Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020

Ποιο είνε το όνομά σας;

p. Augoust Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

«Ἐπηρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· Τί σοί ἐστιν ὄνομα; ὁ δὲ εἶπε· Λεγεών» (Λουκ. 8,30)

Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο (βλ. Λουκ. 8,26-39) θὰ τό ᾽χετε ἀκούσει κατ᾽ ἐπανάληψιν, ἀδελφοί μου, ἢ στὸ σχολεῖο ἢ στὸ κατηχητικό. Ἀλλὰ τὸ Εὐ­αγγέλιο εἶνε πηγάδι ἀνεξάντλητο· ὅσο νερὸ κι ἂν βγάλῃς, δὲν τελειώνει ποτέ. Ἔτσι καὶ κάτω ἀ­πὸ τὰ ἁπλᾶ λόγια τῆς σημερινῆς περικο­πῆς κρύβεται θησαυρὸς μεγάλος. Τί μᾶς λέει;

Λέει γιὰ κάποιον ποὺ ἦταν ἄρρωστος. Ἄρ­ρωστος; Μὰ χίλιες φορὲς καλύτερα νὰ ἦταν ἄρ­ρωστος. Ἔπασχε –Θεὸς φυλά­ξοι– ἀπὸ κάτι ποὺ εἶνε χειρότερο ἀπ᾽ ὅλες τὶς ἀρρώστιες· ἦταν δαιμονιζόμενος. Δηλαδή; Εἶχε καταληφθῆ ἀπὸ δαιμόνια· ὄχι ἕνα, πολλὰ δαιμόνια. Κι ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ καταλή­φθηκε ἔ­χασε τὴν προσωπικότητά του, τὸν ἑαυτό του· ἦταν ἁ­πλῶς ἕνα ῥομπὸτ κινούμενο κατὰ τὶς ὀ­ρέξεις τοῦ πονηροῦ πνεύματος. Καὶ τί ἔκανε;
Πρῶ­τα-πρῶτα –προσέξτε, ἔχει σημασία– ἔ­γι­νε ἀδιάντροπος. Ἐνῷ ἦταν ντυμέ­νος, ἔ­σχισε τὰ ῥοῦχα του, τά ᾽κανε κομμάτια, καὶ παρουσι­ζόταν γυμνὸς ὅπως τὸν γέννησε ἡ μάνα του. Ποιός τὸν ἔ­σπρωξε σ᾽ αὐτό; Τὸ δαι­μόνιο. Καὶ ποιός σπρώ­χνει σήμερα γυναῖκες καὶ ἄντρες νὰ πετᾶνε τὰ ῥοῦχα τους καὶ νὰ μένουν γυμνοί; Τὸ δαιμόνιο ἀσφαλῶς.

Εἶχε μιὰ ὑπεράνθρωπη μυϊκὴ δύναμι· τὸν ἔ­δεναν μὲ ἁλυσίδες κι αὐτὸς τὶς ἔσπαζε ὅπως ἐμεῖς σπᾶμε μιὰ κλωστή· τέτοια δύναμι εἶχε.

Ἦταν ἐπίσης ἐπικίνδυνος καὶ ἐπιθετικός· ἔ­πιανε πέτρες καὶ πετροβολοῦσε τοὺς ἀνθρώπους· καν­είς δὲν μποροῦσε νὰ περάσῃ ἀπ᾽ τὸ μέρος ποὺ στεκόταν, εἶχε γίνει φόβητρο.

Ἔδειχνε μιὰ ἀφύσικη συμπεριφορὰ καὶ μιὰ μακάβρια οἰκειότητα μὲ τὸ θάνατο· δὲν μαζευ­όταν στὸ σπίτι, γύριζε ὅ­λη μέρα ἔξω· κι ὅ­ταν βράδιαζε κοιμόταν στὸ νεκροταφεῖο μὲ τοὺς πεθαμένους, ἀ­νάμεσα στὰ μνήματα.

Ποιός τὸν ἄλ­λαξε, ποιά δύναμις τὸν μετέβα­λε; Ἕνας· ὁ Χριστός! κι ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ὁ Χριστὸς τὸν ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὰ δαιμόνια, ὁ λύκος ἔγινε ἀρνί. Γιατὶ λύκος καὶ θηρίο εἶνε ὁ δαιμονιζόμενος ἄνθρωπος.

* * *

Ἀπ᾽ ὅλη τὴν περικοπή, ἀπὸ τὸ θαῦμα αὐτό, δὲν θέλω τώρα νὰ σᾶς πῶ οὔτε γιὰ τὸν διάβολο, οὔτε γιὰ τὸν δαιμονιζομένο, οὔτε γιὰ τὴ γυμνότητά του, οὔτε γιὰ κάτι ἄλλο· θέλω νὰ προσέξετε ἕνα σημεῖο. Στὴν περικοπὴ αὐ­τὴ ὑπάρχει μία ἐρώτησις καὶ μία ἀπάντησις. Τίνος εἶνε ἡ ἐρώτησις; Τοῦ Χριστοῦ. Τίνος εἶ­νε ἡ ἀπάντησις; Τοῦ δαιμονιζομένου.
Τί λέει ἡ ἐρώτησις· –Τὸ ὄνομά σου; Ὅπως ὁ ἀστυνό­μος ὅταν συλλάβῃ κάποιον κακοποιὸ ρωτάει «Ποιός εἶσαι; δός μου τὴν ταυτότητά σου, πῶς λέγεσαι;», ἔτσι ὁ Χριστὸς ζητάει τὴν ταυτότητα τοῦ δαιμονιζομένου· «Τί σοί ἐστιν ὄ­νομα;», πὲς ποιό εἶνε τὸ ὄνομά σου.
Θὰ σκεφτῇ κάποιος· Καλὰ ἕνας ἀστυνόμος δὲν ξέρει καὶ ρωτάει, μὰ ὁ Χριστός; Ἐκεῖνος τὰ ξέρει ὅ­λα. Δὲν ἤξερε τάχα ποιό ἦταν τὸ ὄνομα αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου κ᾽ εἶχε ἀνάγκη νὰ τὸ μά­θῃ ἀπ᾽ αὐ­τόν; Ὄχι βέβαια. Τότε γιατί ρωτάει;
Ἀπόδειξις ὅτι ὁ Χριστὸς τὰ ξέρει ὅλα εἶνε ἡ περίπτωσι ἑνὸς ἄλλου ἀγνώστου ἀνθρώπου ποὺ ὁ Κύριος τὸν φώναξε μὲ τ᾽ ὄνομά του· ἐ­κεί­νου –θυ­μηθῆ­τε– ποὺ σκαρφάλωσε σὰν τὸ γατὶ πά­νω σ᾽ ἕνα δέντρο καὶ περίμενε τὸν Ἰησοῦ νὰ περά­σῃ· καὶ μόλις ὁ Ἰησοῦς ἔφτασε ἐ­κεῖ, σήκωσε τὰ μάτια, τὸν εἶδε καὶ τοῦ λέει «Ζακχαῖε,…» (Λουκ. 19,5). Τί θὰ σκέφτηκε τότε ὁ Ζακχαῖος· Μὰ δὲν μ᾽ ἔχει ποτὲ συναν­τήσει, τοῦ εἶμαι τελείως ἄγνωστος· ἀπὸ ποῦ λοιπὸν μὲ ξέρει; καὶ πῶς μὲ ἐντόπισε ἐδῶ πάνω κρυμμένο σὰν τὸ πουλὶ μέσ᾽ στὶς φυλλωσιές;
«Ζακχαῖε»! Μᾶς ξέρει ὁ Χριστὸς κατ᾽ ὄνομα. Γι᾽ αὐτὸν δὲν εἴμαστε μᾶζα, ἀ­πρό­σωπα νού­με­ρα· εἴμαστε πρόσωπα, προσω­πικότητες. Ξέρει τὸν καθένα μας λεπτομε­ρῶς. Συνεπῶς, ὅ­πως ἤξερε τὸν Ζακχαῖο, ἔτσι ἤ­ξερε καὶ τὸ ὄνο­μα τοῦ δαιμονιζομένου. Γιατί λοιπὸν τὸν ρωτάει;
῾Ρωτάει σκοπίμως, γιὰ νὰ βρῇ ἀφορμὴ διδασκαλίας. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶχε ὄνομα. Σὰν Ἑ­βραῖος ποὺ ἦταν, θὰ λεγόταν ἴσως Δαυΐδ, ἢ Μωυσῆς, ἢ Ἀβραάμ, ἢ Ἰσαάκ!… (οἱ Ἑβραῖοι, βλέ­πε­τε, παίρνουν ὀνόματα τῆς θρησκείας τους, ὄ­χι σὰν ἐμᾶς ποὺ υἱοθετοῦμε κάθε τι ξενικό). Ὁ δυστυχὴς αὐτὸς λοιπόν, ἐνῷ εἶχε ὄνομα, δὲν εἶπε τὸ ὄνομά του. Ἀντ᾽ αὐτοῦ ἀπήντησε ὁ ἄλλος, τὸ πονηρὸ πνεῦμα ποὺ εἶχε φωλιάσει μέ­σα του, καὶ εἶπε· «Λεγεών»! Ξέρετε τί θὰ πῇ αὐτό; Λεγεὼν ἦταν μονάδα τοῦ ῥωμαϊκοῦ στρα­τοῦ μὲ 6.000 ἄντρες· ἰσοδυναμεῖ μὲ μιὰ σημε­ρινὴ μεραρχία. Σὰν νὰ ἔλεγε δηλαδὴ τὸ δαιμό­­νιο· Μὴ μὲ πλησιάσῃς, εἶμαι δυνατὸς ἐνῷ ἐ­σὺ εἶσαι ἕνας ἄοπλος… Καὶ ὅμως ὁ Ἕνας νίκησε τὴ λεγεῶνα· γιατὶ ὁ Χριστός, τὸ δαχτυλάκι του νὰ κουνήσῃ, γίναμε ὅλοι κάρβουνο.

* * *

«Ποιό εἶνε τὸ ὄνομά σου;». Τὸ ἐρώτημα ποὺ ὁ Χριστός μας ἀπηύθηνε στὸν δαιμονιζόμενο, τὸ ἀπευθύνει καὶ στὸν καθένα ἀπὸ μᾶς σήμερα. Παιδί μου, μᾶς λέει, ποιό εἶνε τὸ ὄνομά σου;
Προτοῦ νὰ βαπτισθοῦμε, ἀδελφοί μου, δὲν εἴχαμε ὄνομα. Ἤμασταν χωρὶς προσωπικότη­τα, χωρὶς πνευματικὴ ὀντότητα. Ἀπὸ τὴν ὥ­ρα ποὺ βαπτισθήκαμε «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πα­τρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος» (ἀκολ. τοῦ βαπτ.), ἔχουμε ἰσοβίως ὀνόματα χριστιανικά (οἱ ὀρθόδοξοι στὸ βάπτισμα δὲν ἐπιτρέπεται νὰ παίρνουμε ὀνόματα ξενικά, φράγκικα ἢ τούρκικα ἢ εἰδωλολατρικά).
Τὰ χριστιανικά μας ὀνόματα μᾶς ὑπενθυμί­ζουν τὴν πίστι μας καὶ τὴν ἱστορία τῆς χριστι­ανοσύνης, ἱστορία θαυμάτων – δακρύων – αἵ­μα­τος. Μᾶς φωνάζουν, ὅτι πρέπει κ᾽ ἐμεῖς νὰ ζήσουμε ὅπως ἀπαιτεῖ τὸ ὄνομά μας. Ὀνομά­ζε­σαι Δημήτριος; νά ᾽σαι γενναῖος καὶ ἀτρόμη­τος σὰν τὸν ἅγιο Δημήτριο, μὴν τρέμεις νὰ κάνῃς τὸ σταυρό σου. Ὀνομάζεσαι Νικόλαος; νά ᾽σαι ἀνοιχτοχέρης, νὰ κοιμᾶσαι μὲ πορτοφόλι ἀδειανό, μὴν εἶσαι φιλάργυρος – τσιγγού­νης. Ὀνομάζεσαι Λουκᾶς; νὰ εἶσαι φῶς Χρι­στοῦ διὰ τῶν ἔργων. Ὀνομάζεσαι Λαυρέντι­ος; νά ᾽σαι φωτιὰ καὶ λάβρα, ἡφαίστειο θείας ἀ­γά­πης. Καὶ οἱ γυναῖκες· ὀνομάζεσαι Μαρία; πρέπει ν᾽ ἀκολουθῇς τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο κ.λπ..
Ἀφοῦ πήραμε χριστιανικὰ ὀνόματα, ποῦ εἶ­νε ἡ ἀγάπη μας, ἡ αὐταπάρνησί μας, ἡ παρρη­σία μας, τὸ θάρρος μας, ἡ τόλμη μας, ἡ ὁμολο­­γία τῆς πίστεώς μας, ἡ παρθενία μας, ἡ ἁ­γνότητά μας, ἡ αὐτοθυσία μας; Ποῦ εἶνε ὅλα αὐτά; πέταξαν, ἔκαναν φτερὰ καὶ δὲν ὑπάρχουν; Σ᾽ ἐμᾶς ταιριάζει τὸ ἑξῆς ἀνέκδοτο. Ὁ μέ­γας Ἀλέξανδρος εἶχε ἕνα στρατιώτη συνονό­ματο. Ἀλλ᾽ ὅσο ἐκεῖνος ἦταν ἀτρόμητο λιον­τάρι, τόσο ὁ στρατιώτης Ἀλέξαν­δρος ἦταν δει­λὸς σὰν τὸ λαγό. Μιὰ μέρα λοιπὸν λέει ὁ βασιλιᾶς· Ἀλέξανδρε, ἕνα ἀπὸ τὰ δυό· ἢ θ᾽ ἀλλάξῃς διαγωγή, ἢ θ᾽ ἀλ­λάξῃς ὄνομα. Ἔτσι κ᾽ ἐ­μεῖς σήμερα ἀ­τιμάζουμε τὰ ὀνόματά μας· ὁ Νικόλαος εἶνε φιλάργυρος, ὁ Δημήτριος δει­λός, ὁ Γεώργιος ἄνανδρος λιποτάκτης, ἡ Μαρία ἄ­σε­μνη, ἡ Ἑλένη ἄστοργη… Καὶ ὁ Ἐσταυρωμέ­νος μᾶς λέει· Ἢ ἀλλάξτε ὄνομα, ἢ ἀλλά­ξτε δι­αγωγή. Μὴν εἴμαστε σὰν ἐκεῖνο τὸ κατά­στημα ποὺ ἡ ταμπέλλα ἀπ᾽ ἔ­ξω ἔγραφε «Κα­θαρι­ότης» καὶ μέσα ἐπικρατοῦσε ἀκαθαρσία. Ἡ ζωή μας νὰ συμφωνῇ μὲ τὸ ὄνομά μας.
Γιατί συμβαίνει αὐτό; Μᾶς ἐπηρεάζουν πονη­ρὰ πνεύματα, πλῆθος δαιμόνια. Δὲν εἶμαι μέ­γας Ἀντώνιος νὰ δέσω τὸν διάβο­λο καὶ νὰ τὸν βάλω πῇ τὰ δαιμόνια ποὺ ἔχει ὁ καθένας. Ἀπὸ τὸ πλῆ­θος τῶν δαιμονίων τρία κυριαρχοῦν· τῆς φιλαργυ­ρίας, τῆς φιληδονίας, καὶ τῆς φιλοδοξίας. Αὐτὰ εἶνε ἡ ἀλογόμυγα, ποὺ δὲν ἀ­φήνει ἥσυχους οὔτε μικροὺς οὔτε μεγάλους, ἀλλὰ σπρώ­χνει ὅλους σὰν τὸ κοπάδι τῶν χοίρων στὸ γκρεμό (βλ. Λουκ. 8,33). Ὁ Θεὸς νὰ μὲ βγάλῃ ψεύτη, ἀλλὰ ἡ ἀνθρωπότης, ὅπως ἔπεσε πρώ­τη καὶ δεύτερη φορὰ στὸ γκρεμὸ παγκοσμίου πολέμου, κινδυνεύει τώρα νὰ πέσῃ πιὸ βαθειὰ σὲ τρίτο παγκόσμιο πόλεμο.
Δαιμόνια, λεγεὼν δαιμονίων. Ποιό εἶνε τὸ ὄ­νομά σου, ῾Ρωσία; Λεγεών. Ποιό εἶνε τὸ ὄνομά σου, Ἀγγλία; Λεγεών. Ποιό εἶνε τὸ ὄνομά σου, Ἀμερική; Λεγεών. Ποιό εἶνε τὸ ὄνομά σου, Ἑλλάς; Λεγεών. Ποιό εἶνε τὸ ὄνομά σας, Βαλκάνια; Λεγεών. Στὰ τρία δαιμόνια, ποὺ ἀ­ναφέραμε, ὑπάγονται ὅλα αὐτὰ ποὺ ταλα­νίζουν τὴ ζωὴ τοῦ κόσμου· πλοῦτος – χρῆμα – λεφτά, γυ­ναῖ­κες – σέξ – ἔρωτες, ἐπιδείξεις – ἀνέσεις – εὐ­μάρεια· αὐτὰ εἶνε τὰ δαιμονικὰ εἴδωλα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἡ ἀνθρωπότης ὁδηγεῖται στὴν ἄβυσσο.

* * *

Ἂς προσευχώμεθα στὸ Θεό. Λίγοι εἶνε οἱ πιστοί, ἀλλὰ «ὅσοι πιστοί» (ἀκολ. χειροτ.), μὴ φοβᾶ­στε! Ὅπως ὁ Ἕνας νίκησε τὴ λεγεῶνα τῶν δαιμόνων στὴ λίμνη, ἔτσι καὶ κάθε πιστὸ παιδί του. Δῶστε μου δέκα ἄντρες, δέκα γυναῖκες, δέκα ῥασοφόρους, δέκα ἐπισκόπους μὲ πῦρ ἁ­γίου Πνεύματος, καὶ θὰ νικήσουν πάλι, καὶ ἡ πατρίδα μας θὰ γίνῃ παράδεισος, κῆπος Θεοῦ, ὅπου μέρα καὶ νύχτα νὰ ὑμνοῦμε τὸ Χριστό· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν Κυριακὴ 21-10-1973. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 17-9-2020.