Τοῦ κ. Γεωργίου Καραλῆ, Πυρηνικοῦ ἰατροῦ
Ἀρκεῖ μία μικρὴ ἐπίσκεψη σὲ κάποια ἐκκλησία, γιὰ νὰ δεῖ κανεὶς πόσο ἔχει ἀλλάξει ὁ χριστιανισμὸς καθὼς καὶ τὰ μεγάλα πνευματικὰ κενὰ ποὺ ἐνεφανίσθησαν καθ’ ὅλη αὐτὴ τὴν ἐποχὴ τοῦ κορωνοϊοῦ ποὺ μᾶς ἐπεσκέφθη προσφάτως:
Τὸ Πάσχα τοῦ 2020 οἱ ἐκκλησίες ἔκλεισαν καὶ περιέργως ἡ ἑορτὴ μετετράπη εἰς ἕνα εἶδος πένθους, ἵνα πληρωθῆ τὸ ρηθὲν ὑπὸ τοῦ προφήτου (Ἀμὼς 8:10): “καὶ μετατρέψω εἰς πένθος τὰς ἑορτάς σας». Ὁ φόβος κυριάρχησε παντοῦ, οἱ ποιμένες ἐκρύβησαν, ἀποτραβήχθησαν εἰς τοὺς δικούς τους χώρους ἀπομονωμένοι ἀπὸ τοὺς πιστούς, οἱ ὁποῖοι δὲν μποροῦσαν οὔτε τὴν ἐκκλησία νὰ ἐπισκεφθοῦν, ἐπειδὴ οἱ ἐξώπορτες ἔκλεισαν μὲ τέτοιο τρόπο ποὺ ἦταν πιὰ ἐντελῶς ἀδύνατο νὰ ἀνοιχθοῦν ξανά, ἔτσι διάπλατα, ὅπως γινότανε παλιά. Ἐποχὴ τρόμου γιὰ τὸν πιστό, τὸν ἄπιστο, τὸν χριστιανὸ καὶ γιὰ κάθε ὀπαδὸ ὁποιασδήποτε θρησκείας. Ἕνας περίεργος καὶ πρωτόγνωρος οἰκουμενισμὸς ἕνωσε τὸν κόσμο ὁλάκερο καὶ ἐξίσωσε τὸν χριστιανισμὸ μὲ κάθε πολιτικό, οἰκονομικό, φιλοσοφικὸ ἢ θρησκευτικὸ πιστεύω τοῦ μεταμοντέρνου ἀνθρώπου. Οἱ πνευματικοὶ ἡγέτες τοῦ χριστιανισμοῦ ἀπαντοῦσαν μὲ τὸν ἴδιο τρόπο τῆς ἀγαπολογίας ποὺ μιλοῦσαν οἱ πολιτικοί, οἱ γιατροί, τὰ κοσμοείδωλα τοῦ κόσμου τούτου. Μένουμε σπίτι, ὄχι ἀπὸ φόβο, μόνο ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν συνάνθρωπο. Ἀλλὰ ἡ χαρὰ τῆς ἀναστάσεως ἐκεῖνο τὸ Πάσχα τοῦ 2020 μετατράπη εἰς ἕνα περίεργο συναίσθημα φόβου, μαυρίλας καὶ πνευματικοῦ ἐγκλεισμοῦ. Οἱ χριστιανοὶ ἔμειναν μόνοι, παραδόξως μόνοι σὰν τοὺς ὑπολοίπους ἀνθρώπους ποὺ δὲν διέθεταν πίστη εἰς τὴν αἰώνιον ζωή. Ποιὸς ὁ λόγος λοιπὸν νὰ ὑπάρχουν τὰ διαφορετικὰ δόγματα καὶ θρησκεῖες ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἕνας μικροσκοπικὸς ἰὸς ἔκανε ὅλες τὶς θρησκευτικὲς ἡγεσίας νὰ εὐθυγραμμισθοῦν ἀπόλυτα εἰς τὸν ἴδιο τρόπο πράξης;
Ἔπειτα ὅταν ἡ πολιτεία ἄνοιξε τὶς ἐκκλησίες ὑποχρέωσε τοὺς χριστιανοὺς νὰ εἰσέρχονται ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ χώρου μετὰ κεκαλυμμένων ἐκ προσωπείων προσώπων, γιὰ μὴ κολλήσουν τὸν κορωνοϊὸ ἐξισώνοντας τὸν ἱερὸ χῶρο μὲ τὸν ὁποιοδήποτε κλειστὸ χῶρο (θέατρο, σουπερμάρκερ, σχολεῖο κ.λπ.), ἀποϊεροποιώντας ἔτσι τὸ χῶρο τοῦ Ναοῦ. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἡγεσία ἔτσι ἁπλὰ καὶ χωρὶς ἀντιδραση παραχώρησε τὴν πνευματικὴ δικαιοδοσία εἰς τὴν πολιτική, ἡ ὁποία διὰ τῶν ἐμπειρογνωμόνων της ἀπεφάσιζε διὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ δογματικὰ ζητήματα. Ἀποῦσα, ἡ διοικοῦσα ἐκκλησία, δήλωνε ἔμπρακτα ὅτι ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει ἀντίθετον γνώμη ἀπὸ τὴν πολιτικὴ ἐξουσία, θὰ ἀκολουθήσει τυφλὰ αὐτὸ ποὺ θὰ ἀποφασίσει ἡ κυβέρνηση μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴ μπορεῖ νὰ διακριθῆ ὁ ρόλος τοῦ ποιμένος ἀπὸ τὸν ρόλο τοῦ πολιτικοῦ τοῦ αἰῶνος τούτου.
Ὅπως μπορεῖ εὔκολα νὰ ἀντιληφθεῖ κανεὶς ὅλα αὐτὸ γινότανε, γιὰ νὰ “ἐπιδείξει» ὁ «χριστιανὸς» ὅτι «ἀγαπάει» τὸν συνάθρωπό του καὶ δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ τοῦ μεταφέρει θανατηφόρες ἀσθένειες. Καὶ ἕπεται συνέχεια, γιατί σὲ λίγο καιρὸ ἡ ἐκκλησία θὰ ἀλλάξει καὶ τὸν τρόπο μετάδοσης τῆς θείας κοινωνίας. Ναὶ μὲν ἡ διοικοῦσα ἐκκλησία ἰσχυρίζεται ὅτι δὲν μεταδίδονται μικρόβια ἀπὸ τὸ ἱερὸ ποτήριον, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀποδειχθεῖ περίτρανα ὅτι ἡ ἐκκλησία εἶναι ἀγαπητικὴ κοινωνία προσώπων, ἔστω καὶ ἂν αὐτὰ καλύπτονται διὰ τῶν προσωπείων, καὶ ὄχι φονταμενταλισμὸς ἂς εἰσαχθεῖ καὶ ἡ χρήση πολλαπλῶν λαβίδων οὕτως ὥστε νὰ μὴ κατηγορηθεῖ ἡ ἐκκλησία, καὶ ἰδιαίτερα οἱ διοικοῦντες αὐτήν, ἂν ὑπάρξει καὶ κανένας θάνατος!
Θὰ μποροῦσε νὰ διερωτηθεῖ κανεὶς τί κακὸ ἔκαναν οἱ σημερινοὶ χριστιανοὶ καὶ γιατί βρίσκονται σὲ ἀπόσταση ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς τῆς παλαιᾶς ἐποχῆς; Τί θὰ μποροῦσαν νὰ κάνουν τὸ διαφορετικὸ ἐμπρὸς εἰς μίαν μολυσματικὴ ἀσθένεια ποὺ χτύπησε ἀμείλικτα τὸν σημερινὸ κόσμο καὶ γονάτισε τὰ πάντα; Γιατί νὰ μὴ γονατίσουν καὶ οἱ χριστιανοί, γιατί νὰ μὴ θρηνήσουν, γιατί νὰ μὴ φοβηθοῦν, γιατί ἡ πνευματικὴ ἡγεσία νὰ μὴ ἀποτραβηχθεῖ μακριά, τόσο μακριὰ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ εἰσακουσθεῖ πιὰ ἡ φωνή της ἀπὸ κανένα;
Ἂς μεταφερθοῦμε νοερὰ σ’ ἕνα παρόμοιο γεγονὸς ποὺ ἔζησαν οἱ χριστιανοί: τὸ Πάσχα τοῦ 262 εἰς τὴν μεγάλη πόλη τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, δηλαδὴ τὴν Ἀλεξάνδρεια. Γράφει ὁ Διονύσιος ἡ πνευματικὴ ἡγεσία, ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος βέβαια δὲν ἦταν, σὰν τὴν σημερινὴ ἡγεσία τῆς ἐκκλησίας, οὔτε κρυμμένος, οὔτε ἀποτραβηγμένος σὲ μία ἀπόμερη γωνιὰ γιὰ μὴ μπορεῖ νὰ ἀκουσθεῖ ἡ φωνή του. Καὶ εἰσακούσθη βέβαια εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης καὶ εἰς ὅλες τὶς ἐποχές, μέχρι τὴν σημερινή, ἐπιδεικνύοντας τὴν μεγάλη πίστη εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Εἶχε ξεσπάσει ἐμφύλια διαμάχη, σὰν τὶς τόσες μέσα στὴν μεγαλούπολη, καὶ μετὰ πεῖνα καὶ μετὰ πανούκλα. Οἱ χριστιανοὶ ἑόρταζαν τὸ Πάσχα τοῦ 262 καὶ θὰ ἔπρεπε νὰ φοβοῦνται τὰ πάντα, γιατί τοὺς καταδίωκαν καὶ γιατί κινδύνευαν νὰ πεθάνουν ὄχι μόνο ἀπὸ κάποιο διωγμὸ ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν μολυσματικὴ ἀρρώστια ποὺ εὐτυχῶς ἡ ἐποχή μας δὲν ἔζησε καὶ οὔτε ἐλπίζουμε νὰ τὴν ζήσει ποτέ. (Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία Εὐσεβίου, βιβλίο ζ 22,2-10). Ἰδοὺ τί μᾶς λέει ὁ Εὐσέβιος, ἄς μοῦ ἐπιτρέψει ὁ ἀναγνώστης μία ἐλεύθερη μετάφραση: . «…στοὺς μὲν ἄλλους ἀνθρώπους (μὴ χριστιανοὺς) αὐτὴ ἡ παροῦσα κατάσταση δὲν θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ φαινότανε κατάλληλος καιρὸς γιὰ πανήγυρη, οὔτε βέβαια μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ χαρὰ γι’ αὐτοὺς αὐτὸ ποὺ ἐμεῖς σήμερα ἑορτάζουμε (Πάσχα 262) ἢ κάποιο ἄλλο ὁποιοδήποτε γεγονός, κι ἐγὼ δὲν μιλῶ μόνο γι’ αὐτοὺς ποὺ εἶναι λυπημένοι, ἀλλὰ καὶ γιὰ ἐκείνους ποὺ νομίζουν ὅτι γέμουν ἀπὸ εὐτυχία. Τώρα πραγματικὰ ὅλα θρηνοῦν καὶ ὅλοι πενθοῦν, κι ἀντιλαλοῦν στὴν πόλη ὁλόκληρη γοερὰ κλάματα ἐξαιτίας τοῦ πλήθους ἐκείνων ποὺ ἔχουν πεθάνει μὰ καὶ πεθαίνουν καθημερινά. Γιατί ὅπως ἔχει γραφτεῖ γιὰ τὰ πρωτότοκα τῶν Αἰγυπτίων, ἔτσι καὶ τώρα ἔγινε κραυγὴ μεγάλη· ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει σπίτι, μέσα στὸ ὁποῖο νὰ μὴ ὑπάρχει κάποιος πεθαμένος. Καὶ μακάρι νὰ ἦταν μόνον αὐτά!
Γιατί ἤδη πολλὰ καὶ φοβερὰ ἔχουν συμβεῖ. Πρῶτα, μᾶς ἔδιωξαν καὶ παρόλο ποὺ ἀπομείναμε μόνοι κι ἀποδιωγμένοι, σὲ θάνατο καταδικασμένοι ἀπὸ ὅλους, ἀκόμα καὶ τότε κρατήσαμε τὴν Ἑορτή. Κι ὁ κάθε τόπος τῆς θλίψης καθενός, μᾶς ἔγινε τόπος πανηγύρεως: οἱ ἀγροί, ἡ ἔρημος, τὸ καράβι, τὸ πανδοχεῖο, ἡ φυλακή… μετὰ ἀκολούθησε ὁ πόλεμος κι ἡ πεῖνα… καὶ μόλις πήραμε μία μικρὴ ἀνάσα ὅρμησε κι αὐτὴ ἡ ἀρρώστια…
Οἱ περισσότεροι λοιπὸν ἀπὸ τὰ ἀδέρφια μας ἀπὸ ὑπερβολικὴ κι ἀδερφικὴ ἀγάπη, ἀφοσιωμένοι ὁ ἕνας στὸν ἄλλον, χωρὶς νὰ νοιάζονται γιὰ τὸν ἑαυτό τους, ἄφοβα ἔκαναν ἐπισκέψεις στοὺς ἀρρώστους, τοὺς προσέφεραν τὶς ὑπηρεσίες τους, τοὺς περιποιοῦνταν “ἐν Χριστῷ” καὶ πέθαιναν πολὺ εὐχαρίστως μαζί τους, ἀφοῦ προηγουμένως πάθαιναν μόλυνση ἀπὸ τὴν ἐπαφή τους μὲ τοὺς ἄλλους, κολλοῦσαν τὴν ἀρρώστια ἀπὸ τοὺς πλησίον καί, μὲ τὴ θέλησή τους, δοκίμαζαν τοὺς πόνους. Καὶ πολλοί, ἀφοῦ περιποιήθηκαν τοὺς ἄλλους στὴν ἀρρώστια τους καὶ τοὺς ἔδωσαν δύναμη, οἱ ἴδιοι πέθαναν, μεταφέροντας κατὰ κάποιο τρόπο τὸ θάνατο ἐκείνων στοὺς ἑαυτούς τους. Καὶ τὸ λαϊκὸ ρητό, ποὺ πάντα μοιάζει μὲ ἁπλὴ φιλοφρόνηση, τὸ ἔκαναν πραγματικότητα, κάνοντας τὴν ἀναχώρησή τους ἐξαγνιστήριο ὑποκατάστατο γιὰ τοὺς ἄλλους (περίψημα). Οἱ καλύτεροι λοιπὸν ἀπὸ τοὺς ἀδερφούς μας καὶ μερικοὶ πρεσβύτεροι καὶ διάκονοι καὶ λαϊκοὶ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἔφυγαν ἀπὸ τὴ ζωή, ἐπαινούμενοι πολύ, ἔτσι ὥστε καὶ αὐτὸ τὸ εἶδος τοῦ θανάτου, ἀποτέλεσμα μεγάλης εὐσέβειας καὶ πίστης ἰσχυρῆς, καθόλου κατώτερο νὰ μὴ μοιάζει ἀπὸ τὸ μαρτύριο. Καὶ ἀφοῦ μὲ ἁπλωμένα χέρια σήκωναν τὰ σώματα τῶν ἁγίων καὶ τὰ ἔπαιρναν στὴν ἀγκαλιά τους, καὶ τοὺς ἔκλειναν τὰ μάτια καὶ τὰ στόματα καὶ τοὺς κουβαλοῦσαν στοὺς ὤμους τους, καὶ τοὺς μετέφεραν ἔξω, τοὺς ἀγκάλιαζαν καὶ τοὺς ἔλουζαν καὶ τοὺς στόλιζαν μὲ τὴ νεκρικὴ στολή, μετὰ ἀπὸ λίγο χρόνο, τὸ ἴδιο γινόταν καὶ σ’ αὐτούς, γιατί, πάντοτε ἐκεῖνοι ποὺ ἀπέμεναν στὴ ζωή, ἀκολουθοῦσαν στὸ θάνατο αὐτοὺς ποὺ πέθαναν προηγουμένως. Οἱ ἐθνικοὶ ὅμως ἔκαναν τὰ τελείως ἀντίθετα· ἔδιωχναν ἀκόμη καὶ ἐκείνους ποὺ μόλις ἄρχιζαν νὰ ἀρρωσταίνουν, καὶ ἀπέφευγαν τοὺς ἀγαπημένους τους καὶ τοὺς πετοῦσαν στοὺς δρόμους μισοπεθαμένους, καὶ τοὺς νεκροὺς τοὺς ἔριχναν ἄταφους στὰ σκουπίδια, στὴν προσπάθειά τους νὰ ἀποτρέψουν τὴ διάδοση καὶ τὸ ἄγγιγμα τοῦ θανάτου, πρᾶγμα διόλου εὔκολο νὰ ἀποφύγουν, παρὰ τὶς πολλὲς προφυλάξεις τους».
Βέβαια οἱ χριστιανοὶ τῆς Ἀλεξάνδρειας δὲν φοβήθηκαν τὸν θάνατο: «γιατί αὐτοὶ διδάχθηκαν, καὶ μὲ τὸ δίκιο τους, ὅτι ἡ παροῦσα ζωὴ δὲν ἦταν ἐκείνη ποὺ εἶχε χαρίσει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὁ Θεὸς στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ διδάχθηκαν μυστικὰ πὼς ἦταν ἄλλη, θεία καὶ πάντοτε ἴδια, καὶ ἔκριναν ὅτι κυρίως ἐκείνη θὰ πρέπει νὰ εἶχε ἑτοιμασθεῖ ἀρχικὰ γι’ αὐτοὺς ἀπὸ τὸν Θεὸ ποὺ εἶναι ἀγαθός. Στρέφοντας πρὸς αὐτὴ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς διὰ τῆς σοφίας κατὰ τὴν χάρη τοῦ Πνεύματος, ὅσο ἦταν δυνατὸν νὰ γίνει στοὺς θνητοὺς ἀνθρώπους, καὶ δεχόμενοι στὴν καρδιά τους τὸν θεῖο πόθο, πίστεψαν δικαιολογημένα ὅτι ἔπρεπε νὰ ἐγκαταλείψουν αὐτὴν τὴν παροῦσα ζωή, ἂν θέλουν νὰ ἐπιδοθοῦν ἁγνὰ στὴν ἄλλη, κατὰ τὸν σωστὸ τρόπο. Κι ἐπειδὴ ἐγκατάλειψη τῆς ζωῆς δὲν γίνεται χωρὶς θάνατο, σὰν θάνατο τῆς ζωῆς ἐπινόησαν τὴν ἀποβολὴ κάθε σαρκικῆς στοργῆς, ἀπὸ τὴν ὁποία ἔγινε ἡ εἴσοδος τοῦ θανάτου στὴν ζωή, ὥστε ἐπινοώντας τὸν θάνατο μὲ τὸν θάνατο, νὰ σταματήσουν νὰ ζοῦν μέσῳ τοῦ θανάτου, πεθαίνοντας τὸν τίμιο θάνατο ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, τὸν ἀληθινὸ θάνατο τοῦ θανάτου, αὐτὸν ποὺ μπορεῖ νὰ φθείρει τὴν φθορὰ καὶ ποὺ παρέχει στοὺς ἀξίους τὴν εἴσοδό τους στὴν μακαρία ζωή καὶ ἀφθαρσία. Γιατί τὸ τέλος αὐτῆς τῆς παρούσας ζωῆς δὲν εἶναι, νομίζω, δίκαιο οὔτε νὰ τὸ ὀνομάζουμε θάνατο, ἀλλὰ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὸν θάνατο, καὶ χωρισμὸ ἀπὸ τὴν φθορά, κι ἐλευθερία ἀπὸ τὴν δουλεία, καὶ λήξη τῆς ταραχῆς, καὶ κατασίγαση τῶν πολέμων, καὶ τέλειωμα τῆς σύγχυσης, καὶ ὑποχώρηση τοῦ σκότους, καὶ ἀνάπαυση ἀπὸ τοὺς κόπους, καὶ σιγὴ τοῦ ἀκατανοήτου βουητοῦ, καὶ γαλήνεμα τοῦ ἀναβρασμοῦ, καὶ συγκάλυψη τῆς ντροπῆς, καὶ ἀποφυγὴ τῶν παθῶν, καὶ ἀφανισμὸ τῆς ἁμαρτίας, καί,γιὰ νὰ τὸ πῶ μ’ ἕνα λόγο, περιορισμὸ ὅλων τῶν παθῶν. Οἱ ἅγιοι κατορθώνοντας ὅλα αὐτὰ μὲ ἐθελούσια νέκρωση, ἔδειξαν πὼς εἶναι ξένοι καὶ παρεπίδημοι στὴν παροῦσα ζωή». (Μάξιμος Ὁμολογητὴς Περὶ Δαφόρων Ἀπόρων: Πατερικαὶ ἐκδόσεις Γρηγόριος Παλαμᾶς . Τόμος 14Δ σελίδα 198)
Στὴν σημερινὴ μεταπατερικὴ ἐποχὴ ἀκοῦμε ἀρχιεπισκόπους, Μητροπολίτες καὶ ἀντιπροσώπους τῆς ἱεραρχίας τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τὸ ἀσφαλὲς ἀπομονωμένο καταφύγιό τους νὰ ἰσχυρίζονται ὅτι οἱ χριστιανοὶ τὴν ἐποχὴ τῆς μολυσματικῆς ἀσθένειας ποὺ ξέσπασε στὴν Ἀλεξάνδρεια ἐχρειάζοντο τότε νὰ πάρουν ἐπάνω τους τὸν ἰό, ἐνῷ σήμερα ἡ ἀγάπη τοὺς ὁδηγεῖ νὰ προστατεύσουν τὸν συνάνθρωπο ἀπὸ μία πιθανὴ δική τους ἀρρώστια γι’ αὐτὸ ἦταν σωστὸ νὰ μὴ τελεσθοῦν οἱ ἀκολουθίες τοῦ Πάσχα τοῦ 2020 καὶ βέβαια σήμερα θὰ πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ φοροῦν προσωπεῖα ὅταν εἰσέρχονται εἰς τὴν Ἐκκλησία, ἀκολουθώντας τὶς κυβερνητικὲς ὁδηγίες ποὺ προτείνει ἡ ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος! Γιατί ἐπιχειρεῖται μία ἀλλοίωση τοῦ κειμένου ποὺ διαβάσαμε; Γιατί κατὰ πρῶτον θὰ πρέπει νὰ δικαιολογηθεῖ ὁ φόβος τῆς ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νὰ πάρει μία συγκεκριμένη ἀπόφαση ποὺ θὰ μποροῦσε καὶ νὰ κοστίσει ἀνθρώπινες ζωές, ὑποστηρίζοντας, κατὰ δεύτερον, μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον, ὅτι ὁ χριστιανισμὸς δὲν εἶναι θάνατος καὶ ἀνάσταση, ἀλλὰ ζωή στὸν αἰῶνα τοῦτο ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερα χρόνια, πρᾶγμα ποὺ οἱ χριστιανοὶ τῆς Ἀλεξάνδρειας ἀπέρριπταν. Ἡ ζωή γι’ αὐτοὺς ἦταν μόνο ὁ Χριστὸς καὶ κανένας, οὔτε ὁ θάνατος, θὰ μποροῦσαν νὰ τοὺς χωρίσουν ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς. Δὲ μιλοῦσαν γιὰ ἀγαπητικὲς κοινωνίες προσώπων, γιὰ ὑποστατικὲς ἀρχές, οὔτε γιὰ προσωπικὲς ἐπιλογές, ἀλλὰ εἶχαν ἐφαρμόσει τὴν τελεία ἀγάπη ποὺ ἔξω βάλλει τὸν φόβον. Φρόντιζαν τοὺς ἀσθενεῖς ποὺ οἱ ἐθνικοὶ ἀπομόνωναν, ἀφήνοντάς τους νὰ πεθάνουν μόνοι καὶ νὰ παραμείνουν ἄταφοι, ὅπως ἀκριβῶς κάνουμε καὶ σήμερα μὲ τὸν κορωνοϊό.
Στὴν μετανεωτερικὴ ἐποχή, στὰ προηγμένα νοσοκομεῖα μας, στὴν καρδιὰ τῆς πολιτισμένης Εὐρώπης, εἰς τὴν ὁποία ἀνήκουμε, ἀφήσαμε τόσους ἀνθρώπους νὰ πεθάνουν μόνοι καὶ μετὰ θάνατον εἰσῆλθαν εἰς ἕνα στρατιωτικὸ ὄχημα καὶ ἐξαφανίσθησαν ἀπὸ προσώπου γῆς[1], γιατί ὁδηγήθηκαν σὲ ἀποτέφρωση χωρὶς τὴν παραμικρὴ φροντίδα τοῦ σώματος, χωρὶς νὰ τὸ καθαρίσουν, σκουπίσουν, λούσουν, ἐνδύσουν μὲ τὴν νεκρικὴ στολή. Οἱ ἀσθενεῖς τοῦ κορωνοϊοῦ στὴν μεταπατερικὴ ἀγαπολογικὴ ἐποχὴ ὁδηγοῦντο εἰς τὸν θάνατον μόνοι σὰν τὰ σκυλιά, χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ δοῦν πρόσωπο φιλικό. Τὸ μόνο ποὺ ἔβλεπαν πρὶν πεθάνουν καὶ ἐξαφανισθοῦν ἦταν οἱ μάσκες καὶ οἱ ἄσπρες στολὲς τῶν ἰατρῶν καὶ νοσοκόμων. Ἀπελπιστικὰ μόνοι προσπαθοῦσαν μὲ τὶς τελευταῖες δυνάμεις ποὺ τοὺς ἀπέμειναν νὰ στείλουν κανένα μήνυμα στὰ προσφιλῆ πρόσωπα ποὺ ἦταν τόσο μακριά, καὶ τοὺς ἦταν ἐντελῶς ἀδύνατο ν’ ἀκούσουν τοὺς πόνους καὶ τὰ βογγητὰ τοῦ θανάτου, ἀδύνατον νὰ παρηγορήσουν, ἔστω καὶ μ’ ἕνα μικρὸ χάδι, οὔτε μία κηδεία δὲν μποροῦσαν νὰ προσφέρουν, γιατί ἦταν πιὰ γνωστὸ σὲ ὅλους ὅτι ὅταν θὰ πέθαιναν τὰ σώματά των θὰ ὁδηγοῦντο πρὸς ἐξαφάνιση, χωρὶς κανένα σεβασμό. Κύριε Μητροπολῖτα Ναυπάκτου, τίθεται τὸ ἐρώτημα: ἐσεῖς ὡς ὁ ἐκπρόσωπος τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος κατὰ τὴν περίοδο τοῦ ἐγκλεισμοῦ καὶ τῆς ἀπαγορεύσεως τῶν πάσης φύσεως ἱεροπραξιῶν, ἐσεῖς ποὺ ἀλλοιώσατε ἀγαπολογικὰ τὴν ἑρμηνεία τοῦ κειμένου τοῦ Εὐσεβίου ποὺ παραθέσαμε, πῶς κατὰ τὴν ἄποψή σας θὰ ὀνομάζατε τοὺς σημερινοὺς χριστιανοὺς ποὺ κρύφθησαν στὰ σπίτια τους καὶ ἀπὸ φόβο ἄφησαν τοὺς πατεράδες τους, τὶς μανάδες τους, νὰ πεθάνουν μόνοι, χωρὶς τὴν νεκρικὴ φροντίδα, γιὰ νὰ μὴ μεταφέρουν μολυσματικὲς ἀρρώστιες σὲ αὐτοὺς καὶ στὶς οἰκογένειές τους; πῶς θὰ ὀνομάζατε τὴν διοικοῦσα ἐκκλησία ποὺ δεν ἀντέδρασε γιὰ τὴν ἔλλειψη φροντίδος τεθνεώτων σωμάτων βεβαπτισμένων χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι πέθαναν μόνοι χωρὶς ἐξομολόγηση καὶ κοινωνία; κληρικοὺς ποὺ ἀγαποῦν τὸν συνάθρωπο ἐπειδὴ μόνη φροντίδα τους ἦταν ἡ σωτηρία τοῦ ἑαυτοῦ τους; κληρικοὺς μ’ ἕνα αἴσθημα κοινωνικῆς εὐθύνης καὶ σεβασμοῦ στὸν συνάνθρωπο; συνάνθρωπο ποὺ πέθανε, διελύθη “εἰς τὰ ἐξ ὧν συνετέθη» καὶ μετετράπει σὲ πτῶμα ἀδύνατον νὰ κοινωνήσει μὲ τὸν “ἄλλον”, ἀδύνατον νὰ ὑπάρξει ὡς γεγονὸς προσωπικῆς κοινωνίας καὶ σχέσης ἐπειδὴ τὸ πρόσωπο ἡ ὑποστατικὴ ἀρχὴ ἐχάθη, ἴσως καὶ νὰ μὴ ὑπάρξει πιά. Σεβασμιώτατε Ναυπάκτου, δὲν εἶναι ἡ ἴδια τακτικὴ ποὺ ἐφήρμοσαν οἱ ἐθνικοί, εἰδωλολάτρες σύμφωνα μὲ τὸ κείμενο τοῦ Εὐσεβίου, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦσαν νὰ σώσουν τὴ φθαρτὴ ὑποστατικὴ ἀρχή τους καὶ νὰ ἀποφύγουν τὸ θάνατο, ἀλλὰ δὲν τὰ κατάφεραν; Οἱ χριστιανοὶ ὅμως διακινδύνευαν τὴν ζωή τους, πολλοὶ πέθαιναν, μαρτυροῦσαν αὐτὸ ποὺ πίστευαν, ἀλλὰ καὶ δὲν ἀρρώσταιναν ἀπὸ τὸ φόβο τοῦ θανάτου ποὺ ἔκανε τοὺς ἐθνικοὺς νὰ τρέμουν, νὰ κρύβονται εἰς τὰς οἰκίας των καὶ νὰ ὀδύρονται. Ἔπαιρναν ἐπάνω τους τὴν ἀρρώστια καὶ βέβαια τὴν μετέδιδαν σὲ ἄλλους συνανθρώπους, γιατί δὲν κλείστηκαν στὰ σπίτα τους, δὲν σταμάτησαν νὰ πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία, νὰ ἑορτάζουν μετὰ χαρᾶς τὴν Ἑορτὴ τοῦ Πάσχα, νὰ συναναστρέφονται μὲ ἄλλους ἀδελφοὺς καὶ δὲν μᾶς προκύπτει βέβαια ὅτι φοροῦσαν προσωπεῖα, αὐτὸ ἦταν ἴδιον τῶν εἰδωλολατρῶν κατὰ τὰς θεατρικάς των παραστάσεις. Ἡ τακτικὴ αὐτῶν τῶν περιέργων χριστιανῶν τῆς Ἀλεξάνδρειας ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς πολιτικοὺς θεωρεῖται σκάνδαλο καὶ μωρία, γιατί οἱ τελευταῖοι δὲν πιστεύουν στὴ πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ αὐτὴ εἶναι ἡ «μωρία», εἰς τὴν ὁποία στηρίχθηκε ὁ χριστιανισμὸς καὶ ὄχι στὴ “σοφία» τῆς σημερινῆς ψευδογνώσης ποὺ βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ τὴν ὁποία ἐσεῖς, κύριε Μητροπολῖτα, ἀποκαλεῖτε κοινωνικὴ εὐθύνη καὶ τὴν βαπτίζετε ἀγαπολογία.
Σημειώσεις:
[1] Αὐτὸ ἔγινε στὴν Ἰταλία, ὅπου ἔκθαμβοι εἴδαμε στὴν τηλεόραση στρατιωτικὰ ὀχήματα ποὺ μετέφεραν νεκροὺς πρὸς ἀποτέφρωση. Ὅμως δὲν θὰ πρέπει νὰ διαφεύγει τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Ἰταλία εἶχε ἕνα μεγάλο ἀριθμὸ θυμάτων τὰ πιὸ πολλὰ συγκεντρωμένα στὴν περιοχὴ τῆς Λομβαρδίας καὶ τὸ ἴδιο θὰ γινότανε παντοῦ ἂν ὑπῆρχε ὁ ἴδιος ἀριθμὸς θυμάτων.