Ὁ Ἀπ. Παῦλος στὴν πρὸς Ἐφεσίους (5, 15-17) ἐπιστολή του μᾶς συμβουλεύει:
«Βλέπετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μὴ ὡς ἄσοφοι, ἀλλ’ ὡς σοφοί,
ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι. Διὰ τοῦτο μὴ
γίνεσθε ἄφρονες, ἀλλὰ συνιέντες τί τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου». Δηλ. Ἐλάβατε
δὲ καὶ σεῖς τὸν φωτισμὸν αὐτὸν ἀπὸ τὸν Χριστόν. Λοιπὸν προσέχετε, πῶς μὲ
πᾶσαν ἀκρίβειαν νὰ συμπεριφέρεσθε ὄχι σὰν ἄσοφοι καὶ ἀσύνετοι, ἀλλ’ ὡς
σοφοὶ καὶ φρόνιμοι. Ἡ σύνεσις δὲ καὶ ἡ σοφία σας θὰ φαίνεται μὲ τὸ νὰ
ἐπωφελῆσθε πνευματικῶς κάθε εὐκαιρίαν καὶ μὲ πᾶσαν σπουδὴν νὰ ἁρπάζετε
αὐτήν. Δὲν πρέπει δὲ νὰ χάνετε καμμίαν εὐκαιρίαν, διότι αἱ ἡμέραι ἕνεκα
τοῦ ἐπικρατοῦντος κακοῦ εἶναι γεμᾶται σκάνδαλα, καὶ ὡς ἐκ τούτου αἱ μὲν
εὐκαιρίαι τοῦ ἀγαθοῦ παρουσιάζονται σπανιώτερον, αἱ δὲ ἀφορμαὶ πρὸς τὸ
κακὸν εἶναι πολυπληθέστεροι. Δι’ αὐτὸ λοιπὸν προσέχετε νὰ μὴ γίνεσθε
ἀνόητοι, ἀλλὰ νὰ ἐξετάζετε καὶ νὰ κατανοῆτε, ποῖον εἶναι τὸ εἰς ἑκάστην
περίπτωσιν θέλημα τοῦ Κυρίου, ὁπότε, ἐὰν συμμορφώνεσθε πρὸς αὐτό, θὰ
γίνεσθε πράγματι σοφοὶ καὶ συνετοί.
• Ἐδῶ ταιριάζει αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος;
«Ἔλα καὶ γίνε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ μὴ διαψεύσεις τὸν τίτλο σου αὐτό.
Καταλάβατε αὐτὸ ποὺ σᾶς εἶπα; Ἰσχυρίζεσαι πὼς εἶσαι ἄνθρωπος. Ναί, ἀλλὰ
μονάχα στὸ ὄνομα, ὄχι ὅμως καὶ στὸ φρόνημα. Διότι ὅταν σὲ βλέπω νὰ ζεῖς
ἀπερίσκεπτα, πῶς νὰ σὲ ὀνομάσω ἄνθρωπο καὶ ὄχι βόδι;
»Ὅταν σὲ βλέπω νὰ ἁρπάζεις, πῶς νὰ σὲ ὀνομάσω ἄνθρωπο καὶ ὄχι λύκο;
»Ὅταν σὲ βλέπω δολερό, πῶς νὰ σὲ ὀνομάσω ἄνθρωπο καὶ ὄχι φίδι;
»Ὃταν σὲ βλέπω νὰ ἔχεις δηλητήριο στὸ στόμα, πῶς νὰ σὲ ὀνομάσω ἄνθρωπο καὶ ὄχι ἀσπίδα (φαρμακερὸ φίδι);
»Ὅταν σὲ βλέπω νὰ γίνεσαι ἀνόητος, πῶς νὰ σὲ ὀνομάσω ἄνθρωπο καὶ ὄχι ὄνο;
»Ὅταν σὲ βλέπω ψυχρὸ καὶ ἀναίσθητο, πῶς νὰ σὲ ὀνομάσω ἄνθρωπο καὶ ὄχι πέτρα; Καὶ συνεχίζει:
«Ὁ Θεὸς σοῦ ἔδωσε μεγαλεῖο. Ἐσὺ γιατί προδίδεις τὴν εὐγένεια τῆς φύσεώς
σου; Τί κάνεις;πές μου. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν τὴν ἱκανότητα νὰ
ἐπικοινωνοῦν μὲ τὰ ζῶα καὶ νὰ προσφέρουν σ᾽ αὐτὰ κάτι ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο
τους: Ἐκπαιδεύουν παπαγάλους νὰ μιμοῦνται τὴν ἀνθρώπινη φωνὴ καὶ ἔτσι μὲ
τὴν τέχνη θριαμβεύουν πάνω στὴ φύση. Ἡμερώνουν λιοντάρια, ὥστε νὰ τὰ
τραβᾶνε μέσα στὶς δημόσιες πλατεῖες. Τὸ λιοντάρι ἕνα ἀτίθασο θηρίο, τὸ
ἡμερώνεις. Καὶ τὸν ἑαυτό σου τὸν κάνεις πιὸ ἄγριο καὶ ἀπὸ τὸν λύκο. Καὶ
τὸ χειρότερο. Καθένα ἀπὸ τὰ ζῶα ἔχει ἕνα ἐλάττωμα: Ὁ λύκος τὸ ἁρπακτικό,
τὸ φίδι τὸ δολερό, ἡ ἀσπίδα τὸ φαρμακερό. Δὲν συμβαίνει τὸ ἴδιο καὶ μὲ
τὸν πονηρὸ ἄνθρωπο. Αὐτὸς δὲν ἔχει ἕνα, ἔχει πολλά. Καὶ ἁρπακτικὸς
γίνεται καὶ δολερὸς καὶ φαρμακερὸς καὶ μαζεύει στὴν ψυχή του ὅλες τὶς
κακίες τῶν ζώων… Εἶσαι ἄνθρωπος. Ἀπόδειξέ τό μου πραγματικά. Ὄχι, γιατὶ
ἔχεις ψυχή, ἀλλὰ γιατὶ ἔχεις ἀνώτερα φρονήματα, ἀνθρώπινα αἰσθήματα.
Εἶσαι κύριος τῶν ζώων καὶ ἐσὺ ἔγινες δοῦλος στὰ ζωώδη πάθη σου;».
• Ὁ μακαριστὸς Ἀρχιμ. π. Γρηγόριος, Ἡγούμενος Ἱ. Μ. Δοχειαρίου στὸ
βιβλίο «Μορφὲς ποὺ γνώρισα νὰ ἀσκοῦνται στὸ σκάμμα τῆς Ἐκκλησίας»
ἀναφέρει ἕνα συγκινητικὸ παράδειγμα ἀνθρωπιᾶς:
«Ἡ Ἑλένη ζοῦσε στὸ Καρπενήσι καὶ εἶχε παντρευτεῖ ἕνα πολὺ σκληρὸ ἄνδρα, ὁ
ὁποῖος τὴν χτυποῦσε γιὰ τὸ παραμικρό, ὅπως χτυποῦν τὰ παιδιὰ τὴν μπάλα
στὸ γήπεδο. Τὰ βάσανα τῆς ζωῆς τὴν ἔκαναν νὰ ὑπηρετεῖ στὴν Ἱ. Μονὴ τῆς
Παναγίας τῆς Προυσιώτισσας κάθε Δεκαπενταύγουστο.
Διηγεῖτο ἡ ἴδια: Μία περίοδο δούλευα παραδουλεύτρα σὲ ἕνα γιατρό, ποὺ
ἦταν καλοπληρωτὴς ἀλλὰ καὶ πολὺ σκληρὸς σὰν τὸν ἄνδρα μου. Μία μέρα πῆρα
τὸν κάδο τῶν σκουπιδιῶν, γιὰ νὰ πάω νὰ τὰ πετάξω καὶ ξαφνικὰ ἄκουσα ἕνα
κλαυθμύρισμα. Φθάνοντας στὸ σκουπιδότοπο ἄνοιξα τὸ καπάκι καὶ βλέπω ἕνα
μωρὸ μέσα στὰ αἵματα. «Παναγιά μου τί νὰ κάνω; Νὰ γυρίσω στὸ γιατρὸ δὲ
γίνεται, γιατί αὐτὸς τὸ πέταξε, ὅμως ἂν τὸ πάρω στὸ σπίτι ὁ ἄντρας μου
θὰ μὲ σφάξει σὰν λαμπριάτικο ἀρνί».
Τὸ πῆρα, τὸ φίλησα σκουπίζοντας τὰ αἵματα καὶ τὸ ἔσφιξα στὴν ἀγκαλιά
μου, γιατί ἦταν ὁ χειμώνας πολὺ παγερός. Ὅταν ἔφθασα στὸ σπίτι δὲν ἦταν
κανείς. Εἶπα μέσα μου, «Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μου» καὶ ἀφοῦ τὸ ἔπλυνα τὸ
τύλιξα σὲ μία παλιά μου πουκαμίσα καὶ τὸ σταύρωσα προσευχόμενη, «Παναγία
μου Προυσιώτισσα, χαρίτωσέ το νὰ μὴ κλάψει». Καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε. Τὸ
μωρὸ γιὰ δύο χρόνια δὲν ἔκλαψε! Τὸ τάϊζα κρυφὰ καὶ τὸ κοίμιζα κάτω ἀπὸ
τὸ κρεβάτι μας. Ὅταν ἐρχόταν ὁ ἄνδρας μου ἡ καρδιά μου χτυποῦσε δυνατά.
Πέρασε ὁ καιρὸς καὶ τὸ παιδὶ ἄρχισε νὰ μπουσουλᾶ. Ὁπότε ἕνα μεσημέρι
ἐκεῖ ποὺ τρώγαμε ξετρύπωσε τὸ μωρὸ καὶ ἦρθε κάτω ἀπὸ τὸ τραπέζι. Μόλις
τὸ εἶδε ὁ ἄνδρας μου τὰ μάτια του γυάλισαν σὰν τοῦ λιονταριοῦ. «Τί εἶναι
αὐτό;», μοῦ λέει. Τότε ἔκαμα τὸν σταυρό μου καὶ τοῦ εἶπα τὸ μυστικό.
Συγκινήθηκε καὶ τὸ δέχθηκε σὰν νὰ ἦταν δικό του. Τὸ παιδὶ αὐτὸ τώρα ἔχει
παντρευτεῖ καὶ ἐργάζεται στὸ Καρπενήσι. Ἀπὸ τὸ παιδὶ αὐτὸ ἔχω ἕνα
ποτήρι νερό, ἐνῶ ἀπὸ τὰ δικά μου τίποτα.