Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2020

Οἱ Προγαμιαῖες σχέσεις

Ἦρθαν δύο-τρεῖς φοιτήτριες σήμερα καὶ μοῦ εἶπαν:
«Γέροντα, κάντε προσευχὴ νὰ περάσουμε στὶς ἐξετάσεις».
Καὶ ἐγὼ τὶς εἶπα: «Θὰ προσευχηθῶ νὰ περάσετε τὶς ἐξετάσεις τῆς ἁγνότητας. Αὐτὸ εἶναι τὸ πιὸ βασικό. Ὅλα τὰ ἄλλα βολεύονται μετά». Καλὰ δὲν τὶς εἶπα; Ναί, εἶναι μεγάλο πρᾶγμα νὰ βλέπεις στὰ πρόσωπα τῶν νέων σήμερα τὴν σεμνότητα, τὴν ἁγνότητα! Πολὺ μεγάλο πρᾶγμα!
Ἔρχονται μερικὲς κοπέλες οἱ καημένες τραυματισμένες. Ζοῦν ἄτακτα μὲ νέους, δὲν καταλαβαίνουν πὼς ὁ σκοπός τους δὲν εἶναι καθαρὸς καὶ σακατεύονται. «Τί νὰ κάνω, Πάτερ;» μὲ ρωτοῦν. «Ὁ ταβερνιάρης, τὶς λέω, ἔχει φίλο τὸν μπεκρῆ, ἀλλὰ γαμπρὸ δὲν τὸν κάνει στὴν κόρη του. Νὰ σταματήσετε τὶς σχέσεις. Ἂν σᾶς ἀγαποῦν πραγματικά, θὰ τὸ ἐκτιμήσουν. Ἂν σᾶς ἀφήσουν, σημαίνει ὅτι δὲν σᾶς ἀγαποῦν καὶ θὰ κερδίσετε χρόνο».

Ὁ πονηρὸς ἐκμεταλλεύεται τὴ νεανικὴ ἡλικία, ποὺ ἔχει ἐπιπλέον καὶ τὴ σαρκικὴ ἐπανάσταση καὶ προσπαθεῖ νὰ καταστρέψει τὰ παιδιὰ στὴ δύσκολη αὐτὴ περίοδο ποὺ περνοῦν. Τὸ μυαλὸ εἶναι ἀνώριμο ἀκόμα, ὑπάρχει ἀπειρία μεγάλη καὶ ἀπόθεμα πνευματικὸ καθόλου. Γι᾽ αὐτὸ ὁ νέος πρέπει πάντα νὰ αἰσθάνεται ὡς ἀνάγκη τὶς συμβουλὲς τῶν μεγαλυτέρων σ᾽ αὐτὴν τὴν κρίσιμη ἡλικία, γιὰ νὰ μὴ γλιστρήσει στὸ γλυκὸ κατήφορο τῆς κοσμικῆς λεωφόρου, ποὺ στὴ συνέχεια γεμίζει τὴν ψυχὴ ἀπὸ ἄγχος καὶ τὴν ἀπομακρύνει αἰώνια ἀπὸ τὸν Θεό.
Καταλαβαίνω ὅτι ἕνα φυσιολογικὸ παιδί, στὴ νεανικὴ ἡλικία, δὲν εἶναι εὔκολο νὰ βρίσκεται σὲ τέτοια πνευματικὴ κατάσταση, ὥστε νὰ κάνει διάκριση· «οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ» (Γαλ. γ´, 28). Γι᾽ αὐτὸ καὶ οἱ πνευματικοὶ Πατέρες συνιστοῦν νὰ μὴ κάνουν συντροφιὰ τὰ ἀγόρια μὲ τὰ κορίτσια, ὅσο καὶ πνευματικὰ κι ἂν εἶναι, γιατὶ ἡ ἡλικία εἶναι τέτοια ποὺ δὲν βοηθάει καὶ ὁ πειρασμὸς ἐκμεταλλεύεται τὴ νεότητα. Γι᾽ αὐτὸ συμφερότερο εἶναι ὁ νέος νὰ θεωρηθεῖ ἀκόμα καὶ κουτὸς ἀπὸ τὰ κορίτσια (ἢ ἡ νέα ἀπὸ τὰ ἀγόρια) γιὰ τὴν πνευματική του φρονιμάδα καὶ ἁγνότητα καὶ νὰ σηκώνει καὶ αὐτὸν τὸν βαρὺ σταυρό. Γιατὶ αὐτὸς ὁ βαρὺς σταυρὸς κρύβει ὅλη τὴ δύναμη καὶ τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ καὶ τότε ὁ νέος θὰ εἶναι πιὸ δυνατὸς ἀπὸ τὸν Σαμψὼν καὶ πιὸ σοφὸς ἀπὸ τὸν σοφὸ Σολομώντα.
Καλύτερα εἶναι, ὅταν βαδίζει, νὰ προσεύχεται καὶ νὰ μὴν κοιτᾶ δεξιὰ καὶ ἀριστερά, ἀκόμα καὶ ἂν πρόκειται νὰ παρεξηγηθεῖ ἀπὸ συγγενικὰ πρόσωπα, γιατὶ δῆθεν τοὺς περιφρόνησε καὶ δὲν τοὺς μίλησε, παρὰ νὰ περιεργάζεται καὶ νὰ βλάπτεται καὶ νὰ παρεξηγηθεῖ ἀκόμα ἀπὸ τοὺς κοσμικοὺς ἀνθρώπους ποὺ σκέφτονται πονηρά. Χίλιες φορὲς καλύτερα νὰ φεύγει σὰν τὸ ἀγρίμι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους μετὰ τὸν ἐκκλησιασμό, γιὰ νὰ διατηρήσει τὴν πνευματική του φροντίδα καὶ ὅ,τι ἀπεκόμισε ἀπὸ τὸν ἐκκλησιασμό, παρὰ νὰ κάθεται καὶ νὰ χαζεύει στὶς γοῦνες (ἢ στὶς γραβάτες ἡ νέα) καὶ νὰ ἀγριέψει πνευματικὰ ἀπὸ τὸ γρατσούνισμα ποὺ θὰ τοῦ κάνει ὁ ἐχθρὸς στὴν καρδιά.
— * —
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ κόσμος δυστυχῶς ἔχει σαπίσει καί, ἀπ᾽ ὅπου καὶ ἂν περάσει μιὰ ψυχὴ ποὺ θέλει νὰ διατηρηθεῖ ἁγνή, θὰ λερωθεῖ. Μὲ τὴ διαφορὰ ὅμως ὅτι ὁ Θεὸς δὲν θὰ ζητήσει τὰ ἴδια μὲ αὐτὰ ποὺ θὰ ζητοῦσε τὴν παλιὰ ἐποχὴ ἀπὸ ἕνα Χριστιανό, ποὺ ἤθελε νὰ διατηρηθεῖ ἁγνός. Χρειάζεται ψυχραιμία, καὶ ὁ νέος νὰ κάνει ὅ,τι μπορεῖ. Νὰ ἀγωνισθεῖ, γιὰ νὰ ἀποφεύγει τὰ αἴτια, καὶ ὁ Χριστός μας θὰ βοηθήσει ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα. Ὁ θεῖος ἔρωτας, ἂν φουντώσει στὴν ψυχή του, εἶναι τόσο πολὺ θερμός, ποὺ ἔχει τὴ δύναμη νὰ καίει κάθε ἄλλη ἐπιθυμία καὶ κάθε ἄσχημη εἰκόνα. Ὅταν ἀνάψει αὐτὴ ἡ φωτιά, τότε αἰσθάνεται καὶ τὶς θεῖες ἐκεῖνες ἡδονές, ποὺ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τὶς συγκρίνει μὲ καμιὰ ἄλλη ἡδονή. Ὅταν γευθεῖ τὸ οὐράνιο ἐκεῖνο μάννα, δὲν θὰ τοῦ κάνουν καμιὰ ἐντύπωση πλέον τὰ ἄγρια ξυλοκέρατα. Γι᾽ αὐτὸ πρέπει νὰ πιάσει γερὰ τὸ τιμόνι καὶ νὰ κάνει τὸ σταυρό του καὶ νὰ μὴ φοβᾶται. Μετὰ ἀπὸ τὸν μικρό του ἀγώνα θὰ λάβει καὶ τὴν οὐράνια τρυφή. Τὴν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ θέλει παλληκαριά, καὶ ὁ Θεὸς θαυματουργικὰ θὰ βοηθήσει!
— * —
Μοῦ εἶχε διηγηθεῖ ὁ Γέρο-Αὐγουστῖνος: Εἶχε πάει σὰν ἀρχάριος σὲ ἕνα Μοναστήρι στὴ Ῥωσία, στὴν πατρίδα του. Ἐκεῖ ἦταν ὅλοι σχεδὸν γεροντάκια καὶ ἔστελναν αὐτὸν ὡς διακονητή, γιὰ νὰ βοηθάει ἕναν ὑπάλληλο τῆς Μονῆς στὸ ψάρεμα, γιατὶ ἡ Μονὴ συντηρεῖτο ἀπὸ τὴν ἁλιεία. Μιὰ μέρα λοιπὸν ἦλθε ἡ κόρη τοῦ ὑπαλλήλου καὶ εἶπε στὸν πατέρα της νὰ πάει γρήγορα στὸ σπίτι γιὰ μιὰ ἐπείγουσα δουλειὰ καὶ κάθησε ἐκείνη νὰ βοηθήσει. Ὁ πειρασμὸς ὅμως τὴν εἶχε κυριέψει τὴν ταλαίπωρη καί, χωρὶς νὰ σκεφθεῖ, ὅρμησε ἐπάνω στὸν δόκιμο μὲ ἁμαρτωλὲς διαθέσεις. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ τὰ ἔχασε ὁ Ἀντώνιος –αὐτὸ ἦταν τὸ κατὰ κόσμον ὄνομά του–, γιατὶ ἦταν ξαφνικό. Ἔκανε τὸ Σταυρό του καὶ εἶπε: «Χριστέ μου, καλύτερα νὰ πνιγῶ παρὰ νὰ ἁμαρτήσω» καὶ πετάχτηκε ἀπὸ τὴν ὄχθη μέσα στὸ βαθὺ ποτάμι! Ἀλλὰ ὁ καλὸς Θεὸς βλέποντας τὸν μεγάλο ἡρωϊσμὸ τοῦ ἁγνοῦ νέου, ποὺ ἐνήργησε σὰν νέος Ἅγιος Μαρτινιανός, γιὰ νὰ διατηρηθεῖ ἁγνός, τὸν κράτησε ἐπάνω στὸ νερό, χωρὶς κἂν νὰ βραχεῖ! «Ἐνῶ πετάχθηκα, μοῦ ἔλεγε, μὲ τὸ κεφάλι κάτω, δὲν κατάλαβα πῶς βρέθηκα ὄρθιος ἐπάνω στὸ νερό, χωρὶς νὰ βραχοῦν τὰ ῥοῦχα μου!» Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἔνιωσε καὶ μιὰ ἐσωτερικὴ γαλήνη μὲ μιὰ ἀνέκφραστη γλυκύτητα, ποὺ ἐξαφάνισε τελείως κάθε λογισμὸ ἁμαρτωλὸ καὶ κάθε ἐρεθισμὸ σαρκικό, ποὺ τοῦ εἶχε δημιουργήσει προηγουμένως μὲ τὶς ἄσεμνες χειρονομίες της ἡ κοπέλα. Ὅταν εἶδε μετὰ ἡ κοπέλα ἐπάνω στὸ νερὸ ὄρθιο τὸν Ἀντώνιο, ἄρχισε νὰ κλαίει μετανιωμένη γιὰ τὸ σφάλμα της καὶ συγκινημένη γιὰ τὸ μεγάλο αὐτὸ θαῦμα.
— * —
Ὁ Χριστὸς δὲν ζητάει μεγάλα πράγματα, γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσει στὸν ἀγώνα μας. Τιποτένια πράγματα περιμένει ἀπὸ μᾶς. Μοῦ ἔλεγε ἕνας νέος ὅτι πῆγε στὴν Πάτμο νὰ προσκυνήσει καὶ ὁ πειρασμὸς τοῦ ἔστησε ἐκεῖ μιὰ παγίδα. Καθὼς προχωροῦσε, μιὰ τουρίστρια ὅρμησε καὶ τὸν ἀγκάλιασε. Αὐτὸς τὴν ἔσπρωξε πέρα καὶ εἶπε: «Χριστέ μου, ἐγὼ ἦρθα ἐδῶ νὰ προσκυνήσω· δὲν ἦρθα γιὰ ἔρωτα» καὶ ἔφυγε. Τὸ βράδυ στὸ ξενοδοχεῖο, τὴν ὥρα ποὺ ἔκανε τὴν προσευχή του, εἶδε τὸν Χριστὸ μέσα στὸ ἄκτιστο φῶς! Εἴδατε, μὲ ἕνα σπρώξιμο τί ἀξιώθηκε; Ἄλλος χρόνια ἀγωνίζεται καὶ κάνει ἄσκηση μεγάλη, καὶ ἂν ἀξιωθεῖ κάτι τέτοιο! Κι ὅμως αὐτὸς εἶδε τὸν Χριστό, μόνο γιατὶ ἀντέδρασε στὸν πειρασμό. Φυσικὰ αὐτὸ πολὺ τὸν δυνάμωσε πνευματικά. Μετὰ εἶδε τὴν Ἁγία Μαρκέλλα, τὸν Ἅγιο Ῥαφαήλ, τὸν Ἅγιο Γεώργιο δυο-τρεῖς φορές. Ἦρθε μιὰ μέρα καὶ μοῦ λέει: «Κάνε προσευχή, Πάτερ, νὰ δῶ πάλι τὸν Ἅγιο Γεώργιο. Θέλω λίγη παρηγοριά· δὲν ἔχω παρηγοριὰ ἀπ᾽ αὐτὸν τὸν κόσμο!».
— * —
Παλιὰ μὲ θυσίες κρατοῦσαν τὴν ἁγνότητά τους οἱ κοπέλες! Θυμᾶμαι, στὸν πόλεμο εἶχαν ἀγγαρέψει μερικοὺς χωρικοὺς μὲ τὰ ζῶα τους καὶ εἶχαν ἀποκλεισθεῖ σὲ ἕνα ὕψωμα ἀπὸ τὰ χιόνια. Οἱ ἄνδρες κάτω ἀπὸ τὰ χιονισμένα ἔλατα ἔκαναν κάτι ὑπόστεγα μὲ κλωνάρια ἀπὸ ἔλατα, γιὰ νὰ προφυλαχθοῦν ἀπὸ τὸ κρύο. Οἱ γυναῖκες πάλι ἀναγκάσθηκαν νὰ προστατευθοῦν ἀπὸ συγχωριανούς, γνωστοὺς ἀνθρώπους. Μιὰ κοπέλα καὶ μιά γριὰ ἦταν ἀπὸ κάποιο μακρινὸ χωριὸ καὶ ἀναγκάσθηκαν καὶ αὐτὲς νὰ μποῦν σὲ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἐλάτινα ὑπόστεγα. Ἀλλὰ δυστυχῶς ὑπάρχουν μερικοὶ ἄπιστοι καὶ δειλοί, οἱ ὁποῖοι δὲν συγκλονίζονται ἀκόμα καὶ ἐν καιρῷ πολέμου. Δὲν πονᾶνε γιὰ τοὺς διπλανούς τους, ποὺ τραυματίζονται ἢ σκοτώνονται, ἀλλά, ἐὰν βροῦν εὐκαιρία, ἐπιδιώκουν ἀκόμα καὶ νὰ ἁμαρτήσουν, γιατὶ φοβοῦνται μήπως σκοτωθοῦν καὶ δὲν προλάβουν νὰ γλεντήσουν, ἐνῶ θὰ ἔπρεπε, τοὐλάχιστον ἐν ὥρᾳ κινδύνου, νὰ μετανοήσουν. Ἕνας λοιπὸν ἀπ᾽ αὐτοὺς ἐνοχλοῦσε τὴν κοπέλα τόσο ἄσχημα, ποὺ ἀναγκάσθηκε ἡ κοπέλα νὰ φύγει μέσα στὴν ἀβάσταχτη παγωνιά. Προτίμησε νὰ ξυλιάσει, ἀκόμα καὶ νὰ πεθάνει, παρὰ νὰ χάσει τὴν τιμή της. Βλέποντας ἡ καημένη ἡ γριὰ ὅτι ἔφυγε ἡ κοπέλα, ἀκολούθησε καὶ αὐτὴ τὰ ἴχνη της καὶ τὴν βρῆκε τριάντα λεπτὰ μακριά, κάτω ἀπὸ ἕνα μικρὸ ὑπόστεγο ἑνὸς ἐξωκκλησιοῦ τοῦ «Τιμίου Προδρόμου». Ὁ «Τίμιος Πρόδρομος» ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὴν τίμια κοπέλα καὶ τὴν ὁδήγησε στὸ ἐξωκκλησάκι του, ποὺ ἡ κοπέλα οὔτε κἂν τὸ ἤξερε. Καὶ στὴ συνέχεια τί ἔκανε ὁ «Τίμιος Πρόδρομος»! Παρουσιάστηκε σ᾽ ἕνα στρατιώτη, (σημείωσις: Πρόκειται γι᾽ αὐτὸν τὸν ἴδιον, τὸν μετέπειτα γέροντα Παΐσιο, ποὺ ἔκανε τότε τὴ θητεία του σὰν στρατιώτης. Ὅμως ὁ τότε στρατιώτης καὶ μετέπειτα ἅγιος Γέροντας, δὲν φανερώνει ἐδῶ τὸ ὄνομά του!) στὸν ὕπνο του, καὶ τοῦ εἶπε νὰ πάει στὸ ἐξωκκλησάκι του τὸ συντομώτερο. Σηκώνεται λοιπὸν ἐκεῖνος ὁ στρατιώτης καὶ ξεκινάει μέσα στὴ φωτισμένη νύχτα ἀπὸ τὰ χιόνια καὶ πάει στὸ ἐξωκκλησάκι. Ἤξερε περίπου ποῦ εἶναι. Τί νὰ δεῖ ὅμως! Μιὰ γριὰ καὶ μιὰ κοπέλα καρφωμένες μέσα στὸ χιόνι μέχρι τὸ γόνατο, μελανιασμένες καὶ ξυλιασμένες ἀπὸ τὸ κρύο. Ἄνοιξε ἀμέσως μὲ τὴ λόγχη του τὸ ἐκκλησάκι, μπῆκαν μέσα καὶ συνῆλθαν κάπως. Δὲν εἶχε τίποτα ἄλλο νὰ τοὺς προσφέρει ὁ στρατιώτης παρὰ μόνο τὸ κασκὸλ του στὴ γριὰ καὶ ἀπὸ ἕνα γάντι στὴν καθεμιά, καὶ τοὺς εἶπε νὰ τὸ ἀλλάζουν στὰ χέρια. Τοῦ διηγήθηκαν μετὰ τὸν πειρασμό, ποὺ συνάντησαν. «Καλά, λέει στὴν κοπέλα ὁ στρατιώτης, πῶς ἀποφάσισες νὰ φύγεις νύχτα, μέσα στὰ χιόνια σὲ ἄγνωστο μέρος;». Καὶ ἐκείνη ἀπάντησε: «Ἐγὼ μόνο αὐτὸ μποροῦσα νὰ κάνω καὶ πίστευα ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ μὲ βοηθήσει ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα». Τότε ὁ στρατιώτης, τελείως αὐθόρμητα λέει: «Τελείωσαν πιὰ τὰ βάσανά σας. Αὔριο θὰ εἶσθε στὰ σπίτια σας». Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ χάρηκαν πολὺ καὶ ζεστάθηκαν περισσότερο. Καὶ πράγματι, (μὲ τὴν παρέμβαση τοῦ στρατιώτη) ξεκίνησαν τὰ Λ.Ο.Μ (Λόχοι Ὀρεινῶν Μεταφορῶν), ἄνοιξαν τὸ δρόμο τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωΐ, καὶ οἱ καημένες πῆγαν στὰ σπίτια τους.
Τέτοιες Ἑλληνοποῦλες ποὺ εἶναι ντυμένες καὶ μὲ Θεία Χάρη –καὶ ὄχι ἀπογυμνωμένες– πρέπει νὰ θαυμάζονται καὶ νὰ ἐπαινοῦνται.
— * —
Τὰ καημένα τὰ σύγχρονα παιδιὰ τὰ καταστρέφουν σήμερα μὲ διάφορες θεωρίες. Γι᾽ αὐτὸ εἶναι ἀναστατωμένα, ζαλισμένα. Ἄλλο θέλει νὰ κάνει τὸ παιδί, ἄλλο κάνει. Ἀλλοῦ θέλει νὰ πάει, ἀλλοῦ τὸ πάει τὸ ῥεῦμα τῆς ἐποχῆς. Μεγάλη προπαγάνδα γίνεται ἀπὸ σκοτεινὲς δυνάμεις, ποὺ θέλουν νὰ κατευθύνουν τὰ παιδιὰ ὅπου αὐτοὶ θέλουν.
Μετὰ τὰ παιδιὰ δὲν ἀκοῦνε οὔτε γονεῖς, οὔτε δασκάλους. Καὶ εἶναι δικαιολογημένα, γιατὶ νομίζουν πὼς ἔτσι πρέπει νὰ κάνουν. Τὰ ἐκμεταλλεύονται καὶ οἱ ἄλλοι, ποὺ δὲν νοιάζονται οὔτε γιὰ Πατρίδα οὔτε γιὰ Οἰκογένεια οὔτε γιὰ τίποτε, γιὰ νὰ πραγματοποιήσουν τὰ ἄνομα σχέδιά τους. Ἔ, αὐτὸ λίγο-πολὺ ἔχει κάνει πολὺ κακὸ στὴ νεολαία σήμερα, παρὰ πολὺ κακό, μέχρι ποὺ καταλήγουν τὰ παιδιὰ νὰ ἔχουν ἀρχηγὸ τὸ διάβολο. Φοβερό! Τὶ σᾶς δίνει καὶ τί σᾶς παίρνει, κακόμοιρα παιδιά!
Μικρὰ παιδιὰ ἀγριεμένα, μὲ τοὺς καφέδες, μὲ τὰ τσιγάρα. Ποῦ νὰ δεῖς βλέμμα λαμπερό, Χάρη Θεοῦ στὰ πρόσωπά τους!
— * —
«Δὲν εἶναι ἐλευθερία ὅταν ποῦμε στοὺς νέους ὅτι ὅλα ἐπιτρέπονται» ἔλεγε ὁ π. Παΐσιος. «Γιὰ νὰ προκόψει κανεὶς πρέπει νὰ δυσκολευθεῖ. Ἔχουμε ἕνα δενδράκι. Τὸ περιποιούμαστε, τοῦ βάζουμε πάσσαλο καὶ τὸ δένουμε μὲ σχοινί. Δὲν τὸ δένουμε μὲ σύρμα, γιατὶ θὰ τοῦ κάνουμε κακό. Μὲ τοὺς τρόπους αὐτοὺς δὲν περιορίζουμε τὸ δενδράκι; Κι ὅμως δὲν γίνεται ἀλλοιῶς. Γιὰ κοίταξε τὸ παιδάκι. Τοῦ περιορίζουμε τὴν ἐλευθερία ἀπό τὴν ἀρχή. Μόλις συλλαμβάνεται εἶναι περιορισμένο στὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας· μένει ἐκεῖ ἐννιὰ μῆνες. Μόλις ἀρχίζει νὰ μεγαλώνει τοῦ βάζουμε κάγκελα. Ὅλα φαίνονται ὅτι τοῦ στεροῦν τὴν ἐλευθερία, ἀλλὰ δίχως αὐτὰ τὰ προστατευτικὰ μέτρα τὸ παιδὶ θὰ πέθαινε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή».
— * —
Μιὰ φορὰ εἶχε ἔρθει στὸ καλύβι, διηγεῖται ὁ Γέροντας Παΐσιος, ἕνα νέο παιδὶ ἀπελπισμένο, γιατὶ ἔπεφτε σὲ σαρκικὴ ἁμαρτία καὶ δὲν μποροῦσε νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ αὐτὸ τὸ πάθος. Εἶχε πάει σὲ δύο πνευματικούς, ποὺ προσπάθησαν μὲ αὐστηρὸ τρόπο νὰ τὸ βοηθήσουν νὰ καταλάβει ὅτι εἶναι βαρὺ αὐτὸ ποὺ κάνει. Τὸ παιδὶ ἀπελπίσθηκε. «Ἀφοῦ ξέρω ὅτι αὐτὸ ποὺ κάνω εἶναι ἁμαρτία, εἶπε, καὶ δὲν μπορῶ νὰ σταματήσω νὰ τὸ κάνω καὶ νὰ διορθωθῶ, θὰ κόψω κάθε σχέση μου μὲ τὸ Θεό». Ὅταν ἄκουσα τὸ πρόβλημά του, τὸ πόνεσα τὸ καημένο καὶ τοῦ εἶπα: «Κοίταξε, εὐλογημένο, ποτὲ νὰ μὴ ξεκινᾶς τὸν ἀγώνα σου ἀπὸ αὐτὰ ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ κάνεις, ἀλλὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ μπορεῖς νὰ κάνεις. Γιὰ νὰ δοῦμε τί μπορεῖς νὰ κάνεις καὶ νὰ ἀρχίσεις ἀπὸ αὐτά. Μπορεῖς νὰ ἐκκλησιάζεσαι κάθε Κυριακή;». «Μπορῶ», μοῦ λέει. «Μπορεῖς νὰ νηστεύεις κάθε Τετάρτη καὶ Παρασκευή;». «Μπορῶ». «Μπορεῖς νὰ δίνεις ἐλεημοσύνη τὸ ἕνα δέκατο ἀπὸ τὸ μισθό σου ἢ νὰ ἐπισκέπτεσαι ἀρρώστους καὶ νὰ τοὺς βοηθᾶς;». «Μπορῶ». Μπορεῖς νὰ προσεύχεσαι κάθε βράδυ, ἔστω κι ἂν ἁμάρτησες καὶ νὰ λές: «Θεέ μου, σῶσε τὴν ψυχή μου;». «Θὰ τὸ κάνω, Γέροντα» μοῦ λέει.
«Ἄρχισε λοιπόν, τοῦ λέω, ἀπὸ σήμερα νὰ κάνεις ὅλα αὐτὰ ποὺ μπορεῖς καὶ ὁ Παντοδύναμος Θεὸς θὰ κάνει τὸ ἕνα ποὺ δὲν μπορεῖς». Τὸ καημένο ἠρέμησε καὶ συνέχεια ἔλεγε: «Σ᾽ εὐχαριστῶ, πάτερ». Εἶχε, βλέπεις, φιλότιμο καὶ ὁ Καλὸς Θεὸς τὸ βοήθησε (καὶ ξέκοψε ἀπὸ τὴν πτῶσι στὴν ἁμαρτία)!
(Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ π. Γεωργίου Καλπούζου· «Ἔφηβοι καὶ προγαμιαῖες σχέσεις», σελ. 60-67, ἐκδόσεις «Φωτοδότες»)
[*] Ἡ Ἁγία αὐτοῦ μνήμηἑορτάζεται ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας μας τῇ 12ῃ Ἰουλίου.