Κυριακή Μετά τὴν Ὕψωσιν (Γαλ. β΄ 16-20)
Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου Πατριάρχου Κων/πόλεως
Ἐπειδὴ ἐγνωρίσαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν δικαιώνεται ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ νόμου, ἀλλὰ διὰ τῆς πίστεως εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, ἐπιστρέψαμεν καὶ ἐμεῖς εἰς τὸν Χριστόν. Πρόσεξε πῶς ἐδῶ ὁ Ἀπόστολος ὁμιλεῖ, διασφαλίζοντας τὸν λόγον του. Διότι λέγει ὅτι ὄχι μόνον δὲν δικαιοῦται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ νόμου, ἀλλὰ καὶ κατακρίνεται, ἐὰν ἀφήση τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν διὰ τὸν νόμον. Ἔτσι δὲν εἶναι μόνο περιττὴ ἡ περιτομή, ἀλλὰ καὶ ἐπικίνδυνος.
Καὶ ἐὰν εἰς τίποτε δὲν τοὺς ὠφελῆ ὁ Χριστὸς ὅσους περιτέμνονται, πολὺ περισσότερο ὅταν προσθέτουν καὶ τὴν νηστείαν καὶ τὴν ἀργίαν τοῦ Σαββάτου, βλέποντες καὶ τὴν καταστροφὴν τῆς πόλεως, εἰς τὴν ὁποίαν παρεδόθησαν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ τὴν τιμωρίαν τους, διότι καὶ ἐνῷ ἤθελον, δὲν ἠδύναντο νὰ τηρήσουν τὸν νόμον. Ἄκουσε τὸν Παῦλον, ὁ ὁποῖος λέγει ὅτι τὸ Εὐαγγέλιον ἀνατρέπεται ἀπὸ τὴν τήρησιν τοῦ νόμου. Τὸν Χριστὸν ἐνεδύθης, μέλος τοῦ Δεσπότου ἔγινες, εἰς τὴν ἄνω Πόλιν ἀνεγράφης, καὶ ἀκόμη εἰς τὸν νόμον ἕρπεις; Καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιτύχης τὴν βασιλείαν;
Ἀλλὰ εἶναι φανερό, ὅτι θεωρεῖς ὅτι ἡ πίστις δὲν εἶναι ἱκανὴ νὰ σώση ἀπὸ μόνη της, ὡς ἀσθενής, καὶ γι’ αὐτὸ καταφεύγεις στὶς διατάξεις τοῦ νόμου, ὡσὰν νὰ ἐπικρατῆ ἀκόμη. Ἀλλὰ τότε ἐξεβλήθη ἡ διὰ πίστεως δικαίωσις. Καὶ ἐὰν περιτέμνεσαι, διατὶ καὶ νὰ μὴ θυσιάζης; Διότι ἐὰν φρίττης μήπως κριθῆς παραβάτης διὰ τὴν τήρησιν ἑνὸς μόνον μέρους τοῦ νόμου, πολὺ περισσότερον πρέπει νὰ φοβᾶσαι καὶ διὰ τὴν τήρησιν ὁλοκλήρου τοῦ νόμου. Ἐὰν ἡ παράβασις ἑνὸς μέρους κολάζη, πολὺ περισσότερον ἡ παράβασις ὁλοκλήρου· καὶ ἐὰν δὲν κολάζη, οὔτε ἡ παράβασις ἑνὸς μόνο μέρους. Ἐὰν πρέπη νὰ τὸν τηροῦμε, τότε ὅσοι δὲν τὸν τηροῦν εἶναι παραβάται καὶ αἴτιος θὰ εὑρεθῆ ὁ Χριστός, διότι αὐτὸς κατέλυσε τὸν Μωσαϊκὸν νόμον. Βλέπεις λοιπὸν ὅτι οἱ ἰουδαΐζοντες ἀποδεικνύουν τὸν Χριστόν, τὸν αἴτιον τῆς ἰδικῆς μας δικαιώσεως, αἴτιον ἁμαρτίας; Καὶ ὅπως λέγει ὁ Παῦλος: «Ἄρα, ὁ Χριστὸς ὑπηρετεῖ τὴν ἁμαρτίαν». Ὕστερον δέ, ἀφοῦ ἀπέδειξε τὸν λόγον ἄτοπον, δὲν ἐχρειάσθη ἄλλην ἀπόδειξιν, ἀλλὰ ἀνέκραξε: «Μὴ γένοιτο». Καὶ ἀρκεῖ ἡ ἀπαγόρευσις. Διότι διὰ τὰ ἀναιδῆ καὶ ὑβριστικὰ δὲν χρειάζεται ἀπόδειξις.
Ἐκεῖνοι λοιπὸν ἤθελαν νὰ ἀποδείξουν ὅτι ὅποιος δὲν τηρεῖ τὸν νόμον εἶναι παραβάτης· ὁ δὲ Παῦλος ἀντέστρεψε τὸν λόγον, ἀποδεικνύοντας ὅτι παραβάτης εἶναι αὐτός, ὁ ὁποῖος τηρεῖ τὸν παλαιὸν νόμον. Καὶ λέγει: «Ἐὰν ὅμως οἰκοδομῶ πάλι ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἐκρήμνισα, ἀποδεικνύομαι παραβάτης» (Γαλ. β΄ 18). Καὶ αὐτὸ ποὺ λέγει εἶναι ὅτι ὁ νόμος ἔπαυσε νὰ ἰσχύη ἐφόσον τὸν ἐγκαταλείψαμεν, διὰ νὰ καταφύγωμεν εἰς τὴν ἐκ πίστεως σωτηρίαν. Πῶς λοιπὸν ἀγωνιζόμεθα νὰ ἀναστήσωμεν αὐτὸν πάλιν, ὁ ὁποῖος κατελύθη. Διότι ἐὰν προσηλώνωμαι εἰς τὸν παλαιὸν νόμον, τὸν ἴδιον τὸν νόμον παραβαίνω, ὁ ὁποῖος λέγει διὰ Μωϋσέως: «Προφήτην θὰ ἀναστήσει διὰ σὲ Κύριος ὁ Θεὸς ἐκ τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν, ὡς ἐμὲ αὐτὸν ἀκούσεσθε» (Δευτ. 18: 15), ὁμιλῶν διὰ τὸν Χριστόν. Ὥστε, αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι δὲν πείθονται εἰς Αὐτόν, παραβαίνουν τὸν νόμον! Κοίταξε ὁποία σύνεσις διακρίνει τὸν Παῦλον! Καὶ λέγει: «Ἐγὼ γὰρ διὰ νόμου νόμῳ ἀπέθανον· (Γαλ. β΄ 19), διότι γνωρίζει νὰ ὀνομάζει νόμον καὶ τὴν χάριν, λέγοντας «Ὁ δὲ νόμος τοῦ πνεύματος τῆς ζωῆς ἠλευθέρωσέ με» (Ρωμ. 8: 2) δηλαδή, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ὁ νόμος τοῦ Πνεύματος ποὺ δίνει ζωή, μὲ ἠλευθέρωσεν ἀπὸ τὸν νόμον τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου. Ὁ νόμος κολάζει ὅποιον δὲν τὸν τηρεῖ. Κανεὶς ὅμως δὲν τὸν ἐτήρησε πλήρως. Ἑπομένως, ὅλοι κατὰ τὸν νόμον ἔχομεν ἀποθάνει. Καὶ αὐτὸ ποὺ λέγει εἶναι ὅτι ὅπως ὁ νεκρὸς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπακούη εἰς τὰς ἐντολὰς τοῦ παλαιοῦ νόμου, ἔτσι καὶ ἐγὼ ὁ ὁποῖος ἀπέθανον ὡς πρὸς τὸν νόμον. Πρόσεξε τὴν μετριοπάθειαν τοῦ Παύλου, ὁ ὁποῖος δὲν εἶπε «ὁ νόμος ἀπέθανε δι’ ἐμέ», ἀλλὰ «ἐγὼ ἀπέθανον ὡς πρὸς τὸν νόμον» τῆς κατάρας, καὶ πῶς νὰ προστάξη τὸν ἀποθανόντα, ὡς πρὸς τὸν ψυχικὸν θάνατον καὶ μαζὶ καὶ τὸν σωματικόν; Διότι λέγει: «Ἵνα γὰρ Θεῷ ζήσω Χριστῷ συνεσταύρωμαι» (Γαλ. β΄ 20). Καὶ οὕτως ἔδειξε ὅτι ὁ μὲν νόμος καὶ τὸν ζῶντα ἐφόνευσεν, ὁ δὲ Χριστὸς μὲ τὸν θάνατόν Του ἐχάρισε τὴν ζωὴν εἰς τὸν νεκρὸν καὶ τὸν ἀναζωογόνησε. Ζωὴν τὴν ἀθάνατον, καὶ τοῦτο σημαίνει «ἵνα Θεῷ ζήσω». Ἀλλὰ πῶς ὁ ζῶν καὶ ἀναπνέων λέγει ὅτι συνεσταυρώθη; Διότι τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς ἐσταυρώθη καὶ ἀνέζησεν εἶναι γνωστόν· ἐσὺ ὅμως πῶς ἐσταυρώθης καὶ ζῆς; Πρόσεξε λοιπὸν πῶς τὸ ἐξηγεῖ καὶ αὐτό: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῶ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός». Διότι, μὲ τὸ νὰ εἴπη «ἐσταυρώθην μὲ τὸν Χριστὸ» ὑπαινίχθη τὸ βάπτισμα, ἐνῷ μὲ τὸ νὰ εἴπη «δὲν ζῶ πλέον ἐγώ», τὴν μετὰ ταῦτα ἐν Χριστῷ ζωήν, διὰ τῆς ὁποίας τὰ ἰδικά μας μέλη νεκροῦνται καὶ ὅπως θάνατος εἶναι ἡ ἁμαρτία ἔτσι καὶ ζωή εἶναι ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὰ πάθη τῆς ἁμαρτίας. Διότι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ζῆ κανεὶς ἐν τῷ Θεῷ, ἐὰν δὲν νεκρωθῆ ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτίαν. Καὶ τί σημαίνει τὸ «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός»; Ὅτι τίποτε δὲν πράττω ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ δὲν ἀρέσουν στὸν Θεὸ καὶ δὲν θέλει ὁ Χριστός, ὅπου λυποῦν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον.
Πρόσεξε τὴν ἀκρίβειαν τῆς πολιτείας καὶ θαύμασε τὴν μακαρίαν ἐκείνην ψυχήν! Διότι λέγει: «ζῆ ἐν ἐμοὶ Χριστὸς» καὶ ποιὸς δύναται νὰ ἐκστομίση τέτοιον λόγον; Διότι ἐπειδὴ κατέστησε τὸν ἑαυτόν του εὔχρηστο καὶ εὐπειθῆ εἰς τὸ θεῖο θέλημα καὶ ἀπέβαλε ὅλα τὰ βιωτικὰ καὶ ἔπραττε πάντοτε σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ, δὲν εἶπε: «ζῶ σύμφωνα μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὶς ἐντολές Του», ἀλλὰ κάτι πολὺ πιὸ ἰσχυρό: «ζῆ μέσα μου ὁ Χριστός». Καὶ ὅπως, ὅταν ἡ ἁμαρτία ἐπικρατήση στὰ μέλη μας, ἐκείνη ὁρίζει καὶ κατευθύνει τὴν ψυχὴν εἰς ὅ,τι αὐτὴ ἐπιθυμεῖ καὶ θέλει καὶ ἔτσι ζωογονεῖται καὶ ὑπερισχύει, ἔτσι καὶ ὅταν ἡ ἁμαρτία νεκρωθῆ, διὰ τῆς Χάριτος, τότε γίνονται αὐτὰ τὰ ὁποῖα θέλει ὁ Χριστὸς καὶ τότε ἡ ζωή δὲν εἶναι κατ’ ἄνθρωπον, ἀλλὰ κατὰ θεάνθρωπον, ὅταν Αὐτὸς ὁ ἴδιος ζῆ μέσα σὲ ἐμᾶς, ἐνεργῆ καὶ μᾶς κυβερνᾶ καὶ ἐξουσιάζη. Καὶ ἐπειδὴ ὁ Παῦλος ἔλεγε ὅτι «δὲν ζῶ πλέον ἐγὼ» καὶ «ἔχω σταυρωθεῖ», καὶ σὲ πολλοὺς ὁ λόγος ἦτο κάτι τὸ ἀπίθανο, προσέθεσε: «Ὅ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ», ὅτι αὐτὴν τὴν αἰσθητὴν ζωήν τὴν ζῶ μὲ πίστιν εἰς τὸν Κύριον Ἰησοῦ, ἀφοῦ μὲ τὸν παλαιὸν τρόπον ζωῆς, μὲ τὸν νόμον, ἤμουν ἄξιος ἐσχάτης κολάσεως καὶ θὰ εἶχα καταστραφῆ, ὅπως ὁ νόμος κατηγόρησε καὶ ὁ Θεὸς ἀπεφάσισεν, ὅπως καὶ ὅλοι ἐμεῖς, ἀφοῦ δὲ ἦλθε ὁ Χριστὸς καὶ παρέδωκε τὸν ἑαυτόν Του εἰς θάνατον, χάριν ἡμῶν, πάντες ἐξήρπασεν ἐκ τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου, ἀφοῦ κατέπαυσε τὴν ὀργὴν τοῦ Θεοῦ καὶ μᾶς ἔδωσε τὴν δυνατότητα νὰ ζήσωμεν διὰ τῆς πίστεως εἰς Αὐτόν, ποὺ εἶναι ἡ αἰώνιος Ζωή. Ἔτσι λοιπὸν λέγει ζῶ ὡς πρὸς τὸν Θεόν, ζωὴν διαφορετικὴν ἀπὸ αὐτὴν κάτω ἀπὸ τὶς διατάξεις τοῦ νόμου, καὶ δὲν δύναμαι νὰ τηρῶ τὸν νόμον, ἔγινα νεκρὸς διὰ τὸν νόμον, «ὁ παλαιὸς ἑαυτός μας ἐσταυρώθη μὲ τὸν Χριστὸν» (Ρωμ. 6: 6) πρᾶγμα τὸ ὁποῖον ἔγινε μὲ τὸ βάπτισμα, καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτό, ἐὰν «νεκρώσατε τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, ἅτινα ἐστὶ πορνεία, ἀκαθαρσία, μοιχεία» κ.λπ. (Κολοσ. 3: 5), καὶ παραμείνης νεκρὸς ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτίαν, ζῆς τῷ Θεῷ. Ἐὰν δὲ πάλιν ἀναστήσης αὐτήν, τότε κατέστρεψες τὴν ζωὴν αὐτήν. Ἀλλὰ ὁ Παῦλος παρέμενε τελείως νεκρός.