Ο Κωνσταντῖνος Μικρός γεννήθηκε τό 1895 στό χωριό Ἀθίκια Κορινθίας. Οἱ γονεῖς του Γεώργιος καί Κατερίνα, ἄν καί πάμφτωχοι ξεχώριζαν στό χωριό γιά τήν καλωσύνη καί τήν φιλοξενία τους. Ἀπέκτησαν τέσσερα παιδιά, τόν Κώστα καί ἄλλα τρία κορίτσια. Στό σπίτι ἐκτός ἀπό τά παιδιά τους μάζευαν συχνά καί τά ἀνήψια τους καί πολλές φορές δύο ὀρφανές ἀπό πατέρα γειτονοποῦλες, τῶν ὁποίων ἡ μάννα ἔπρεπε νά φεύγη δύο μῆνες τόν χρόνο ἀπό τό σπίτι, γιά νά δουλεύη τά κτήματα πού εἶχε σέ ἄλλο χωριό. Τά ὀρφανά κοριτσάκια δέν ξέχασαν ποτέ, ὅταν μεγάλωσαν, τήν ζεστή πατρική ἀγκαλιά τοῦ κυρ–Γιώργη, τό βραδινό λιτό φαγητό πού μοιράζονταν μέ τά παιδιά του, τήν χαρά καί τήν ἀγάπη πού ἀκτινοβολοῦσε μέσα σέ κεῖνο τό φτωχόσπιτο. Μάλιστα, τό ἕνα ἀπό αὐτά ὅταν ἔγινε μάννα, ἄφησε ὡς παρακαταθήκη στά παιδιά της νά μήν ξεχνᾶνε ποτέ νά προσθέτουν στό ψυχοχάρτι τά ὀνόματα Γεώργιος καί Αἰκατερίνη. Τόση ἀγάπη τούς εἶχε!
Σ᾿ αὐτό τό εὐλογημένο περιβάλλον ἔζησε κι ἀνατράφηκε ὁ Κώστας. Ὅταν ἔφτασε σέ στρατεύσιμη ἡλικία, τόν ἔστειλαν στό Μικρασιατικό μέτωπο, γιά νά ὑπηρετήση ὡς ἱπποκόμος στό πλευρό κάποιου ἀξιωματικοῦ. Τό 1922, ἔτος τῆς Μικρασιατικῆς καταστροφῆς, μέ τήν ἄτακτη ὑποχώρηση τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ βρέθηκε κάποια στιγμή πάνω στό μουλάρι μόνος, ἀποκομμένος ἀπό τό ὑπόλοιπο σύνταγμα. Πολλοί ἀξιωματικοί –μαζί κι αὐτός πού ὑπηρετοῦσε ὁ Κώστας– πῆραν τ᾿ ἄλογά τους κι ἔτρεξαν νά σωθοῦν ἀφήνοντας τόν στρατό πίσω. Κάποια στιγμή ὁ Κώστας ἀποκαμωμένος ἀπό τίς ταλαιπωρίες, ἔδεσε τό μουλάρι σ᾿ ἕνα δέντρο καί ξαπλώνοντας ἀπό κάτω ἀποκοιμήθηκε. Τόν ξύπνησαν ὅμως ἀπότομα οἱ φωνές ἑνός ἄγνωστου νεαροῦ στρατιώτη πού σκυμμένος πάνω ἀπό τό πλευρό του τόν τράνταζε δυνατά ἀπό τούς ὤμους καί τοῦ μιλοῦσε, λέγοντάς του ἐπιτακτικά:
- Σήκω ἐπάνω, γρήγορα! Ἔρχονται οἱ Τοῦρκοι! Ἀνέβα στό μουλάρι καί πήγαινε στήν Σμύρνη! Μπές στό πρῶτο πλοῖο πού θά βρῆς καί γύρνα πίσω, στό σπίτι σου!
- Καλά… θά φύγω σέ λίγο…, εἶπε ὁ Κώστας νυσταγμένος καί γύρισε τό πλευρό.
- Ἄν μείνης ἐδῶ θά σέ προλάβουν οἱ Τοῦρκοι καί θά σέ σκοτώσουν!, τόν σκούντησε καί πάλι ὁ στρατιώτης.
- Προχωρᾶτε ἐσεῖς καί θά σᾶς φτάσω ἐγώ μέ τό μουλάρι…, ξαναεῖπε ὁ Κώστας ἀποκαμωμένος. Τότε ὁ νεαρός στρατιώτης τόν ἅρπαξε μέ δύναμη καί τόν σήκωσε ὄρθιο ἐπάνω.
- Ἀκοῦς τί σοῦ λέω; Νά φύγης τώρα ἀμέσως! Κι ὅταν φτάσης ἀπέναντι, στό νησί, τότε θά γίνη κι ἡ συνθηκολόγηση. Τράβα μπροστά καί μή φοβᾶσαι!
- Καί ποιός εἶσαι ἐσύ πού μοῦ τά λές ὅλα αὐτά;, ρώτησε ἀπορημένος ὁ Κώστας.
- Εἶμαι ὁ Ἅγιος Δημήτριος!, ἀπάντησε ὁ νεαρός στρατιώτης καί ἀμέσως ἐξαφανίστηκε ἀπό μπροστά του.
Συγκλονισμένος ὁ Κώστας ἀνέβηκε πάνω στό μουλάρι καί κατευθύνθηκε πρός τήν Σμύρνη. Μέχρι νά ἐπιβιβαστῆ ὅμως στό πλοῖο πού θά τόν ἔφερνε στήν Ἑλλάδα τά μάτια του εἶδαν στόν δρόμο πολλά ἀπό τά ἐγκλήματα πού εἶχαν διαπράξει οἱ Τοῦρκοι. Κομματιασμένα σώματα Ἑλλήνων ἦταν σπαρμένα σέ ὅλη τήν διαδρομή. Ἀνάμεσά τους γυναῖκες καί ἀθῶα μικρά παιδιά. Ἡ εὐαίσθητη ψυχή τοῦ Κώστα ταράχτηκε ἀπό τό φοβερό ἐκεῖνο θέαμα. Ὑπέστη νευρικό κλονισμό. Ὅταν ἔφτασε πίσω στήν Ἑλλάδα, δέν ἦταν πιά ὁ ἴδιος ἄνθρωπος. Ἔδειχνε βαθιά πληγωμένος καί γιά τήν ὑπόλοιπη ζωή του ἦταν σοβαρός καί λιγομίλητος.
Παντρεύτηκε ὡστόσο, ὅπως οἱ περισσότεροι νέοι τοῦ χωριοῦ του μέ τήν Παναγιώτα Τζώρτζη, ἀπό τό χωριό Ἀγγελόκαστρο Κορινθίας καί ἔμεινε στό πατρικό του σπίτι πού ἦταν κτισμένο κοντά στήν Ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ καί ἦταν ἀφιερωμένη στόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου. Ἔκανε τρία ἀγόρια: τόν Γιάννη, τόν Γιῶργο καί τόν Ἀναστάσιο. Ἡ οἰκογένειά του ἦταν ἀπό τίς φτωχότερες τοῦ χωριοῦ. Γιά νά χορτάσουν τήν πεῖνα τους τά παιδιά ἔτρωγαν ἀκόμη καί βελανίδια (!) ἀπό μία μεγάλη βελανιδιά πού ἦταν πάνω στό βουνό δίπλα στό ξωκκλήσι τῆς Παναγιᾶς κι ἔκανε κάτι βελανίδια μεγάλα σάν κάστανα.
Τό σπιτάκι τους, μικρό κι ἀπέριττο, χτισμένο ὡς τήν μέση μέ πέτρες καί ἀπό πάνω μέ πλίνθους, δέν εἶχε οὔτε πάτωμα! Ἡ κυρα–Παναγιώτα ὅμως ἔρριχνε πάνω ἀπό τό χῶμα: ἄχυρα ἤ ξερά χόρτα κι ἀπό πάνω ἔστρωνε τίς κουρελοῦδες της. Ὅλα στό νοικοκυριό της ἔλαμπαν ἀπό τάξη καί καθαριότητα!
Ἡ οἰκογένεια ἐξασφάλιζε τά πρός τό ζῆν ἀπό τίς λιγοστές ἐλιές της, τά κηπευτικά ἀπό τόν κῆπο τους καί τά λιγοστά οἰκόσιτα ζωντανά πού εἶχε. Ἀπό τά γύρω πεῦκα τῆς περιοχῆς ὁ Κώστας ἔφτειαχνε καί ξυλοκάρβουνα σέ ἕνα μικρό καμίνι ἔξω ἀπό τό σπίτι του, τά ὁποῖα ἔπειτα ἐμπορευόταν. Ταυτόχρονα ὑπηρετοῦσε ὡς νεωκόρος στήν Ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ ἀφιλοκερδῶς μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του. Στό ἔργο αὐτό συμμετεῖχαν ὅλα τά μέλη ἀνεξαιρέτως.
Ὁ Κώστας ἦταν πάντα συνεπέστατος στά καθήκοντά του. Τίς ἡμέρες πού εἶχε θεία Λειτουργία ξυπνοῦσε πρίν ἀκόμη χαράξη, γιά νά ἑτοιμάση τόν ναό. Τό ἄναμμα τῶν καντηλιῶν καί τῶν κεριῶν τοῦ πολυελαίου ἦταν τότε ὁλόκληρη ἱεροτελεστία. Τόν βοηθοῦσε σ᾿ αὐτό κι ὁ γυιός του ὁ Γιῶργος, ἀλλά καί ἄλλα παιδόπουλα πού διακονοῦσαν στό ἱερό. Τό γενικό ὅμως πρόσταγμα τό ἔδινε ἐκεῖνος. Κατά τήν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας ὁ Κώστας ἔστεκε σιωπηλός καί προσευχόμενος πίσω ἀπό τό παγκάρι. Ἀπέφευγε νά μπαίνη στό Ἱερό κι ἔστελνε στήν θέση του τόν δευτερότοκο γυιό του Γιῶργο.
Μέ τήν ὑπόδειξη καί τήν βοήθεια ἑνός φιλεύσπλαχνου καί προοδευτικοῦ συγχωριανοῦ του ἔμαθε νά φτειάχνη καί νέα κεριά ἀπό τά ἀποκέρια, ἐξοικονομώντας ἔτσι κάτι γιά τήν οἰκογένεια.
Μετά τό μεσημέρι, ἀφοῦ ὁλοκλήρωνε τά καθήκοντά του στόν ναό, κινοῦσε μέ τό γαϊδουράκι του ν᾿ ἀνάψη τά καντήλια σέ ὅλα τά γύρω ξωκκλήσια τοῦ χωριοῦ. Τά κοντινά τά ἀναλάμβανε ἡ γυναῖκα του, ἡ κυρα–Παναγιώτα, στά μακρινά πήγαινε ὁ ἴδιος. Ἕνας εὔπορος συγχωριανός του, ὁ μπαρμπα–Μῆτσος, πού γνώριζε τήν δυστυχία του, συμφώνησε νά τοῦ δίνη 50 δραχμές τόν μῆνα, γιά νά ἀνάβη καθημερινά τά καντηλάκια στό ἀπό αἰῶνες χτισμένο ἐξωκκλήσι τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, πάνω στό βουνό, 7 χιλιόμετρα ἀπόσταση ἀπό τά Ἀθίκια. Ἤθελε νά ἐκπληρώση μέ αὐτόν τόν τρόπο κι ἕνα τάμα πού εἶχε κάνει στόν Ἅγιο, ὅταν ἀρρώστησε ἀπό φυματίωση. Ἔτσι, ὁ Κώστας χειμῶνα – καλοκαίρι διήνυε μαζί μέ ὅλες τίς ἄλλες κι αὐτή τήν δύσκολη ἀνηφορική διαδρομή, ὥστε ὁ Ἅγιος νά μήν μένη ποτέ σβηστός. Ὅταν κάποιες φορές δέν προλάβαινε ν᾿ ἀνέβη στό βουνό, ἔστελνε στήν θέση του τόν μικρό του γυιό, τόν Τάσο.
Κάποια φορά πού εἶχε ρίξει πολύ χιόνι, δέν μπόρεσε νά ἀνέβη στό ἐξωκκλήσι κι ἔτσι τά καντήλια ἔμειναν σβηστά. Πρίν ξαπλώση ζήτησε συγγνώμη ἀπό τόν Ἅγιο κι ἔπεσε γιά ὕπνο. Ὁ ἴδιος διηγήθηκε στά ἐγγόνια πού ζοῦσαν μαζί του, πώς εἶδε τότε σέ ὅραμα τόν ἅγιο Δημήτριο, ὁ ὁποῖος τόν ξύπνησε καί τοῦ εἶπε:
- Κώστα, σήμερα μέ ξέχασες, δέν ἦρθες νά μέ ἀνάψης.
- Ἅγιέ μου Δημήτρη, δέν σέ ξέχασα ἀλλά τό χιόνι ἦταν πολύ καί ἡ ὁμίχλη δέν μέ ἄφηνε νά δῶ τό μονοπάτι.
- Σήκω, φόρεσε τήν κάπα σου καί θά σέ πάω ἐγώ μέ τό ἄλογό μου νά ἀνάψης τά καντήλια μου.
Ὅπως κι ἔγινε. Ὅλα αὐτά τά ἔζησε ἐκεῖνο τό βράδυ. Τό πρωΐ πού ξημέρωσε καί ὁ ἴδιος καί ἡ οἰκογένειά του εἶδαν πώς ἡ κρεμασμένη κάπα του ἦταν γεμάτη χιόνι. Πρᾶγμα πού ἐπιβεβαίωνε πώς ὅσα ἔζησε ἦταν ἀληθινά γεγονότα καί ὄχι ἁπλᾶ ἕνα ὄνειρο!
Οἱ παλαιοί διηγοῦνται πώς κάποτε ὁ Κώστας κατέβηκε στήν Κόρινθο καί ἐπισκέφτηκε τόν τότε Δεσπότη κ. Προκόπιο, γιά νά διαμαρτυρηθῆ ἔντονα γιά τά «ἐγκλήματα» πού διέπραττε ὁ παπᾶς τοῦ χωριοῦ μέσα στό Ἱερό.
«Δεσπότη μου», εἶπε στόν Ἱεράρχη, «τόν παπᾶ νά τόν πάρετε ἀπό τό χωριό! Ἔχει τρελλαθῆ! Κάθε Κυριακή πιάνει ἕνα μικρό παιδάκι καί τό σφάζει μέ τήν λόγχη! Τόν εἶδα μέ τά μάτια μου! Ρίχνει πρῶτα τό αἷμα του μέσα στό Ἅγιο Ποτήριο κι ἀπό πάνω ἕνα–ἕνα τά κομματάκια ἀπό τό σῶμα του! Τί σόϊ ἄνθρωπος εἶναι αὐτός;».
Ὁ ἔμπειρος Ἱεράρχης κατάλαβε πολύ καλά πώς ὁ ταπεινός κι ὀλιγογράμματος νεωκόρος εἶχε ἀξιωθῆ νά γίνη ἐπανειλημμένως μάρτυρας μίας θαυμαστῆς θεοπτίας. Γιά νά τόν προστατέψη ὅμως ἀπό τόν κίνδυνο τῆς ἔπαρσης τόν ἀντιμετώπισε σχεδόν μέ σκληρότητα καί τόν ἀπέπεμψε μέ φωνές: «Φύγε ἀμέσως ἀπό ᾿δῶ καί πήγαινε στήν ρημαΐλα (=ρημαδιό) σου! Δέν θά ᾿σαι στά καλά σου! Ὄνειρα βλέπεις! Πού ἦρθες ἐσύ ἐδῶ νά μοῦ κατηγορήσης τόν παπᾶ!».
Ἀργότερα, ὡστόσο, σέ σύναξη ἱερέων ὁ Σεβασμιώτατος κ. Προκόπιος διηγήθηκε τό περιστατικό γιά νά νουθετήση καί νά προβληματίση τούς λευΐτες του, λέγοντας: «Αὐτά πού ἐμεῖς τελοῦμε καί δέν τά βλέπουμε, τά εἶδε ἕνας κοσμικός! Βίωσε ὁλοζώντανη τήν θυσία τοῦ Χριστοῦ μας!».
Τῶν θαυμαστῶν αὐτῶν ἀποκαλύψεων ἀξιώθηκε ὁ Κώστας γιά τήν μεγάλη του ταπείνωση, τήν ἁπλότητα καί τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς του. Οἱ συγχωριανοί του μαρτυροῦν πώς τό πρόσωπό του ἦταν πάντα ἤρεμο καί ἐξέπεμπε μία φωτεινότητα. Ποτέ κανείς δέν τόν ἄκουσε νά παραπονιέται ἤ νά γογγύζη γιά τήν φτώχεια του ἤ γιά τά ἄλλα του προβλήματα. Ὅλη του ἡ βιοτή ἦταν μία δοξολογία πρός τόν Θεό.
Ὁ Κωνσταντῖνος μέ τήν σύζυγό του
Οὔτε νά μαλώνη μέ κανέναν τόν εἶχαν δῆ ποτέ. Συνήθως, ὅ,τι τοῦ ἔλεγαν, τό ᾿κανε. Εἶχε μία ἀξιοθαύμαστη ὑπακοή. Ἀκόμη καί σέ συγχωριανό του πού εἶχε σχεδόν τά μισά του χρόνια καί τόν ἔστελνε μέ κάποια αὐθάδεια γιά κάποιο θέλημα, ὁ Κώστας κατέβαζε τό κεφάλι καί πήγαινε πρόθυμος νά τό ἐκτελέση. Τίς περισσότερες ὧρες τῆς ἡμέρας ἦταν σιωπηλός καί, ἄν τοῦ ζητοῦσαν τήν γνώμη του γιά κάτι, ἔλεγε συμβουλευτικά λίγα λόγια πνευματικά μέ στόχο νά ὠφελήση τόν ἄλλο. Ποτέ δέν ἔκανε ἄσκοπες συζητήσεις. Στόν ἐλεύθερο χρόνο του πάντα μελετοῦσε γιά ὧρες τό Προσευχητάριο, τό Ψαλτήρι καί τήν Ἁγία Γραφή.
Μία ἑβδομάδα πρίν πεθάνη, ἡ σύζυγός του Παναγιώτα εἶδε σέ ὅραμα τόν ἅγιο Δημήτριο, ὁ ὁποῖος τῆς εἶπε πώς σέ λίγες ἡμέρες ὁ Κώστας θά ἔρθη μαζί μου, ὅπως καί ἔγινε.
Ὁ Κώστας προαισθανόμενος τό τέλος του ζήτησε ἀπό τόν γυιό του Ἰωάννη, μέ τόν ὁποῖο διέμενε στό ἴδιο σπίτι, νά τοῦ φέρη τόν ἱερέα τοῦ χωριοῦ γιά νά ἐξομολογηθῆ καί νά κοινωνήση. Μία ἡμέρα πρίν φύγη γιά τήν ἄλλη ζωή, ἐπειδή εἶχε προαισθανθῆ τόν θάνατό του, ζήτησε ἀπό τά παιδιά του, τήν ἑπομένη νά μείνουν στό σπίτι καί νά μήν πᾶνε σέ προγραμματισμένη δουλειά τους. Τά παιδιά του σεβάστηκαν τήν ἐπιθυμία του, ἔμειναν μαζί του καί ἔτσι ἦταν παρόντες τίς τελευταῖες στιγμές τῆς ἐπίγειας ζωῆς του.
Κοιμήθηκε τήν 12η Νοεμβρίου 1980 σέ ἡλικία 85 ἐτῶν εἰρηνικά, ὅπως καί ἔζησε.
Ὁ ἱερέας τοῦ χωριοῦ πατήρ Σπυρίδων Κόρρος κατά τήν διάρκεια τῆς ἐξοδίου ἀκολουθίας τόν ἐγκωμίασε γιά τόν ταπεινό καί ἐνάρετο βίο του καί ὁμολόγησε πώς ὅλα τά χρόνια τῆς διακονίας του στόν Ναό τῶν Ἀθικίων δέν ξαναεῖδε τόσο ὄμορφο καί φωτεινό πρόσωπο νεκροῦ.
Αἰωνία του ἡ μνήμη. Ἀμήν.