Γιὰ τοὺς κατεργαζομένους τὸ κακό,
ἐπακολουθοῦν θυμὸς καὶ ὀργή, θλίψη καὶ στενοχωρία. Γιὰ τὸν καθένα ὅμως
ποὺ ἐργάζεται τὸ καλό, ἐπιφυλάσσεται δόξα, τιμὴ καὶ εἰρήνη, «Ἰουδαίῳ τε
καὶ Ἕλληνι», γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.
Ἀλλὰ γιὰ ποιὸν Ἰουδαῖο καὶ γιὰ ποιοὺς
Ἕλληνες μιλάει; Ἀναφέρεται ἐδῶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν προχριστιανικὴ
περίοδο. Παίρνει σὰν δεδομένο ὅτι ὁ Ἕλληνας θὰ κολασθῆ γιὰ τὰ κακὰ ποὺ
κάνει, ἐπειδὴ παραβαίνει τὸν φυσικὸ νόμο ποὺ εἶναι γραμμένος στὶς
ἀνθρώπινες καρδιὲς καὶ θὰ τιμηθῆ γιὰ τὰ καλὰ ποὺ κάνει, φυλάσσοντας τὸν
φυσικὸ νόμο. Τὸ ὅτι δέ, ὁ Ἰουδαῖος, ἐκτὸς τοῦ φυσικοῦ νόμου, ἔλαβε καὶ
τὴν διδασκαλία τοῦ γραπτοῦ λόγου, γιὰ κάθε παράβασή του, γίνεται
περισσότερο ἔνοχος. Λέγοντας δὲ ἐδῶ Ἕλληνας, ἐννοεῖ, ὄχι τοὺς
εἰδωλολάτρες ἀλλὰ τοὺς θεοσεβεῖς, ποὺ ἀποτελοῦν τὸν φυσικὸ νόμο ἐκείνους
δηλαδὴ ποὺ διατηροῦν ὅλα ὅσα συντελοῦν στὴν εὐσέβεια, ὅπως ἦταν ὁ
Μελχισεδέκ, ὁ Ἰώβ, οἱ Νινευῖται, ὁ Κορνήλιος, ὅπως λέγει ὁ Ἰσίδωρος, ὁ
Πηλουσιώτης.
Τὰ ἀγαθὰ ἔργα ἐπιβραβεύονται χωρὶς νὰ γίνωνται διακρίσεις ἀπὸ τὸ ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ τὰ κάνουν.
Τί ἦταν ὁ Κορνήλιος; Ἦταν ἑκατόνταρχος στὴν Καισάρεια, εὐσεβὴς καὶ
φοβούμενος τὸν Θεό, σὺν παντὶ τῷ οἴκῳ αὐτοῦ» (Πράξ. ι΄ 1-2). Ἄνθρωπος μὲ
θρησκευτικὸ φρόνημα, μὲ σεβασμὸ στὸν Θεό, μὲ πλούσιο ἔργο ἀγάπης γιὰ
τὸν πλησίον. Δὲν ἦταν Ἰουδαῖος, οὔτε ζοῦσε σύμφωνα μὲ τὸν γραπτὸ Νόμο.
Αὐτὸ ὅμως δὲν τὸν ἐμπόδισε νὰ εἶναι ἀγαθός, ψυχὴ καλοπροαίρετη μὲ πίστη
στὸν Θεό. Ἔτσι ἔγινε ἄξιος ἀπὸ τὸν Θεὸ θείας ὀπτασίας. Ὁ οὐρανόσταλτος
ἄγγελος εἶπε στὸν Κορνήλιο, κατὰ τὴν ὀπτασία: -«Οἱ προσευχές σου καὶ οἱ
ἐλεημοσύνες σου ἀνέβηκαν στὸν οὐρανό, στὸν Θεό, σὰν εὐπρόσδεκτη
προσφορά, ὥστε νὰ σὲ θυμᾶται συνεχῶς. Καὶ τώρα στεῖλε ἀπεσταλμένους σου
στὴν Ἰόππη καὶ κάλεσε νὰ ’ρθῆ ἐδῶ ὁ Σίμων, ὁ ἀποκαλούμενος Πέτρος…». Τί
βλέπουμε ἐδῶ; Βλέπουμε τὴν ἐπιβράβευση τοῦ Κορνηλίου ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ τὸν ζῆλο του καὶ τὶς ἀγαθοεργίες του.
Ἐπειδὴ δὲ φαινόταν ἀπίστευτο τὸ νὰ
λαμβάνη τιμὴ καὶ δόξα ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ Ἕλληνας ποὺ δὲν ἄκουσε τὰ γραφόμενα
τῆς Π. Διαθήκης, γι’ αὐτὸ λέγει ἐδῶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ τὴν αἰτία.
Καὶ ποιὰ εἶναι ἡ αἰτία; Τὸ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀπροσωπόληπτος.
«Οὐ γὰρ ἐστι προσωποληψία παρὰ τῷ Θεῷ» (β΄ 11). Δὲν λαμβάνει ὑπόψη ὁ
Θεὸς τὴν φυλή, τὴν τάξη τῶν ἀνθρώπων ἢ τὴν καταγωγή, ἀλλὰ ἐξετάζει τὴν
πίστη καὶ τὰ ἔργα του. «Οὐ προσώπων, ἀλλ’ ἔργων ἐστὶν ἡ ζήτησις»,
ἑρμηνεύει ὁ Οἰκουμένιος.
Ἔπειτα, ὁ Ἀπόστολος λέγει, ὅσοι
ἁμάρτησαν χωρὶς νὰ ἔχουν τὸ γραπτὸ Νόμο, θὰ τιμωρηθοῦν ἐπιεικέστερα,
διότι δὲν θὰ ἔχουν ἐκεῖνοι κατήγορο καὶ τὸν γραπτὸ Νόμο τοῦ Θεοῦ. Οἱ
Ἰουδαῖοι ὅμως θὰ κολασθοῦν βαρύτερα, καὶ ὡς παραβάτες τοῦ νόμου τῆς
φύσεως καὶ ὡς παραβάτες τοῦ γραπτοῦ Νόμου. Ἐκεῖνοι ποὺ ἀπολαύσανε
περισσότερη φροντίδα τοῦ Θεοῦ, θὰ λάβουν καὶ μεγαλύτερη τιμωρία. Ἐπίσης
δίκαιοι καὶ ἄξιοι ἀμοιβῆς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἁπλῶς
ἀκοῦν καὶ γνωρίζουν τὸ Νόμο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὅσοι τὸν τηροῦν καὶ τὸν
ἐφαρμόζουν (β΄ 13). Καὶ καλῶς προσέθεσε «παρὰ τῷ Θεῷ», διότι ἐδῶ στὴν
γῆ, ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ μποροῦν νὰ
φαίνωνται σεμνοὶ καὶ πολλοὶ μποροῦν νὰ κομπάζουν σὰν τὸν Φαρισαῖο. Στὸν
Θεὸ ὅμως ποὺ γνωρίζει τὰ μύχια της ψυχῆς, κανένας κομπασμὸς δὲν περνάει.
Ἐνώπιον τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ μόνο οἱ τηρητὲς τοῦ Νομοῦ δικαιώνονται.
Οἱ ἐξ ἐθνῶν εὐσεβεῖς ἀποδεικνύουν μὲ
πράξεις ὅτι ἔχουν γραπτὸ τὸ ἔργο τοῦ νομοῦ μέσα στὶς καρδιές τους. Καὶ ἡ
συνείδησή τους ἐπιβεβαιώνει αὐτοὺς γιὰ τὶς πράξεις τους, ἂν εἶναι καλὲς
ἢ κακές. Καὶ τί σημαίνει «ἔργον τοῦ νόμου»; Ποιὸ εἶναι αὐτό, τὸ ἔργο
τοῦ νόμου; Εἶναι «τὸ προτρέπον ἐπὶ τὰ καλὰ καὶ ἀποτρέπον ἀπὸ τῶν κακῶν»,
ἑρμηνεύει ὁ Οἰκουμένιος. Λύχνος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ συνείδηση στὸν
ἄνθρωπο. Λύχνος ποὺ δὲν σταματάει νὰ καταυγάζη μὲ τὸ σωτήριο φῶς Του.
«Συμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως», ὑπογραμμίζει. Ὁ Θεὸς ἐδημιούργησε
τὸν ἄνθρωπο αὐτάρκη προκειμένου νὰ διακρίνη καὶ νὰ ἐκλέγη τὴν ἀρετὴ καὶ
νὰ ἀποφεύγη τὴν κακία. Πόσο διαπεραστικὴ γίνεται ἡ διαμαρτυρία της, ποὺ
βγαίνει ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ ἐσωτερικοῦ μας καὶ ποὺ κυριολεκτικὰ τὴν
ἀναστατώνει! Κανὼν τῶν πράξεων τοῦ ἀνθρώπου ἡ συνείδηση, κατήγορος, μάρτυρας καὶ Κριτής…
Γιὰ ποιὸ λόγο ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος τὸ «κατηγορούντων ἤ καὶ ἀπολογουμένων»; Ἐδῶ διδάσκει περὶ τοῦ πῶς
θὰ κριθοῦμε ὅλοι γενικὰ οἱ ἄνθρωποι. Διότι, τότε θὰ στέκωνται οἱ
λογισμοί μας ἀντιμέτωποι. Ἄλλοι μέν, ἐναντίον κατηγοροῦντες, ἄλλοι δὲ
ἀπολογούμενοι, πρὸς ὑπεράσπισή μας. Καὶ δὲν χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος ἄλλον
κανένα κατήγορο ἤ συμβοηθό σ’ ἐκεῖνο τὸ κριτήριο. Θὰ κρίνη «τὰ κρυπτὰ
τῶν ἀνθρώπων» ὁ Θεός, τὶς ἀπόκρυφες πράξεις, κατὰ τὸ κήρυγμα τοῦ
Εὐαγγελίου, τὸ διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ εὐαγγελιζόμενο, «διὰ Ἰησοῦ
Χριστοῦ», λέγει. Δηλαδὴ ὁ Πατὴρ, διὰ τοῦ Υἱοῦ καὶ ἐπιβεβαιώνεται ὁ
λόγος: «Ὁ Πατήρ οὐδένα κρίνει, ἀλλὰ τὴν κρίσιν πᾶσαν δέδωκε τῷ Υἱῷ
(Ἰωάν. ε΄ 22). Καὶ μὲ αὐτό, φανερώνει στοὺς Ρωμαίους μὲ πολλὴ σύνεση ὅτι
τὰ τῶν χριστιανῶν δὲν σταματοῦν ἐδῶ, στὰ πρόσκαιρα, ἀλλὰ προχωροῦν πιὸ
πέρα, στὴν ἄλλη ζωή. Ἔτσι τὸ «Κρίνει ὁ Θεὸς τὰ κρυπτὰ τῶν ἀνθρώπων», καὶ
τὸ «θησαυρίζεις σεαυτῷ ὀργὴν ἐν ἡμέρᾳ ὀργῆς», μιλᾶνε γιὰ αἰώνια ζωή.
Εἶναι φοβερὸ ἐκεῖνο τὸ δικαστήριο. Τί θὰ πάθωμεν τότε, ὅταν θὰ
παρουσιασθοῦν ὅλα μπροστὰ στὴν Οἰκουμένη, ὁλόκληρη, καὶ στοὺς γνωστοὺς
καὶ στοὺς ἀγνώστους καὶ θὰ τὰ βλέπουν καθαρά;
Σκέψου ἐκεῖνα ποὺ λέγονται στὸν
Εὐαγγέλιο: «Τοὺς ἀγγέλους ποὺ περιτρέχουν, τὸν νυμφῶνα ποὺ κλείνουν οἱ
πύλες, τὶς λαμπάδες ποὺ σβήνονται, τὶς δυνάμεις ποὺ ἐφιαλτικὰ τραβοῦν
πρὸς τὴν κόλαση. Ὁ καθένας, λοιπόν, ἀφοῦ μπεῖ μέσα στὴ συνείδησή του καὶ
ἀφοῦ σκεφθῆ τὰ ἁμαρτήματά του, νὰ ζητῇ ἀκριβεῖς εὐθύνες ἀπὸ τὸν ἑαυτό
του, γιὰ νὰ μὴ καταδικασθῇ τότε, μαζὶ μὲ τὴν οἰκουμένη.
…Οὔτε ἡ γνώση τοῦ Νόμου, οὔτε ἡ περιτομὴ
ἀρκοῦν, γιὰ νὰ κερδιθῆ ἡ σωτηρία. Ἰουδαῖος ἀληθινὸς καὶ ἄξιος τῶν
δωρεῶν τοῦ Θεοῦ, δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ ἐξωτερικὰ φαίνεται ὡς Ἰουδαῖος. Καὶ
οὔτε ἀληθινὴ περιτομὴ εἶναι αὐτὴ ποὺ γίνεται στὴν σάρκα. Ἀλλά,
πραγματικὸς Ἰουδαῖος εἶναι αὐτὸς ποὺ κρυφά, μὲ πνευματικὸ τρόπο,
λατρεύει καὶ ὑπακούει στὸν Θεό. Καὶ ἀληθινὴ περιτομὴ εἶναι ἡ ἀποκοπὴ κάθε ἐνοχῆς καὶ κακίας ἀπὸ τὴν καρδιά, ποὺ γίνεται μὲ τὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
καὶ ὄχι μὲ τὴν τυπικὴ καὶ νεκρὴ πλέον διάταξη τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου.
Περιτομὴ ἀληθινὴ εἶναι τῆς καρδιᾶς, ἡ ψυχικὴ περιτομή. Τὸ πνεῦμα
ἀπεργάζεται τὴν ἀληθινὴ περιτομὴ (Φιλ. γ΄ 3). «Οἱ γὰρ πιστοὶ διὰ
Πνεύματος Ἁγίου, τὴν περιτομὴν ἔχουσι τῶν ἁμαρτιῶν», ἑρμηνεύει ὁ
Οἰκουμένιος, τὴν πνευματικὴ πολιτεία τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ διὰ τῆς
Χάριτος. Καὶ ὁ Θεοδώρητος λέγει: «περιτετμημένος ὀνομάζεται μᾶλλον ὅς τῆς ψυχῆς τὴν κακίαν περιτέμνων». Ὅπως ἡ πίστη ἄνευ ἔργων εἶναι νεκρά, ἔτσι καὶ ἡ περιτομὴ χωρὶς πράξεις εἶναι ἀνωφελής.
Πηγή: Πρὸς Ρωμαίους
Ἐκδ. Ὀρθόδοξος Τύπος, 6-78. Ἀπόσπασμα