Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2020

«Κά­νω κά­θε βρά­δυ ἕ­να κομ­πο­σχο­ί­νι γιά σέ­να πού μέ συμ­πε­ρι­φέρ­θη­κες μέ τό­ση ἀ­γά­πη, κά­νω ἕ­να γιά τούς γο­νεῖς σου καί ἕ­να γιά τούς για­τρούς»

Περιστατικά από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση – Ὁ γε­ρω-Ἀ­γλά­ϊ­ος ὁ Κων­στα­μο­νί­της – Ο γε­ρω-Ἀ­θα­νά­σιος ὁ Ἁ­γι­ο­παυ­λί­της

Ὁ γε­ρω – Ἀ­γλά­ϊ­ος ὁ Κων­στα­μο­νί­της, ὅ­ταν γέ­ρα­σε, ἀρ­ρώ­στη­σε καί βά­ρυ­νε. Ὅ­λοι κα­τά­λα­βαν ὅ­τι   πλη­σι­ά­ζει ἡ κο­ί­μη­σή του. Τότε ὁ π. Γρη­γό­ριος εἶ­πε: «Πα­τέ­ρες μου, ὁ γε­ρω–Ἀ­γλά­ϊ­ος Προ­ϊ­στά­με­νος ἦ­ταν·  ἄς τοῦ κά­νου­με ἕ­να εὐ­χέ­λαι­ο». Τοῦ ἔ­κα­ναν τό εὐ­χέ­λαι­ο καί ὕ­στε­ρα ὁ γε­ρω–Ἀ­γλά­ϊ­ος ἀ­νέρ­ρω­σε, ἔ­ζη­σε καί ἔ­θα­ψε ὅ­λους το­ύς πα­λαι­ο­ύς. Πήγαινε μέ δύ­ο μπα­στο­ύ­νια στό ναό, εἶ­χε κή­λη, ἀλ­λά κατά τά ἄλλα ἦ­ταν ὑ­γι­ής καί χα­ρο­ύ­με­νος. 

Στό Ρωσ­σι­κό Κελ­λί τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀρ­τε­μί­ου στήν Προ­βά­τα ἔ­ζη­σαν πα­λαιό­τε­ρα πολ­λοί πα­τέ­ρες. Σώ­ζον­ταν πε­ρί­που ἑ­βδο­μῆν­τα κά­ρες. Ἀ­νά­με­σά τους ὑ­πῆρ­χε μί­α κά­ρα πού ἔ­γρα­φε στό μέ­τω­πο μέ ρωσ­σι­κά γράμ­μα­τα «Σχη­μο­νάχ Ἀ­δάμ». Δι­α­κρι­νό­ταν ἀ­πό τίς ἄλ­λες, δι­ό­τι ἦ­ταν κα­τα­κί­τρι­νη καί εὐ­ω­δί­α­ζε ἔν­το­να. Ἕ­νας ἀ­πό τούς με­τα­γε­νε­στέ­ρους πα­τέ­ρες πού ζοῦ­σαν ἐ­κεῖ τήν πῆ­ρε γιά λί­γο χά­ριν εὐ­λο­γί­ας στό κελ­λί του, ἀλ­λά με­τά τήν ἔ­βα­λε πά­λι μα­ζί μέ τά ἄλ­λα λεί­ψα­να τῶν πα­τέ­ρων. Ὁ­πό­τε, ὅ­ταν πῆ­ρε φω­τιά τό Κελ­λί, κά­η­καν καί οἱ κά­ρες καί μα­ζί τους καί τοῦ με­γα­λό­σχη­μου Ἀ­δάμ πού εὐ­ω­δί­α­ζε. 

Ο γε­ρω–Ἀ­θα­νά­σιος ὁ Ἁ­γι­ο­παυ­λί­της, ὡς λα­ϊ­κός ἦταν ἀ­σθε­νής καί ὁ ἅ­γιος Γε­ρά­σι­μος τόν ἔ­κα­νε κα­λά. Τό 1949 ἦρ­θε καί ἔ­γι­νε κα­λό­γε­ρος. 

Ὡς γη­ρο­κό­μος φρόν­τι­ζε πο­λύ τά γε­ρον­τά­κια. Γη­ρο­κό­μη­σε πολ­λο­ύς καθώς καί τόν π. Γε­ρά­σι­μο Με­νά­για, χω­ρίς νά σι­χα­ί­νε­ται κα­θό­λου. Το­ύς ἀ­νέ­παυ­ε πο­λύ, γι᾿ αὐ­τό μά­ζε­ψε πολ­λές εὐ­χές ἀ­πό τά γε­ρον­τά­κια. 

Ὡς κη­που­ρός κου­ρά­στη­κε πο­λύ∙ ἔ­χυ­σε πολ­λούς ἱ­δρῶ­τες, δου­λεύ­ον­τας μέ τό δι­κέ­λι ὅ­λη τήν ἡ­μέ­ρα στόν κῆ­πο. Τά κη­πευ­τι­κά τά κου­βα­λοῦ­σε ἀ­πό τόν κῆ­πο στό μα­γει­ρεῖ­ο στήν πλά­τη. Τά χέ­ρια του ἦ­ταν πλη­γω­μέ­να καί τυ­λιγ­μέ­να μέ γά­ζες. Εἶ­χε τό­ση ἁ­πλό­τη­τα καί ἦ­ταν ἀ­πο­νή­ρευ­τος ἄν­θρω­πος, ὥ­στε δέν μπο­ροῦ­σε νά πι­στέ­ψη ὅ­τι τά φυ­το­φάρ­μα­κα εἶ­ναι δη­λη­τή­ρια καί βλά­πτουν τόν ἄν­θρω­πο. 

Εἶ­χε πο­λύ ζῆ­λο στά ψαλ­τι­κά, ἀλ­λά μέ τό­ση κού­ρα­ση δέν ἔ­βγαι­νε ἡ φω­νή του. Ἀ­πό τήν πολ­λή κού­ρα­ση τόν ἔ­παιρ­νε ὁ ὕ­πνος στήν ἀ­κο­λου­θί­α. Γιά νά τόν πο­λε­μή­ση ἔ­κα­νε συ­νέ­χεια σταυ­ρω­τά κομ­πο­σχοί­νια στό στα­σί­δι του καί τά με­τροῦ­σε μέ κου­κιά πού κου­βα­λοῦ­σε μα­ζί του. Ἔ­τρι­ζε τό στα­σί­δι ὅ­λη τή νύ­χτα. Με­ρι­κές φο­ρές δέν κα­τέ­βαι­νε στό να­ό∙ ὅ­μως εἶ­χε ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πό τό κελ­λί του τά βι­βλί­α καί δι­ά­βα­ζε τήν ἀ­κο­λου­θί­α του. Δέν ἄ­φη­νε τί­πο­τε.  

Κοι­μό­ταν δύο ὧ­ρες, ὕ­στε­ρα ξυ­πνοῦ­σε καί ἔ­κα­νε μι­σή ὥ­ρα κομ­πο­σχο­ί­νι. Πή­γαι­νε στήν βρύ­ση, πλε­νό­ταν καί ὕ­στε­ρα πά­λι κομ­πο­σχο­ί­νι. Εἶ­χε ἕ­να μι­κρό σκα­μνά­κι. Ἐ­κεῖ κα­θό­ταν, ἔ­κα­νε σταυ­ρω­τά κομ­πο­σχοί­νια καί ἀ­κου­γό­ταν ὅ­πως τά πα­λαι­ά τραῖ­να πού ξε­κι­νοῦν σι­γά–σι­γά καί αὐ­ξά­νουν τόν ρυθ­μό τους. Ἔ­πει­τα ξα­να­ση­κω­νό­ταν, ἔ­βα­ζε ξύ­λα στήν  σόμ­πα του… καί ἔ­τσι πή­γαι­νε ὅ­λη νύ­χτα. Ὁ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κός στό ἐ­γερ­τή­ριο τόν εὕ­ρι­σκε ξύ­πνιο. 

Κά­πο­τε βγῆ­κε μέ δύ­ο πα­ρα­δελ­φούς του στήν Θεσ­σα­λο­νί­κη γιά για­τρό. Ἄ­φη­σε κά­που τά πράγ­μα­τά τους καί ξέ­χα­σε ποῦ τά ἄ­φη­σε. Ὁ ἕ­νας ἀ­πό τούς δύ­ο μο­να­χούς, ἄν καί νε­ώ­τε­ρός του, θύ­μω­σε καί τόν μά­λλω­νε. Ἐ­κεῖ­νος συ­νε­χῶς ἔ­λε­γε, «εὐ­λό­γη­σον» καί ἔ­βα­ζε με­τά­νοι­ες. Μό­λις βρῆ­κε τά πράγ­μα­τα ὁ τρί­τος ἀ­δελ­φός, ὁ π. Ἀ­θα­νά­σιος τόν εὐ­χα­ρι­στοῦ­σε καί ἤ­θε­λε νά τοῦ φι­λή­ση τά πό­δια, ἄν καί ἦ­ταν πο­λύ νε­ώ­τε­ρός του. Ἔ­λε­γε μέ ἁ­πλό­τη­τα: «Στήν Θεσ­σα­λο­νί­κη εἶ­ναι κα­λοί ἄν­θρω­ποι, δέν κλέ­βουν», για­τί δέν πῆ­ραν τά πράγ­μα­τά τους. 

Πῆ­γαν σέ κά­ποι­ον για­τρό καί δέν το­ύς πῆ­ρε χρή­μα­τα. Τό βρά­δυ στό Κο­νά­κι ρω­τοῦ­σε τό ὄ­νο­μα τοῦ για­τροῦ, γιά νά τοῦ κά­νη κομ­πο­σχο­ί­νι. Ἔ­λε­γε στόν ἀ­δελ­φό πού τόν βο­ή­θη­σε: «Κά­νω κά­θε βρά­δυ ἕ­να κομ­πο­σχο­ί­νι γιά σέ­να πού μέ συμ­πε­ρι­φέρ­θη­κες μέ τό­ση ἀ­γά­πη, κά­νω ἕ­να γιά τούς γο­νεῖς σου καί ἕ­να γιά τούς για­τρούς». Αὐ­τά τά ἔ­κα­νε ὅ­σα χρό­νια ἔ­ζη­σε μέ­χρι τήν κο­ί­μη­σή του. Τήν εὐ­γνω­μο­σύ­νη του τήν ἐκ­δή­λω­νε καί με­τά στό Μο­να­στή­ρι μα­ζε­ύ­ον­τας χόρ­τα καί δί­νον­τας φροῦ­τα στόν ἀ­δελ­φό. 

Εἶ­χε παι­δι­κή ἁ­πλό­τη­τα, πνεῦ­μα θυ­σί­ας, καί ὅ­λο τα­πεί­νω­νε τόν ἑ­αυ­τό του. Ἄν τοῦ λέ­γα­νε κά­τι κα­λό, ἔ­λε­γε: «Ἐ­γώ εἶ­μαι σα­βού­ρα, σκου­πί­δι εἶ­μαι». Τά χα­λα­σμέ­να φροῦ­τα στήν τρά­πε­ζα δέν τά πε­τοῦ­σε, τά ἔ­τρω­γε ὁ ἴ­διος. 

Ἐ­κοι­μή­θη ἀ­πό ὑ­πό­τα­ση με­τά τό τρι­ή­με­ρο σέ ἡλι­κί­α 77 ἐ­τῶν. Στό πρό­σω­πό του φαι­νό­ταν ἕνα μειδίαμα. Αὐ­τό ἦ­ταν κα­λό ση­μά­δι.