Αναφέρει
ο ιερός Αυγουστίνος, ο οποίος σ’ όλη του τη ζωή έψαχνε να βρει τον Θεό:
«Ρώτησα τα ψηλά χιονοστεφανωμένα βουνά. Μήπως εσείς είσθε ο Θεός μου;
Και αυτά μου απάντησαν. Όχι, όχι, δεν είμαστε εμείς ο Θεός σου. Ρώτησα
τον ήλιο. Μήπως είσαι συ ο Θεός μου; Και ο ήλιος μου απάντησε. Όχι, όχι,
δεν είμαι εγώ ο Θεός σου. Ρώτησα τις καταπράσινες πεδιάδες, τα φιδωτά
ποτάμια. Μήπως είσθε σεις ο Θεός μου; Και αυτά μου είπαν. Όχι, όχι, δεν
είμαστε εμείς ο Θεός σου. Ρώτησα τις γαλάζιες θάλασσες, τους ωκεανούς
και τις λίμνες. Μήπως είσθε σεις ο Θεός μου; Και αυτά μου απάντησαν.
Όχι, όχι, δεν είμαστε εμείς ο Θεός σου».
Αλλά
πού ο ιερός Αυγουστίνος βρήκε τον Θεό, τον οποίο τόσο εναγωνίως
αναζητούσε; Τον βρήκε στο πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού. Ο Αμβρόσιος
Μεδιολάνων υποβοήθησε με την ακτινοβολούσα προσωπικότητά του τον
αναζητητή της αληθείας να βρει τον Κύριο. Και από τότε ο Αυγουστίνος
υπηρέτησε με όλη του την καρδιά και τη δύναμή του και τη διάνοιά του τον
Κύριο, τον οποίο αγάπησε. «Η καρδιά μου, Κύριε, είναι ανήσυχη και δεν
θα ειρηνεύσει εάν δεν αναπαυθεί εις εσέ».
Και
ο σημερινός ταλαίπωρος άνθρωπος, μανιώδης διώκτης της ευτυχίας, δεν θα
ειρηνεύσει εάν δεν βρει τον Κύριο Ιησού Χριστό, στον οποίο και μόνο
υπάρχει το πλήρωμα και η καταξίωση της ζωής.
Εκεί
στους πρόποδες του Σταυρού υπάρχουν τα μυστικά της ευτυχίας. Στο
μυστήριο του πόνου, της θλίψεως και των στερήσεων υπάρχει η μυστική
χαρά. Η ευτυχία είναι αντιστρόφως ανάλογη με τα υλικά αγαθά. Διότι η
θεία χάρη έχει αυτή την αδυναμία.
Να
επισκέπτεσαι τους πτωχούς και στερημένους. Και ο παντοδύναμος Θεός δεν
αγαπάει τους δυνατούς αλλά τους αδυνάτους. Γνώριζε λοιπόν τούτο. Αγάπησε
την κατά Θεόν πτωχεία για να πλουτίσεις. Αγάπησε το κατά Θεόν πάθος για
να χαίρεσαι. Αγάπησε και τους πόνους του Σταυρού για να αποκτήσεις μια
μυστική παρηγοριά που χορηγός της είναι μόνο ο Κύριος Ιησούς Χριστός.
(Από το βιβλίο: † Αρχιμ. Σεραφείμ Δημόπουλου, ΛΟΓΟΙ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣ Α’. Έκδοση Φιλ. Σωματείου «Ιωάννης ο Χρυσόστομος», Λάρισα 2015)