Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2020

«Χρι­στέ μου, ἂν αὐ­τό εἶ­ναι κλω­τσιά γι­ά νά φύ­γω ἀ­πό κοντά σου, ἐ­γώ δέν φεύ­γω. Θά πια­στῶ ἀ­πό τά πό­δια σου».

 Ασκητές μέσα στον κόσμο Α’ – Πι­στή ἄ­χρι θα­νά­του –  Δαι­μο­νι­κό ρά­πι­σμα 

Πι­στή ἄ­χρι θα­νά­του 

Στήν Κα­βά­λα πρό ἐ­τῶν συ­νέ­βη ἕ­να τραγικό αὐ­το­κι­νη­τι­στι­κό δυ­στύ­χη­μα. Σκο­τώ­θη­κε μί­α ὁ­λό­κλη­ρη οἰ­κο­γέ­νεια, οἱ γο­νεῖς καί τά τρί­α παι­διά. Ἡ εὐ­λα­βέ­στα­τη για­γιά ἀντι­με­τώ­πι­σε τήν δο­κι­μα­σί­α μέ πί­στη καί γεν­ναι­ό­τη­τα. Προ­σπα­θοῦ­σε νά ἀγ­κα­λιά­ση συγ­χρό­νως καί τά πέντε φέ­ρε­τρα τῶν ἀ­γα­πη­τῶν της νε­κρῶν προ­σώ­πων καί ἔ­λε­γε: «Χρι­στέ μου, ἂν αὐ­τό εἶ­ναι κλω­τσιά γι­ά νά φύ­γω ἀ­πό κοντά σου, ἐ­γώ δέν φεύ­γω. Θά πια­στῶ ἀ­πό τά πό­δια σου». 

Δαι­μο­νι­κό ρά­πι­σμα 

Σέ μί­α πό­λη τῆς Αὐ­στρα­λί­ας ζοῦσε ἕ­να ἀν­δρό­γυ­νο, Ἕλ­λη­νες Ὀρ­θό­δο­ξοι μέ δυ­ό παι­διά. Ὅ­λη ἡ οἰ­κο­γέ­νεια δυστυχῶς εἶ­χε ἀ­πο­μα­κρυν­θῆ ἀ­πό τόν Θε­ό. 

Ἡ μη­τέ­ρα πο­τέ δέν πή­γαι­νε στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Κά­πο­τε τήν πα­ρα­κί­νη­σε μί­α φί­λη της καί πῆ­γαν νά ἐκ­κλη­σια­στοῦν σ᾽ ἕ­να να­ό πού πα­νη­γύ­ρι­ζε. Χά­ρη­κε πο­λύ καί ὅ­ταν εἶ­δε νά πω­λοῦν εἰ­κό­νες ἔ­ξω ἀ­πό τήν ἐκ­κλη­σί­α, ἀ­γό­ρα­σε δύο. Τόν Χρι­στό γι­ά τόν γυι­ό της, καί τήν Πα­να­γί­α γι­ά τήν κό­ρη της. Ὅταν πῆ­γε σπί­τι της τίς το­πο­θέ­τη­σε στά δω­μά­τια τῶν παι­διῶν της. 

Ὁ γυι­ός της ἦ­ταν ἔκ­δο­τος στά σαρ­κι­κά πά­θη καί κά­θε βράδυ ξε­νυ­χτοῦ­σε στίς δι­α­σκε­δά­σεις. Στούς τοί­χους τοῦ δω­μα­τί­ου του εἶ­χε κολ­λή­σει πολ­λές φω­το­γρα­φί­ες γυ­μνῶν τρα­γου­δι­στριῶν καί ἠ­θο­ποι­ῶν. Ἀ­νά­με­σα σ᾿ αὐ­τές ἔ­βα­λε ἡ μη­τέ­ρα του καί τήν εἰ­κό­να τοῦ Χρι­στοῦ. 

Ἕ­να βρά­δυ εἶ­χε δυ­να­τό πο­νο­κέ­φα­λο καί δέν βγῆ­κε ἔ­ξω. Κοι­μή­θη­κε ἐ­νω­ρίς ἀλ­λά ξύ­πνη­σε ξαφ­νι­κά. Εἶ­δε νά ἔ­χη ἀ­νά­ψει τό φῶς καί στήν κλει­στή πόρ­τα τοῦ δω­μα­τί­ου στε­κό­ταν ἕ­νας ψη­λός, μι­σό­γυ­μνος, μέ τρι­χω­τό δέρ­μα, μέ νύ­χια με­γά­λα, ἄ­σχη­μος, πού ἡ θέα του προ­κα­λοῦ­σε ἀ­πο­στρο­φή καί φό­βο (ὁ δι­ά­βο­λος). Μέ ἄ­γρια φω­νή εἶπε στό νέ­ο: «Ρέ, ὅ­λα τά χα­τί­ρια σοῦ τά ἔ­χω κά­νει. Ἐ­κεῖ­νον ἐ­κεῖ (ἔ­δει­ξε τήν εἰ­κό­να τοῦ Χρι­στοῦ), τί τόν θέ­λεις;». Καί πλη­σι­ά­ζοντας ἔ­δω­σε ἕ­να δυ­να­τό χα­στού­κι στό πρό­σω­πο τοῦ νέ­ου. Ἀ­πό τόν φό­βο του σχε­δόν λι­πο­θύ­μη­σε˙ μό­λις συ­νῆλ­θε ἔ­τρε­ξε τρέ­μοντας στό δω­μά­τιο τῶν γο­νέ­ων του καί ξά­πλω­σε ἀ­νά­με­σά τους σκε­πά­ζοντας μέ τίς κου­βέρ­τες τό πρό­σω­πό του. 

Ὕστε­ρα δι­η­γή­θη­κε στούς γο­νεῖς του τί συ­νέ­βη. Τό ἕ­να του μά­γου­λο ἦ­ταν πρη­σμέ­νο καί με­λα­νι­α­σμέ­νο ἀ­πό τό χτύ­πη­μα τοῦ δι­α­βό­λου. 

Με­τά πῆ­γαν στήν Ἐκ­κλη­σί­α καί ζή­τη­σαν ἀ­πό τόν ἱε­ρέ­α νά τούς βο­η­θή­ση. Ὁ ἴ­διος ἱ­ε­ρέ­ας (π.Χ.Κ.) πού εἶ­δε τό νέ­ο μέ τό με­λα­νι­α­σμέ­νο πρό­σω­πο, τό δι­η­γή­θη­κε.