Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2020

«ΟΥΚ ΕΔΩΚΕΝ ΥΠΝΟΝ ΤΟΙΣ ΕΑΥΤΟΥ ΟΦΘΑΛΜΟΙΣ» (18)

Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἦταν δίπλα του ἀναρωτιόνταν, ἂν εὕρισκε ὥρα νὰ κοιμηθεῖ. «Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος (ὁ παπα-Μᾶρκος) ποιὸς ξέρει τί πρησμένα πόδια ἔχει! Ἆραγε βγάζει ποτὲ τὰ παπούτσια του;»

Μιά μέρα στὸ ἀρχονταρίκι κουβέντιαζε μιά παρέα γύρω ἀπὸ αὐτὸ τὸ θέμα. Πετάχτηκε τότε ὁ Κώστας (ἐκδότης βιβλίων) καὶ διηγήθηκε μιά προσωπική του ἐμπειρία ἀπὸ τὴν πολύμοχθη ζωή τοῦ παπα-Μάρκου, ἀφοῦ ἔκανε μιά φορά τὴν ἑβδομάδα «τὸν ταξιτζή».

Πρέπει νὰ ἀναφερθεῖ πὼς στὴν ἀρχὴ ὁ παπα Μᾶρκος πήγαινε παντοῦ μὲ τὰ πόδια μέσα στὸν χῶρο τῆς ἐνορίας, ἂν καὶ οἱ ἀποστάσεις εἶναι πολὺ μεγάλες, ἀφοῦ ἡ περιοχὴ εἶναι ἀραιοκατοικημένη.

Ὅμως σιγὰ – σιγὰ οἱ ὑποχρεώσεις διευρύνθηκαν σὲ πλάτος καὶ αὐξήθηκαν σὲ ποσότητα. Μπορεῖ νὰ τὸν καλοῦσαν γιὰ κάποιον ἄρρωστο στὸ Κρυονέρι καὶ γιὰ κάποιον ἑτοιμοθάνατο στὴ Σαρωνίδα! Δὲν ἔλεγε ποτὲ ὄχι. Ἀλλὰ πῶς νὰ πάει; Ὁ Θεὸς οἰκονόμησε. Βρέθηκε τρόπος. Κάποιοι ἐνορίτες ἀνέλαβαν αὐτὴ τὴ δουλειά. Νὰ τὸν μεταφέρει δηλαδὴ ὁ καθένας μιά ἢ δύο φορὲς τὴν ἑβδομάδα. Ἀνάλογα.

Ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἦταν ἡ σειρὰ τοῦ Κώστα. Ἔκαναν ἕνα μεγάλο κύκλο κυρίως γιὰ τὸ μυστήριο τῆς ἐξομολόγησης. Πῆγαν στὴ Νέα Μάκρη στὸ ναὸ τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου, στὰ παιδάκια τοῦ Λυρείου ἱδρύματος. Σειρὰ εἶχε ἐπίσκεψη σὲ Νοσοκομεῖο.

Ἔφυγε ἡ μέρα. Ἔπρεπε στὶς ἑφτὰ νὰ βρίσκεται γιὰ τὸν Μεγάλο Ἑσπερινὸ σὲ ναὸ ποὺ πανηγύριζε στὸ Μενίδι. Ἀλλὰ ἔπεσε ἔξω στὸν ὑπολογισμὸ τοῦ χρόνου του, γιατί δὲν ἤθελε νὰ ἀφήσει κανένα παραπονεμένο. Ἔφτασε στὸν ναὸ στὶς δέκα καὶ μισὴ τὸ βράδυ! Ὁ ἱερέας τοῦ Ναοῦ, μετὰ τὸν Ἑσπερινὸ καὶ τὴν Παράκληση πρὸς τιμὴ τοῦ Ἁγίου, ἔμεινε ἀκόμη λίγο. Στὴν πόρτα τὸν πρόλαβε ὁ παππούλης. Ἀντάλλαξε ἀδελφικὸ χαιρετισμό, προσκύνησε τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου καὶ μπῆκε πάλι στὸ αὐτοκίνητο τοῦ Κώστα. Κόντευε ἕντεκα καὶ μισή, ὅταν ἔφτασαν στὸν

ἅγιο Νεκτάριο.

Τὸ κελάκι τοῦ παπα– Μάρκου! Μόνο αὐτὸ ξέρει τὴ μυστική του ἄσκηση. Μόνο αὐτὸ παρακολουθεῖ τὶς νυχτερινές του μετάνοιες καὶ γονυκλισίες. Μόνο αὐτὸ παρακολουθεῖ τὶς ἰδιαίτερες προσευχὲς καὶ τὰ δάκρυα γιὰ τὸν ἄρρωστο, γιὰ τὸν φυλακισμένο, γιὰ τὸν παραστρατημένο, γιὰ τὸν πονεμένο, τὸν χτυπημένο ἀπὸ κάθε εἴδους δοκιμασία.

Ὁ Κώστας ἀνέβηκε στὸ κελὶ τοῦ παππούλη νὰ πάρει κάποια ἔντυπα. Μόλις μπῆκε, χτυπάει τὸ κινητό του. Ἦταν ἡ γυναίκα του, ἡ Γεωργία, ποὺ ἀνησύχησε.

Τελικὰ ἔφτασε στὸ σπίτι του δώδεκα. Στὶς δώδεκα καὶ μισή, ποὺ ἑτοιμάστηκε γιὰ ὕπνο ἀνακάλυψε πὼς … ἔλειπε τὸ κινητό του.

-Θὰ τὸ ξέχασα στὸ κελὶ τοῦ παππούλη. Φεύγω νὰ τὸ πάρω.

-Ποῦ θὰ πᾶς τέτοια ὥρα; Θὰ τὸν ξυπνήσεις τὸν ἄνθρωπο.

-Θὰ πάω. Ἂν δῶ φῶς ἀπὸ τὸ τζάμι τοῦ κελιοῦ του, τότε θὰ χτυπήσω. Ἂν ὄχι, θὰ φύγω.

Εἶδε φῶς ἀναμμένο. Καὶ ἀνέβηκε νὰ πάρει τὸ κινητό.

-Γέροντα, δὲν κοιμηθήκατε ἀκόμη;

Χαμογέλασε μὲ κεῖνο τὸ μακάριο χαμόγελο:

-Ἔχω δύο ὧρες δουλειὰ περίπου, νὰ κοιτάξω κάποια κείμενα γιὰ τὸν «Ὀρθόδοξο Τύπο»!

Ὁ Κώστας σταμάτησε γιὰ λίγο τὴν ἀφήγηση. Καὶ πρόσθεσε: «Καταλαβαίνετε; Εἶχε δουλειὰ μέχρι σχεδὸν τὶς τρεῖς τὴ νύχτα, ὕστερα ἀπὸ μιά κοπιαστικὴ μέρα, χωρὶς νὰ ξαποστάσει. Καὶ τὴν ἑπόμενη ἔπρεπε νὰ σηκωθεῖ πρωὶ γιὰ τὴ θεία Λειτουργία, ὅπως κάθε μέρα. Πότε προλαβαίνει νὰ κοιμηθεῖ;».

Ἀλήθεια, πότε; Τὴν ἴδια ἀπορία ἔχουν ὅλοι. Ὁλοκληρωτικὴ θυσία! Αὐτὰ ξεπερνοῦν τὶς ἀνθρώπινες δυνάμεις. Αὐτὰ κινοῦνται μέσα στὴ σφαῖρα τοῦ ὑπερφυσικοῦ.

Ἡ μόνιμη ἔλλειψη ὕπνου φαινόταν ἰδιαίτερα τὰ τελευταῖα χρόνια. Φάνηκε καὶ κάποια μέρα, ὅταν ἦρθε ξανὰ γιὰ εὐχέλαιο στὸ σπίτι τοῦ Μιχάλη. Πῆγε πάλι λίγο νωρίτερα.

-Ἤρθατε, πατέρα Μᾶρκο; Σὲ δέκα λεπτὰ θὰ ἔρθει καὶ ἡ κόρη μας.

-Ἂς τὴν περιμένουμε εἶπε μὲ τὸ καλοσυνάτο του χαμόγελο.

Κάθισε σὲ μιά πολυθρόνα τοῦ σαλονιοῦ. Δὲν πρόλαβε νὰ καθίσει. Τὸν πῆρε ὁ ὕπνος ἀμέσως! Ἕνα μυστήριο πρᾶγμα. Οὔτε λεπτὸ δὲ μεσολάβησε. Ἐλάχιστα δευτερόλεπτα μόνο. Τί νὰ θαυμάσει κανείς;

Τὴν ἀγρυπνία του, προσφορὰ στὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ;

Τὴν ἁπλότητά του; Ποὺ αἰσθάνεται παντοῦ βολικὰ χωρὶς παραξενιές; Νιώθει παντοῦ ὅπως στὸ κελί του, γιατί νιώθει τὴν πανταχοῦ Μεγάλη Παρουσία.

Ὅλοι οἱ τόποι καὶ οἱ χῶροι εἶναι οἰκεῖοι, ἀφοῦ τὰ πάντα «πληροῖ» ἡ χάρη Ἐκείνου. Καὶ περισσότερο θαυμάζει κανεὶς τὴ γαλήνη τῆς ἤρεμης συνείδησης, αὐτῆς ποὺ εἶναι τὸ καλύτερο καὶ ἀσφαλέστερο μέσο γιὰ ἕνα εἰρηνικὸ ὕπνο. Κι αὐτὸς ὁ δεκάλεπτος ἥσυχος ὕπνος τὸν ἀνανέωσε σὰν νὰ κοιμήθηκε, ὄχι δέκα λεπτά, ἀλλὰ δέκα ὧρες! Ἡ οἰκογένεια δὲν τὸν θαύμασε μόνο. Τὸν μακάρισε.

ΕΛΕΝΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ – ΚΟΥΡΤΙΔΟΥ, «ΕΝΑΣ ΟΣΙΟΣ ΣΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΜΑΣ», Ὁ πατὴρ Μᾶρκος Μανώλης μὲ τὸ βλέμμα μιᾶς ἐνορίτισσας, τοῦ ἁγίου Γεωργίου Διονύσου, ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΤΥΠΟΥ» ΚΑΝΙΓΓΟΣ 10, 10677 ΑΘΗΝΑ 2019