδα ἑβραϊκή. Ἀλ­λὰ ὁ χριστιανικὸς κόσμος ὡς ἡμέρα ἀξία σεβασμοῦ τιμᾷ ἀνέκαθεν τὴν Κυριακή.
Στὰ πρῶτα χρόνια οἱ Χριστιανοὶ τὴν Κυρι­α­κὴ λάτρευαν τὸ Θεὸ μέσα στὶς ὀπὲς τῆς γῆς. Κατόπιν κτίσθηκαν οἱ πρῶτες ἐκκλησίες. Χριστιανοὶ αὐτοκράτορες, ἀπὸ εὐλάβεια, ἔλαβαν μέτρα γιὰ τὴν Κυριακή. Κυριακὴ ἀπαγορεύον­ταν θέατρα, ἱπποδρόμια, λουτρά, ἀλλὰ καὶ ἐρ­γασίες. Τὴν Κυριακὴ λ.χ. ὁ Μέγας Κωνσταν­τῖνος δὲν ἐπέτρεπε νὰ πάῃ εἰσπράκτορας μὲ ἐντάλματα καὶ νὰ ἐνοχλῇ τὸν κόσμο.
Τὴν Κυριακὴ ἦταν ὅλοι στὴν ἐκκλησία. Ὡ­ραῖο θέαμα, καὶ μάλιστα στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας. Ἐκεῖ πήγαιναν γιὰ τὴ θεία λειτουργία ὁ αὐτοκράτορας, ἡ αὐτοκράτειρα, οἱ πρίγκιπες, οἱ ἄρχοντες, οἱ στρατηγοί, ὁ πατριάρχης καὶ ὅ­λος ὁ λαός. Ἀλλὰ καὶ κατόπιν, στὰ χρόνια τῆς τουρκοκρατίας. Τότε δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ χτυ­πήσῃ καμπάνα· καὶ ὅμως, χωρὶς καμπάνα, ἔ­τρεχαν ὅλοι στὴν ἐκκλησία. Ὑπάρχει καὶ κανό­νας στὸ Πηδάλιο, ὁ π΄ (80ός) τῆς Πενθέκτης Οἰ­κουμενικῆς Συνόδου, ποὺ λέει ὅτι, ὅποιος ἀπουσιάσῃ ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τρεῖς συνεχεῖς Κυριακὲς χωρὶς σοβαρὸ λόγο, ἀφορίζεται.
Ἔτσι λοιπὸν ἐτηρεῖτο ἄλλοτε ἡ Κυριακή. Σήμερα πῶς πηγαίνει ὁ ἐκκλησιασμός; Ἂς ῥίξουμε μιὰ ματιὰ στὶς ἐνορίες μας. Ἔχουμε ὑ­πολογίσει, ὅτι ἀπὸ τοὺς ἑκατὸ (100) Χριστιανοὺς ἐκκλησιάζονται – πόσοι; Δύο ἢ τρεῖς (2-3%), παραπάνω ὄχι. Τί ἀσέβεια! Φαντασθῆτε σ᾿ ἕνα λόχο νὰ χτυπάῃ τὸ πρωὶ ἐγερτήριο, κι ἀ­πὸ τοὺς ἑκατὸ ἄντρες νὰ παρουσιάζωνται μόνο δύο νὰ δώσουν τὸ παρών. Γίνεται ποτὲ αὐ­τὸ στὸ στρατό; Ἐδῶ κάθε Κυριακὴ ὁ Βασιλεὺς τῶν ὅλων κάνει προσ­κλητήριο μὲ τὴν καμ­πάνα, μὰ δὲ᾿ βαριέσαι! «στοῦ κουφοῦ τὴν πόρτα, ὅσο θέλεις βρόντα». Λὲς καὶ ὁ διάβολος βούλωσε τ᾿ αὐτιὰ μὲ βουλοκέρι, γιὰ νὰ μὴν ἀ­κοῦνε. Νὰ τὸ ξέρετε, αὐτὲς οἱ καμπάνες μιὰ μέρα θὰ δι­κάσουν τοὺς Χριστιανοὺς τοῦ αἰ­ῶνος τούτου. Γιὰ κάθε ἀπουσία τὴν Κυριακὴ θὰ δώσουμε λόγο στὸ Θεὸ τί κάναμε, ποῦ ἤ­μαστε. Ἄλλοι ἀποβραδὶς τὸ Σάββατο χαρτοπαίζουν ὣς τὰ μεσάνυχτα καὶ τὸ πρωὶ κοιμοῦν­ται, ἄλλοι τρέχουν σὲ ἐκδρομὲς ἢ γιὰ κυνήγι, ἄλλοι τὸ καλοκαίρι πᾶνε γιὰ μπάνιο, ἄλλοι παρακολοῦθοῦν ποδοσφαιρικὲς συναντήσεις ἢ ἱπποδρόμια, ἄλλοι ἐδῶ ἢ ἐκεῖ. Ἔτσι ἀπὸ τοὺς ἑκατὸ ἐκκλησιάζονται μόνο δύο· κι αὐτῶν ἡ καρδιὰ δὲν εἶνε στὴ λατρεία, δὲν ἔχει πόθους ἱερούς. Ὁ νοῦς τους περιπλανᾶται δεξιὰ – ἀρι­στερά, ἐνῷ ἡ Ἐκκλησία καλεῖ καὶ λέει «Ὡς τὸν Βασιλέα τῶν ὅλων ὑποδεξόμενοι…» (χερουβ. ὕμνος).
Ἔτσι κατήντησε σήμερα ἡ Κυριακή. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα. Δὲν τὸ μάθατε; Ρωτῆστε τὴν ἀ­στυνομία. Ποιά μέρα εἶνε περισσότερο βουτηγμένη στὸ αἷμα; Ἐγὼ κάθε Δευτέρα δὲν θέλω νὰ πιάνω ἐφημερίδα. Τὰ μεγαλύτερα ἐγ­κλήματα γίνονται τὴν Κυριακή. Ἡ ἡμέρα, ποὺ ἔπρεπε νὰ εἶνε ἡ πιὸ λευκή, ἔγινε ἡ πιὸ ἁμαρτωλή. Ἀντὶ νὰ εἶνε ἡμέρα ἀφιερωμένη στὸ Θεό, ἡμέρα λατρείας καὶ ἐλεημοσύνης, ἔγινε ἡμέρα τοῦ διαβόλου, ἡμέρα κατάρας.
Ἀλλὰ μὴν παραξενευώμαστε. Ὁ Χριστὸς τὸ εἶπε, ὅτι θὰ ᾿ρθοῦν ἡμέρες ἀποστασίας, ποὺ θὰ σβήσουν τὰ καντήλια τῆς πίστεως, θὰ σβή­σῃ ἡ πίστι καὶ θὰ ψυγῇ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό (βλ. Ματθ. 24,12). Σήμερα λοιπὸν αὐτὴ ἡ ἀγάπη ἔχει κρυ­ώσει. Γιατί δὲν ἔρχονται οἱ ἄνθρωποι στὴν ἐκ­κλησία; Διότι δὲν ἀγαπᾶνε τὸ Θεό. Ὅποιος ἀ­γαπάει, πηγαίνει συχνὰ στὸ σπίτι τοῦ ἀγαπωμένου καὶ δὲν τοῦ κάνει καρδιὰ νὰ φύγῃ. Ἂν ἀγαποῦσες τὸ Θεὸ μὲ ὅλη σου τὴν καρδιά, δὲν θὰ εἶχες ἄλλο πιὸ εὐχάριστο τόπο ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, καὶ θά ᾿λεγες σὰν τὸ Δαυΐδ· «Ὡς ἀγαπητὰ τὰ σκηνώματά σου, Κύριε τῶν δυνά­μεων…» (Ψαλμ. 83,2). Αὐτὴ ἡ ἀγάπη λείπει σήμερα. Ὅπως προφήτευσε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, στὶς ἔσχατες ἡμέρες οἱ ἄνθρωποι θὰ εἶνε «φιλήδονοι μᾶλλον ἢ φιλόθεοι» (Β΄ Τιμ. 3,1-4). Σήμερα ὁ δι­άβολος προσπαθεῖ ν᾿ ἀδειάσουν οἱ ἐκκλησιές! Κάποτε πῆγα σὲ χωριὸ μὲ 2.000 ψυχές, καὶ δὲν ὑπῆρχε παιδὶ νὰ σηκώσῃ τὴ λαμπάδα.
Τὰ Χριστούγεννα βέβαια καὶ τὸ Πάσχα μαζεύονται πολλοί. Τὸν ἄλλο ὅμως καιρὸ οἱ ἐκ­κλησίες ἀδειάζουν. Ἀλλ᾿ ὅταν ἀδειάσουν οἱ ἐκ­κλησίες, κατὰ μία προφητεία, γεμίζουν –ἀλ­λοίμονο– οἱ φυλακές.

* * *

Ἀδελφοί μου! Ὁ διάβολος θέλει νὰ ἀδειά­σῃ ἡ ἐκκλησία. Ἐμεῖς, ὅσοι πιστοί, ἂς προσπαθοῦμε νὰ γεμίσῃ ἡ ἐκκλησία. Ἰδίως οἱ γονεῖς. Ὅπως ἄλλοι πᾶνε μαζὶ μὲ τὰ παιδιά τους στὸ θέατρο καὶ στὸν κινηματογράφο, ἐσεῖς μαζὶ μὲ τὰ παιδιά σας ἐδῶ! Καὶ νὰ στέκεσαι, καὶ νὰ παρακαλῇς τὸ Θεό, καὶ νὰ δακρύζῃς. Καὶ νά ᾿σαι βέβαιος· ὅταν περάσουν τὰ χρόνια κ᾿ ἐσύ, μάνα – πατέρα, θά ᾿σαι στάχτη μέσα στὸ μνῆμα, τὸ παιδί σου ὅλα θὰ τὰ ξεχάσῃ, μὰ δὲν θὰ ξεχάσῃ τὴν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς. Θ᾿ ἀσπρίσουν τὰ μαλλιά του, θὰ πλησιάζῃ στὸ θάνατο, ἀλλ᾿ ὅταν ἀκούῃ τὴν Κυριακὴ καμπά­να, θὰ θυμᾶται τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα, ποὺ τὸ ἔπαιρναν στὴν ἐκκλησιά.
Ὅλοι, λοιπόν, στὴν ἐκκλησία, μικροὶ – μεγά­λοι! Νὰ νικήσουμε τὸ διάβολο, νὰ γίνῃ ὁ τόπος μας ἅγιος, νὰ δοξάζουμε Πατέρα Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα, εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἀναργύρων τοῦ ὁμωνύμου δήμου τῆς Ἀττικῆς τὴν 4-12-1960.