Κυριακὴ τοῦ Παραλύτου (Πράξ. θ΄ 32 – 43, Ἰωάν. ε΄ 1-15)
(†) Ἀρχιμανδρίτου Χαραλάμπους Βασιλοπούλου
Μετὰ ἀπὸ τοὺς διωγμοὺς καὶ τὴν πρώτη
τρομακρατία, ποὺ ἐξαπολύθηκε κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ἡ κατάσταση γιὰ τὴν
Χριστιανικὴ Ἐκκλησία ἐξελισσόταν εἰρηνικά, τόσο στὴν Ἰουδαία, ὅσο καὶ
στὴν Γαλιλαία καὶ στὴν Σαμάρεια. Ὁ Πέτρος ποὺ περιώδευε σ’ ὅλα αὐτὰ τὰ
μέρη, κατέβηκε καὶ στοὺς Χριστιανοὺς τῆς Λύδδας, μιᾶς κωμόπολης μεταξὺ
Ἱεροσολύμων καὶ Ἰόππης, ὅπου καὶ γιάτρεψε θαυματουργικὰ ἕνα παράλυτο,
ποὺ ἄκουγε στὸ ὄνομα Αἰνέας.
Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος περιοδεύει σὲ διάφορα μέρη. Τὸ πέρασμά του στερεώνει ψυχὲς στὴν πίστη. Αὐτὸν
ὅλοι τὸν ἀγαποῦν, ὅλοι τὸν σέβονται καὶ τὸν ἐμπιστεύονται. Τὸν
γνωρίζουν ἄλλωστε σὰν τὸν πιὸ ἄξιο, καὶ τὸν πιὸ ριψοκίνδυνο.
Γράφει ὁ Ἅγ. Ἰ. Χρυσόστομος: «Σὰν ἕνας στρατηγὸς (ἦταν ὁ Ἀπ. Πέτρος) ποὺ
περιήρχετο τὰ στρατεύματα τοῦ Χριστοῦ, βλέποντας ποιὸ εἶναι
συγκροτημένο καὶ ποιὸ ἔχει ἀνάγκη τῆς παρουσίας του».
Ὅταν ἐπρόκειτο νὰ ἐκλέξουν τὸν Ματθία,
αὐτὸς εἶναι πρῶτος στὴν διαδικασία. Ὅταν κάποιος ἔπρεπε νὰ μιλήση, στοὺς
Ἰουδαίους, ὅτι δὲν εἶναι μεθυσμένοι, ἐκεῖνος παίρνει τὸν λόγο. Ὅταν ἡ
θεία Πρόνοια ἤθελε νὰ θεραπευθῆ ὁ χωλός, δι’ αὐτοῦ συντελεῖται τὸ θαῦμα.
Ἐκεῖνος πάλι δημηγορεῖ θαρραλέα. Αὐτὸς ἦταν στὸν Ἀνανία καὶ τὴν
Σαπφείρα. Αὐτὸς ὅταν ἐγίνοντο θεραπεῖες ἀπὸ τὴ σκιά του, καὶ ὅπου ἦταν
κίνδυνος, αὐτὸς εἶναι πάντα μπροστά… Περιοδεύει ὁ Ἀπόστολος Πέτρος καὶ
κάνει θαύματα κατὰ τόπους, γιὰ νὰ στηρίξη τὴν πίστη τῶν Χριστιανῶν, ἀλλὰ
καὶ γιὰ νὰ προσελκύση κι ἄλλους στὸν Χριστό.
Φθάνοντας στὴν Λύδδα, συναντάει κάποιον
ἄνθρωπο παράλυτο, δυστυχισμένο, ποὺ ἔμενε ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια
κατάκοιτος. Ὁ ἄρρωστος αὐτὸς ὀνομαζόταν Αἰνέας. Τὸν πλησιάζει ὁ Πέτρος
στοργικὰ στὸ κρεββάτι τοῦ πόνου καὶ τοῦ λέει: «Αἰνέα, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς
σὲ γιατρεύει ἀπὸ τὴν ἀσθένειά σου. Σήκω καὶ στρῶσε μόνος σου τὸ κρεββάτι
σου!».
Ὥρα ἀπερίγραπτης εὐτυχίας γιὰ τὸν
ἄρρωστο. Ἄκουσμα χαρούμενου μηνύματος γιὰ τὸ πλῆθος, ποὺ τὸν ἀκολουθεῖ.
Ἕνας κατακείμενος, ἕνας ἀπελπισμένος, ἕνας καταδικασμένος παράλυτος, σὲ
ἰσόβια, ἀπὸ τὴν ἀρρώστια του αὐτή, ποὺ τὸν κρατάει ἤδη καρφωμένο ἐπὶ
ὀκτὼ χρόνια στὸ κρεββάτι, δέχεται τὴν θαυματουργικὴ εὐεργεσία τοῦ
Κυρίου. Τὸν διαβεβαιώνει γι’ αὐτὸ μὲ τρόπο αἰφνιδιαστικό, μὰ καὶ ἁπλό, ὁ
μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ἀπόστολος Πέτρος. Καὶ ἀκολουθεῖ χωρὶς
καθυστέρηση τὸ θαῦμα. «Καὶ εὐθέως ἀνέστη».
Ἔπειτα, συνεχίζοντας τὴν περιοδεία του
πρὸς τὴν Ἰόππη, ἀνάστησε ἐκεῖ μία φιλάνθρωπο χριστιανὴ μαθήτρια τοῦ
Κυρίου, ποὺ ὀνομαζόταν Ταβιθά. Ἡ Ἰόππη ἦταν τὸ κύριο λιμάνι τῆς Ἰουδαίας
στὴν Μεσόγειο καὶ σήμερα ὀνομάζεται Γιάφα. Ἀνῆκε ἀρχικὰ στοὺς
Φιλισταίους, ἀργότερα, ἔγινε Ἰουδαϊκὴ καὶ μετά, τὸ 63 μ.Χ. καταλήφθηκε
ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους. Ταβιθὰ σημαίνει Δορκάς. Στὴν ἀρχαιότητα ὑπῆρχαν
ὀνόματα χαριτωμένων ζῴων καὶ πουλιῶν καὶ τὰ ἀπέδιδαν σὲ ἑλκυστικὲς
γυναῖκες, καὶ ὅπως ἑρμηνεύει ὁ Ἅγ. Ἰ. Χρυσόστομος, τὸ ὄνομα αὐτὸ δὲν
ἦταν τυχαῖο, διότι τὸ ζαρκάδι εἶναι δραστήριο, ἐνεργητικό, γρήγορο καὶ
προσεκτικό, καὶ ἐκείνη ἡ μαθήτρια τοῦ Κυρίου ἦταν γεμάτη ἀπὸ
ἀγαθοεργίες. Ἔκανε συνέχεια ἐλεημοσύνες κι ἔμοιαζε μὲ δένδρο πολύκαρπο.
Ἔδειχνε τὴν πίστη της μὲ ἔργα ἀγάπης γιὰ τὸν πλησίον, καὶ πρωτοστατοῦσε
σὲ αὐτά.
Ἐνῷ ὅμως ὁ Πέτρος βρισκόταν στὴν Λύδδα, ἡ
Ταβιθὰ ἀρρώστησε καὶ πέθανε. Τὴν λούσανε καὶ τὴν ἑτοιμάσανε σύμφωνα μὲ
αὐτὰ ποὺ προβλέπονταν γιὰ τοὺς νεκρούς, τὴν βάλανε στὸ πάνω δωμάτιο τοῦ
σπιτιοῦ. Ἡ ἀπόσταση Λύδδας – Ἰόππης ἦταν κοντινὴ καὶ εἶχαν ἀκούσει οἱ
μαθηταὶ τοῦ Κυρίου ὅτι ὁ Πέτρος βρισκόταν στὴν πόλη ἐκείνη, ἔτσι τοῦ
στείλανε δύο ἄνδρες καὶ τὸν παρακάλεσαν νὰ κάνη τὸν κόπο νὰ ’ρθῆ στὴν
Ἰόππη. Ἀσφαλῶς, θὰ τοῦ εἶπαν οἱ ἀπεσταλμένοι ἐκεῖνοι ὅτι ἡ δραστήρια
χριστιανικὴ Ταβιθὰ εἶχε πεθάνει. Καὶ θὰ ἐλπίζανε, ἂν ὄχι τίποτε ἄλλο,
μεγάλο καὶ θαυμαστό, ὅτι ἡ παρουσία τοῦ Πέτρου θὰ μαλάκωνε τὶς τόσες
λυπημένες καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, ποὺ εἶχαν χάσει τὴν εὐεργέτιδά τους.
Ἔπρεπε, λοιπόν, νὰ πάη γρήγορα ἐκεῖ ὁ Πέτρος. Ἡ νεκρὴ δὲν μποροῦσε νὰ
κρατηθῆ ἄταφος.
Πράγματι, σηκώθηκε ἀμέσως καὶ πῆγε μαζὶ
μὲ τοὺς ἀπεσταλμένους στὴν Ἰόππη. Μόλις ἔφθασε ἐκεῖ, τὸν ἀνέβασαν, μὲ
κρυφὴ ἐλπίδα στὴν καρδιά τους, στὸ ὑπερῷο, στὸ πάνω δωμάτιο. Τότε
παρουσιάστηκαν στὸν Πέτρο ὅλες οἱ χῆρες, ποὺ τὶς προστάτευε ἡ Ταβιθά.
Κλαίγανε ἀπαρηγόρητες καὶ δείχνανε στὸν Ἀπόστολο τοὺς χιτῶνες, τὰ
πουκάμισα, τὰ πανωφόρια, ὅλα ὅσα ἔκανε γιὰ ἀγαθοεργοὺς σκοποὺς ἡ Δορκάς,
ὅταν ζοῦσε. Ἡ γενναιοδωρία της καὶ ἡ δραστηριότητά της, γιὰ νὰ
εὐεργετήση χῆρες, ὀρφανά, ἀσθενεῖς καὶ ἀπροστάτευτους, τὴν εἶχαν κάνει
πρόσωπο ἀγαπητό, μιὰ στοργικὴ μητέρα. Γι’ αὐτὸ καὶ κλαίγανε μὲ λυγμοὺς
φανερώνοντας τὴν λύπη τους. Ὁ Πέτρος, ἀφοῦ ἔβγαλε ὅλους ἔξω ἀπὸ τὸ
ὑπερῷο, ὅπου ἦταν ἡ νεαρὴ Δορκάς, γονάτισε καὶ προσευχήθηκε. Μεγάλες καὶ
ὑπέρτατες οἱ στιγμὲς τῆς προσευχῆς. Ἡ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεὸ ἀπαιτεῖ
πάντα αὐτοσυγκέντρωση καὶ θερμότητα. Θέλουν σιγὴ καὶ μόνωση. Μὰ πιὸ
πολύ, ὅταν πρόκειται νὰ Τοῦ ζητήσουμε κάτι μεγάλο καὶ θαυμαστό.
Γονατιστὸς καὶ ὁλόθερμα προσευχήθηκε ὁ Πέτρος στὸν Κύριο. Ἔπειτα, ἀφοῦ
ἐστράφη πρὸς τὸ νεκρὸ σῶμα, τῆς εἶπε: – «Ταβιθά, ἀνάστηθι». Σήκω ἐπάνω,
στάσου ὄρθια. Καὶ ἐκείνη, ὢ τοῦ θαύματος, ἄνοιξε ἀμέσως τὰ μάτια της, κι
ὅταν εἶδε τὸν Πέτρο, ἀνασηκώθηκε στὸ κρεββάτι της. Τῆς ἔδωσε τότε ὁ
Πέτρος τὸ χέρι του καὶ τὴν σήκωσε. Γράφει ὁ Θεοφύλακτος: «Πρῶτον ἤνοιξε
τοὺς ὀφθαλμούς, εἶτα ἀπὸ τῆς ὄψεως ἀνεκάθισεν, εἶτα ἀπὸ τῆς χειρὸς τὴν
δύναμιν ἔλαβε».
Ὅταν πιὰ ἦταν ὄρθια καὶ γερή, φώναξε ὁ
Πέτρος τοὺς χριστιανοὺς καὶ ἰδιαίτερα τὶς χῆρες καὶ τοὺς παρουσίασε τὸ
θαῦμα. Τὸ συγκλονιστικὸ αὐτὸ θαῦμα ἔγινε ἀμέσως γνωστὸ σ’ ὅλη τὴν Ἰόππη.
Καὶ πολλοὶ πίστεψαν τότε στὸν Κύριο. Πείσθηκαν ὅτι ἡ θαυματουργικὴ δύναμη τοῦ Πέτρου εἶχε τὴν πηγή της στὸν Ἰησοῦ Χριστό.
Ἔπειτα απὸ τὸ θαῦμα καὶ τὴν ἀπήχησή του, ἔμεινε ὁ Πέτρος ἀρκετὲς ἡμέρες
στὴν Ἰόππη, γιὰ νὰ διδάξη τὸ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν διδασκαλία, ποὺ
εἶχαν πλέον ἀνάγκη οἱ πιστεύσαντες. Καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐκεῖ
παραμονῆς του, ἔμεινε στὸ σπίτι κάποιου Σίμωνα, ποὺ ἦταν βυρσοδέψης.