Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2020

«Χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διὰ τῆς πίστεως»

Κυριακὴ Η΄ Λουκᾶ (Ἐφεσ. β΄ 4-10)

Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Πατριάρχου Κων/λεως

«Ὁ δὲ Θεὸς πλούσιος ὤν ἐν ἐλέει». «Ὄχι ἁπλῶς εὔσπλαγχνος, ἀλλὰ πλούσιος σὲ εὐσπλαγχνία, ὅπως λέγει καὶ ἀλλοῦ: «ἐν τῷ πλήθει τοῦ ἐλέους σου» (Ψ. 68: 17), καὶ πάλιν, «ἐλέησόν με κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου» (Ψ. 50: 1), καὶ διὰ τὴν πολλὴν ἀγάπην αὐτοῦ, ἥν ἠγάπησεν ἡμᾶς». Ἀπὸ ποῦ μᾶς ἠγάπησε καὶ γιατί; Διότι αὐτὰ δὲν ἦσαν ἄξια ἀγάπης ὅσα πράτταμε ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας μας, ἀλλὰ ὀργῆς καὶ μεγίστης τιμωρίας. Διότι «ὄντας ἡμᾶς νεκροὺς τοῖς παραπτώμασι, συνεζωοποίησεν ἐν τῷ Χριστῷ» (Ἐφεσ. 2:5).

 Καὶ αὐτὸ ἀπὸ τὸ πολὺ ἔλεός Του, ἔθεσε τὸν Χριστὸ νὰ μεσιτεύη γιὰ μᾶς, καὶ συνεπῶς ἀξιόπιστον τὸ γεγονός. Ἐὰν δηλαδὴ ἡ ἀπαρχή ζῆ, καὶ ἡμεῖς· ἐζωοποίησε καὶ ἐκεῖνον καὶ ἡμᾶς. Βλέπεις ὅτι ὅλα ἀναφέρονται εἰς τὴν κατὰ σάρκα γέννησίν Του; Εἶδες τὸ ὑπερβάλλον μέγεθος τῆς δυνάμεως Αὐτοῦ εἰς ἡμᾶς τοὺς πιστούς; Τοὺς νεκρούς, τοὺς υἱοὺς τῆς ὀργῆς, τοὺς ἀνέστησε καὶ ἀναζωοποίησε. Εἶδες τὴν ἐλπίδα τῆς κλήσεως; Συνήγειρε καὶ συνεκάθισεν» (Ἐφεσ. 2:6). Εἶδες τὴν δόξαν τῆς κληρονομίας Αὐτοῦ; Καὶ τὸ μὲν «συνήγειρεν» – συνανέστησε, εἶναι κατανοητό. Ἀλλὰ τὸ «συνεκάθισεν ἡμᾶς ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» πῶς ἐννοεῖται; Κατὰ τὸν ἴδιον τρόπο μὲ τὸ «συνήγειρε». Διότι κανεὶς ἀκόμη δὲν ἔχει ἐγερθῆ, ἐκτὸς τῆς κεφαλῆς, καὶ ἡμεῖς μαζί, ὅπως ὅταν προσεκύνησε ὁ Ἰακώβ καὶ ἡ γυνὴ τὸν Ἰωσήφ. Ἔτσι λοιπόν, ὅταν κάθησε ἡ κεφαλή, συνεκάθησε καὶ τὸ σῶμα. Καὶ ἔτσι ἀνέφερε «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Καὶ ἐὰν ὄχι δι’ αὐτό, μᾶς συνήγειρε μὲ τὸ λουτρὸ τῆς παλιγγενεσίας, διὰ τοῦ Μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος. Καὶ πῶς «συνεκάθισε»; Διότι λέγει, «εἰ γὰρ ὑπομένομεν καὶ συμβασιλεύσομεν· εἰ ἀπεθάνομεν, καὶ συζήσομεν» (Β΄ Τιμ. 2:12). Πράγματι, ἔχουμε ἀνάγκη τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διὰ νὰ ἐννοήσωμεν τὸ βάθος αὐτῶν τῶν μυστηρίων.

Καὶ ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς ἑνώθη μὲ ἐμᾶς, διὰ τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας Του, καὶ ἀνέστη, τοῦτο ἀφορᾶ καὶ ἐμᾶς, καὶ διὰ νὰ μὴ ἀπιστήσης, προσ­θέτει ὁ Παῦλος: «Ἵνα ἐνδείξηται ἐν τοῖς αἰῶσι τοῖς ἐπερχομένοις τὸν ὑπερβάλλοντα πλοῦτον τῆς χάριτος Αὐτοῦ ἐν χρηστότητι ἐφ’ ἡμᾶς, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Ἐφεσ. 2: 7), δηλαδή, «διὰ νὰ φανερώνη εἰς τοὺς αἰῶνες ποὺ ἔρχονται τὸν ὑπερβολικὸν πλοῦτον τῆς Χάριτος τοῦ ἐλέους Του, διὰ τῆς ἀγαθοσύνης Του σὲ ἐμᾶς, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ», καὶ τῆς μεγάλης βουλήσεώς Του. Διότι μεγάλα ἦσαν τὰ ἀγαθὰ καὶ ἀξιόπιστα, ἂν καὶ στοὺς ἄπιστους φαίνονται τὰ λεγόμενα παραλήρημα καὶ ἀνοησία. Ὅμως θὰ γίνουν γνωστὰ σὲ ὅλους στὸν κατάλληλο καιρό.

Θέλεις νὰ μάθης καὶ πῶς μᾶς ἐκάθισε μαζί Του; Ἄκουσε τί λέγει ὁ Κύριος Ἰησοῦς εἰς τοὺς μαθητάς Του «Καθίσεσθε ἐπὶ δώδεκα θρόνους, κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραὴλ» (Ματθ. 19: 28) καὶ «Τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων οὐκ ἐστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ’ οἷς ἡτοίμασται παρὰ τοῦ Πατρὸς» (Ματθ. 20: 23). Ὥστε, ἔχει ἑτοιμασθῆ. Καὶ καλῶς εἶπεν «ἐν χρηστότητι ἐφ’ ἡμᾶς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Διότι τὸ νὰ καθίση κανεὶς εἰς τὰ δεξιά, εἶναι δεῖγμα τιμῆς, τῆς ὑπὲρ πάσης τιμῆς, τὴν ὑψηλοτέραν ὅλων. Αὐτό, λοιπόν, λέγει, καὶ διὰ ἐμᾶς. Καὶ ὄντως, ὑπερβάλλων ὁ πλοῦτος, τὸ μέγεθος τῆς δυνάμεως Αὐτοῦ, νὰ καθίσωμεν μαζὶ μὲ τὸν Χριστό. Καὶ ἐὰν ἀκόμη εἶχες μύριες ψυχές, δὲν θὰ τὶς θυσίαζες διὰ τὸν Θεό, ἔστω καὶ ἐὰν ἔπρεπε νὰ κατακόπτουμε τὸ σῶμα μας κάθε ἡμέρα, διὰ νὰ ἐπιτύχουμε τὰ ἐλπιζόμενα, δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ τὸ δεχώμεθα πρόθυμα; Διότι, ἀναλογίσου ποῦ ἐκάθισεν Ἐκεῖνος. Ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας. Καὶ μὲ ποιὸν ἐσὺ κάθεσαι μαζί, ἐνῷ ἤσουν νεκρὸς καὶ τέκνον ὀργῆς φυσικῶς. Καὶ ἐνῷ δὲν ἔχεις κατορθώσει τίποτε μόνος σου. Πράγματι, ἐπίκαιρον εἶναι νὰ ἀναβοήση κανεὶς «ὤ, βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ» (Ρωμ. 11: 33), διότι «τῇ γὰρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι» (Ἐφεσ. 2: 8), διὰ τῆς πίστεως εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. Καὶ ὁ ἴδιος λέγει: «Θέλω ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγώ, καὶ οἱ διάκονοι ὦσιν οἱ ἐμοί».

Ἀλλὰ οὔτε καὶ ἡ πίστις εἶναι δικό μας ἔργο. Διότι λέγει ἐὰν δὲν ἤρχετο, ἐὰν δὲν μᾶς προσκαλοῦ­σε, πῶς θὰ μπορούσαμε νὰ πιστεύσουμε; Καὶ «πῶς πιστεύσουσιν ἐὰν μὴ ἀκούσωσιν; (Ρωμ. 10: 14). «Τοῦ Θεοῦ τὸ δῶρον», λέγει. Ἀλλά, οὔτε ἡ πίστις ἦτο ἀρκετὴ νὰ μᾶς σώση, ἀλλὰ εἶναι προϋπόθεσις, διὰ νὰ μὴ μᾶς ἀφήση τελείως ἄπρακτους ὁ Θεός, διὰ τούτου καὶ τὴν ἐζήτησε, διότι εἶπε «ἡ πίστις σῴζει», ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἔτσι ἠθέλησε, ὥστε νὰ συμπράξωμε καὶ ἡμεῖς, τὸ κατὰ δύναμιν, μὲ ἔργα ἀντάξια τῆς πίστεως, ἀλλὰ οὔτε κανεὶς ποτὲ δικαιώθηκε ἐξ ἔργων, ὥστε νὰ μὴ μπορῆ κανεὶς νὰ καυχηθῆ (Ἐφεσ. 2:9) καὶ ἔτσι νὰ μᾶς κάνη εὐγνώμονες, καὶ νὰ φανερωθῆ ἡ Χάρις καὶ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Οὔτε μᾶς ἀπεμάκρυνε ἐνῷ εἴχαμε ἔργα, ἀλλ’ ὅμως διὰ τῆς χάριτος σωζόμεθα. Ἔπειτα, γιὰ νὰ μὴ ἐπαναπαυθῆς καὶ γίνης ὀκνηρὸς καὶ ἀμελήσης νὰ δείξης καλὰ ἔργα, διὰ τὸ ἄκουσμα ὅτι ἡ πίστις κατορθώνει τὸ πᾶν, κοίταξε μὲ πόση σοφία προσθέτει ὁ Παῦλος: «Αὐτοῦ γὰρ ἐσμὲν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ἐπὶ ἔργοις ἀγαθοῖς, οἷς προητοίμασεν ὁ Θεός, ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν» (Ἐφεσ. 2:10). Εἴμαστε ἔργο δικό Του, εἰς οἰκοδομὴν Χριστοῦ, δι’ ἔργων ἀγαθῶν, τὰ ὁποῖα προετοίμασε ὁ Θεός, ὥστε δι’ αὐτῶν νὰ σωθῶμεν, βαδίζοντες εἰς τὴν ὁδὸν Αὐτοῦ, ὅπως Ἐκεῖνος ἔδειξε. Πρόσεξε, τί λέγει ἐδῶ ὁ Παῦλος. Διότι ὑπαινίσσεται ἐδῶ τὴν ἀναγέννησιν, τὴν νέαν δημιουργίαν, ὅταν ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας νεκρωθῆ, καὶ ἔτσι ἀπὸ τὸ μὴ εἶναι νὰ ὁδηγηθῶμεν εἰς τὸ εἶναι. Ὁ παλαιὸς Ἀδὰμ πέθανε καὶ αὐτὸ ποὺ ἐγίναμε, δὲν εἴμεθα πρίν. Εἶναι νεὰ δημιουργία, πολυτιμώτερη τῆς παλαιᾶς. Διότι ἀπὸ ἐκείνην ἐλάβομεν τὴν ζωήν, ἐνῷ ἀπὸ αὐτὴν τὸ καλῶς ζῆν, τὸ εὖ ζῆν. Ἔχομεν, λοιπόν, ἀνάγκην διαρκοῦς ἀρετῆς, ἡ ὁποία ἀναπτύσσεται καὶ αὐξάνει μέχρι τὸν θάνατόν μας.

Διότι, εἰς τί θὰ ὠφελοῦσε ἐὰν εἴχαμε νὰ βαδίσουμε εἰς μίαν ὁδόν, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ εἰς τὴν πόλιν τοῦ βασιλέως, καὶ ὀλίγον πρὶν ὁλοκληρώσωμεν τὴν πορείαν μας, ἕνεκα ἀδυναμίας ἢ ρᾳθυμίας καὶ μαλθακότητος, σταματήσουμε, καθήσουμε, ἀφοῦ εἴχαμε διανύσει τὸ μεγαλύτερο, μέρος τοῦ δρόμου, χωρὶς νὰ ὁλοκληρώσωμεν τὸ ταξίδι μας; Σὲ τίποτε αὐτὸ δὲν θὰ ὠφελοῦσε. Ἀλλὰ ὅπως ἔχουμε καὶ τὶς πέντε αἰσθήσεις καὶ ὅλες πρέπει νὰ τὶς χρησιμοποιοῦμε καὶ νὰ τὶς διαφυλάττουμε ὑγιεῖς, ἔτσι πρέπει νὰ ἀσκοῦμε καὶ ὅλες τὶς ἀρετὲς ἕως τέλους. Διότι δὲν θὰ εἰσέλθη εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνος ποὺ θὰ παραβῆ μίαν τῶν ἐντολῶν, ἀλλὰ θὰ ὀνομασθῆ ἐλάχιστος (Ματθ. 5:19), δηλαδὴ μικρός, χείριστος.

Πηγή: ΕΠΕ τ/20 σελ. 500, Ἀπόσπασμα