ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ
Λέγει ὁ Ἀπ. Ἰάκωβος: «Ὑποτάγητε οὖν τῷ
Θεῷ. Ἀντίστητε τῷ διαβόλῳ, καὶ φεύξεται ἀφ’ ὑµῶν·» (Ἰακώβ. δ, 7). Δηλ.
Ὑποταχθῆτε λοιπὸν ταπεινὰ στὸν Θεό. Ἀντισταθῆτε στὸν διάβολο, ποὺ σᾶς
πειράζει µὲ τὶς ἡδονὲς τοῦ κόσµου, καὶ θὰ φύγῃ νικηµένος, καὶ
ντροπιασµένος µακριὰ ἀπὸ σᾶς.
• Ὁ διάβολος δὲν ἀφήνει κανένα ἄνθρωπο ἐπὶ τῆς γῆς ἀπείραστο. Κυρίως ὅμως πειράζει, ὅπως λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος στὴν ΜΔ΄ Ὁμιλία του «ΕΙΣ ΤΑΣ ΠΡΑΞΕΙΣ», τοὺς ἀσθενεῖς, ἐνῶ ἀπὸ τοὺς ἰσχυροὺς ἀπομακρύνεται.
• Ὁ διάβολος δὲν ἀφήνει κανένα ἄνθρωπο ἐπὶ τῆς γῆς ἀπείραστο. Κυρίως ὅμως πειράζει, ὅπως λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος στὴν ΜΔ΄ Ὁμιλία του «ΕΙΣ ΤΑΣ ΠΡΑΞΕΙΣ», τοὺς ἀσθενεῖς, ἐνῶ ἀπὸ τοὺς ἰσχυροὺς ἀπομακρύνεται.
«Ἄν ἦταν αἴτιος ὁ διάβολος, ἔπρεπε σύμφωνα μ’ αὐτὸ νὰ ὁδηγοῦνται στὴν
ἀπώλεια ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ πειράζονται ἀπ’ αὐτόν, ἐφ’ ὅσον ὅμως δὲν
ὁδηγοῦνται στὴν ἀπώλεια, ἡ αἰτία βρίσκεται σ’ ἐμᾶς».
«Ἀλλ’ ἔπρεπε, λέει, ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ πειράζονται ἀπ’ τὸ διάβολο νὰ
κατορθώνουν νὰ βγοῦν νικητές, ἤ, ἄν ἡ αἰτία βρίσκεται σ’ ἐμᾶς, ἔπρεπε
καὶ χωρὶς τὸν διάβολο νὰ ὁδηγούμαστε στὴν ἀπώλεια. Αὐτὸ καὶ γίνεται.
Καθ’ ὅσον πολλοὶ καὶ χωρὶς τὸ διάβολο ὁδηγοῦνται στὴν ἀπώλεια. Γιατί
ἀσφαλῶς δὲν τὰ προξενεῖ ὅλα αὐτός, ἀλλὰ πολλὰ συμβαίνουν καὶ μόνο ἀπ’ τὴ
δική μας ἀδιαφορία. Ἂν κάπου γίνεται κι ἐκεῖνος αἴτιος, αὐτὸ συμβαίνει,
ἐπειδὴ ἐμεῖς κάναμε τὴν ἀρχή. Γιατί πές μου σὲ παρακαλῶ, πότε ὁ
διάβολος ὑπερίσχυσε ἐπὶ τοῦ Ἰούδα; Ὅταν, λέει, εἰσῆλθε σ’ αὐτὸν ὁ
Σατανᾶς. Ἀλλὰ ἄκουσε τὴν αἰτία. Γιατί λέγει, «Ἦταν κλέφτης καὶ ἀφαιροῦσε
ἐκεῖνα ποὺ ἔβαζαν στὸ ταμεῖο” (Ἰωάν. 12, 6). Ὁ ἴδιος τὸν ἄφησε νὰ μπῆ
μέσα του μὲ ὅλη τὴν ἄνεσή του. Ἑπομένως δὲν κάνει ὁ διάβολος τὴν ἀρχή,
ἀλλὰ ἐμεῖς τὸν δεχόμαστε καὶ τὸν καλοῦμε».
• Στὸ βιβλίο τῆς Ἱ. Μ. Ὁσίου Δαυίδ γιὰ τὸν Ἅγιο Γέροντα Ἰάκωβο διαβάζουμε σχετικά:
«Σχολίασε τότε ὁ Γέροντας τὸ πόσο ἀπομακρύνουν τὸν πειρασμὸ οἱ
ἡμερονύκτιες Ἀκολουθίες καὶ ἡ καθημερινὴ Θεία Λειτουργία. Ὁ ἴδιος ὁ
διάβολος ὁμολόγησε ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ μείνη στὴ Μονὴ «ἐπειδὴ συνέχεια
ντοὺν-ντοὺν οἱ καμπάνες», ἐνῷ ἀντίθετα πόσο χαίρεται μὲ τὰ σκάνδαλα καὶ
τὶς παρεξηγήσεις, ποὺ τἄχει γιὰ πανηγύρι. «Πάντως», ἔλεγε ὁ Γέροντας,
«ἔρχεται καὶ σέ μᾶς, κάνει τὴ βόλτα του μὴ τυχὸν καὶ βρεῖ κανένα
ἀφύλακτο, γιὰ νὰ μπορέση νὰ κάνη τὴ δουλειά του».
«Ἄλλη μιὰ φορά», εἶπε ὁ Γέροντας, «ἦταν βράδυ καὶ κάναμε μὲ τοὺς πατέρες
τὸ ἀπόδειπνο, ὅταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς θέλησε νὰ πάη στὸ κελλί του
νὰ πάρη κάποιο βιβλίο. Ἀνοίγοντας τὴν πόρτα τοῦ κελλιοῦ μου νὰ βγῆ ἔξω,
βλέπω ἀπ’ ἔξω τὸν πειρασμὸ μὲ γυναικεία μορφή, ποὺ ἄσεμνα μοῦ ἔδειξε τὰ
ὀπίσθιά της λέγοντας ἀδιάντροπα λόγια. Πῆρα στὰ χέρια μου τὴν εἰκόνα τῆς
Παναγίας μας καὶ βγῆκα ἔξω λέγοντας: «Ὑπὸ τὴν σὴν εὐσπλαγχνίαν
καταφεύγομεν, Θεοτόκε, κ.λπ.», ὁπότε, ὅπως φεύγει ἡ ὀβίδα σφυρίζοντας,
ἐξακοντίστηκε ὁ πειρασμός, πέρασε πάνω ἀπὸ τὰ κεραμίδια τῆς Μονῆς καὶ
ἔσκασε στὸ ἀπέναντι βουνὸ μὲ ἐκκωφαντικὸ θόρυβο».
«Ἄλλο ἕνα πρωινό, χαράματα», εἶπε ὁ Γέροντας, «βγαίνοντας ἀπὸ τὸ κελλὶ
νὰ πάω στὴν ἐκκλησία, βλέπω ἕνα μεγάλο μαῦρο σκυλὶ νὰ στέκεται ἔξω ἀπὸ
τὴν πόρτα μου. Πρὶν βγῶ ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ κελλιοῦ μου βέβαια, ὅπως
πάντα, ἔκανα τὸ Σταυρό μου. Βλέποντας λοιπὸν τὸ σκυλί, τὸ σκούντησα μὲ
τὸ πόδι μου λέγοντας:
– Ἐδῶ κοιμήθηκες ἀπόψε;
Καθὼς προχώρησα λέγοντας «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…» καὶ ξανακάνοντας τὸ
Σταυρό μου γυρίζω καὶ βλέπω ὅτι τὸ σκυλὶ ἐξαφανίστηκε. Ἦταν ὁ πειρασμὸς
ποὺ περίμενε, γιὰ νὰ μὲ ρίξει κάτω ἀπὸ τὴ σκάλα, ἀλλὰ ἡ δύναμη τοῦ
Τιμίου Σταυροῦ μὲ φύλαξε», εἶπε ὁ Γέροντας».
Στὰ ἱερὰ Μοναστήρια καὶ στοὺς ἱεροὺς Ναοὺς πρέπει μὲ σεμνότητα καὶ μὲ
εὐπρέπεια νὰ εἰσέρχωνται οἱ προσκυνητές. «Κάποτε ἦρθε», διηγεῖτο ὁ
Γέροντας, «ἕνας νέος ἐπιστήμονας, ἀγροτικὸς γιατρός, γιὰ ἐπίσκεψη στὸ
Μοναστήρι, φοροῦσε δὲ κοντομάνικο πουκάμισο. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ στὴν αὐλὴ
τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ἦταν μιὰ δαιμονισμένη γυναίκα, ἡ ὁποία ὅρμησε, ἅρπαξε τὸ
νεαρὸ ἀπὸ τὸ μπράτσο καὶ τὸν κρατοῦσε μὲ φοβερὴ δύναμη λέγοντας:
– Βρὲ ἐσύ, ἄθεε, ποὺ δὲν πιστεύεις τίποτε, θὰ γράψης συνταγὴ νὰ θεραπεύσης τὸν κόσμο, πού μοῦ ἦρθες μὲ τὸ κοντό σου πουκαμισάκι;
Μὲ πολὺ κόπο κατορθώσαμε νὰ τὸν ἀπαγκιστρώσουμε ἀπὸ τὰ χέρια τῆς δαιμονισμένης, ὁπότε ὁ καημένος ἔφυγε πανικόβλητος».