Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2020

Ἡ πίστις ὅλα τὰ κατορθώνει

ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ

Μᾶς λέγει ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος:
«Μὴ γὰρ οἰέσθω ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ὅτι λήψεταί τι παρὰ τοῦ Κυρίου. Ἀνὴρ δίψυχος ἀκατάστατος ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ» (Ἰακ. α΄ 7,8). Διότι ἂς μὴ νομίζῃ ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ὁ ὀλιγόπιστος καὶ ἀκατάστατος, ὅτι θὰ λάβῃ ἀπὸ τὸν Κύριον κάτι ἀπὸ αὐτά, ποὺ τοῦ ζητεῖ. Ἄνθρωπος, ποὺ εἶναι δίβουλος καὶ δίγνωμος καὶ δὲν μένει σταθερὸς εἰς μίαν ἀπόφασιν, εἶναι ἀκατάστατος καὶ ἀσταθὴς εἰς ὅσα ἀποφασίζει καὶ ἐνεργεῖ καὶ ἐν γένει εἰς ὅλην τὴν συμπεριφοράν του. Ἄστατος θὰ εἶναι καὶ εἰς ἐκεῖνα, ποὺ ζητεῖ ἀπὸ τὸν Κύριον. Πῶς εἶναι λοιπὸν δυνατὸν νὰ εἰσακουσθῇ;


• Μᾶς διδάσκει ὁ θεῖος Χρυσόστομος:
Ὁ δίκαιος θὰ ζήση ἀπ’ τὴν πίστη του. (Ἀπ’ τὴν ΚΒ΄ Ὁμιλία του «Εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολήν»).
Χωρὶς τὴν πίστη εἶναι ἀδύνατο νὰ εὐαρεστήση κανεὶς τὸν Θεό. (Ἀπ’ τὴν ΚΒ΄ Ὁμιλία του «Εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολήν»).
Ἡ πίστη στερεώνει. (Ἀπ’ τὴν Ε΄ Ὁμιλία του «Εἰς τὴν πρὸς Κολασσαεῖς»).
Τὸν ἁγιασμὸ τὸν κάνει ἡ πίστη. (Ἀπ’ τὴν Γ΄ Ὁμιλία του «Εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολήν»).
Εἶναι μέγα ἀγαθὸ ἡ πίστη, μέγα καὶ αἴτιο πολλῶν ἀγαθῶν. (Ἀπ’ τὴν ΞΓ΄ Ὁμιλία του «Εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην»).
Κι ἂν μᾶς ἐπιστρατεύωνται κακὲς σκέψεις, ἄς προβάλλουμε τὴν πίστη, κι ἄν ἐπιθυμίες παράδοξες, ἄς χρησιμοποιοῦμε αὐτήν, κι ἐὰν κακουχίες καὶ ταλαιπωρίες, ἄς ἀναπαυώμαστε σ’ αὐτή. Ἡ πίστη εἶναι τὸ φρούριο ὅλων τῶν ὅπλων. Ἄν δὲν ἔχουμε αὐτήν, κι ἐκεῖνα γρήγορα θὰ καταστραφοῦν. (Ἀπ’ τὴν ΚΔ΄ Ὁμιλία του «Εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσίους»).
Στὸ Γεροντικὸ διαβάζουμε:
• Ἄν ὄντως πιστεύης πὼς ὁ Θεὸς εἶναι Παντοδύναμος καὶ ἀληθινός, λέγει ὁ Ἀββᾶς Εὐπρέπιος, στήριζε σ’ αὐτὸν μόνον τὴν ἐλπίδα σου καὶ νὰ εἶσαι βέβαιος πὼς θὰ κληρονομήσης τὰ ἀγαθά Του.
• Ὁ Ἀββᾶς Μωϋσῆς κάποτε ἀποφάσισε νὰ κατοικήση σὲ μία ἀπρόσιτη σπηλιά, στὴ ρίζα μιᾶς ἀπότομης προεξοχῆς τοῦ βουνοῦ. Ἀνέβαινε καὶ συλλογιζόταν:
– Καλὰ ὅλα τ’ ἄλλα, μὰ ποῦ θὰ βρίσκω νερὸ σὲ τοῦτο τὸν ξερότοπο;
Τὄλεγε καὶ τὸ ξανάλεγε κι ἄρχισε νὰ κλονίζεται. Τότε ἄκουσε φωνὴ νὰ τοῦ λέγη;
– Προχώρει ἀμέριμνος καὶ ἄφησε αὐτὴ τὴ φροντίδα σὲ μένα.
Πῆρε θάρρος κι ἔκανε κατοικία του τὸ σπήλαιο. Ὕστερα ἀπὸ λίγο καιρὸ πῆγαν νὰ τὸν ἰδοῦν δύο συνασκηταί του ἀπὸ τὴ σκήτη. Δὲν τοῦ βρισκόταν παρὰ ἕνα μικρὸ σταμνὶ νερὸ ποὺ τὸ ξόδεψε νὰ βράση λίγες φακές, γιὰ νὰ τοὺς φιλοξενήση. Ἄρχισε τότε νὰ στενοχωριέται καὶ μὲ φανερὴ ἀδημονία ἔμπαινε κι ἔβγαινε στὸ σπήλαιο καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ γιὰ νερό.
Ξαφνικὰ ἐκεῖ ποὺ δὲν τὸ περίμενε κανείς, ἕνα σύννεφο παρασυρμένο ἀπὸ τὸν ἄνεμο πῆγε κι ἐστάθηκε πάνω ἀπὸ τὴ σπηλιὰ κι ἔρριξε τόση βροχή, ὅση χρειάστηκε νὰ γεμίση ὅλα του τὰ σταμνιὰ ὁ Μωϋσῆς.
Οἱ Γέροντες, ποὺ δὲν τοὺς διέφυγε ἡ ἀδημονία του, τὸν ρώτησαν ὕστερα ἀπὸ τὸ φαγητό:
– Τί εἶχες πάθει τὸ πρωὶ καὶ πηγαινοερχόσουν μὲ τόση ἀνησυχία;
– Ἔκανα δικαστήριο μὲ τὸν Θεό, ἀποκρίθηκε μὲ ἀφέλεια ὁ Αἰθίοψ. Τοῦ ὑπενθύμιζα πὼς εἶχε ἀναλάβει τὴ φροντίδα μου καὶ ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νὰ μοῦ ἔβρισκε νερὸ νὰ πιοῦν οἱ δοῦλοι Του. Καὶ νὰ ποὺ ὁ Ἀγαθὸς Δεσπότης ἀναγκάστηκε νὰ στείλη.
• Κάποιος φιλομόναχος Χριστιανὸς ἐπισκεπτόταν τακτικὰ τοὺς Γέροντες στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ ὠφελῆται ἀπὸ τὴν διδασκαλία τους. Κάποτε ἀνακάλυψε ἕνα πολὺ γέρο καὶ ἄρρωστο Ἐρημίτη. Τὸν λυπήθηκε καὶ θέλησε νὰ τοῦ ἀφήση ὅσα χρήματα εἶχε μαζί του, γιὰ τὶς ἀνάγκες του.
– Κράτησέ τα, Ἀββᾶ, τοῦ ἔλεγε παρακαλεστικά. Εἶσαι γέρος κι ἄρρωστος. Δὲν μπορεῖς πιὰ νὰ ἐργάζεσαι.
– Ἑξῆντα ὁλόκληρα χρόνια ὑποφέρω ἀπὸ τούτη τὴν ἀρρώστια καὶ μὲ τοῦ Θεοῦ τὴν βοήθεια δὲν μοῦ ἔλειψε ποτὲ τίποτε. Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὴν φροντίδα μου, ἀδιάκοπα μοῦ στέλνει πάντα τὰ ἀναγκαῖα. Θέλεις λοιπὸν τώρα ἐσύ, ἀδελφέ, νὰ διώξης τὸν Τροφέα μου; εἶπε ὁ γέροντας Ἐρημίτης καὶ μὲ κανένα τρόπο δὲν δέχτηκε τὰ χρήματα.