Ο
ἱερομόναχος Χριστοφόρος γεννήθηκε τό 1789 στήν Ἑλλάδα ἀπό
γονεῖς εὐλαβεῖς. Ἦρθε στό Ἅγιον Ὄρος σέ ἡλικία 48 ἐτῶν
ἀναζητώντας πνευματικό ὁδηγό. Ἐπισκέφθηκε πολλά
Μοναστήρια καί Κελλιά καί τέλος ὑποτάχθηκε στόν
γερω–Ζαχαρία στά Καυσοκαλύβια. Γιά τήν τελεία ὑπακοή του
ἀπέκτησε γρήγορα τό χάρισμα τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Εἶχε
ἀγάπη γιά ὅλους τούς πατέρες τῆς Σκήτης. Χειροτονήθηκε
ἱερομόναχος καί Πνευματικός καί ἀνέλαβε Δικαῖος τῆς
Σκήτης μετά τήν κοίμηση τοῦ Γέροντός του. Λόγῳ τῆς μέριμνας
ἄφησε τά Καυσοκαλύβια καί πῆγε γιά περισσότερη ἡσυχία καί
ἀπερίσπαστη προσευχή στό ἡσυχαστικό Κελλί Γιαννακόπουλα
πέρα ἀπό τήν σπηλιά τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου. Ἀπέκτησε τρεῖς
Ρουμάνους ὑποτακτικούς τόν Γρηγόριο, τόν Νεόφυτο καί τόν
Χρυσόστομο.
Εἶχαν
ἡσυχαστικό τυπικό. Ὅλη τή νύχτα ἀγρυπνοῦσαν καί
καθημερινά τελοῦσαν τήν θεία Λειτουργία. Στόν
παπα–Χριστοφόρο ἔρχονταν καί κοινωνοῦσαν κρυφά οἱ
γυμνοί–ἀόρατοι ἀσκητές καί μάλιστα ἦταν καί ὁ Πνευματικός
τους.
Κάποτε πού πῆγε νά τούς κοινωνήση, πέρασε μπροστά ἀπό Τούρκους καί δέν τόν εἶδαν, ἔγινε ἀόρατος.
Πολλές
φορές ὁ παπα–Ἰωάσαφ ὁ Λαυριώτης, ὁ βιογράφος του, ὅταν
εἶχε μεγάλους πειρασμούς ἐπισκεπτόταν τόν παπα–Χριστοφόρο
καί χωρίς νά τοῦ πῆ τίποτε, ὁ Γέροντας κατανοοῦσε τήν
κατάστασή του καί μέ μία συμβουλή του κατάλληλη τόν ἀνέπαυε
καί τόν ἀλλοίωνε. Τόνιζε ὁ Γέροντας: «Ὁ ἀρχάριος μοναχός
πρέπει νά ἀρχίζη μέ πολύ ζῆλο τή νοερά προσευχή. Νά
ἐργάζεται λίγο καί νά προσεύχεται πολύ».
Μία
ἑβδομάδα πρίν κοιμηθῆ εἰδοποίησε τούς πατέρες τῆς Λαύρας
γιατί κατάλαβε ὅτι θά φύγη. Τόν ἐπισκέφθηκαν, τούς ζήτησε
συγχώρηση καί τούς παρεκάλεσε νά τοῦ κάνουν κομποσχοίνι. Σέ
μία στιγμή τό πρόσωπό του ἔλαμψε μέ φῶς ἄκτιστο καί οἱ πατέρες
ἔκθαμβοι ἔπεσαν πρηνεῖς λέγοντας τό «Κύριε ἐλέησον».
Ἐκοιμήθη
στίς 22 Δεκεμβρίου 1862 σέ ἡλικία 73 ἐτῶν, ἐκ τῶν ὁποίων τά
25 ἔζησε στό Ἅγιον Ὄρος. Μετά τήν ἀνακομιδή τῶν ὀστῶν του ἡ
κάρα του εὐωδίαζε καί ἔκανε θαύματα.
*
Ὁ
γερω–Δανιήλ τῶν Δανιηλαίων διηγήθηκε: «Πρίν ἀπό τριάντα
χρόνια περίπου ἕνας λαϊκός πήγαινε ἀπό τήν Λαύρα πρός τήν
Ἁγία Ἄννα ἀπό τό σύντομο μονοπάτι κατευθεῖαν, ὄχι ἀπό
Κατουνάκια καί Μικρά Ἁγία Ἄννα. Σ᾽ αὐτήν τήν διαδρομή κάπου
χάθηκε. Καθώς προχωροῦσε ἐκτός τοῦ κανονικοῦ δρόμου,
συνάντησε ἕναν καλόγηρο μισόγυμνο μέ σχισμένα ράσα νά
κάθεται. Τόν ρώτησε: “Πάτερ, πάω γιά τήν Ἁγία Ἄννα καί ἔχασα
τόν δρόμο. Μπορεῖς νά μοῦ τόν δείξης;”. Αὐτός σηκώθηκε καί τοῦ
ἔδειξε. Ὁ λαϊκός ἦταν διψασμένος καί ζήτησε λίγο νερό. Ὁ
ἀσκητής τοῦ εἶπε: “Ἔλα, θά σοῦ δώσω”. Ἀκολούθησε ὁ λαϊκός καί
τόν ὡδήγησε σέ μία σπηλιά. Ἐκεῖ ἦταν ἄλλοι ἕξι πατέρες μέ τήν
ἴδια ἐνδυμασία καί προσεύχονταν. Μόλις μπῆκαν μέσα, κανείς
δέν τοῦ μίλησε. Ὁ ὁδηγός του ἀσκητής τόν ὡδήγησε σέ μία
στερνούλα, κούνησε τήν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ, γιά νά καθαρίση
καί νά πάρη ἀπό κάτω καί τοῦ ἔδωσε καί ἤπιε.
»Κατόπιν ἔφυγε ὁ λαϊκός καί πῆγε στό Κυριακό τῆς
Ἁγίας Ἄννης. Ρώτησε τόν Δικαῖο: “Πάτερ, γιατί δέν δίνετε
λίγο φαγητό σ᾽ ἐκείνους τούς ἀσκητές πάνω στήν σπηλιά; Δέν
ἔχουν τίποτα”. Μόλις ἄκουσε αὐτά ὁ Δικαῖος, ρώτησε· “ποιά
σπηλιά καί ποιοί ἀσκητές;”. Καί ἀφοῦ τοῦ διηγήθηκε ὅσα εἶδε,
τόν ρώτησε ὁ Δικαῖος, ἄν μπορῆ νά τόν ὁδηγήση ἐκεῖ. “Βέβαια”,
ἀπάντησε, “ἀφοῦ πρίν ἀπό μία ὥρα ἤμουν ἐκεῖ”. Τότε ξεκίνησε
μπροστά ὁ λαϊκός καί πίσω ὁ Δικαῖος μέ τό σακκίδιο γεμᾶτο
ἀσκητικές τροφές. Ἔφθασαν στό σημεῖο πού ὑπῆρχε ἡ σπηλιά,
ἀλλά στάθηκε ἀδύνατο νά τήν βροῦν. Ἔλεγε ὁ λαϊκός: “Μά ἀφοῦ
ἐδῶ ἤμουν πρίν ἀπό λίγο καί ἐδῶ ἦταν ἡ σπηλιά, τώρα ποῦ εἶναι;”.
Τούς κάλυψε ἔτσι ὁ Θεός καί ἔμειναν στήν ἀφάνεια».
*
Ὁ
γερω–Παῦλος ὁ Γοβδελᾶς, ὅταν ἦταν νεώτερος, συνάντησε πάνω
στό βουνό ἕναν μισόγυμνο Ἀσκητή (ἴσως ἦταν ἕνας ἀπό τούς
ἑπτά) καί ἐντυπωσιάσθηκε ἀπό τήν ἐμφάνισή του. Ἄρχισε μέ
ἐνδιαφέρον νά τόν ρωτᾶ πῶς λέγεται, ποῦ μένει κ.ἄ. Ἐκεῖνος τοῦ
ἔκανε νεῦμα νά μή μιλᾶ, προχώρησε καί χάθηκε μέσα στό δάσος.
Ἦταν στήν περιοχή τοῦ Διονυσίου, πάνω στό βουνό.
Αὐτό
τό γεγονός τό ἀνέφερε σέ κάποιον γέροντα Ρουμᾶνο καί
ἐκεῖνος τοῦ εἶπε ὅτι κάθε Πάσχα πηγαίνει καί ἀφήνει σ᾽
ἐκεῖνο τό σημεῖο ἕξι αὐγά κόκκινα καί μετά πηγαίνει καί δέν
τά βρίσκει.
Κάποιοι Διονυσιάτες ἀνέφεραν στόν γερω–Παῦ-
λο
ὅτι κάθε χρόνο τή νύχτα τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων ἔβλεπαν σ᾽
ἐκεῖνο ἀκριβῶς τό σημεῖο νά λάμπη φῶς. Ἀλλά τελευταῖα εἶναι
ἀρκετά χρόνια πού αὐτό τό φῶς χάθηκε.
*
Στά
Καυσοκαλύβια πολύ παλαιά γινόταν συζήτηση γιά τό ἄν
ὑπάρχουν οἱ ἀόρατοι–γυμνοί Ἀσκητές. Ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι
ὑπάρχουν, ἄλλοι ὅτι δέν ὑπάρχουν. Πῆρε τόν λόγο ἕνας παπᾶς καί
εἶπε:
–Ὑπάρχουν, ἐγώ πάω καί τούς ἐξυπηρετῶ.
–Ὄχι, λόγια λές, εἶπαν οἱ ἄλλοι.
–Σηκωθῆτε
νά πᾶμε νά τούς βροῦμε. Πῆγαν καί δέν κατώρθωσαν νά βροῦν οὔτε
τό στόμιο τῆς σπηλιᾶς πού μένουν, ἀλλά οὔτε ὅταν ξαναπῆγε
μόνος του, γιά νά τούς ἐξυπηρετήση, τούς ξαναβρῆκε.
*
Παλαιότερα
στή Νέα Σκήτη ἦταν ἕνας Γέροντας μέ τόν ὑποτακτικό του.
Κάποια ἡμέρα ὁ Γέροντας πῆγε στό Κυριακό γιά τήν ἀγρυπνία καί
ἄφησε τό καλογέρι στό Κελλί. Τή νύχτα χτύπησε κάποιος τήν
πόρτα. Ἄνοιξε τό καλογέρι καί εἶδε ἕναν καλόγερο ἀδύνατο
μέ τριμμένο ζωστικό πού τοῦ εἶπε: «Ἐγώ ἔρχομαι γιά σένα. Ἐμεῖς
εἴμαστε 12 καλόγεροι καί μένουμε πάνω στό βουνό. Ἕνας ἀπό
μᾶς κοιμήθηκε καί τώρα ψάχνουμε γιά ἄλλον νά πάρη τήν θέση του.
Θέλεις νά ἔρθης μαζί μας;». Ἀφοῦ σκέφθηκε γιά λίγο εἶπε
διστακτικά: «Δέν ἔχω πάρει εὐλογία ἀπό τόν Γέροντα». Ὁ
ἀσκητής ἔφυγε. Καί ὅταν ἦρθε ὁ Γέροντας καί τό ἀνέφερε, τοῦ
εἶπε «ἔχασες τήν εὐκαιρία».
*
Διηγήθηκε
Γέροντας Ἁγιαννανίτης: «Πρίν 40 περίπου χρόνια ἤμουν
Δικαῖος, καί ἕνα βράδυ, μόλις σουρούπωνε, πηγαίνω καί κλείνω
τήν ἐξώθυρα. Μόλις ἔκλεισα, ἄκουσα ἀπ᾿ ἔξω μία φωνή σοβαρή
καί συνάμα εἰρηνική νά μοῦ λέη: “Μήν ἀνοίγης. Μέσα στόν φοῦρνο
σου ἔχεις παξιμάδια. Βάλε σ᾿ ἕνα τσουβάλι παξιμάδια, φέρτα
καί ἄφησέ τα στό τάδε μέρος. Ἔχουμε ἀνάγκη. Εἴμαστε ἀρκετοί
καί προσευχόμαστε γιά σᾶς. Μήν ἔχης περιέργεια νά μέ δῆς”.
Ἔκανα ὅπως μοῦ εἶπε τό ἄγνωστο αὐτό πρόσωπο. Εἶχα ὅμως τήν
περιέργεια νά δῶ ποιός εἶναι.
»Κάθε
μῆνα ἐρχόταν αὐτός ὁ μοναχός, ἀλλά δέν τόν ἔβλεπα. Ἄλλοτε
ἄκουγα τήν φωνή του, ἐνῶ ἤμουν μέσα στήν Ἐκκλησία ἤ στό
ὑπόγειο. Κάθε φορά ἄφηνα τό τσουβάλι μέ τά παξιμάδια νύχτα
σέ ὁρισμένο μέρος καί ἔφευγα. Τήν ἑπομένη ἔλειπε.
»Μία
φορά ὅμως ἡ περιέργειά μου κορυφώθηκε καί θέλησα νά δῶ
ποιός ἦταν. Ἔκανα ὅπως μοῦ εἶπε, ἀλλά κρύφθηκα μέσα στό δάσος
καί περίμενα νά δῶ ποιός θά πλησιάσει νά τά πάρη. Ἐνῶ
περίμενα, ἀκούω φωνή πίσω μου (ἦταν σκοτάδι καί δέν ἔβλεπα)
νά μοῦ λέη: “Παρ᾿ ὅλο πού σοῦ εἶπα ὅτι δέν πρέπει νά μέ δῆς καί νά
μήν ἔχης περιέργεια, ἀλλά νά κάνης τό καλό αὐτό ἔργο δίνοντάς
μας τά παξιμάδια, ἐσύ δέν ὑπήκουσες. Ἄφησες τήν περιέργειά
σου νά σέ νικήση. Γιατί εἶσαι περίεργος; Ἐσύ ἔχεις τόν μισθό
σου ἀπό τόν Θεόν γιά τήν ἐλεημοσύνη πού κάνεις. Προσέξτε.
Γιατί οἱ μοναχοί σήμερα δέν προσέχουν νά ἐξυγιάνουν καί νά
θεραπεύσουν τόν ἐσωτερικό ἄνθρωπο, ἀλλά μόνο τό ἐξωτερικό
σχῆμα φέρουν. Ἐπειδή ἄφησες τήν περιέργειά σου νά σέ νικήση,
νά τό πάρης πίσω τό παξιμάδι καί ἄλλη φορά δέν θά φέρεις”.
»Ἔφυγα
καί γύρισα στό κελλί μου. Τό πρωΐ βρῆκα τά παξιμάδια, ὅπως τά
ἄφησα. Ἔκτοτε δέν ἄκουσα ἄλλη φορά τήν φωνή ἐκείνη νά μοῦ
ζητᾶ παξιμάδια καί νά μοῦ ὁρίζη τό μέρος ὅπου νά τ᾿ ἀφήσω».
*
Διήγηση
γέροντος Παρθενίου Ἁγιοπαυλίτου: «Μία φορά πού πήγαμε
πάνω στό βουνό μέ τόν μακαριστό παπα–Ἀνδρέα, εὑρήκαμε δύο
καλύβες, μέ ξυλαράκια, μέ μία εἰκόνα καί ἕνα καντηλάκι, καί
μία γωνούλα, ἀλλά δέν βρήκαμε κανέναν. Ψάξαμε ἀπό δῶ, ἀπό κεῖ,
ἀλλά δέν τόν βρήκαμε, ἐνῶ ἦταν ἐκεῖ ὁ ἄνθρωπος, γιατί καί τό
καντηλάκι καί ἕνα φαναράκι μέ λαδάκι ἦταν ἀναμμένο καί ἕνα
βιβλίο πού διάβαζε ἐκεῖ πέρα, ἀλλά δέν τόν βρήκαμε.
»Ἄλλη
φορά ξαναπήγαμε καί βρήκαμε ἄλλη καλυβούλα ἐκεῖ πάνω.
Ἐκεῖ πού τελειώνουν τά ἀπότομα βράχια καί ἀρχίζουν τά δένδρα,
βρήκαμε τό Καλυβάκι καί ἕνα ντορβαδάκι μέ λίγο παξιμάδι
κρεμασμένο, ἐκεῖ ὅλα τά πραγματάκια του, ἀλλά αὐτόν δέν τόν
βρήκαμε ἐκεῖ. Ποῦ ἐξαφανίστηκε; Καί δέν μᾶς ἄκουσε, ὅταν
πήγαμε. Ἐξαφανίστηκε. Ψά- ξαμε ἐδῶ, ψάξαμε ἐκεῖ, δέν τόν
βρήκαμε, καί μπορεῖ νά ἦταν ἐκεῖ μπροστά μας καί νά μήν τόν
βλέπαμε. Τό Καλυβάκι ὅμως τό βρήκαμε.
»Καί
ἄλλη φορά πήγαμε καί βρήκαμε ἄλλο Καλυβάκι σέ ἄλλη μεριά,
ἀλλά δέν βρήκαμε κανέναν. Αὐτοί τίθενται σέ ἀορασία νά
ποῦμε· τώρα πῶς; Εἶναι θεϊκά μυστήρια».
*
Διηγήθηκε
ὁ γερω–Δαμασκηνός Ἁγιοβασιλειάτης ὅτι ὁ παπα–Σάββας ὁ
Πνευματικός κοινωνοῦσε τούς γυμνούς Ἀσκητές κάθε Μ. Πέμπτη.
Τοῦ εἶχαν πεῖ νά μήν τό φανερώση σέ κανέναν. Καί τό τήρησε.
Κάποτε ὅμως γινόταν συζήτηση στήν Ἁγία Ἄννα καί μερικοί
ἀμφισβητοῦσαν τήν ὕπαρξη τῶν γυμνῶν Ἀσκητῶν. Ὁ παπα–Σάββας
τότε ἀναγκάστηκε νά μιλήση καί τούς εἶπε ὅτι καί ὑπάρχουν καί
τούς κοινωνεῖ κάθε Μ. Πέμπτη. Εἶπε μάλιστα ὅτι, ὅταν θἄρθουν
νά κοινωνήσουν, θά βάλει σημάδια, θά τούς ἀκολουθήσει, γιά νά
δῆ ποῦ μένουν καί νά πᾶνε μετά μαζί μέ τούς πατέρες νά τούς
δείξη τήν σπηλιά τους.
»Ὅταν
ὅμως ἦρθαν τήν Μ. Πέμπτη τοῦ εἶπαν: ”Παπα–Σάββα, δέν θά
ξαναρθοῦμε, γιατί παρέβης τήν συμφωνία μας”. Ἐλέγχθηκε
βέβαια καί εἶπε ”εὐ- λόγησον”, ἀλλά δέν ἤθελε νά τούς χάση καί
νά μήν τούς ξαναδῆ. Ὅταν ἔφευγαν, τούς ἀκολούθησε βάζοντας
σημάδια μέχρι τήν σπηλιά τους. Ὕστερα ξαναπῆγε μέ ἄλλους
πατέρες καί δέν εὕρισκαν τόν δρόμο, καί τά σημάδια πού εἶχε
βάλει δέν ὑπῆρχαν».
*
Κάποτε
ὁ παπα–Ξενοφῶν ὁ Ρουμᾶνος, ὁ Καψαλιώτης μαζί μέ τόν
ὑποτακτικό του π. Δανιήλ πήγαιναν ἀπό τήν Λαύρα γιά τόν
Σταυρό. Κοντά στοῦ κυρ–Ἡσαΐα εἶδαν δύο γυμνούς Ἀσκητές, οἱ
ὁποῖοι δέν τούς μίλησαν καί ἀπομακρύνθηκαν βιαστικά. Τό
διηγήθηκαν στόν γερω–Δαμασκηνό τόν Ἁγιοβασιλειάτη καί
τούς εἶπε ὅτι μᾶλλον θά ἦταν ἀπό τούς ἀόρατους. «Μά τούς
εἴδαμε καί ἦταν γυμνοί». «Ἔ, αὐτοί ἦταν», εἶπε.
*
Ὁ
γερω–Βαρλαάμ ὁ Ξενοφωντινός διηγήθηκε ὅτι πολλές φορές
συναντήθηκε μέ τούς γυμνούς Ἀσκητές. Τόν χειμῶνα
κατέβαιναν ἀπό τόν Ἄθωνα γιά νά ξεχειμωνιάσουν στά μέρη τοῦ
Ξενοφῶντος πού ἔχει ἠπιώτερο κλῖμα. Ὁ γερω–Βαρλαάμ γύριζε
στά δάση καί ὅ,τι χρειάζονταν τούς τό πήγαινε. Ἔλεγε ὅτι ἦταν
ρακενδύτες. Φοροῦσαν ράσα, ἀλλά ἦταν παλαιά καί σχισμένα.