Παρασκευή 8 Μαΐου 2020

Ἡ προσευχή γιά τούς κεκοιμημένους βοηθᾶ



Ηταν στόν Ἅ­γιο Παῦ­λο ἕ­να γε­ρον­τά­κι ὀ­νό­μα­τι Κων­στάν­τιος ἀ­πό τήν Κε­φαλ­λο­νιά· ἦταν κι ἕ­να ἄλ­λο Γε­ρον­τά­κι, Κε­φαλ­λο­νί­της κι αὐ­τός, ἀ­πό  τό Πυργί, πού λε­γό­ταν Δη­μή­τριος καί ἡ μη­τέ­ρα  του Μα­ρί­α. Κάποτε ἔ­λα­βε ἕ­να γράμ­μα ὅ­τι ἡ μη­τέ­ρα του ἐ­κοι­μή­θη. Δέν εἶ­χαν τη­λέ­φω­να τό­τε.
Πάει λοι­πόν στόν π. Κων­στάν­τιο καί τοῦ λέ­ει:

–Γε­ρω–Κων­στάν­τι­ε, σέ θερ­μο­πα­ρα­κα­λῶ, κά­νε ἕ­να κομ­πο­σχοι­νά­κι, ἕ­να σα­ραν­τά­ρι (δηλ. σα­ράν­τα μέ­ρες) γιά τήν μη­τέ­ρα μου.
–Θά κά­νω, λέ­ει, νἆ­ναι εὐ­λο­γη­μέ­νο. Ἦ­ταν ἀ­γω­νι­στής, ὅ­λη νύ­χτα τρα­βοῦ­σε κομ­πο­σχο­ί­νι.
Ὅ­ταν συμ­πλη­ρώ­θη­καν σα­ράν­τα μέ­ρες ἐ­κεῖ πού κα­θό­ταν καί ἔ­κα­νε τό κομ­πο­σχοι­νά­κι λέ­γον­τας «Κύριε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, ἐ­λέ­η­σον τήν δο­ύ­λη σου Μα­ρί­α», βλέ­πει μί­α γυ­ναῖ­κα νά μπα­ί­νη μέ­σα στό κελ­λί του (ἦ­ταν ἡ κε­κοι­μη­μέ­νη Μα­ρί­α) καί τοῦ λέ­ει μέ εὐ­γέ­νεια πολ­λή:
–Εὐ­λο­γεῖ­τε, Γέροντα.
–Ὁ Κύριος. Ποῦ βρέ­θη­κες ἐ­σύ ἐ­δῶ πέ­ρα;
–Μήν τα­ρά­ζε­σαι Γέροντα, για­τί ὁ Θε­ός μέ ἔ­στει­λε νά ᾿ρθῶ.
–Καί τί θέ­λεις;
–Δέν θέ­λω τί­πο­τε, ἀλ­λά ἦρ­θα νά σέ εὐ­χα­ρι­στή­σω, δι­ό­τι αὐ­τά τά κομ­πο­σχοι­νά­κια πού μοῦ ἔκα­νες, πο­λύ μέ ὠ­φέ­λη­σαν καί βρῆ­κε ἀ­νά­παυ­ση ἡ ψυ­χή μου. Σέ εὐ­χα­ρι­στῶ, Γέροντά μου, σέ εὐ­χα­ρι­στῶ. Καί ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε.