Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2020

Ἅγιος Σάββας ὁ Ἠγιασμένος , ἕνας μεγάλος ἀσκητὴς (5 Δεκεμβρίου †)

 Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τ. Β΄ σ. 243-244

Αὐτὸς ὁ Ἅγιος ἔζησε στὰ χρόνια το μεγάλου Ἰουστινιανοῦ, κατὰ τὸ ἔτος 527, καταγόμενος ἀπὸ τὴν χώρα τῶν Καππαδοκῶν ἀπὸ τὸ μέρος ποὺ ὀνομάζεται Μουταλάσκη, υἱὸς γονέων εὐσεβῶν, τοῦ Ἰωάννου καὶ τῆς Σοφίας. Ἀμέσως λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς του, ἔτρεξε στὴν ζωὴ τῶν Μοναχῶν καὶ μπῆκε σὲ ἕνα Μοναστήρι ὀνομαζόμενο Φλαβιανές. Τόσο δὲ ἐγκρατὴς ἔγινε ὁ ἀοίδιμος ἀπὸ τὴν νεαρή του ἡλικία, ὥστε, βλέποντας μία φορὰ ἕνα μῆλο στὸν κῆπο καὶ ἐπιθυμώντας νὰ τὸ φάει, τὸ πῆρε μόνο στὰ χέρια καὶ εἶπε· «Ὡραῖος ἦταν στὴν ὅραση καὶ καλὸς στὴν βρώση ὁ καρπὸς πού μού προξένησε τὸ θάνατο».
Ἔπειτα ἔριξε τὸ μῆλο κατὰ γς καὶ τὸ καταπάτησε μὲ τὰ πόδια του. Καὶ ἀπὸ τότε ἔβαλε κανόνα καὶ ἀπόφαση στὸν ἑαυτό του, νὰ μὴ φάει μῆλο σὲ ὅλη του τὴν ζωή. Καὶ μία φορὰ μπαίνοντας σὲ φοῦρνο ἀναμμένο ὁ Ἅγιος, βγῆκε βλαβς, χωρὶς νὰ ἀγγίξει ἡ φωτιὰ καθόλου οὔτε σ’ αὐτὰ τὰ ἐνδύματά του. Κατὰ δὲ τὸ δέκατο ἕκτο ἔτος τῆς ἡλικίας του, πῆγε ὁ Ὅσιος στὸν μέγα Εὐθύμιο καὶ ἀπὸ αὐτὸν στάλθηκε στὸ Κοινόβιο τοῦ Ἁγίου Θεοκτίστου διότι ἦταν ἀγένειος. Ἐκεῖ λοιπὸν ζώντας ὁ θεῖος Σάββας δεχόταν μεγάλη ὠφέλεια ἀπὸ ὅλους τούς ἀδελφούς, ἐπειδὴ ἐμιμεῖτο τοῦ καθενὸς τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν θεάρεστη πολιτεία. πότε γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν τὸν ὀνόμαζε ὁ μέγας Εὐθύμιος, Παιδαριογέροντα.
Ὅταν πέρασαν ὅμως ἀρκετὰ χρόνια, τὸν ἔπαιρνε ὁ Εὐθύμιος μαζί του, ὅταν πήγαινε στὴν ἡσυχία κατὰ τὸν καιρὸ τῆς μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ὅσο δὲ μεγάλωνε ἡ ἡλικία του, τόσο μεγάλωνε καὶ ἡ ἀρετή του. Ἔτσι δέχθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο τῶν θαυμάτων τὴν χάρη. Γι’ αὐτὸ καὶ πολλὰ θαυμάσια ἔκανε ὁ τρισόλβιος. Διότι σὲ ἄνυδρους τόπους ἔβγαλε νερὸ μὲ τὴν προσευχή του. Ἔγινε δὲ καὶ πολλῶν Μοναχῶν καθηγητὴς καὶ Ἡγούμενος. Καὶ δύο φορὲς στάλθηκε ὡς πρέσβης στὴν Κωνσταντινούπολη προσερχόμενος στοὺς τότε βασιλεῖς, δηλαδὴ στὸν Ἀναστάσιο τὸν πρῶτο ποὺ βασίλευσε κατὰ τὸ ἔτος 491, καὶ ἀργότερα στὸν Ἰουστινιανό, παρακινούμενος σ’ αὐτὸ ἀπὸ τοὺς κατὰ καιρὸν Πατριάρχες τῶν Ἱεροσολύμων γιὰ ὑποθέσεις ἀπαραίτητες. Ἀφοῦ λοιπὸν ἔφθασε στὸ ὕψος τῆς κατὰ Χριστὸν ἡλικίας καὶ ἔγινε ἐνενήντα τεσσάρων ἐτῶν, «πρὸς Κύριον ἐξεδήμησε».