Πριν
από πολλά χρόνια, όταν ζούσε ακόμη η Γερόντισσα Μακρίνα της Πορταριάς,
μου διηγήθηκε την εξής αξιοθαύμαστη εμπειρία της, που της συνέβη στα
μαύρα χρόνια της Κατοχής, τότε που υπήρξε η μεγάλη πείνα, η γύμνια και η
παντελής φτώχεια.
Ήτο
ακόμη λαϊκή την εποχή εκείνη, και λόγω της μεγάλης στερήσεως που υπήρχε
σε τρόφιμα, μόλις και μετά βίας εξοικονομούσε μια φετούλα ψωμάκι για
όλη την ημέρα! Τίποτε άλλο!
Έτσι,
έφτασε και η Μεγάλη Εβδομάδα. Το δε Μεγάλο Σάββατο η κατάστασίς της ήτο
δραματική. Το βράδυ πήγε στην εκκλησία και κάθησε σε μια γωνιά,
κάνοντας συνέχεια κομποσχοίνι, λέγοντας το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν
με».
Όλοι
οι χριστιανοί, που άρχισαν να καταφθάνουν στην εκκλησία, κρατούσαν και
από ένα κερί. Άλλος μικρό και άλλος μεγάλο. Και στο «Δεύτε λάβετε φως…»
εκείνη δεν πήγε να πάρει φως, γιατί δεν είχε ούτε το πιο μικρό κεράκι.
– Εσύ, Χριστέ μου, έλεγε μέσα της, αποφάσισες να μην κρατάω ούτε μια μικρή λαμπαδίτσα… Να ΄ναι ευλογημένο!
Και
μέσα στην προσευχή της εξέφραζε την αγωνία της και κάποια μικρά
παράπονα στον Χριστό για τις στερήσεις, την πείνα που θέριζε, για την
λαμπάδα που δεν είχε, ενώ συγχρόνως με δάκρυα στα μάτια έλεγε συνεχώς
την ΕΥΧΗ «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» και το «να ΄ναι ευλογημένο».
Εν
τω μεταξύ είχε ειπωθεί το «Χριστός Ανέστη» και άρχισε η Αναστάσιμη
ακολουθία του Όρθρου. Στη μέση της ακολουθίας λιποθύμησε από την
εξάντληση εξ αιτίας της πείνας τόσων ημερών, χωρίς να γίνει αντιληπτή
από τους γύρω Χριστιανούς.
Συνήλθε
στο Ευαγγελικό ανάγνωσμα της Θείας Πασχαλινής Λειτουργίας: «Εν αρχή ήν ο
Λόγος, και ο Λόγος ήν προς τον Θεόν, και Θεός ήν ο Λόγος…»1.
Τότε λες και άκουγε από το στόμα του Λειτουργού ιερέως και Πνευματικού
της χίλια ουράνια ραδιόφωνα να διαλαλούν αυτή την αλήθεια της Ορθοδόξου
Πίστεως, που είναι και ο θρίαμβός της.
Αυτά
τα λόγια χαράχθηκαν βαθειά μέσα στην ψυχή της, την κατέλαβαν ολόκληρη
ψυχοσωματικά, και της δημιούργησαν έναν πρωτόγνωρο αξιοθαύμαστο
χορτασμό,
ΚΑΙ στην καρδιά.
ΚΑΙ στις αισθήσεις.
ΚΑΙ στο σώμα,
που αδυνατούσε να τον περιγράψει με λόγια. Ήτο χορτάτη και στην ψυχή και στο σώμα! Χορτάτη!!
Αργότερα
της ήρθε ο λογισμός και η εσωτερική πληροφορία ότι οι Πατέρες της
‘’ερήμου’’ και μεγάλοι αναχωρητές, αυτόν τον υπερχορτασμό ησθάνοντο και
εβίωναν, γι’ αυτό και δεν έτρωγαν και δεν εγεύοντο για αρκετό καιρό
τίποτε.
Και
άρχισε να αισθάνεται πληρότητα στην ψυχή της, με ταυτόχρονο υπερουράνιο
χορτασμό, κατά την ομολογία της, με υπερκόσμια ευωδία και άρρητη γεύση.
Σαν να είχε γευθεί τα γλυκύτερα μέλια και όλα τα γλυκά τούτου του
κόσμου.
Η
ακατάπαυστη αυτή ουράνια γλυκύτητα και ο πνευματικός αυτός χορτασμός
αισθάνθηκε να καταπλημμυρίζουν όλα τα κύτταρα του σώματός της και όλες
οι αισθήσεις της ψυχής της να πληρούνται από ουράνιο πλούτο.
Η
καρδιά της νόμιζε ότι θα σπάσει από την πολλή ευτυχία που απολάμβανε,
διότι, ενώ εκείνη δοξολογούσε τον Θεό με τη διπλή ευχή «Κύριε Ιησού
Χριστέ, ελέησόν με» και «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς», ταυτόχρονα μέσα
στην καρδιά της έψαλλε όχι μόνο με το πλήθος των χριστιανών, αλλά και
μαζί με πλήθος χορών αγίων Αγγέλων το «Χριστός ανέστη».
Γι
αυτό, μετά τη Θεία Κοινωνία της και πριν τελειώσει η Αναστάσιμη Θεία
Λειτουργία, έφυγε αμέσως πολύ γρήγορα για το σπίτι της, για να μη χάσει
αυτό το ουράνιο μεγαλείο, που βίωνε ψυχοσωματικά με τόση μεγαλοπρέπεια.
Και
΄κει δεν ήθελε να φάει αυτό, πού τόσο πτωχά είχε ετοιμάσει η εξαδέλφη
της… Τίποτε, μα τίποτε, ούτε μια σταγόνα νερό δεν ήθελε. Και μου έλεγε:
–
Πάτερ Στέφανε, τα χείλη μου δεν μπορούσαν να εξιχνιάσουν την ουράνια
γεύση που ησθάνοντο, και ήτο – πώς να το πω; – σαν να εγεύοντο χίλια
μέλια θείας Χάριτος!
(Τους
σκληρούς αγώνες, που έκανε η αείμνηστη Γερόντισσα Μακρίνα, όταν ήτο
ακόμη στον κόσμο ως λαϊκή, εμείς σήμερα όχι μόνον δεν μπορούμε να τους
φθάσουμε, αλλά ούτε κάν να τους καταλάβουμε με το κοσμικό μυαλό, που
έχουμε…, σε αντίθεση με τις δικές μας σημερινές προσπάθειες, πού είναι
τελείως αναιμικές, αδύνατες, χλιαρές και νερόβραστες)2.
1 Ιωάν. 1,1
2 Πρωτοπρεσβύτερου, Στέφανου Κ. Αναγνωστόπουλου, Η «ευχή» μέσα στον κόσμο, Πειραιάς 2007, σελ. 258,259,260.