«Ὅταν ἤμουν 20 χρόνων ἀγαπητέ μου καθηγητή, ἤμουν ἀναρχικός. Εἶχα μακριά μαλλιά, εἶχα σκουλαρίκια, εἶχα τυραννήσει πνευματικούς ἀνθρώπους, τους δασκάλους μου. Μέ ἔστειλαν σ’ ἕνα χριστιανικό οἰκοτροφεῖο και τό ἔκανα ἄνω-κάτω!
Μία μέρα, μέ τήν προτροπή ἑνός θείου μου, ἀποφάσισα νά ἐπισκεφθῶ τόν πατέρα Πορφύριο. Νόμιζα ὅτι θά συναντοῦσα ἕνα ἀφελές γεροντάκι, ἀλλά γρήγορα διαψεύστηκα! Μόλις μέ εἶδε ὁ Γέροντάς μου εἶπε:
«Μωρέ ἐσύ θέλεις νά πιστέψεις, ἀλλά δέν σέ ἀφήνει τό πολύ σου, τό δυνατό σου μυαλό! Ἀλλά ποῦ θά πᾶς; Σέ ἀγαπάει, σέ περιμένει ὁ Χριστός καί θά σέ κερδίσει μία μέρα! Μωρέ, ἔλα αὔριο νά τά ποῦμε!»
Πῆγα ἐγώ τήν ἄλλη μέρα νά τά ποῦμε…!
Ὁ Γέροντας, μόλις μέ εἶδε, μοῦ εἶπε:
«Μωρέ, σού ἀρέσουν τά ποιήματα; Γιατί, κι ἐγώ εἶμαι…ποιητής! Πᾶμε στό δάσος νά σού ἀπαγγείλω;»
Μέ πῆρε ἀπό τό χέρι κι ἄρχισε νά μοῦ λέει ποιήματα…!
Ἐγώ, καθώς ἄκουγα ἀναλύθηκα σέ δάκρυα καί ἔκλαιγα. Γιατί…;
Διότι, αὐτά τά ποιήματα, πού ἀπάγγελνε ὁ Γέροντας, ἤσαν τά δικά μου ποιήματα! Αὐτά, πού εἶχα γράψει καί τά εἶχα κρυμμένα σ’ ἕνα τετράδιο, πιστεύοντας ὅτι κάποια μέρα θά τά δημοσίευα. Εἶχα συγκλονισθεῖ!
Ὁ νέος ἐκεῖνος ἔγινε καθηγητής σέ δύο πανεπιστήμια καί ἱερέας!
Ἐλεύθερη ἀπόδοση ὁμιλίας τοῦ καθηγητοῦ κ. Γ. Κρουσταλάκη.
πηγή