Τὸν
καιρὸ ποὺ φανερωθήκανε οἱ Τοῦρκοι στὴ Μικρὰ Ἀσία ἤτανε μιὰ μικρὴ φυλή.
Γιὰ νὰ πληθύνουνε πιάσανε καὶ ἀλλαξοπιστούσανε τοὺς ντόπιους, ποὺ οἱ
περισσότεροι ἤτανε Ἕλληνες. Μ’ αὐτὸν τὸν διαβολικὸ τρόπο, ποὺ λένε πὼς
τὸν σοφίστηκε ἕνα ἰμάμης, γινήκανε ἕνα μεγάλο ἔθνος. Ἀλλὰ αὐτὸς ὁ
τεχνητὸς τρόπος γιὰ νὰ πληθαίνουνε ἔπαψε κάποτε καὶ πιάσανε πάλι νὰ
λιγοστεύουνε. Ὁ Γερμανὸς καθηγητὴς Krumbacher γράφει πὼς ὅσον καιρὸ ἡ
Τουρκία θρεφότανε ἀπὸ τοὺς λαοὺς ποὺ εἶχε σκλαβώσει κι ἀπὸ τὰ πλούτη ποὺ
ἤτανε μαζεμένα ἐπὶ αἰῶνες, μεγάλωνε καὶ δυνάμωνε, ὣς ποὺ ἔγινε ὁ φόβος
τῆς Εὐρώπης. Ἀλλὰ σὰν περάσανε πιὰ ἐκεῖνα τὰ εὐτυχισμένα χρόνια ἄρχισε
νὰ πίνει τὸ δικό της αἷμα, ποὺ δὲν μπαίνει στὴ θέση του μὲ τίποτα. Μ’
ὅλο ποὺ εἴχανε χαρέμια μὲ πολλὲς γυναῖκες καὶ μ’ ὅλο ποὺ ἦταν ἀφέντες σ’
αὐτὴ τὴ χώρα, ὁλοένα κατρακυλούσανε, ἀντὶ νὰ πᾶνε μπροστά. Σ’ αὐτὸ
συνέργησε πολὺ ἡ ἀδιάκοπη καὶ πολύχρονη στρατολογία, μὰ περισσότερο ἡ
παρὰ φύση ἀσωτεία κι ὁ ἐκφυλισμὸς ἦταν ἡ αἰτία ποὺ ἀραίωνε ὁλοένα ὁ
τούρκικος πληθυσμός, βάλε καὶ τὴν κακὴ διοίκηση, μ’ ὅλο ποὺ τὴν ἴδια
διοίκηση εἴχανε καὶ οἱ Ἕλληνες ραγιάδες καὶ μάλιστα πολὺ χειρότερη.
Ὁ
Ἕλληνας ἀντέχει πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὸν Τοῦρκο, γιατὶ ἔχει περισσότερη
ζωὴ μέσα του κι ἡ ἐξυπνάδα του τὸν δυναμώνει, τὸ πνεῦμα του τὸν
στερεώνει, ἡ ἐργατικότητά του κάνει τὴ ζωή του πιὸ εὐχάριστη κι αὐτὸν
ἀνοιχτόκαρδο καὶ αἰσιόδοξο. Ἐνῷ ὁ Τοῦρκος ἔχει πολλὰ καλά, εἶναι
καλοκάγαθος, ἁπλοϊκὸς καὶ φιλόξενος, σὰν δὲν τὸν ἔχει πιάσει ὁ
φανατισμός, ποὺ τὸν κάνει ἀπὸ πρόβατο θεριό, ἀλλὰ εἶναι βαρὺς καὶ
ἀδιάφορος, δὲν ἀγαπᾶ τὴ δουλειά, δὲν ἔχει τὸ κέφι ποὺ ἔχει ὁ Ἕλληνας, κι
αὐτὴ ἡ φυσικὴ νωθρότητά του χειροτερεύει ἀπὸ τὴν πίστη ποὺ ἔχει στὸ
«κισμέτ», στὸ γραφτὸ κι ἔτσι κι ἡ λίγη δραστηριότητά του χάνεται
ὁλότελα.
Οἱ Τοῦρκοι δὲν
ἀγαποῦνε τὴ θάλασσα, τὴ θαλασσινὴ ζωὴ καὶ τὸ ἐμπόριο, γι’ αὐτὸ φεύγουνε
ἀπὸ τὴ ἀκροθαλασσιὰ καὶ τραβᾶνε παραμέσα στὴ στεριά. Ἐνῷ οἱ Ἕλληνες
κατοικούσανε οἱ περισσότεροι κοντὰ στὴ θάλασσα καὶ κάνανε τὸ ἐμπόριο μὲ
τὰ καράβια, πηγαίνοντας μέχρι τὸ Μισίρι, τὴ Ρουμανία, τὴ Ρουσία, τὸ
Τριέστι καὶ τὴ Μαρσίλια. Κοντὰ στὸ ἐμπόριο οἱ Ἕλληνες εἴχανε στὰ χέρια
τους ὅλες τὶς τέχνες καὶ κάθε ἐπιχείρηση.
Μετὰ τὸ 1800 ὁ
τούρκικος πληθυσμὸς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀραίωσε πολὺ κι ἡ κυβέρνηση γιὰ νὰ
τὸν δυναμώσει ἔφερε στὴν Ἀνατολὴ πολλοὺς Τούρκους ἀπὸ τὶς χῶρες ποὺ
εἴχανε λευτερωθεῖ, ὅπως ἀπὸ τὴν Παλιὰ Ἑλλάδα, ἀπὸ τὴ Μποσνία, ἀπὸ τὴν
Αὐστρία, ἀπὸ τὴ Βουλγαρία καθὼς καὶ πολλοὺς Τσερκέζους ἀπὸ τὴ Ρωσία, ὣς
τὰ 1900. Αὐτοὶ ἦταν οἱ λεγόμενοι μουατζίρηδες. Ἀλλὰ καὶ πάλι δὲ
μπορέσανε οἱ μετανάστες νὰ δυναμώσουνε τὸν τούρκικο πληθυσμό. Μάλιστα
φέρανε στὴν Ἀνατολὴ μεγάλη ἀναστάτωση. Τελευταῖα πήγανε στὴ Μικρὰ Ἀσία
κι οἱ πρόσφυγες ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ νησιὰ καὶ ἀπὸ τὴν Κρήτη κι ἔτσι οἱ
δυσκολίες πληθύνανε, μ’ ὅλη τὴν ἀπέραντη γῆ ποὺ ἔχουνε οἱ Τοῦρκοι στὴ
ἐξουσία τους.
Πολλοὶ
εὐρωπαῖοι ἐπιστήμονες, δημοσιογράφοι καὶ ἄλλοι ποὺ ταξιδέψανε στὴν
Ἀνατολὴ κατὰ τὰ τελευταῖα χρόνια, πρὸ πάντων πρὶν ἀπὸ τὰ 1900, ἔχουνε
γράψει γι’ αὐτὴ τὴν κατάσταση τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ μάλιστα θαυμάσανε,
πῶς μπορέσανε οἱ Ἕλληνες νὰ μὴν ἐξοντωθοῦνε ὕστερ’ ἀπὸ τόσα ποὺ πάθανε
ἐπὶ αἰῶνες. Ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς ἤτανε ὁ σπουδαῖος Γάλλος Γεωγράφος Reclus,
ὁ Quinet, ποὺ γράφει πὼς οἱ Ἕλληνες φαίνουνται καθαρὰ πὼς εἶναι
ἀπόγονοι τῶν Ἀρχαίων, ὁ Αὐστριακὸς Ἀρχαιολόγος Benndorf, ὁ Duetemple, ὁ
Perrot, ὁ Henri Mathieu, ὁ Γερμανὸς Βυζαντινολόγος Gelzer, o Γερμανὸς
Philippson, ποὺ ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ ἐνθουσιώδεις, ὁ Rath, ὁ
Ἀρχαιολόγος Humann, ὁ Deschamps, ὁ Schwinitz καὶ πολλοὶ ἄλλοι. Ὁ
Ἐγγλέζος Ramsay, ποὺ ταξίδευε στὴ Μικρὰ Ἀσία δώδεκα ὁλάκερα χρόνια
γράφει: «Στὰ τούρκικα χωριὰ οἱ γυναῖκες, ἀπ’ ὅσα εἶδα κι ἄκουσα, εἶναι
πιὸ ἀδύνατες καὶ στὸ σῶμα καὶ στὸ πνεῦμα, γιατὶ στὴν παιδικὴ ἡλικία τους
ζήσανε ἄσχημα. Οἱ Ἑλληνίδες ὅμως μοῦ κάμανε μεγάλη ἐντύπωση, γιατὶ
εἶναι πιὸ καλὲς καὶ ἠθικὲς κι ἀπὸ τοὺς ἄντρες τους, καλωκανωμένες κι
ἔξυπνες. Ἀπὸ τούτη τὴ διαφορὰ πρέπει κανένας νὰ κρίνει τὸ μέλλον γιὰ τὶς
δύο φυλές. Οἱ Ἑλληνίδες εἶναι ἡ πλούσια γῆ ποὺ θὰ ξεπεταχτοῦνε οἱ
μέλλουσες γενεὲς μὲ δύναμη. Ἐνῷ οἱ Τουρκάλες ὅπως εἶναι ἐλαττωματικὲς κι
ἐξαντλημένες θὰ γεννήσουνε παιδιὰ φτωχὰ καὶ στὸ σῶμα καὶ στὸ πνεῦμα.
Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία ποὺ ἐκφυλίζεται ὁλοένα ὁ τουρκικὸς λαός».
Καὶ παρακάτω
λέγει: «Ὁ καμηλαρτζὴς (ὁ καμηλάτης) εἶναι πάντα Τοῦρκος ἢ Τουρκομάνος.
Ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ ἔχει δικές του τὶς καμῆλες καὶ τὰ ἐμπορεύματα εἶναι
χριστιανός».
Τὰ πιὸ σπουδαῖα
κέντρα τοῦ Μικρασιατικοῦ πολιτισμοῦ ἤτανε οἱ παρακάτω Πολιτεῖες: Ἡ
Σμύρνη, τὸ πιὸ ἐμπορικὸ λιμάνι τῆς Ἀνατολῆς, τὸ Ἀϊβαλί (Κυδωνίες), τὸ
πιὸ ἑλληνικὸ μέρος τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τὰ Βουρλά, τὸ Ἀϊδίνι μὲ τὰ μεγάλα
παζάρια, ἡ Μαγνησία, μέσα σ’ ἕναν μεγάλο κάμπο, ἡ Πέργαμος, ἡ παλιὰ καὶ ἡ
νέα Φώκαια, πολιτεῖες ἑλληνικότατες, τὸ Ἀδραμύτι, πολιτεία πολὺ ἀρχαία,
ἡ Προῦσα, ἡ ξακουστὴ πολιτεία, πρώτη πρωτεύουσα τῶν Τούρκων καὶ πολλὲς
ἄλλες. Τὸ ἄσπρο χαρτὶ ποὺ μοῦ ἀπομένει εἶναι πολὺ λίγο γιὰ νὰ γράψω ὅλες
τὶς ἑλληνικὲς πολιτεῖες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἢ τουλάχιστον ὅσες εἴχανε
ζωντανοὺς Ἕλληνες, ὅπως ἤτανε τὰ Σώκια, ὁ Τσεσμές, τὰ Ἀλάτσατα, τὸ
Φρένελι, τὰ Μοσκονήσια, τὸ Κέμερι, τὰ Μουντανιά, ἡ Κίος, τὸ Μιχαλίτσι, ἡ
Ἀρτάκη, ἡ Πανόρμος, ὁ Μαρμαράς, τὸ Ἐσκὶ Σεχίρ, ἡ Κιουτάχεια, τὸ Ἀξάρι, ἡ
Φιλαδέλφεια, ὁ Κασαμπᾶς, τὸ Ναζλί, τὸ Ντενιζλί, ἡ Ἀττάλεια, ἡ Μάκρη καὶ
πλῆθος ἄλλες. Καὶ ποιὸς νὰ μετρήσει καὶ νὰ ἱστορήσει τὶς ἑλληνικὲς
πολιτεῖες τοῦ Πόντου, ἀρχαιότατα κάστρα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, τὴν Τραπεζούντα,
τὴν Κερασούντα, τὴ Σινώπη, τὰ Κοτύωρα ἢ τὶς πολιτεῖες τῆς Καππαδοκίας,
ποὺ στάθηκε ἡ Ἁγία Τράπεζα τῆς Ὀρθοδοξίας, τὴν Καισάρεια, τὸ Μουταλάσκι,
τὴ Σινασὸ καὶ τόσες ἄλλες;
Ὅλοι οἱ
Ἕλληνες, σὲ κάθε χώρα, ἀγαποῦνε τὴ θρησκεία τους. Οἱ Μικρασιάτες ὅμως
τὴν ἀγαποῦνε ἀκόμη περισσότερο. Ἡ Μικρὰ Ἀσία ἤτανε Βυζάντιο. Οἱ
ἐκκλησιὲς ἤτανε ἀκαταμέτρητες. Κι ὅλοι, μικροὶ μεγάλοι, ἀκόμη κι οἱ
γυναῖκες ξέρανε νὰ ψέλνουνε. Ἡ παράδοση ἤτανε ὁλοζώντανη μέσα στὶς
καρδιές τους. Κατὰ τὰ χρόνια τῆς σκλαβιᾶς πλῆθος Χριστιανοὶ μαρτυρήσανε
κι ἁγιάσανε. Εἶναι γραμμένοι σὲ ἕνα βιβλίο λεγόμενο «Μέγα Μαρτυρολόγιο».
Γιὰ τοὺς Ἕλληνες ἡ θρησκεία εἶναι τόσο σπουδαία ὅσο σὲ κανέναν ἄλλο
λαό. Θρησκεία καὶ Πατρίδα εἶναι μαζί. Ὅσο εἶχε πίστη ὁ Ἕλληνας, οἱ
διάφορες προπαγάνδες δὲν κάνανε τίποτα. Τώρα μονάχα, ποὺ μπῆκε ἡ ἀπιστία
σὲ πολλὲς ἑλληνικὲς ψυχές, κι ὁ ὑλισμὸς κι ἡ καλοπέραση καταστρέψανε
τὴν πνευματικὴ εὐαισθησία του, τώρα οἱ διάφορες προπαγάνδες ἁπλώσανε στὸ
ἔθνος μας.
Σὰ χριστιανὸς
ποθῶ νὰ βλέπω νὰ ζοῦνε σὰν ἀδέρφια ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, νὰ μὴν ὀχτρεύονται ὁ
ἕνας τὸν ἄλλον. Οἱ Ἕλληνες κι οἱ Τοῦρκοι ζήσανε αἰῶνες ὁ ἕνας κοντὰ
στὸν ἄλλον. Ἂν δὲν κάνω λάθος οἱ Ἕλληνες εἶναι πιὸ βολικοὶ γιὰ μιὰ
τέτοια εἰρηνικὴ ζωή. Δὲν τὸ λέγω ἐπειδὴ εἶμαι Ἕλληνας, ἀλλὰ γιατὶ αὐτὴ
εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ὁ φλογερὸς πατριωτισμὸς ποὺ ἔχουμε δὲν ἐκφυλίζεται ποτὲ
σὲ σιχαμερὸ σωβινισμό. Κι οὔτε ὀχτρεύονται οἱ Ἕλληνες τοὺς ξένους,
μάλιστα τοὺς ἀγαπᾶνε τόσο, ποὺ τὸ παρακάνουνε. Οἱ αἰχμάλωτοι ποὺ πιάσανε
στοὺς πολέμους, οἱ Ἰταλοί, οἱ Γερμανοί, οἱ Τοῦρκοι, οἱ ἴδιοι μαρτυροῦνε
πὼς ὁ Ἕλληνας εἶναι μεγαλόψυχος στοὺς ὀχτρούς του, πὼς ξεχνᾶ γρήγορα τὸ
κακὸ ποὺ τοῦ ἔκανε ὁ ἄλλος. Οἱ Ἑβραῖοι, ποὺ κακοπαθήσανε καὶ
μαρτυρήσανε σὲ ἄλλες χῶρες, στὴν Ἑλλάδα ζήσανε καὶ ζοῦνε σὰ νά ‘ναι στὸν
τόπο τους κι αὐτὸ τὸ λένε μὲ εὐγνωμοσύνη. Τὸ ἴδιο καὶ οἱ Ἀρμένηδες. Καὶ
τοῦτο τὸ φαινόμενο ἔχει μεγαλύτερη σημασία ἂν συλλογιστεῖ κανένας τὰ
στενὰ σύνορά μας καὶ τὴ φτώχειά μας, σὲ καιρὸ ποὺ ἄλλες χῶρες, πλούσιες
κι ἀπέραντες, δὲ χωνεύουνε τὸν ξένο ποὺ πάτησε στὸ χῶμα τους. Σὲ καμιὰ
χώρα ὁ ξένος, ὅποιος καὶ νά ’ναι, δὲ ζεῖ μὲ τόση ἐλευθερία καὶ τόσο
εὐχάριστα ὅσο στὴν Ἑλλάδα – στὴ μικρή, στὴ φτωχὴ καὶ στὴ χιλιοαδικημένη
Ἑλλάδα.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο του Ἡ Πονεμένη Ρωμηοσύνη,
ἐκδ. Ἀστήρ (1963).