Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2020

«Ἡ πίστη ΜΟΥ, ὅμως, βρὲ παπά- Γιώργη, τί σὲ πείραξε; Πῶς τόλμησες νὰ πειράξεις τὴν Πίστη ΜΟΥ;»

 

Βιωματικὴ προσωπογραφία τοῦ πατρὸς Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ (†19.12.2019)

Τοῦ Δρ. Δημητρίου Γ. Μεταλληνοῦ

Ἐπιθυμοῦμε ἀρ­χι­κῶς νὰ καταθέσουμε τὴ βαθειά μας εὐγνωμοσύνη πρὸς τὴν ἐκ­κλησιαστικὴ ἐφημερίδα «Ὀρ­θόδοξος Τύπος», γιὰ τὴν ἀφιερωματικὴ αὐτὴ ἀναφορὰ στὸν μακαριστό μας διδάσκαλο (καὶ) πατέρα Γεώργιο Δ. Μεταλληνό, μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς συμπληρώσεως ἑνὸς ἔτους ἀπὸ τὴν κοίμησή του (†19.12. 2019).

 Ζητῶ συγγνώμη ἀπὸ τὴ σεβαστή μας μητέρα, πρεσβυτέρα Βαρβάρα καὶ τὰ πολυαγαπημένα μου ἀδέλφια Ἀγγελικὴ καὶ Θεόδωρο, ποὺ ὑπογράφω τὸ παρὸν κείμενο, ἐνῷ καὶ οἱ τρεῖς τους ἔχουν νὰ καταθέσουν πολὺ περισσότερα βιώματα γιὰ τὸν μακαριστό μας πατέρα, ἀφοῦ κατὰ τὰ τελευταῖα εἴκοσι τέσσερα ἔτη δὲν κατοικῶ στὴν Ἀθήνα καὶ κοντὰ στὴν οἰκογένειά μας, ἀλλὰ στὴ γενέθλιο καὶ αἰώνια πλέον γῆ τοῦ μακαριστοῦ πατρός μας, τὴ φιλόξενη Κέρκυρα. Τοὺς εὐχαριστῶ ἐκ βαθέων γιὰ τὴν παραχώρηση αὐτή, κάνοντας ὑπακοὴ στὴν ἐπιθυμία τους καὶ ἰδιαίτερα τοῦ στενότερου συνανθρώπου του, τὴ συμβία του καὶ σεβαστή μας μητέρα. Τοῦ προσώπου, ποὺ μετὰ τὸν Τριαδικό μας Θεό, γνώριζε καλύτερα ἀπὸ κάθε ἄλλον τὸν παπὰ Γιώργη…

 Εὔκολο εἶναι νὰ παρασυρθοῦμε ἀπὸ δικαιολογημένους συναισθηματισμοὺς καὶ νὰ καταθέσουμε κενὰ λόγια, τὰ ὁποῖα δὲν οἰκοδομοῦν οὔτε τοὺς ἀναγνῶστες, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο οὔτε τὴ ψυχὴ τοῦ ἐκλιπόντος. Θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε, λοιπόν, στὴν προσέγγισή μας νὰ ἀκολουθήσω τὴν ἐκκλησιαστικοϊστορικὴ προοπτική, τὴν ὁποία μᾶς δίδαξε ὁ σεβαστός μας διδάσκαλος, ὡς τρόπο  θεώρησης τῶν  πρα­γμάτων. Τὴ θεώρηση δηλαδὴ τῆς ἱστορίας, ἄρα καὶ τῆς προσωπικῆς ἱστορίας τοῦ μακαριστοῦ πατρὸς Γεωργίου, μὲ πρωταγωνιστή τὸν Κύριο καὶ Θεὸ της Ἰησοῦ Χριστό.

 Ὁ πατέρας Γεώργιος εἶχε τὴν ἰδιαίτερη εὐλογία, πραγματικὰ θεῖο δῶρο, νὰ ζήσει σύμφωνα μὲ τὸν ἀγαπημένο ὁρισμὸ ποὺ προσέδιδε στὸν Χριστιανισμὸ ὡς Ὀρθοδοξία τῶν Ἁγίων. Ὁ ὀγδοντάχρονος βίος του διακρινόταν γιὰ τὴ «συνεχῆ ἐκζήτηση τῆς Ἀκτίστου Θείας Χάριτος». Ἀδιαλείπτως ζητοῦσε στὸν βίο του τὴ Θεία Χάρη, προσπαθώντας ταυτόχρονα νὰ εἶναι καὶ ὁ ἴδιος δεκτικὸς σὲ Ἐκείνην. Πρωταγωνιστής, ἔτσι, στὴ ζωή του δὲν ὑπῆρξε ὁ ἐαυτός του, ἀλλὰ ὁ Θεὸς καὶ μάλιστα ὅπως συχνὰ ἐπαναλάμβανε στὸν λόγο του «ὁ Θεὸς τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνα καὶ τῆς Ἁγίας Θεοδώρας, ἀφοῦ ἐγὼ δὲν ἔχω κατορθώσει νὰ φθάσω στὴ θέασή Του. Νά, γιατί πιστεύουμε στοὺς ἁγίους, συμπλήρωνε, διότι Ἐκεῖνοι ἔχουν φθάσει στὴ θέωση καὶ περιγράφουν τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὡς προβολέα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ποὺ ἐκεῖνοι βλέπουν, ἐνῷ ἐγώ, ἐξαιτίας τῶν παθῶν μου, δὲν μπορῶ νὰ ἰδῶ τὸν Χριστό. Περιορίζομαι, λοιπόν, στὶς ἐμπειρίες τῶν αὐτοπτῶν μαρτύρων. Στοὺς ἁγίους μας αὐτούς, τρέφω  ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη».

Γεννήθηκε τὸ ἐμβληματικὸ γιὰ τὴ νεώτερη ἱστορία μας 1940 (11 Μαρτίου), ἀλλὰ ὑπῆρξε «θῦμα» τοῦ Β΄ Παγκοσμίου καὶ τοῦ Ἐμφυλίου Πολέμου, ἀφοῦ ἐξαιτίας τῆς μακρᾶς ἀπουσίας τοῦ Πατέρα του Δημητρίου, οἱ γονεῖς του ζοῦσαν σὲ διάσταση. Ὁ μικρὸς Γεώργιος ἀνατράφηκε σ’ ἕνα φτωχικὸ περιβάλλον στὴν πόλη τῆς Κέρκυρας, μὲ  μητέρα ποὺ εἶχε ρωμαιοκαθολικὴ παιδεία, βαπτισμένη Ὀρθόδοξη μόνο γιὰ τὴν ἐπίτευξη ἑνὸς διαλυμένου οὐσιαστικὰ γάμου, ὀνόματι Ἰολάνδα Μπόρτς (Μαλτέζα στὴν καταγωγὴ) καὶ τὴ νόνα του καὶ μητέρα της Ἀντωνία Αὐλωνίτου. Οἱ δύο αὐτὲς γυναῖκες προσπάθησαν μὲ πολλὲς θυσίες, σὲ μία δύσκολη καὶ ἰδιαίτερη κοινωνία, ὅπως ἡ κερκυραϊκή, νὰ ἀναθρέψουν τὸν μικρὸ Γεώργιο.

Σὲ ἡλικία μόλις ἕξι ἐτῶν θυμᾶται τὸν ἑαυτὸ του μαζὶ μὲ τὴ μητέρα του, νὰ ἐκκλησιάζονται στὸν Ἱερὸ Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Σπηλαιωτίσσης, ὅπου φυλάσσεται τὸ ἀκέραιο ἱερὸ σκήνωμα τῆς ἁγίας Θεοδώρας τῆς Αὐγούστας. Στὸν ἄμβωνα τοῦ Ναοῦ κήρυττε ὁ ἱεροκήρυκας Σεβαστιανὸς Ἀσπιώτης (μετέπειτα Μητροπολίτης Ἐλασσῶνος), ὁ ὁποῖος γοήτευσε τὸν μικρὸ Γεώργιο, γεγονὸς ποὺ τὸν ὁδήγησε νὰ ἐκμυστηρευθεῖ στὴ μητέρα του μὲ ἐνθουσιασμό: «Μάνα, σὰν κι αὐτὸν θέλω νὰ γίνω ὅταν μεγαλώσω!», γιὰ νὰ λάβει τὴν ἀπογοητευτικὴ ἀπάντησή της: «πῶς θὰ γίνεις σὰν κι αὐτόν, ἀφοῦ ἐμεῖς δὲν ἔχουμε νὰ ζήσουμε κι ὁ πατέρας σου μᾶς ἔχει ξεχάσει…». Ἡ δύστυχη μητέρα του καὶ σεβαστὴ γιαγιά μας, ἐξωτερίκευε τὸν θυμὸ-παράπονο ποὺ εἶχε μέσα της, γιὰ τὴ φυγὴ τοῦ πατέρα του καὶ σεβαστοῦ παπποῦ μας. Σ’ αὐτὴ τὴν οἰκογενειακὴ πραγματικότητα ἀνατράφηκε στὰ πρῶτα χρόνια του ὁ πατέρας μας. Οἱ πραγματικοὶ γονεῖς του, ὅμως, ὁ μέγιστος ἅγιος Σπυρίδωνας καὶ ἡ μεγίστη ἁγία Θεοδώρα, ἀνέλαβαν προσωπικὰ τὴν πορεία τοῦ διψασμένου γιὰ μάθηση καὶ γιὰ διακονία παιδιοῦ. Ἔτσι, ἀπέστειλαν στὸν δρόμο του τὸν συνονόματό του πατέρα Γεώργιο Σαββανῆ, ἔγγαμο κληρικὸ χωρὶς τέκνα, συγχωριανὸ του ἀφοῦ κι ἐκεῖνος κατήγετο, ἀπὸ τὸ χωριὸ Κορακιάνα. Ὁ κληρικὸς αὐτὸς ἀνέλαβε ἐξ ὁλοκλήρου τὴν ἀνατροφὴ τοῦ μαθητῆ πλέον Γεωργίου. Ἔτσι, ἡ καθημερινότητά του ἀναπτυσσόταν μεταξύ τοῦ σχολείου του, τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου, ὅπου ἦτο ἐφημέριος ὁ πνευματικός του παπὰ – Γιώργης καὶ τῆς «Παλαιᾶς Φιλαρμονικῆς Κερκύρας», ὅπου μελετοῦσε ἐπὶ ὧρες σαξόφωνο καὶ ὄμποε.

 Ὁ σεβάσμιος Πνευματικός του τὸν προετοίμαζε πνευματικὰ γιὰ τὴν ἱερωσύνη. Στὴν πορεία του αὐτὴ τὸν ἐνίσχυε ἡ ἀμέριστη συμπαράσταση καὶ ἀγάπη τοῦ λογίου Μητροπολίτου Κερκύρας καὶ Παξῶν κυροῦ Μεθοδίου (Κοντοστάνου). Οἱ δύο κυριότερες νουθεσίες τοῦ Πνευματικοῦ του, στιγμάτισαν τὴ μετέπειτα πορεία του. «Πρόσεχε, τοῦ ὑπενθύμιζε, νὰ εἶσαι ταπεινός, διότι μία σταγόνα αἷμα ἀρκεῖ νὰ εἰσέλθει στὸν ἐγκέφαλό σου, γιὰ νὰ γίνεις ἠλίθιος» καὶ ἐπίσης «νὰ μάθεις γράμματα πολλὰ καὶ σωστά, γιὰ νὰ διακονεῖς τοὺς συνανθρώπους σου ποὺ δὲν γνωρίζουν». Σεμνότητα βίου ἀφενὸς καὶ διακονία τοῦ συνανθρώπου ἀφετέρου, ἀποτέλεσαν τοὺς σταθεροὺς ὁδοδεῖκτες τῆς μετέπειτα πορείας του.

Ὅταν εἰσῆλθε ἀριστοῦχος στὸ Ἐθνικὸ καὶ Καποδιστριακὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν ἐμφανίσθηκε ὁ πατέρας του Δημήτριος, ὁ ὁποῖος ἐργαζόταν ὡς Γραμματέας στὰ Δικαστήρια καὶ τοῦ πρότεινε νὰ ἀναλάβει τὶς σπουδές του στὴ Νομικὴ Σχολή. Τί νὰ κάνει ὁ φτωχὸς Γεώργιος, ὑπεχώρησε ἀπὸ ἀνάγκη στὴν ἐπιθυμία τοῦ πατέρα του. Μετὰ τὸ πρῶτο ἔτος, ὅμως, ἀπεφάσισε νὰ συνεχίσει στὴ Θεολογικὴ Σχολή, γιὰ τὴν ὁποία ἔτρεφε τὴ μεγαλύτερη ἀγάπη. Στὴ Σχολὴ γνώρισε καὶ τὸν ἄνθρωπο τῆς ζωῆς του, τὴν ὑπομονετική, σεμνή, διακριτική, μὰ πάνω ἀπὸ ὅλα χαριτωμένη σύζυγο καὶ μητέρα μας Βαρβάρα. Ἡ τελευταία προερχόταν ἀπὸ ἕνα ἐντελῶς διαφορετικὸ οἰκογενειακὸ περιβάλλον. Πολύτεκνη ἡ οἰκογένειά της (ἕξι παιδιά, ἐκ τῶν ὁποίων πέντε θυγατέρες), εὔπορη οἰκογένεια μὲ ἐπιχειρηματία πατέρα καὶ ἐθιμικὴ σχέση μὲ τὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο. Ἡ ἴδια, ὅμως, χάριτι Θεοῦ, ἐπέλεξε νὰ σπουδάσει Θεολογία καὶ νὰ διακονήσει μὲ σεμνότητα τὸν ἐμπερίστατο συνάνθρωπο. Ὁ στόχος τοῦ Γεωργίου «σεμνότητα βίου καὶ διακονία τοῦ συνανθρώπου», συναντήθηκε καὶ ταυτίσθηκε μὲ τὸν στόχο ζωῆς τῆς Βαρβάρας, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τελέσουν τὸν γάμο τους ὑπὸ τὶς εὐλογίες τοῦ Μητροπολίτου Κερκύρας κυροῦ Μεθοδίου (1965). Ὁ πνευματικός του παπά- Γιώργης Σαββανῆς, ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ ἕνα ἔτος ἐνωρίτερα (1964), ἀφοῦ πρόλαβε νὰ παραδώσει τὸ «παιδί του» στὰ ἀσφαλῆ χέρια τῆς Βαρβάρας, ἀλλὰ καὶ τοῦ συμφοιτητῆ τους πατέρα Μεθοδίου Μεταλληνοῦ (μετέπειτα Πρωτοσυγκέλλου τῆς Μητροπόλεως Κερκύρας καὶ Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Πλατυτέρας), ὁ ὁποῖος ἀνέλαβε στὰ πρῶτα ἔτη τῆς κοινῆς τους πορείας τὴν πνευματική τους καθοδήγηση. Οἱ προστάτες ἅγιοί του οἰκονομοῦσαν τὴν πορεία τοῦ Γεωργίου, στέλνοντας στὸν δρόμο του πνευματικοὺς ἀνθρώπους.

 Στὴ Δυτικὴ Γερμανία, ὅπου βρέθηκε οἰκογενειακῶς ὁ Γεώργιος γιὰ μεταπτυχιακὲς σπουδές, οἱ ἅγιοι Προστάτες του Σπυρίδωνας καὶ Θεοδώρα, τοῦ ἀπέστειλαν ἕνα ὑποδειγματικὸ Ἐπίσκοπο, τὸν ἀπὸ Φιλαδελφείας Μητροπολίτη Γερμανίας Ἰάκωβο (Τζαναβάρη), ὁ ὁποῖ­ος ἐντόπισε τὸν μύχιο σκοπὸ τοῦ ζεύγους γιὰ διακονία τοῦ ἐμπερίστατου λαοῦ (πόσο μᾶλλον «στὰ σκλαβοπάζαρα τῆς Γερμανίας», ὅπως χαρακτηριστικὰ ἐπαναλάμβανε ὁ παπὰ Γιώργης). Ἀποτέλεσμα τῆς πνευματικῆς αὐτῆς σχέσης ὑπῆρξε ἡ ἔνταξή του στὶς τάξεις τοῦ ἱεροῦ κλήρου σὲ ἡλικία τριάντα ἑνὸς ἐτῶν (16.5.1971). Δυστυχῶς, δὲν χάρηκε γιὰ μεγάλο διάστημα τὴ συνεργασία καὶ καθοδήγησή του ἀπὸ τὸν Ποιμενάρχη του, ὁ ὁποῖος μετὰ ἀπὸ λίγους μῆνες σκοτώθηκε σὲ τραγικὸ τροχαῖο δυστύχημα.

Στὴ Δύση γνώρισε τὰ κυριότερα ἰδεολογικὰ ρεύματα τῆς ἐποχῆς, τὰ ὁποῖα μὲ καθυστέρηση κάποιων δεκαετιῶν «μετακενώθηκαν» στὴν πατρίδα του Ἑλλάδα. Ἔτσι, διαλέχθηκε μὲ τοὺς ἄλλους «Χριστιανισμοὺς» (Ρωμαιοκαθολικισμό, Λουθηρανισμὸ καὶ Ἀγγλικανισμό), μελέτησε τὴν κίνηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, γνώρισε τὰ κυριότερα φιλοσοφικοπολιτικὰ ἰδεολογικὰ ρεύματα καὶ διερεύνησε εἰς βάθος τὴν πολιτικὴ καὶ διπλωματία τῶν δυτικῶν Δυνάμεων μέσα ἀπὸ τὰ διασωθέντα ἀρχειακὰ τεκμήρια. Ἀπέκτησε μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ μία ἐπιστημονικὴ ὑπεροπλία, ποὺ τὸν βοηθοῦσε νὰ μὴ καταστεῖ ρασοφόρος τοῦ καταγγελτικοῦ καὶ δεικτικοῦ λόγου, ἀλλὰ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἕνας ἀπολογητὴς καὶ ὁμολογητὴς μὲ τεκμηριωμένο Θεολογικό, ἄρα καὶ ἐπιστημονικό, Λόγο. Κι ἐνῷ ἐκεῖνος διακονοῦσε τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ πρωτίστως πνευματικά, ἡ πρεσβυτέρα συνδιακονοῦσε ἀναλαμβάνοντας ὡς ἀληθινὴ Διακόνισσα καὶ τὶς βιοτικὲς ἀνάγκες τῶν συνανθρώπων τους. Ὁ Ἐνοριακὸς Σύλλογος «Ἡ Ἁγία Ὀλυμπιὰς» στὴν Κολωνία, πρὸς τιμὴν τῆς ὁσίας διακόνισσας τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ἀποτελοῦσε τὴν εὐλογημένη κοινότητα, πνευματικὸ ἐργαστήρι γιὰ τὴν ἐργατιὰ τῆς Γερμανίας. Δύσκολα ἔτη, ἀλλὰ γεμάτα ἀπὸ τὴ Χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας.

 Ἡ ἀναγκαστικὴ ἐπιστροφὴ στὴν Ἀθήνα (1975) τὸν ὁδήγησε μετὰ ἀπὸ κάποιες περιπέτειες καὶ δοκιμασίες, στὸν ἱερὸ Πανεπιστημιακὸ Ναὸ τῆς Ὀδοντιατρικῆς Σχολῆς τοῦ Ἁγίου Ἀντίπα, Ἐπισκόπου Περγάμου, ὅπου διακόνησε χάριτι Θεοῦ ἐπὶ σαράντα τρία συνολικὰ  ἔτη (1976-2019).Τὸν ναό, τὸν ἀντιλαμβανόταν ὡς πνευματικὸ ἐργαστήρι, φυσικὴ προέκταση τοῦ πανεπιστημιακοῦ ἀμφιθεάτρου, ὅπου μποροῦσε ἐκεῖ­νος πλέον ὡς πνευματικὸς πατέρας νὰ συμβάλλει στὴν πνευματικὴ πορεία τῶν φοιτητῶν-μαθητῶν του.

Ἡ μόνη δραστηριότητα, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ διακόψει τὴν ἀδιάλειπτη μελέτη του, ἦταν ἡ μουσική. Οἱ σοφοὶ γονεῖς μας, μᾶς ἐνεφύσησαν τὴν ἀγάπη πρὸς τὴ μουσική, γεγονὸς ποὺ ὁδήγησε ὅλα, δηλ. καὶ τὰ δεκαέξι μέλη τῆς οἰκογένειάς μας, νὰ παίζουμε μουσικὰ ὄργανα ἢ τουλάχιστον νὰ τραγουδοῦμε. Γύρω ἀπὸ τὴ μουσικὴ ἁρμονία, συμφωνία καὶ συλλειτουργία, τὰ παιδιὰ καὶ τὰ ἀγαπημένα δέκα ἐγγόνια του, γνωρίσαμε ἀνεξίτηλες οἰκογενειακὲς στιγμές, ταπεινὴ δοξολογία πρὸς τοὺς Προστάτες ἁγίους μας. Στὴ μνήμη του θὰ συνεχίσουμε νὰ βιώνουμε, ὅσο ὁ Κύριός μας τὸ ἐπιτρέψει, τὶς μουσικὲς μας αὐτὲς συναντήσεις καὶ ἐμπειρίες. Τὸ ἴδιο μὲ τὴν οἰκογένειά του ἀγαποῦσε καὶ ἐνδιαφερόταν καὶ γιὰ τὰ πνευματικά του παιδιά, γιὰ τὰ ὁποῖα ἐκαυχᾶτο ἐν Κυρίῳ. Πολὺ συχνὰ ἐξεδήλωνε καὶ ἐξέφραζε τὴν ἀγάπη του αὐτὴ καὶ τὸν θαυμασμό του γιὰ τὴν πνευματικὴ πρόοδο τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν, ὅπως ὁ Δρ. Λέων Μπράγκ, στὶς οἰκογενειακές μας συζητήσεις. Αὐτὸ ἀποτελοῦσε θεῖο δῶρο, γιατί νοιώθαμε ὅτι ἀνήκουμε σὲ μία ἀκόμη μεγαλύτερη οἰκογένεια, τὴ μικρή μας ἐνορία καὶ τὴν ἀπέραντη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας. Εὐχόμαστε καὶ θὰ ἀγωνισθοῦμε, αὐτὴ ἡ ἐν Χριστῷ ἀδελφικὴ σχέση μὲ τὰ πνευματικά μας ἀδέλφια νὰ παραταθεῖ στὴ μνήμη του.

Ὁ πατέρας ἀποτελοῦσε γιὰ ὅλους μας τὸ πρότυπο τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἐπετύγχανε τοὺς στόχους του, μετὰ ἀπὸ συνεχῆ ἀγώνα, προσπάθεια καὶ προσευχή. Ὁ ἴδιος, ὅμως, μᾶς ὑπενθύμιζε ὅτι τὰ πάντα γίνονται «χάριτι Θεοῦ». «Χωρὶς τὴ Θεία Χάρη, ἐπαναλάμβανε συχνά, δὲν μποροῦμε οὔτε νὰ ἀναπνεύσουμε».

 Οἱ ἅγιοι προστάτες του Σπυρίδωνας καὶ Θεοδώρα, δὲν τὸν ἐγκατέλειψαν ποτέ, ἀφοῦ κι ἐκεῖνος μὲ τὴ σειρὰ του ἀπευθυνόταν ἀδιαλείπτως σὲ ἐκείνους. Οἱ ὅποιες πικρίες, ἀδικίες, συκοφαντίες, ποὺ προέρχονταν κυρίως ἀπὸ τὸν ἐκκλησιαστικὸ καὶ τὸν ἀκαδημαϊκὸ χῶρο, δὲν ἀναφέρονταν κατὰ περίεργο τρόπο στὰ ἐλαττώματά του, ἀλλὰ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον στὴ διάθεσή του γιὰ ὁμολογία καὶ ὑπεράσπιση τῆς Ὀρθοδόξου Ἁγιοπατερικῆς καὶ Ἁγιομητερικῆς Θεολογίας καὶ Παράδοσης. Ἰδιαίτερα κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη, ὅπου οἱ ἀήθεις καὶ ἀθεολόγητες ἐπιθέσεις πρὸς τὸ πρόσωπό του εἶχαν ἐνταθεῖ, συνήθιζε νὰ ἐπαναλαμβάνει τὰ ἑξῆς ἀποκαλυπτικὰ λόγια: «Σύντομα θὰ συναντήσω τὸν Χριστό μας καὶ τρέμω μὴ μοῦ θέσει τὸ ἀκόλουθο ἐρώτημα: Καλὰ βρὲ παπὰ – Γιώργη, στὴ ζωή σου εἶχες ἀδυναμίες καὶ ἁμαρτίες. Ἡ πίστη ΜΟΥ, ὅμως, βρὲ παπά- Γιώργη, τί σὲ πείραξε; Πῶς τόλμησες νὰ πειράξεις τὴν Πίστη ΜΟΥ;»…

 Ὁ Ἄνθρωπος παπά- Γιώργης, ποὺ δὲν μπορεῖ μὲ τίποτα νὰ διαχωριστεῖ ἀπὸ τὶς μόνιμες ἰδιότητες τοῦ κληρικοῦ καὶ τοῦ διδασκάλου, κοιτοῦσε πάντοτε ψηλὰ (ἄνω θρώσκω), δηλαδὴ πρὸς τὸν Θεὸ τῶν Ἁγίων Του. Στὸν βίο καὶ τὴν πολιτεία του, ζούσαμε ἕνα διαρκὲς θαῦμα.

– Ἐνῷ δὲν εἶχε ὑλικὰ ἐφόδια, μπόρεσε νὰ ἀποκτήσει τὴν ὑψηλότερη κατὰ κόσμον μόρφωση.

– Ἐνῷ στερήθηκε πατέρα, οἱ ἅγιοι τοῦ ἀνεπλήρωσαν τὸ κενὸ αὐτό, ἀποστέλλοντας σημαντικοὺς πνευματικοὺς Πατέρες στὴ ζωή του.

– Ἐνῷ δὲν βίωσε τὴ θαλπωρὴ τῆς οἰκογένειάς του, χάριτι Θεοῦ, γνώρισε τὴ σύζυγό του Βαρβάρα καὶ ἀξιώθηκαν νὰ δημιουργήσουν μία πολυμελῆ οἰκογένεια, μὲ ὅλες τὶς εὐχάριστες καὶ δυσάρεστες στιγμές της.

– Ἐνῷ ἀπεχθανόταν τὶς δημόσιες σχέσεις, κατέστη δημόσιο πρόσωπο.

– Ἐνῷ ἀπεχθανόταν τὸν λαϊκισμὸ καὶ τὴν προβολή, κατέστη λαοφιλὴς καὶ ἀναγνωρίσιμος.

– Ἐνῷ ἀπεχθανόταν τὴ διπροσωπία καὶ τὴν πολιτικὴ ὑποκρισία, πολιτευόταν μὲ πυξίδα τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο.

– Ἐνῷ εἶχε φοβίες, δὲν φοβήθηκε ποτὲ νὰ μιλήσει τεκμηριωμένα γιὰ πρόσωπα καὶ πράγματα.

– Ἐνῷ ἀρνιόταν πεισματικὰ τὴ χρήση τοῦ πλάγιου καὶ μὴ ἀξιοκρατικοῦ τρόπου στὴ ζωή του, δὲν δυσκολεύθηκε ὡς γονιὸς νὰ δεῖ ἀποκαταστημένα σὲ μόνιμες θέσεις τὰ παιδιὰ του χωρίς, μάλιστα, πολιτικὲς ἢ ἄλλες ἐξαρτήσεις. Γιὰ τὸ ζήτημα αὐτὸ συχνά μᾶς ἐπαναλάμβανε: «Ἐὰν ἀντιμετωπίζετε προβλήματα στὰ ἐργασιακά σας περιβάλλοντα ἐξαιτίας τῶν ἀπόψεών μου, σᾶς παρακαλῶ νὰ λέτε ὅτι δὲν ἔχετε καμία σχέση μαζί μου», γιὰ νὰ εἰσπράττει πάντοτε τὸ μειδίαμα καὶ τῶν τριῶν τέκνων του.

– Ἐνῷ σεβόταν ἀπεριόριστα τούς θεσμοὺς (Ἐκκλησία, Πατρίδα, Πανεπιστήμιο κ.τ.λ.), δὲν δίσταζε νὰ καυτηριάσει δημόσια ἀναξίους λειτουργούς τους. Συγκεκριμένα διέκρινε τὰ δημόσια πρόσωπα «σὲ φορεῖς ἢ ἀχθοφόρους τοῦ δημοσίου λειτουργήματός τους».

– Τέλος, ὅσο κι ἂν διαφωνοῦσε μὲ ὁρισμένες ἐκκλησιαστικὲς προσωπικότητες, ἐπειδὴ οἱ τελευταῖες δικαιολογημένα ἢ ἀδικαιολόγητα (Κύριος οἶδε), διαφωνοῦ­σαν ἢ διαφοροποιοῦνταν δημοσίως ἀπὸ τὴν Ἁγιοπατερικὴ Θεολογία καὶ Παράδοση, δὲν ἔνοιωθε καὶ δὲν μετέδιδε μῖσος καὶ ἰδιαίτερα σὲ ἐμᾶς τὰ παιδιά του, οἱ ὁποῖοι καταγράφουμε καὶ γνωρίζουμε συμπεριφορές, ἀλλὰ μάθαμε ἀπὸ Ἐκεῖνον νὰ κατανοοῦμε παράλληλα καὶ τὴν ἀδύναμη φύση τῶν «δοκούντων ἄρχειν», ὅσων δηλαδὴ φαντάζονται ὅτι κυβερνοῦν.

 Πρὶν ἀπὸ τρία περίπου ἔτη, ὅταν ἀκόμη δὲν εἶχε εἰσέλθει στὶς περιπέτειες μὲ τὴν ὑγεία του, μᾶς ἐκμυστηρεύθηκε τὰ ἑξῆς: «Παιδιά μου, κουράσθηκα, θέλω νὰ βρεθῶ μὲ τοὺς ἁγίους μας». Γιὰ νὰ τὸν προκαλέσω, ὅπως πάντα μοῦ ἄρεσε, τὸν ἐρώτησα: «Ἔχεις ἀπογοητευθεῖ ἀπὸ τὴν πολιτικὴ μας κατάσταση;», βλέπετε ἦταν ἡ περίοδος, κατὰ τὴν ὁποία δεχόταν καὶ πάλι ἀπειλὲς ὁ ὀρθόδοξος κλῆρος, γιὰ νὰ λάβω τὴν ἀποστομωτικὴ ἀπάντησή του: «Ὄχι, τοὺς γνωρίζω ἄριστα τούς πολιτικούς μας. Τοὺς μελετῶ τόσα χρόνια στὶς ἔρευνές μου. Δὲν ἔχω ἀπογοητευθεῖ πρωτίστως ἀπὸ αὐτούς. Ἔχω ἀπογοητευθεῖ ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ρασοφόρους καὶ τοὺς ἀκαδημαϊκούς. Finis Graeciae, ποὺ λέει καὶ ὁ Γιανναρᾶς. Τελείωσε ἡ Ἑλλάδα ποὺ γνωρίζαμε. Ἔχω γράψει μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ πολλά, ἔχω πεῖ πολὺ περισσότερα. Δὲν ἔχω νὰ πῶ τίποτε ἄλλο στὴ σημερινὴ Ἑλλάδα…». Πράγματι ὁ πολυγραφότατος παπά- Γιώργης δὲν ἔγραψε οὔτε διάβασε μία πρόταση κατὰ τοὺς τελευταίους ὀκτὼ μῆνες τῆς ζωῆς του.

Στὴν ἀπομόνωση τοῦ νοσοκομείου, ὅπου εἶχε συντροφιὰ τὴ μόνιμη συνεργάτιδα καὶ συμπαραστάτη του μητέρα μας καὶ ἰδιαίτερα τὰ δύο ἀγαπημένα παιδιά του καὶ ἀδέλφια μου Ἀγγελικὴ καὶ Θεόδωρο, τοὺς ὁποίους εὐγνωμονῶ, γιατί ἀνέλαβαν καὶ τὴ δική μου υἱικὴ ὑποχρέωση στὴν ὁποία δὲν μπόρεσα νὰ ἀνταποκριθῶ, μᾶς ἔδωσε καὶ τὴν τελευταία πνευματική του παρακαταθήκη. Στὸ ἐρώτημά μας «Πατέρα, τί κάνεις;». Μᾶς ἀπαντοῦσε «μαθαίνω, νὰ προσεύχομαι»…

Ζοῦμε καὶ δραστηριοποιούμεθα σὲ μία δύσκολη ἐποχή. Κύριο γνώρισμά της, κατὰ τὸν μακαριστὸ παπά- Γιώργη, ἡ κυριαρχία τῆς ἀπολύτου συγχύσεως. Ἔτσι, ἐνῷ κάποτε δείχναμε τὸν παραβατικὸ ἄνθρωπο τῆς κοινωνίας μας (τὸν ἀπατεώνα, τὸν ἀνήθικο, τὸν ἐπίορκο κ.λ.π.), στὶς ἡμέρες μας καταντήσαμε νὰ δείχνουμε καὶ νὰ τιμοῦμε τὸν ὑποδειγματικὸ συνάνθρωπο (τὸν σωστὸ κληρικό, τὸν τίμιο γιατρό, τὸν εὐσυνείδητο ἐπαγγελματία κ.λπ.).

Ὁ παπά- Γιώργης ὑπῆρξε, ὑπὸ τὴν σκέπη τῶν ἁγίων του προστατῶν Σπυρίδωνος καὶ Θεοδώρας, κληρικός, διδάσκαλος, σύζυγος καὶ πατέρας (Πνευματικὸς καὶ σαρκικός). Ὑπῆρξε, δὲν φαινόταν, οὔτε ὑποδυόταν. Ὅταν εἶσαι, περιττεύουν τὰ κοσμητικὰ ἐπίθετα ὅπως «σπουδαῖος, μεγάλος, ἄριστος κ.λ.π.». Ὅταν δὲν εἶσαι, ἀλλὰ φαίνεσαι, ἔχεις τὴν ἀνάγκη τῶν ἐπιθετικῶν προσδιορισμῶν, προκειμένου νὰ ἀποκτήσεις κῦρος. Ὁ παπά- Γιώργης εἶχε ἀρκετὰ ἐλαττώματα καὶ ἀδυναμίες, ἀλλὰ ὑπῆρξε τουλάχιστον αὐθεντικὸς στὶς ἰδιότητές του. Ἀπεχθανόταν τὴν ὑποκρισία καὶ ἦταν ἀφοπλιστικὰ εἰλικρινὴς μὲ ὅλους τοὺς συνανθρώπους του. Ἐὰν πίκρανε ὁρισμένους, ἂς τοῦ συγχωρήσουν τουλάχιστον τὸ πάθος του γιὰ τοὺς ἁγίους καὶ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐκεῖνος ταπεινὰ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ ὑπηρετήσει ἄχρι θανάτου. Ἐξάλλου, ὡς εὐγνώμων καὶ οὐχὶ ἀγνώμων, ὑπερασπίσθηκε σ’ ὁλόκληρο τὸν βίο του, τοὺς μοναδικοὺς καὶ μεγίστους εὐεργέτες του. Τοὺς Προστάτες Ἁγίους του, στοὺς ὁποίους ὄφειλε τὰ ΠΑΝΤΑ…

Δὲν γνωρίζουμε ἀκριβῶς τί ἔβλεπε καὶ τί βίωνε μέσα στὴ Χάρη τῶν ἁγίων του ὁ μακαριστὸς παπά- Γιώργης. Γνωρίζουμε, ὅμως, μὲ ἀπόλυτη βεβαιότητα, ὅτι ὁ μακαριστὸς πατέρας μας καὶ πατέρας ὅλων τῶν ἀγωνιζομένων Χριστιανῶν, μπορεῖ νὰ καταθέσει πλέον στὸν ἀπόλυτο Κύριο τῆς ζωῆς του καὶ τῆς Ἱστορίας:

«Τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἠγώνισμαι, τὸν δρόμον τετέλεκα, τὴν πίστιν τετήρηκα· λοιπὸν ἀπόκειταὶ μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, ὅν ἀποδώσει μοι ὁ Κύριος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, ὁ δίκαιος κριτής, οὐ μόνον δὲ ἐμοί, ἀλλὰ καὶ πᾶσι τοῖς ἠγαπηκόσι τὴν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ» (Τιμ. Β΄, δ΄, 7-8).

Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν.