Ὁ γερω – Ἀγλάϊος ὁ Κωνσταμονίτης, ὅταν γέρασε, ἀρρώστησε καί βάρυνε. Ὅλοι κατάλαβαν ὅτι πλησιάζει ἡ κοίμησή του. Τότε ὁ π. Γρηγόριος εἶπε: «Πατέρες μου, ὁ γερω–Ἀγλάϊος Προϊστάμενος ἦταν· ἄς τοῦ κάνουμε ἕνα εὐχέλαιο». Τοῦ ἔκαναν τό εὐχέλαιο καί ὕστερα ὁ γερω–Ἀγλάϊος ἀνέρρωσε, ἔζησε καί ἔθαψε ὅλους τούς παλαιούς. Πήγαινε μέ δύο μπαστούνια στό ναό, εἶχε κήλη, ἀλλά κατά τά ἄλλα ἦταν ὑγιής καί χαρούμενος.
*
Στό Ρωσσικό Κελλί τοῦ Ἁγίου Ἀρτεμίου στήν Προβάτα ἔζησαν παλαιότερα πολλοί πατέρες. Σώζονταν περίπου ἑβδομῆντα κάρες. Ἀνάμεσά τους ὑπῆρχε μία κάρα πού ἔγραφε στό μέτωπο μέ ρωσσικά γράμματα «Σχημονάχ Ἀδάμ». Διακρινόταν ἀπό τίς ἄλλες, διότι ἦταν κατακίτρινη καί εὐωδίαζε ἔντονα. Ἕνας ἀπό τούς μεταγενεστέρους πατέρες πού ζοῦσαν ἐκεῖ τήν πῆρε γιά λίγο χάριν εὐλογίας στό κελλί του, ἀλλά μετά τήν ἔβαλε πάλι μαζί μέ τά ἄλλα λείψανα τῶν πατέρων. Ὁπότε, ὅταν πῆρε φωτιά τό Κελλί, κάηκαν καί οἱ κάρες καί μαζί τους καί τοῦ μεγαλόσχημου Ἀδάμ πού εὐωδίαζε.
*
Ο γερω–Ἀθανάσιος ὁ Ἁγιοπαυλίτης, ὡς λαϊκός ἦταν ἀσθενής καί ὁ ἅγιος Γεράσιμος τόν ἔκανε καλά. Τό 1949 ἦρθε καί ἔγινε καλόγερος.
Ὡς γηροκόμος φρόντιζε πολύ τά γεροντάκια. Γηροκόμησε πολλούς καθώς καί τόν π. Γεράσιμο Μενάγια, χωρίς νά σιχαίνεται καθόλου. Τούς ἀνέπαυε πολύ, γι᾿ αὐτό μάζεψε πολλές εὐχές ἀπό τά γεροντάκια.
Ὡς κηπουρός κουράστηκε πολύ∙ ἔχυσε πολλούς ἱδρῶτες, δουλεύοντας μέ τό δικέλι ὅλη τήν ἡμέρα στόν κῆπο. Τά κηπευτικά τά κουβαλοῦσε ἀπό τόν κῆπο στό μαγειρεῖο στήν πλάτη. Τά χέρια του ἦταν πληγωμένα καί τυλιγμένα μέ γάζες. Εἶχε τόση ἁπλότητα καί ἦταν ἀπονήρευτος ἄνθρωπος, ὥστε δέν μποροῦσε νά πιστέψη ὅτι τά φυτοφάρμακα εἶναι δηλητήρια καί βλάπτουν τόν ἄνθρωπο.
Εἶχε πολύ ζῆλο στά ψαλτικά, ἀλλά μέ τόση κούραση δέν ἔβγαινε ἡ φωνή του. Ἀπό τήν πολλή κούραση τόν ἔπαιρνε ὁ ὕπνος στήν ἀκολουθία. Γιά νά τόν πολεμήση ἔκανε συνέχεια σταυρωτά κομποσχοίνια στό στασίδι του καί τά μετροῦσε μέ κουκιά πού κουβαλοῦσε μαζί του. Ἔτριζε τό στασίδι ὅλη τή νύχτα. Μερικές φορές δέν κατέβαινε στό ναό∙ ὅμως εἶχε ἀπέναντι ἀπό τό κελλί του τά βιβλία καί διάβαζε τήν ἀκολουθία του. Δέν ἄφηνε τίποτε.
Κοιμόταν δύο ὧρες, ὕστερα ξυπνοῦσε καί ἔκανε μισή ὥρα κομποσχοίνι. Πήγαινε στήν βρύση, πλενόταν καί ὕστερα πάλι κομποσχοίνι. Εἶχε ἕνα μικρό σκαμνάκι. Ἐκεῖ καθόταν, ἔκανε σταυρωτά κομποσχοίνια καί ἀκουγόταν ὅπως τά παλαιά τραῖνα πού ξεκινοῦν σιγά–σιγά καί αὐξάνουν τόν ρυθμό τους. Ἔπειτα ξανασηκωνόταν, ἔβαζε ξύλα στήν σόμπα του… καί ἔτσι πήγαινε ὅλη νύχτα. Ὁ Ἐκκλησιαστικός στό ἐγερτήριο τόν εὕρισκε ξύπνιο.
Κάποτε βγῆκε μέ δύο παραδελφούς του στήν Θεσσαλονίκη γιά γιατρό. Ἄφησε κάπου τά πράγματά τους καί ξέχασε ποῦ τά ἄφησε. Ὁ ἕνας ἀπό τούς δύο μοναχούς, ἄν καί νεώτερός του, θύμωσε καί τόν μάλλωνε. Ἐκεῖνος συνεχῶς ἔλεγε, «εὐλόγησον» καί ἔβαζε μετάνοιες. Μόλις βρῆκε τά πράγματα ὁ τρίτος ἀδελφός, ὁ π. Ἀθανάσιος τόν εὐχαριστοῦσε καί ἤθελε νά τοῦ φιλήση τά πόδια, ἄν καί ἦταν πολύ νεώτερός του. Ἔλεγε μέ ἁπλότητα: «Στήν Θεσσαλονίκη εἶναι καλοί ἄνθρωποι, δέν κλέβουν», γιατί δέν πῆραν τά πράγματά τους.
Πῆγαν σέ κάποιον γιατρό καί δέν τούς πῆρε χρήματα. Τό βράδυ στό Κονάκι ρωτοῦσε τό ὄνομα τοῦ γιατροῦ, γιά νά τοῦ κάνη κομποσχοίνι. Ἔλεγε στόν ἀδελφό πού τόν βοήθησε: «Κάνω κάθε βράδυ ἕνα κομποσχοίνι γιά σένα πού μέ συμπεριφέρθηκες μέ τόση ἀγάπη, κάνω ἕνα γιά τούς γονεῖς σου καί ἕνα γιά τούς γιατρούς». Αὐτά τά ἔκανε ὅσα χρόνια ἔζησε μέχρι τήν κοίμησή του. Τήν εὐγνωμοσύνη του τήν ἐκδήλωνε καί μετά στό Μοναστήρι μαζεύοντας χόρτα καί δίνοντας φροῦτα στόν ἀδελφό.
Εἶχε παιδική ἁπλότητα, πνεῦμα θυσίας, καί ὅλο ταπείνωνε τόν ἑαυτό του. Ἄν τοῦ λέγανε κάτι καλό, ἔλεγε: «Ἐγώ εἶμαι σαβούρα, σκουπίδι εἶμαι». Τά χαλασμένα φροῦτα στήν τράπεζα δέν τά πετοῦσε, τά ἔτρωγε ὁ ἴδιος.
Ἐκοιμήθη
ἀπό ὑπόταση μετά τό τριήμερο σέ ἡλικία 77 ἐτῶν. Στό πρόσωπό
του φαινόταν ἕνα μειδίαμα. Αὐτό ἦταν καλό σημάδι.