–
Αὐτὸ ἀναφέρεται στὴν αὐτοπεποίθηση τοῦ ἀνθρώπου. Βλέπεις, καὶ στὴν
Ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Σχήματος, ὅταν ὁ ὑποψήφιος μοναχὸς ἐρωτᾶται:
«Ταῦτα πάντα ὑπομένεις;», ἀπαντᾶ: «Ναί, τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος»[2].
Δὲν λέει: «Ναί, ἐγὼ μόνος μου θὰ ὑπομείνω». Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν βάζη σὲ
ὅλα μπροστὰ τὸν Θεό, ἀλλὰ λέη: «ἐγὼ μόνος μου θὰ κάνω αὐτό, ἐγὼ μὲ τὶς
δικές μου δυνάμεις θὰ κάνω ἐκεῖνο», τότε καὶ τὰ μοῦτρα του τρώει καὶ
τίποτε δὲν κάνει.
– Γέροντα, στενοχωρῶ πολὺ τὶς ἀδελφές· ἄλλα μοῦ λένε νὰ κάνω, ἄλλα κάνω.
–
Ἀπὸ τὴν αὐτοπεποίθηση τὸ παθαίνεις. Ἐσὺ νομίζεις ὅτι πιάνεις πουλιὰ
στὸν ἀέρα, ἐνῶ πιάνεις ἀέρα! Σηκώνεις τὸ χέρι σου καὶ νομίζεις ὅτι
ἔπιασες ἕνα πουλί. «Τὸ ἔπιασα» λές, ἀλλὰ τὸ χέρι σου εἶναι ἄδειο.
Σηκώνεις καὶ τὸ ἄλλο σου χέρι, «τὸ ἔπιασα» λές, ἀλλὰ καὶ πάλι τὸ χέρι
σου εἶναι ἄδειο. Νὰ βλέπης πρῶτα ἂν εἶναι γεμάτο τὸ χέρι σου καὶ ὕστερα
νὰ λὲς «τὸ ἔπιασα».
– Γέροντα, οἱ ἀδελφὲς μοῦ λένε ὅτι δυσκολεύονται μαζί μου, ἐπειδὴ ἐπιμένω στὴν γνώμη μου· ἐγὼ ὅμως δὲν τὸ καταλαβαίνω πάντοτε.
–
Ξέρεις τί συμβαίνει μ᾿ ἐσένα; Ὅταν σχηματίζης μιὰ γνώμη γιὰ κάτι, δὲν
λές: «μοῦ πέρασε αὐτὸς ὁ λογισμός, δὲν ξέρω ἂν εἶναι σωστός», ἀλλὰ
πιστεύεις ὅτι ἡ γνώμη σου εἶναι πάντοτε σωστὴ καὶ ἐπιμένεις. Κάνεις σὰν
ἐκείνη τὴν νοικοκυρὰ ποὺ τῆς ἀγόρασε ὁ ἄνδρας της ἕνα χταπόδι νὰ
μαγειρέψη, ἀλλὰ τοῦ ἔλειπε τὸ ἕνα πλοκάμι. «Τὸ μαγείρεψες, τῆς λέει, τὸ
χταπόδι; ἔβρασε;». «Ποιό χταπόδι; λέει ἐκείνη, τὸ ἑπταπόδι». Ὄχι τὸ
ὀχταπόδι-ὄχι τὸ ἑπταπόδι, νευρίασε στὸ τέλος ὁ ἄνδρας της ἀπὸ τὴν
ἐπιμονή της καὶ τὴν πέταξε στὸ πηγάδι. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ᾿κεῖ ἔδειχνε μὲ τὰ
δάκτυλά της «ἑπτά, ἑπτά, ἑπτά»! Κοίταξε, νὰ λὲς τὸν λογισμό σου, ἀλλὰ νὰ
μὴν ἐπιμένης.
– Ὅμως, Γέροντα, πολλὲς φορὲς βλέπω ὅτι ἡ δική μου γνώμη εἶναι καλύτερη ἀπὸ τὴν γνώμη τῶν ἀδελφῶν μὲ τὶς ὁποῖες συνεργάζομαι.
–
Ἀπὸ τὴν αὐτοπεποίθηση ποὺ ἔχεις βλέπεις ἔτσι τὰ πράγματα. Νὰ προσέξης
πολύ, γιατὶ ὅποιος ἔχει πολλὴ λογικὴ καὶ κρίση μὲ ἐγωισμὸ καὶ
αὐτοπεποίθηση, μπορεῖ νὰ φθάση νὰ μὴν παραδέχεται κανέναν.
– Πῶς θὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὴν αὐτοπεποίθηση;
–
Ἂν γνωρίσης τὸν ἑαυτό σου, θὰ δῆς ὅτι δὲν ἔχεις τίποτε δικό σου καὶ
τίποτε δὲν μπορεῖς νὰ κάνης χωρὶς τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἂν λοιπὸν
καταλάβης πὼς ὅ,τι καλὸ κάνεις εἶναι ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὅσες χαζομάρες
κάνεις εἶναι δικές σου, τότε θὰ πάψης νὰ ἔχης ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό σου
καὶ θὰ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὴν αὐτοπεποίθηση.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου ΛΟΓΟΙ Ε' «Πάθη καὶ άρετές»
__________________________
[1] Ψαλμ. 126, 1.
[2] Βλ. Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, Ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου καὶ Ἀγγελικοῦ Σχήματος, σ. 207.