Κυριακὴ Ζ΄ Ματθαίου (Γαλ. γ΄ 23- δ΄ 5)
Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου Πατριάρχου Κων/πόλεως
«Πρὶν ἔλθη ἡ πίστις, ἐφρουρούμεθα κεκλεισμένοι κάτω ἀπὸ τὸν νόμον, μέχρις ὅτου ἀποκαλυφθῆ ἡ πίστις».
Διὰ τοῦ «ἐφρουρούμεθα» καὶ «κεκλεισμένοι» τίποτε ἄλλο δὲν θέλει νὰ
δηλώση, παρὰ τὴν ἀσφάλειαν, ἡ ὁποία ἐδόθη ἀπὸ τὰς ἐντολὰς τοῦ νόμου.
Διότι, ὡσὰν νὰ ἐκράτει αὐτοὺς μέσα εἰς ἕν τεῖχος μὲ τὸν φόβον, καὶ εἰς
τὸν βίον τὸν σύμφωνον πρὸς αὐτόν, ὁ νόμος ἐκράτει αὐτοὺς εἰς τὴν πίστιν.
«Ὥστε ὁ νόμος ἦτο παιδαγωγὸς εἰς ἡμᾶς, ἕως ὅτου ἔλθῃ ὁ Χριστός, διὰ νὰ δικαιωθῶμεν διὰ τῆς πίστεως»
(γ΄ 24). Ὁ δὲ παιδαγωγὸς δὲν ἐναντιοῦται εἰς τὸν διδάσκαλον, ἀλλὰ καὶ
συνεργεῖ, ἀπαλλάσσων τὸν νέον ἀπὸ κάθε κακίαν καὶ μὲ κάθε ἐπιμέλειαν
προετοιμάζων νὰ δέχεται τὰ μαθήματα ἀπὸ τὸν διδάσκαλον. Διὰ τοῦτο λέγει:
«Τώρα δέ, ποὺ ἦλθεν ἡ πίστις, δὲν εἴμεθα πλέον ὑπὸ παιδαγωγόν, διότι
διὰ τῆς πίστεως εἶσθε ὅλοι υἱοὶ Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (γ΄ 25-26). Ἐὰν
λοιπὸν ὁ νόμος εἶναι παιδαγωγὸς καὶ ἐφρουρούμεθα κεκλεισμένοι κάτω ἀπὸ
αὐτόν, ὄχι μόνον δὲν εἶναι ἀντίθετος πρὸς τὴν Χάριν, ἀλλὰ καὶ συνεργὸς
εἶναι· ἐὰν δέ, ἐνῷ ἦλθεν ἡ Χάρις, ἐπιμένει νὰ ἰσχύη, τότε εἶναι
ἀντίθετος. Διότι ἂν, ἐνῷ ὀφείλομεν νὰ ἐξέλθωμεν πρὸς τὴν πίστιν, αὐτὸς
μᾶς κρατεῖ κεκλεισμένους, τότε καταστρέφει τὴν σωτηρίαν μας.
Διότι, ὅπως ἀκριβῶς ὁ λύχνος, ἀφοῦ
ἐφώτισε ὅλην τὴν νύκτα, ὅταν ἔλθη ἡ ἡμέρα πλέον σβήνεται, διότι ἐὰν μᾶς
ἐμποδίζη νὰ βλέπωμε τὸν ἥλιον, ἀντὶ νὰ ὠφελῆ, προκαλεῖ ζημιὰ καὶ βλάβη,
ἔτσι καὶ ὁ νόμος, ὅταν γίνεται ἐμπόδιο πρὸς τὰ μεγαλύτερα, διαφθείρει
ἀντὶ νὰ ὠφελῆ καὶ χρησιμεύη. Αὐτοὶ ποὺ τὸν τηροῦν τώρα, πολὺ περισσότερο
τὸν δυσφημοῦν. Διότι καὶ ὁ παιδαγωγὸς τότε καθιστᾶ τὸν νέο περίγελο καὶ
ἄξιο ἐμπαιγμοῦ, ὅταν, ἐνῷ ὁ καιρὸς καλεῖ αὐτὸν ν’ ἀπακρυνθῆ, τὸν κρατῆ
κοντά του. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Παῦλος λέγει: «Τώρα δὲ ποὺ ἦλθε ἡ πίστις, δὲν εἴμεθα πλέον ὑπὸ παιδαγωγόν». Ὥστε, δὲν εἴμεθα ὑπὸ παιδαγωγόν.
«Διότι διὰ τῆς πίστεως εἶσθε ὅλοι υἱοὶ Θεοῦ» (γ΄ 26).
Ὤ, πόσον μεγάλη εἶναι ἡ δύναμις τῆς πίστεως καὶ πῶς, ὅσον αὐτὴ αὐξάνει,
φανερώνει τὴν δύναμίν της! Διότι προηγουμένως ἡ πίστις ἀνέδειξεν αὐτοὺς
υἱοὺς τοῦ Πατριάρχου· διότι λέγει: «Γινώσκετε γὰρ ὅτι οἱ ἐκ πίστεως, οὗτοι υἱοὶ εἰσιν Ἀβραάμ» (γ΄ 7). Τώρα ὅμως λέγει ὅτι εἶναι καὶ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. «Πάντες γὰρ υἱοὶ Θεοῦ, ἐστὲ διὰ πίστεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ»· διὰ τῆς πίστεως, ὄχι διὰ τοῦ νόμου. Ὕστερον, ἐπειδὴ εἶπε μεγάλο καὶ θαυμαστὸ πρᾶγμα, λέγει καὶ τὸν τρόπο τῆς υἱοθεσίας. «Ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε» (γ΄ 27). Καὶ
διατὶ δὲν εἶπεν ὅτι ὅσοι ἐβαπτίσθητε εἰς Χριστόν, ἔχετε γεννηθῆ ἀπὸ τὸν
Θεόν; Διότι αὐτὸ ἦτο τὸ φυσικὸν ἀκόλουθον, νὰ δείξη ὅτι ἦσαν υἱοὶ τοῦ
Θεοῦ. Αὐτὸ λέγει μὲ τρόπο πολὺ πιὸ φοβερό. Διότι, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς εἶναι
Υἱὸς Θεοῦ, καὶ ἐσὺ ἔχεις ἐνδυθῆ Αὐτόν, ἔχων μέσα σου τὸν Υἱόν, καὶ ἀφοῦ
ἀφωμοιώθης πρὸς Αὐτόν, ἔχεις ὁδηγηθῆ εἰς μίαν συγγένειαν καὶ εἰς μίαν
εἰκόνα.
Δὲν ὑπάρχει Ἰουδαῖος, οὔτε Ἕλλην, δὲν
ὑπάρχει δοῦλος οὔτε ἐλεύθερος, δὲν ὑπάρχει ἄρρεν καὶ θῆλυ, διότι ὅλοι
ἐσεῖς εἶσθε εἷς ἄνθρωπος ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (γ΄ 28). Εἶδες ψυχὴ
ἀνεξάντλητος; Διότι ἀφοῦ εἶπεν ὅτι ἐγίναμε υἱοὶ τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς
πίστεως, δὲν σταματᾶ μέχρις αὐτὸ τὸ σημεῖο, ἀλλ’ ἐπιζητεῖ νὰ εὕρη κάτι
περισσότερον, τὸ ὁποῖον δύναται νὰ παραστήση σαφέστερον τὴν ἐγγυτέραν
ἕνωσιν μὲ τὸν Χριστόν. Καὶ ἀφοῦ εἶπεν ὅτι ἔχετε ἐνδυθεῖ αὐτόν, οὔτε εἰς
αὐτὴν τὴν λέξιν ἀρκεῖται, ἀλλ’ ἑρμηνεύων αὐτήν, προχωρεῖ βαθύτερον εἰς
αὐτὴν τὴν ἕνωσιν, καὶ λέγει ὅτι «πάντες εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ»·
δηλαδή, μία μορφή, μία ὄψι ἔχετε ὅλοι, ἕνα τύπον, αὐτὸν τοῦ Χριστοῦ. Τί
θὰ ἦτο πιὸ τρομερὸ καὶ συγκλονιστικὸ ἀπὸ αὐτό; Ὁ Ἕλλην καὶ ὁ Ἰουδαῖος
καὶ ὁ πρώην δοῦλος, ὄχι ἀγγέλου, οὔτε ἀρχαγγέλου, ἀλλὰ αὐτοῦ τοῦ ἰδίου
τοῦ Κυρίου τοῦ παντὸς, περιέρχεται παντοῦ, καὶ ἔρχεται σὲ πλήρη ἀνάπτυξη
ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὸν ἑαυτόν τους.
«Ἐὰν εἶσθε τοῦ Χριστοῦ, ἄρα εἶσθε ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ, καὶ κληρονόμοι βάσει ὑποσχέσεως» (γ΄ 29).
Εἶδες, πῶς αὐτὸ τὸ ὁποῖον ἔλεγε
προηγουμένως διὰ τὸν ἀπόγονον, ἀπέδειξε τώρα, ὅτι εἰς αὐτὸν καὶ εἰς τὸν
ἀπόγονον αὐτοῦ ἔχουν δοθῆ αἱ εὐλογίαι;
Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἐννοῶ εἶναι ὅτι, ἐφ’
ὅσον χρόνον ὁ κληρονόμος εἶναι ἀνήλικος, δὲν διαφέρει καθόλου ἀπὸ τὸν
δοῦλον, ἂν καὶ εἶναι κύριος ὅλης τῆς περιουσίας, ἀλλ’ εἶναι ὑπὸ τὴν
ἐξουσίαν ἐπιτρόπων καὶ διαχειριστῶν μέχρι τῆς προθεσμίας, τὴν ὁποίαν
ὥρισεν ὁ πατήρ. «Ἔτσι καὶ ἐμεῖς, ὅταν ἤμεθα ἀνήλικοι, ἤμεθα
ὑποδουλωμένοι κάτω ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου» (Γαλ. 4: 1-3).
Νήπιον ἐδῶ λέγει ὄχι εἰς τὴν
ἡλικίαν, ἀλλ’ εἰς τὸ φρόνημα, διὰ νὰ δείξη, ὅτι ὁ μὲν Θεὸς ἀπὸ τὴν ἀρχὴν
ἤθελε νὰ χαρίση αὐτά· ἀλλ’ ἐπειδὴ ἀκόμη ἤμεθα εἰς νηπιώδη κατάστασιν,
ἐπέτρεψε νὰ ἤμεθα ὑπὸ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου, δηλαδὴ τὰς
νουμηνίας καὶ τὰ Σάββατα· διότι αὐταὶ αἱ ἡμέραι γίνονται δι’ ἡμᾶς ἀπὸ
τὴν περιφορὰν τοῦ ἡλίου καὶ τῆς σελήνης. Ἐὰν λοιπὸν καὶ τώρα σᾶς ὁδηγοῦν
ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν τοῦ νόμου, δὲν κάμνουν τίποτε ἄλλο, παρὰ νὰ σᾶς
ὁδηγοῦν ὀπίσω, ἐνῷ εὑρίσκεσθε εἰς τὸν χρόνον τῆς ὡρίμου ἡλικίας. Βλέπεις
πόσον κακὸν εἶναι ἡ τήρησις τῶν ἡμερῶν; Τὸν Κύριον, τὸν οἰκοδεσμότην,
τὸν κυρίαρχον πάντων, ὑποβιβάζει εἰς τὴν τάξιν τοῦ δούλου.
«Ὅταν ὅμως συνεπληρώθη ὁ χρόνος, τότε
ἔστειλεν ὁ Θεὸς τὸν Υἱόν Του, ὁ ὁποῖος ἐγεννήθη ἀπὸ γυναῖκα καὶ
διετέλεσε ὑπὸ τὸν νόμον, διὰ νὰ ἐξαγοράση ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἦσαν δοῦλοι
κάτω ἀπὸ τὸν νόμον, διὰ νὰ λάβωμεν τὴν υἱοθεσίαν» (δ΄ 4-5).
Δύο κατορθώματα καὶ αἰτίες τῆς σαρκώσεως
θέτει ἐδῶ, καὶ τὴν ἀπαλλαγὴν ἀπὸ τὰ κακά, καὶ τὴν χορήγησιν τῶν ἀγαθῶν·
τὰ ὁποῖα δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ κατορθωθοῦν ἀπὸ κανένα, παρὰ μόνον ἀπὸ
Αὐτόν. Ποῖα δὲ ἦσαν αὐτά; Νὰ ἁπαλλαγῶμεν ἀπὸ τὴν κατάραν τοῦ νόμου καὶ νὰ ὁδηγηθῶμεν εἰς τὴν υἱοθεσίαν.
Διότι, «διὰ νὰ ἐξαγοράση ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἦσαν δοῦλοι κάτω ἀπὸ τὸν
νόμον», λέγει, «καὶ διὰ νὰ λάβωμεν τὴν υἱοθεσίαν». Καλῶς εἶπε «νὰ
λάβωμεν», δεικνύων ὅτι ἦτο ὀφειλομένη. Διότι ἄνωθεν εἶχεν ὑποσχεθῆ, ὅπως
καὶ ἔδειξεν ὁ ἴδιος διὰ πολλῶν ὅτι ἐδόθησαν δι’ αὐτὰ ὑποσχέσεις εἰς τὸν
Ἀβραάμ.
Καὶ ἀπὸ ποῦ εἶναι φανερὸν ὅτι ἐγίναμεν
υἱοί; λέγει. Εἶπε τὸν τρόπον, ὅτι ἐνεδύθημεν τὸν Χριστόν, ὁ ὁποῖος εἶναι
Υἱός· λέγει τώρα καὶ δεύτερον, ὅτι ἐλάβομεν τὸ πνεῦμα τῆς υἱοθεσίας.
Διότι δὲν θὰ ἠδυνάμεθα νὰ ὀνομάσωμεν Πατέρα τὸν Θεόν, ἐὰν προηγουμένως
δὲν εἴχομεν γίνει υἱοί. Ἐὰν λοιπὸν ἡ Χάρις μᾶς ἀνέδειξεν ἀπὸ
δούλους ἐλευθέρους, ἀπὸ νήπια τελείους, ἀπὸ ἐχθροὺς κληρονόμους καὶ
υἱούς, πῶς δὲν εἶναι ἄτοπον καὶ ἐσχάτης ἀγνωμοσύνης τὸ νὰ ἐγκαταλείψωμεν
αὐτὴν καὶ νὰ ἐπιστρέψωμεν εἰς τὰ ὀπίσω;
Πηγή: ΕΠΕ τ/20
σελ. 315. Ἀπόσπασμα