Κυριακή 10 Μαΐου 2020

Κάποτε πού πῆ­γε νά το­ύς κοι­νω­νή­ση, πέ­ρα­σε μπρο­στά ἀ­πό Το­ύρ­κους καί δέν τόν εἶ­δαν, ἔ­γι­νε ἀ­ό­ρα­τος...

Ἀ­ό­ρα­τοι–Γυ­μνοί Ἀ­σκη­τές[1]
Ο ἱερομόναχος Χρι­στο­φό­ρος γεν­νή­θη­κε τό 1789 στήν Ἑλ­λά­δα ἀ­πό γο­νεῖς εὐ­λα­βεῖς. Ἦρ­θε στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος σέ ἡ­λι­κί­α 48 ἐ­τῶν ἀ­να­ζη­τών­τας πνευ­μα­τι­κό ὁ­δη­γό. Ἐ­πι­σκέ­φθη­κε πολ­λά Μο­να­στή­ρια καί Κελ­λιά καί τέ­λος ὑ­πο­τά­χθη­κε στόν γε­ρω–Ζα­χα­ρί­α στά Καυ­σο­κα­λύ­βια. Γιά τήν τε­λε­ί­α ὑ­πα­κοή του ἀ­πέ­κτη­σε γρή­γο­ρα τό χά­ρι­σμα τῆς νο­ε­ρᾶς προ­σευ­χῆς. Εἶ­χε ἀ­γά­πη γιά ὅ­λους το­ύς πα­τέ­ρες τῆς Σκή­της. Χει­ρο­το­νή­θη­κε ἱ­ε­ρο­μό­να­χος καί Πνευ­μα­τι­κός   καί ἀ­νέ­λα­βε Δι­καῖ­ος τῆς Σκή­της με­τά τήν κο­ί­μη­ση τοῦ Γέροντός του. Λόγῳ τῆς μέ­ρι­μνας ἄ­φη­σε τά  Καυ­σο­κα­λύ­βια καί πῆ­γε γιά πε­ρισ­σό­τε­ρη ἡ­συ­χί­α καί ἀ­πε­ρί­σπα­στη προ­σευ­χή στό ἡ­συ­χα­στι­κό Κελ­λί Γι­αν­να­κό­που­λα πέ­ρα ἀ­πό τήν σπη­λιά τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου. Ἀ­πέ­κτη­σε τρεῖς Ρου­μά­νους ὑ­πο­τα­κτι­κο­ύς τόν Γρη­γό­ριο, τόν Νε­ό­φυ­το καί τόν Χρυ­σό­στο­μο.
Εἶ­χαν ἡ­συ­χα­στι­κό τυ­πι­κό. Ὅ­λη τή νύ­χτα ἀ­γρυ­πνοῦ­σαν καί κα­θη­με­ρι­νά τε­λοῦ­σαν τήν θε­ί­α Λει­τουρ­γί­α. Στόν πα­πα–Χρι­στο­φό­ρο ἔρ­χον­ταν καί κοι­νω­νοῦ­σαν κρυ­φά οἱ γυ­μνοί–ἀ­ό­ρα­τοι ἀ­σκη­τές καί μά­λι­στα ἦ­ταν καί ὁ Πνευ­μα­τι­κός τους.
Κάποτε πού πῆ­γε νά το­ύς κοι­νω­νή­ση, πέ­ρα­σε μπρο­στά ἀ­πό Το­ύρ­κους καί δέν τόν εἶ­δαν, ἔ­γι­νε ἀ­ό­ρα­τος.
Πολ­λές φο­ρές ὁ πα­πα–Ἰ­ω­ά­σαφ ὁ Λαυ­ρι­ώ­της, ὁ βι­ο­γρά­φος του, ὅ­ταν εἶ­χε με­γά­λους πει­ρα­σμο­ύς ἐ­πι­σκε­πτό­ταν τόν πα­πα–Χρι­στο­φό­ρο καί χω­ρίς νά τοῦ πῆ τί­πο­τε, ὁ Γέροντας κα­τα­νο­οῦ­σε τήν κα­τά­στα­σή του καί μέ μί­α συμ­βου­λή του κα­τάλ­λη­λη τόν ἀ­νέ­παυ­ε καί τόν ἀλ­λο­ί­ω­νε. Τό­νι­ζε ὁ Γέ­ρον­τας: «Ὁ ἀρ­χά­ριος μο­να­χός πρέ­πει νά ἀρ­χί­ζη μέ πο­λύ ζῆ­λο τή νο­ε­ρά προ­σευ­χή. Νά ἐρ­γά­ζε­ται λί­γο καί νά προ­σε­ύ­χε­ται πο­λύ».
Μία ἑ­βδο­μά­δα πρίν κοι­μη­θῆ εἰ­δο­πο­ί­η­σε το­ύς πα­τέ­ρες τῆς Λα­ύ­ρας για­τί κα­τά­λα­βε ὅ­τι θά φύ­γη. Τόν ἐ­πι­σκέ­φθη­καν, το­ύς ζή­τη­σε συγ­χώ­ρη­ση καί τούς­ πα­ρε­κά­λε­σε νά τοῦ κά­νουν κομ­πο­σχο­ί­νι. Σέ μία­ στιγμή τό πρό­σω­πό του ἔ­λαμ­ψε μέ φῶς ἄ­κτι­στο καί οἱ πα­τέ­ρες ἔκ­θαμ­βοι ἔ­πε­σαν πρη­νεῖς λέ­γον­τας τό «Κύριε ἐ­λέ­η­σο­ν».
Ἐ­κοι­μή­θη στίς 22 Δε­κεμ­βρί­ου 1862 σέ ἡ­λι­κί­α 73 ἐ­τῶν, ἐκ τῶν ὁ­πο­ί­ων τά 25 ἔ­ζη­σε στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. Με­τά τήν ἀ­να­κο­μι­δή τῶν ὀ­στῶν του ἡ κά­ρα του εὐ­ω­δί­α­ζε καί ἔ­κα­νε θα­ύ­μα­τα.
*
Ὁ γε­ρω–Δα­νι­ήλ τῶν Δα­νι­η­λαί­ων δι­η­γή­θη­κε: «Πρίν ἀ­πό τριά­ντα χρό­νια πε­ρί­που ἕ­νας λα­ϊ­κός πή­γαι­νε ἀ­πό τήν Λα­ύ­ρα πρός τήν Ἁ­γί­α Ἄν­να ἀ­πό τό σύν­το­μο μο­νο­πά­τι κα­τευ­θεῖ­αν, ὄ­χι ἀ­πό Κα­του­νά­κια καί Μι­κρά Ἁ­γί­α Ἄν­να. Σ᾽ αὐ­τήν τήν δι­α­δρο­μή κάπου χά­θη­κε. Κα­θώς προ­χω­ροῦ­σε ἐ­κτός τοῦ κα­νο­νι­κοῦ δρό­μου, συ­νάν­τη­σε ἕ­ναν κα­λό­γη­ρο μι­σό­γυ­μνο μέ σχι­σμέ­να ρά­σα νά κά­θε­ται. Τόν ρώ­τη­σε: “Πά­τερ, πά­ω γιά τήν Ἁ­γί­α Ἄν­να καί ἔ­χα­σα τόν δρό­μο. Μπο­ρεῖς νά μοῦ τόν δεί­ξης;”. Αὐ­τός ση­κώ­θη­κε καί τοῦ ἔ­δει­ξε. Ὁ λα­ϊ­κός ἦ­ταν δι­ψα­σμέ­νος καί ζή­τη­σε λί­γο νε­ρό. Ὁ ἀ­σκη­τής τοῦ εἶ­πε: “Ἔ­λα, θά σοῦ δώ­σω”. Ἀ­κο­λού­θη­σε ὁ λα­ϊ­κός καί τόν ὡ­δή­γη­σε σέ μία σπη­λιά. Ἐ­κεῖ ἦ­ταν ἄλ­λοι ἕ­ξι πα­τέ­ρες μέ τήν ἴ­δια ἐν­δυ­μα­σί­α καί προ­σεύ­χον­ταν. Μό­λις μπῆ­καν μέ­σα, κα­νείς δέν τοῦ μί­λη­σε. Ὁ ὁ­δη­γός του ἀ­σκη­τής τόν ὡ­δή­γη­σε σέ μία στερ­νού­λα, κού­νη­σε τήν ἐ­πι­φά­νεια τοῦ νε­ροῦ, γιά νά κα­θα­ρί­ση καί νά πά­ρη ἀ­πό κά­τω καί τοῦ ἔ­δω­σε καί ἤ­πι­ε.
»Κα­τό­πιν ἔ­φυ­γε ὁ λα­ϊ­κός καί πῆ­γε στό  Κυ­ρια­κό  τῆς Ἁ­γί­ας Ἄν­νης. Ρώ­τη­σε τόν Δι­καῖ­ο: “Πά­τερ, για­τί δέν δί­νε­τε λί­γο φα­γη­τό σ᾽ ἐ­κεί­νους τούς ἀ­σκη­τές πά­νω στήν σπη­λιά; Δέν ἔ­χουν τί­πο­τα”. Μό­λις ἄ­κου­σε αὐ­τά ὁ Δι­καῖ­ος, ρώ­τη­σε· “ποι­ά σπη­λιά καί ποι­οί ἀ­σκη­τές;”. Καί ἀ­φοῦ τοῦ δι­η­γή­θη­κε ὅ­σα εἶ­δε, τόν ρώ­τη­σε ὁ Δι­καῖ­ος, ἄν μπο­ρῆ νά τόν ὁ­δη­γή­ση ἐ­κεῖ. “Βέ­βαι­α”, ἀ­πάν­τη­σε, “ἀ­φοῦ πρίν ἀπό μία ὥ­ρα ἤ­μουν ἐ­κεῖ”. Τό­τε ξε­κί­νη­σε μπρο­στά ὁ λα­ϊ­κός καί πί­σω ὁ Δι­καῖ­ος μέ τό σακ­κί­διο γε­μᾶ­το ἀ­σκη­τι­κές τρο­φές. Ἔ­φθα­σαν στό ση­μεῖ­ο πού ὑ­πῆρ­χε ἡ σπη­λιά, ἀλ­λά στά­θη­κε ἀ­δύ­να­το νά τήν βροῦν. Ἔ­λε­γε ὁ λα­ϊ­κός: “Μά ἀ­φοῦ ἐ­δῶ ἤ­μουν πρίν ἀπό λί­γο καί ἐ­δῶ ἦ­ταν ἡ σπη­λιά, τώ­ρα ποῦ εἶ­ναι;”. Τούς ­κά­λυ­ψε ἔ­τσι ὁ Θε­ός  καί ἔ­μει­ναν στήν ἀ­φά­νεια».
*
Ὁ γε­ρω–Παῦ­λος ὁ Γο­βδε­λᾶς, ὅ­ταν ἦ­ταν νε­ώ­τε­ρος, συ­νάν­τη­σε πά­νω στό βου­νό ἕ­ναν μι­σό­γυ­μνο Ἀ­σκη­τή (ἴ­σως ἦ­ταν ἕ­νας ἀ­πό τούς ἑ­πτά) καί ἐν­τυ­πω­σι­ά­σθη­κε ἀ­πό τήν ἐμ­φά­νι­σή του. Ἄρ­χι­σε μέ ἐν­δι­α­φέ­ρον νά τόν ρω­τᾶ πῶς λέ­γε­ται, ποῦ μέ­νει κ.ἄ. Ἐ­κεῖ­νος τοῦ ἔ­κα­νε νεῦ­μα νά μή μι­λᾶ, προ­χώ­ρη­σε καί χά­θη­κε μέ­σα στό δά­σος. Ἦ­ταν στήν πε­ρι­ο­χή τοῦ Δι­ο­νυ­σί­ου, πά­νω στό βου­νό.
Αὐ­τό τό γε­γο­νός τό ἀ­νέ­φε­ρε σέ κά­ποι­ον γέ­ρον­τα Ρου­μᾶ­νο καί ἐ­κεῖ­νος τοῦ εἶ­πε ὅ­τι κά­θε Πά­σχα πη­γαί­νει καί ἀ­φή­νει σ᾽ ἐ­κεῖ­νο τό ση­μεῖ­ο ἕ­ξι αὐ­γά κόκ­κι­να καί με­τά πη­γαί­νει καί δέν τά βρί­σκει.
Κά­ποι­οι Δι­ο­νυ­σιά­τες ἀ­νέ­φε­ραν στόν γε­ρω–Παῦ­-
λο ὅ­τι κά­θε χρό­νο τή νύ­χτα τῶν Ἁ­γι­ο­ρει­τῶν Πα­τέ­ρων ἔ­βλε­παν σ᾽ ἐ­κεῖ­νο ἀ­κρι­βῶς τό ση­μεῖ­ο νά λάμ­πη φῶς. Ἀλ­λά τε­λευ­ταῖ­α εἶ­ναι ἀρ­κε­τά χρό­νια πού αὐ­τό τό φῶς χά­θη­κε.
*
Στά Καυ­σο­κα­λύ­βια πο­λύ πα­λαιά γι­νό­ταν συ­ζή­τη­ση γιά τό ἄν ὑ­πάρ­χουν οἱ ἀ­ό­ρα­τοι–γυ­μνοί Ἀ­σκη­τές. Ἄλ­λοι ἔ­λε­γαν ὅ­τι ὑ­πάρ­χουν, ἄλ­λοι ὅ­τι δέν ὑ­πάρ­χουν. Πῆ­ρε τόν λό­γο ἕ­νας πα­πᾶς καί εἶ­πε:
–Ὑ­πάρ­χουν, ἐ­γώ πά­ω καί τούς ἐ­ξυ­πη­ρε­τῶ.
–Ὄ­χι, λό­για λές, εἶ­παν οἱ ἄλ­λοι.
–Ση­κω­θῆ­τε νά πᾶ­με νά τούς βροῦ­με. Πῆ­γαν καί δέν κα­τώρ­θω­σαν νά βροῦν οὔ­τε τό στό­μιο τῆς σπη­λιᾶς πού μέ­νουν, ἀλ­λά οὔ­τε ὅ­ταν ξα­να­πῆ­γε μό­νος του, γιά νά τούς ἐ­ξυ­πη­ρε­τή­ση, τούς ξα­να­βρῆ­κε.
*
Πα­λαι­ό­τε­ρα στή Νέ­α Σκή­τη ἦ­ταν ἕ­νας Γέ­ρον­τας μέ τόν ὑ­πο­τα­κτι­κό του. Κάποια ἡ­μέ­ρα ὁ Γέ­ρον­τας πῆ­γε στό Κυ­ρια­κό γιά τήν ἀ­γρυ­πνί­α καί ἄ­φη­σε τό κα­λο­γέ­ρι στό Κελ­λί. Τή νύ­χτα χτύ­πη­σε κά­ποι­ος τήν πόρ­τα. Ἄ­νοι­ξε τό κα­λο­γέ­ρι καί εἶ­δε ἕ­ναν κα­λό­γε­ρο ἀ­δύ­να­το μέ τριμ­μέ­νο ζω­στι­κό πού τοῦ εἶ­πε: «Ἐ­γώ ἔρ­χο­μαι γιά σέ­να. Ἐ­μεῖς εἴ­μα­στε 12 κα­λό­γε­ροι καί μέ­νου­με πά­νω στό βου­νό. Ἕ­νας ἀ­πό μᾶς κοι­μή­θη­κε καί τώ­ρα ψά­χνου­με γιά ἄλ­λον νά πά­ρη τήν θέ­ση του. Θέ­λεις νά ἔρ­θης μα­ζί μας;». Ἀ­φοῦ σκέ­φθη­κε γιά λί­γο εἶ­πε δι­στα­κτι­κά: «Δέν ἔ­χω πά­ρει εὐ­λο­γί­α ἀ­πό τόν Γέ­ρον­τα». Ὁ ἀ­σκη­τής ἔ­φυ­γε. Καί ὅ­ταν ἦρ­θε ὁ Γέ­ρον­τας καί τό ἀ­νέ­φε­ρε, τοῦ εἶ­πε «ἔ­χα­σες τήν εὐ­και­ρί­α».
*
Δι­η­γή­θη­κε Γέροντας Ἁ­γι­αν­να­νί­της: «Πρίν 40 πε­ρί­που χρό­νια ἤ­μουν Δι­καῖ­ος, καί ἕ­να βρά­δυ, μό­λις σου­ρού­πω­νε, πη­γαί­νω καί κλεί­νω τήν ἐ­ξώ­θυ­ρα.  Μό­λις ἔ­κλει­σα, ἄ­κου­σα ἀπ᾿ ἔ­ξω μία φω­νή σο­βα­ρή καί συ­νά­μα εἰ­ρη­νι­κή νά μοῦ λέ­η: “Μήν ἀ­νοί­γης. Μέ­σα στόν φοῦρ­νο σου ἔ­χεις πα­ξι­μά­δια. Βά­λε σ᾿ ἕ­να τσου­βά­λι πα­ξι­μά­δια, φέρ­τα καί ἄ­φη­σέ τα στό τά­δε μέ­ρος. Ἔ­χου­με ἀ­νάγ­κη. Εἴ­μα­στε ἀρ­κε­τοί καί προ­σευ­χό­μα­στε γιά σᾶς. Μήν ἔ­χης πε­ρι­έρ­γεια νά μέ δῆς”. Ἔ­κα­να ὅ­πως μοῦ εἶ­πε τό ἄ­γνω­στο αὐ­τό πρό­σω­πο. Εἶ­χα ὅ­μως τήν πε­ρι­έρ­γεια νά δῶ ποι­ός εἶ­ναι.
»Κά­θε μῆ­να ἐρ­χό­ταν αὐ­τός ὁ μο­να­χός, ἀλ­λά δέν τόν ἔ­βλε­πα. Ἄλ­λο­τε ἄ­κου­γα τήν φω­νή του, ἐ­νῶ ἤ­μουν μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α ἤ στό ὑ­πό­γει­ο. Κά­θε φο­ρά ἄ­φη­να τό τσου­βά­λι μέ τά πα­ξι­μά­δια νύ­χτα σέ ὁ­ρι­σμέ­νο μέ­ρος καί ἔ­φευ­γα. Τήν ἑ­πο­μέ­νη ἔ­λει­πε.
»Μία φο­ρά ὅ­μως ἡ πε­ρι­έρ­γειά μου κο­ρυ­φώ­θη­κε καί θέ­λη­σα νά δῶ ποι­ός ἦ­ταν. Ἔ­κα­να ὅ­πως μοῦ εἶ­πε, ἀλ­λά κρύ­φθη­κα μέ­σα στό δά­σος καί πε­ρί­με­να νά δῶ ποι­ός θά πλη­σιά­σει νά τά πά­ρη. Ἐ­νῶ πε­ρί­με­να, ἀ­κού­ω φω­νή πί­σω μου (ἦ­ταν σκο­τά­δι καί δέν ἔ­βλε­πα) νά μοῦ λέ­η: “Παρ᾿ ὅ­λο πού σοῦ εἶ­πα ὅ­τι δέν πρέ­πει νά μέ δῆς καί νά μήν ἔ­χης πε­ρι­έρ­γεια, ἀλ­λά νά κά­νης τό κα­λό αὐ­τό ἔρ­γο δί­νον­τάς μας τά πα­ξι­μά­δια, ἐ­σύ δέν ὑ­πή­κου­σες. Ἄ­φη­σες τήν πε­ρι­έρ­γειά σου νά σέ νι­κή­ση. Για­τί εἶ­σαι πε­ρί­ερ­γος; Ἐ­σύ ἔ­χεις τόν μι­σθό σου ἀ­πό τόν Θε­όν γιά τήν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη πού κά­νεις. Προ­σέξ­τε. Για­τί οἱ μο­να­χοί σή­με­ρα δέν προ­σέ­χουν νά ἐ­ξυ­γιά­νουν καί νά θε­ρα­πεύ­σουν τόν ἐ­σω­τε­ρι­κό ἄν­θρω­πο, ἀλ­λά μό­νο τό ἐ­ξω­τε­ρι­κό σχῆ­μα φέ­ρουν. Ἐ­πει­δή ἄ­φη­σες τήν πε­ρι­έρ­γειά σου νά σέ νι­κή­ση, νά τό πά­ρης πί­σω τό πα­ξι­μά­δι καί ἄλ­λη φο­ρά δέν θά φέ­ρεις”.
»Ἔ­φυ­γα καί γύ­ρι­σα στό κελ­λί μου. Τό πρωΐ βρῆ­κα τά πα­ξι­μά­δια, ὅ­πως τά ἄ­φη­σα. Ἔ­κτο­τε δέν ἄ­κου­σα ἄλ­λη φο­ρά τήν φω­νή ἐ­κεί­νη νά μοῦ ζη­τᾶ πα­ξι­μά­δια καί νά μοῦ ὁ­ρί­ζη τό μέ­ρος ὅπου νά τ᾿ ἀ­φή­σω».
*
Δι­ή­γη­ση γέ­ρον­τος Παρ­θε­νί­ου Ἁ­γι­ο­παυ­λί­του: «Μία φο­ρά πού πή­γα­με πά­νω στό βου­νό μέ τόν μα­κα­ρι­στό πα­πα–Ἀν­δρέ­α, εὑ­ρή­κα­με δύο κα­λύ­βες, μέ ξυ­λα­ρά­κια, μέ μία εἰ­κό­να καί ἕ­να καν­τη­λά­κι, καί μία γω­νο­ύ­λα, ἀλ­λά δέν βρή­κα­με κα­νέ­ναν. Ψάξαμε ἀ­πό δῶ, ἀ­πό κεῖ, ἀλ­λά δέν τόν βρή­κα­με, ἐνῶ ἦ­ταν ἐ­κεῖ ὁ ἄν­θρω­πος, για­τί καί τό καν­τη­λά­κι καί ἕ­να φα­να­ρά­κι μέ λα­δά­κι ἦ­ταν ἀ­ναμ­μέ­νο καί ἕ­να βι­βλί­ο πού δι­ά­βα­ζε ἐ­κεῖ πέ­ρα, ἀλ­λά δέν τόν βρή­κα­με.
»Ἄλ­λη φο­ρά ξα­να­πή­γα­με καί βρή­κα­με ἄλ­λη κα­λυ­βο­ύ­λα ἐ­κεῖ πά­νω. Ἐ­κεῖ πού τε­λει­ώ­νουν τά ἀπό­το­μα βρά­χια καί ἀρ­χί­ζουν τά δέν­δρα, βρή­κα­με τό Κα­λυ­βά­κι καί ἕ­να ντορ­βα­δά­κι μέ λί­γο πα­ξι­μά­δι κρε­μα­σμέ­νο, ἐ­κεῖ ὅ­λα τά πραγ­μα­τά­κια του, ἀλ­λά αὐ­τόν δέν τόν βρή­κα­με ἐ­κεῖ. Ποῦ ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε; Καί δέν μᾶς ἄ­κου­σε, ὅ­ταν πή­γα­με. Ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε. Ψά- ξαμε ἐ­δῶ, ψά­ξα­με ἐ­κεῖ, δέν τόν βρή­κα­με, καί μπο­ρεῖ νά ἦ­ταν ἐ­κεῖ μπρο­στά μας καί νά μήν τόν βλέ­πα­με. Τό Κα­λυ­βά­κι ὅ­μως τό βρή­κα­με.
»Καί ἄλ­λη φο­ρά πή­γα­με καί βρή­κα­με ἄλ­λο Κα­λυ­βά­κι σέ ἄλ­λη με­ριά, ἀλ­λά δέν βρή­κα­με κα­νέ­ναν. Αὐ­τοί τί­θεν­ται σέ ἀ­ο­ρα­σί­α νά ποῦ­με· τώ­ρα πῶς; Εἶ­ναι θε­ϊ­κά μυ­στή­ρια».
*
Δι­η­γή­θη­κε ὁ γε­ρω–Δα­μα­σκη­νός Ἁ­γι­ο­βα­σι­λει­ά­της ὅ­τι ὁ πα­πα–Σάββας ὁ Πνευ­μα­τι­κός κοι­νω­νοῦ­σε το­ύς γυ­μνο­ύς Ἀ­σκη­τές κά­θε Μ. Πέμπτη. Τοῦ εἶ­χαν πεῖ νά μήν τό φα­νε­ρώ­ση σέ κα­νέ­ναν. Καί τό τή­ρη­σε. Κάποτε ὅ­μως γι­νό­ταν συ­ζή­τη­ση στήν Ἁγί­α Ἄν­να καί με­ρι­κοί ἀμ­φι­σβη­τοῦ­σαν τήν ὕ­παρ­ξη τῶν γυ­μνῶν Ἀ­σκη­τῶν. Ὁ πα­πα–Σάββας τό­τε ἀναγ­κά­στη­κε νά μι­λή­ση καί το­ύς εἶ­πε ὅ­τι καί ὑ­πάρ­χουν καί το­ύς κοι­νω­νεῖ κά­θε Μ. Πέμπτη. Εἶ­πε μά­λι­στα ὅ­τι, ὅ­ταν θἄρ­θουν νά κοι­νω­νή­σουν, θά βά­λει ση­μά­δια, θά το­ύς ἀ­κο­λου­θή­σει, γιά νά δῆ ποῦ μέ­νουν καί νά πᾶ­νε με­τά μα­ζί μέ το­ύς πα­τέ­ρες νά το­ύς δε­ί­ξη τήν σπη­λιά τους.
»Ὅ­ταν ὅ­μως ἦρ­θαν τήν Μ. Πέμπτη τοῦ εἶ­παν: ”Παπα–Σάββα, δέν θά ξα­ναρ­θοῦ­με, για­τί πα­ρέ­βης τήν συμ­φω­νί­α μα­ς”. Ἐ­λέγ­χθη­κε βέ­βαι­α καί εἶ­πε ”εὐ- λόγησον”, ἀλ­λά δέν ἤ­θε­λε νά το­ύς χά­ση καί νά μήν το­ύς ξα­να­δῆ. Ὅ­ταν ἔ­φευ­γαν, το­ύς ἀ­κο­λο­ύ­θη­σε βά­ζον­τας ση­μά­δια μέ­χρι τήν σπη­λιά τους. Ὕ­στε­ρα  ξα­να­πῆ­γε μέ ἄλ­λους πα­τέ­ρες καί δέν εὕ­ρι­σκαν τόν δρό­μο, καί τά ση­μά­δια πού εἶ­χε βά­λει δέν ὑ­πῆρ­χαν».
*
Κάποτε ὁ πα­πα–Ξε­νο­φῶν ὁ Ρου­μᾶ­νος, ὁ Κα­ψα­λι­ώ­της μα­ζί μέ τόν ὑ­πο­τα­κτι­κό του π. Δα­νι­ήλ πή­γαι­ναν ἀ­πό τήν Λα­ύ­ρα γιά τόν Σταυ­ρό. Κοντά  στοῦ κυρ–Ἡ­σα­ΐ­α εἶ­δαν δύο γυ­μνο­ύς Ἀσκη­τές, οἱ ὁ­ποῖ­οι δέν το­ύς μί­λη­σαν καί ἀ­πο­μα­κρύν­θη­καν βι­α­στι­κά. Τό δι­η­γή­θη­καν στόν γε­ρω–Δα­μα­σκη­νό τόν Ἁ­γι­ο­βα­σι­λει­ά­τη καί το­ύς εἶ­πε ὅ­τι μᾶλ­λον θά ἦ­ταν ἀ­πό το­ύς ἀ­ό­ρα­τους. «Μά το­ύς εἴ­δα­με καί ἦ­ταν γυ­μνοί». «Ἔ, αὐ­τοί ἦ­ταν», εἶ­πε.
*
Ὁ γε­ρω–Βαρ­λα­άμ ὁ Ξε­νο­φων­τι­νός δι­η­γή­θη­κε ὅτι πολ­λές φο­ρές συ­ναν­τή­θη­κε μέ το­ύς γυ­μνο­ύς Ἀ­σκη­τές. Τόν χει­μῶ­να κα­τέ­βαι­ναν ἀ­πό τόν Ἄ­θω­να γιά νά ξε­χει­μω­νι­ά­σουν στά μέ­ρη τοῦ Ξε­νο­φῶν­τος πού ἔ­χει ἠ­πι­ώ­τε­ρο κλῖ­μα. Ὁ γε­ρω–Βαρ­λα­άμ γύ­ρι­ζε στά δά­ση καί ὅ,τι χρει­ά­ζον­ταν το­ύς τό πή­γαι­νε. Ἔ­λε­γε ὅ­τι ἦ­ταν ρα­κεν­δύ­τες. Φο­ροῦ­σαν ρά­σα, ἀλ­λά ἦ­ταν πα­λαιά καί σχι­σμέ­να.

  1. 1. Γιά το­ύς Ἀ­ο­ρά­τους καί Γυ­μνο­ύς Ἀ­σκη­τές βλέ­πε τήν ὑπο­ση­με­ί­ω­ση τῆς σελ. 44.