Μᾶς συμβουλεύει ὁ Κύριος (Ματθ. στ΄,
26): «ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ
θερίζουσιν οὐδὲ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος
τρέφει αὐτά· οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν;». Μετάφραση: Κοιτάξατε τὰ
πετεινά, ποὺ πετοῦν εἰς τὸν ἀέρα, καὶ ἴδετε, ὅτι αὐτὰ δὲν σπείρουν,
οὔτε θερίζουν, οὔτε μαζεύουν εἰς ἀποθήκας διὰ τὸν χειμῶνα ἢ τὸν καιρὸν
τῆς στερήσεως. Καὶ ὅμως ὁ Πατήρ σας ὁ ἐπουράνιος τὰ τρέφει. Σεῖς δὲν
ἀξίζετε πολὺ περισσότερον ἀπὸ αὐτά;
• Ὁ Πανάγαθος Θεὸς πάντα φροντίζει γιὰ τὸ πλάσμα του. Ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος μᾶς νουθετεῖ: «Ὅταν πέσουμε σὲ κάτι τὸ τρομερό, κι ἂν
πονοῦμε, κι ἂν χτυπιόμαστε, κι ἂν τὸ κακὸ μᾶς φαίνεται ὅτι εἶναι
ἀνυπόφορο, νὰ μὴ βιαζόμαστε, οὔτε νὰ ἀδημονοῦμε, ἀλλὰ νὰ περιμένουμε τὴν
πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Γιατί Ἐκεῖνος γνωρίζει καλὰ πότε πρέπει νὰ καταργήσει
αὐτὸ ποὺ μᾶς προκαλεῖ τὴ θλίψη» [Ἀπ’ τὴν Α΄ Ὁμιλία του «ΠΕΡΙ ΑΝΝΗΣ»].
• Ὁ Ἅγιος Τύχων τοῦ Ζαντόνσκ τονίζει:
«Ὁ Θεὸς προνοεῖ καὶ φροντίζει γιά μᾶς. Μᾶς δίνει τὴν τροφή πού τρῶμε, τὰ
ροῦχα ποὺ φορᾶμε καὶ τὸ σπίτι ποὺ μένουμε. Δικά Του εἶναι ὁ ἥλιος, τὸ
φεγγάρι καὶ τ’ ἀστέρια ποὺ μᾶς φωτίζουν. Μὲ τὴ δική Του φωτιὰ
ζεσταινόμαστε καὶ μαγειρεύουμε τὸ φαγητό μας. Μὲ τὸ δικό Του νερὸ
πλενόμαστε καὶ ξεδιψᾶμε. Τὰ δικά Του ζῷα μᾶς ὑπηρετοῦν. Ὁ δικός Του
ἀέρας μᾶς ζωογονεῖ. Τὸ δικό Του ὀξυγόνο μᾶς κρατάει στὴ ζωή. Μὲ δύο
λόγια, ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του καὶ ἀπὸ τὰ ἀγαθά Του ἐξαρτιόμαστε. Χωρὶς αὐτὰ
οὔτε στιγμὴ δὲν μποροῦμε νὰ ζήσουμε. Πῶς εἶναι, λοιπόν, δυνατὸν νὰ μὴ
ἀγαπήσουμε κι ἐμεῖς τέτοιον εὐεργέτη; Κάθε ἄνθρωπο ποὺ μᾶς εὐεργετεῖ,
τὸν ἀγαπᾶμε. Πόσο περισσότερο πρέπει ν’ ἀγαπᾶμε τὸν εὐεργέτη Θεό, στὸν
ὁποῖο ἀνήκουν ὅλα, καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι καὶ ὅ,τι ἔχουμε! Ὅλη ἡ κτίση καὶ
ὅλοι οἱ ἄνθρωποι κτῆμα τοῦ Θεοῦ. «Στὸν Κύριο ἀνήκει ἡ γῆ καὶ ὅ,τι
ὑπάρχει σ’ αὐτήν» (Ψαλμ. 23:1)».
[Πορεία πρός τόν οὐρανό]
• Στὸ Γεροντικὸ ἀναφέρεται τὸ ἑξῆς περιστατικὸ τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ:
«Πῆγε κάποτε ἕνας λαϊκὸς μὲ τὸν γυιό του στὸν Ἀββᾶ Σισώη, στὸ ὄρος τοῦ Ἀββᾶ Ἀντωνίου. Καὶ στὸν δρόμο, συνέβη νὰ πεθάνη ὁ γυιός του. Καὶ δὲν ταράχθηκε, ἀλλὰ τὸν πῆρε καὶ τὸν ἔφερε στὸν γέροντα μὲ πίστη. Καὶ πρόσπεσε μὲ τὸν γιό του, σὰν νὰ ἔκανε μετάνοια, γιὰ νὰ εὐλογηθοῦν ἀπὸ τὸν γέροντα. Σηκώνεται κατόπιν ὁ πατέρας, ἀφήνει τὸ παιδὶ στὰ πόδια τοῦ γέροντος καὶ βγαίνει ἔξω. Ὁ δὲ γέρων, νομίζοντας ὅτι τοῦ ἔκανε ἀκόμη μετάνοια, τοῦ λέει: «Σήκω, πήγαινε ἔξω». Γιατί δὲν ἤξερε ὅτι πέθανε. Καὶ εὐθὺς σηκώθηκε καὶ βγῆκε. Καὶ βλέποντάς το ὁ πατέρας του, σάστισε. Εἰσέρχεται λοιπόν, προσκυνᾶ τὸν γέροντα καὶ τοῦ ἀνακοινώνει τὸ γεγονός. Ἀκούοντας δὲ ὁ γέρων, λυπήθηκε. Γιατὶ δὲν ἤθελε νὰ γίνη αὐτό. Τοῦ παρήγγειλε δὲ ὁ μαθητής του, νὰ μὴ τὸ πῆ σὲ κανένα, ὥσπου νὰ ἐκδημήση ὁ γέρων.
• Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης περιγράφει ἕνα περιστατικὸ τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔζησε:
«Πολλὲς φορὲς ἐπιτρέπει νὰ συμβεῖ κάτι σὲ κάποιον, ὥστε νὰ ἀναγκαστοῦμε ἐμεῖς νὰ τὸν βοηθήσουμε καὶ νὰ μᾶς γλυτώσει ἀπὸ κάτι κακό.
Ὅταν ἤμουν στὸ Στόμιο, εἶχα κατέβει στὴν Κόνιτσα καὶ γύριζα φορτωμένος βαρειά. Ἦταν ἐκεῖ μιὰ ἀνηφόρα ἀπότομη μὲ στενό μονοπάτι. Ἔτρεξα ἐγὼ νὰ προλάβω, γιατὶ πήγαινε νὰ δύσει ὁ ἥλιος καὶ δὲν ἤθελα νὰ χάσω τὰ πνευματικά μου καθήκοντα. Στὰ μισὰ βλέπω κάποιον μὲ δύο μουλάρια φορτωμένα ξύλα. Τὄνα εἶχε πέσει ἀπὸ τὴ μία μεριὰ τἄλλο ἀπὸ τὴν ἄλλη. Κινδύνευε κι ὅλας. Φυσικὰ ἔπρεπε νὰ τὸν βοηθήσω. Τὸν βοήθησα, λοιπόν, πήγαμε καὶ τὰ ξύλα πιὸ πάνω. Χάρηκε ὁ ἄνθρωπος. Χίλια εὐχαριστῶ μοὖπε. Χάρηκα καὶ ’γὼ ποὺ τὸν βοήθησα. Χασομέρησα κανένα 20λεπτο. Ἔτρεχα, λοιπόν, νὰ προλάβω. «Μ’ ἔσωσες, μ’ ἔσωσες», μοῦ φώναζε ἀπὸ μακριά. Μόλις ἔφτασα στὴν κορυφή, τί βλέπω: ἔγινε μιὰ κατολίσθηση πιὸ κάτω στὸ μονοπάτι εἴκοσι λεπτὰ δρόμο. Ξεκόλλησαν τὰ βράχια καὶ φεῦγαν σὰν σφενδόνα, παῖρναν καὶ τὰ δέντρα μαζί τους. Δηλαδή, ἄν δὲν εἶχα σταματήσει, θὰ χανόμουν, καὶ οἰκονόμησε ὁ Θεός, νὰ πέσουν τοῦ ἄλλου τὰ μουλάρια, γιὰ νὰ σωθῶ ἐγώ· μοὔλεγε καὶ χίλια εὐχαριστῶ!
Γύρισα ἀπὸ τὴν κορυφὴ καὶ τοῦ φώναζα, «Μ’ ἔσωσες! Μ’ ἔσωσες! εὐχαριστῶ».
– Σᾶς ἄκουσε, γέροντα;
– Ὄχι, ἀλλὰ ἐγὼ τὸ καθῆκον μου τό ’κανα».
«Πῆγε κάποτε ἕνας λαϊκὸς μὲ τὸν γυιό του στὸν Ἀββᾶ Σισώη, στὸ ὄρος τοῦ Ἀββᾶ Ἀντωνίου. Καὶ στὸν δρόμο, συνέβη νὰ πεθάνη ὁ γυιός του. Καὶ δὲν ταράχθηκε, ἀλλὰ τὸν πῆρε καὶ τὸν ἔφερε στὸν γέροντα μὲ πίστη. Καὶ πρόσπεσε μὲ τὸν γιό του, σὰν νὰ ἔκανε μετάνοια, γιὰ νὰ εὐλογηθοῦν ἀπὸ τὸν γέροντα. Σηκώνεται κατόπιν ὁ πατέρας, ἀφήνει τὸ παιδὶ στὰ πόδια τοῦ γέροντος καὶ βγαίνει ἔξω. Ὁ δὲ γέρων, νομίζοντας ὅτι τοῦ ἔκανε ἀκόμη μετάνοια, τοῦ λέει: «Σήκω, πήγαινε ἔξω». Γιατί δὲν ἤξερε ὅτι πέθανε. Καὶ εὐθὺς σηκώθηκε καὶ βγῆκε. Καὶ βλέποντάς το ὁ πατέρας του, σάστισε. Εἰσέρχεται λοιπόν, προσκυνᾶ τὸν γέροντα καὶ τοῦ ἀνακοινώνει τὸ γεγονός. Ἀκούοντας δὲ ὁ γέρων, λυπήθηκε. Γιατὶ δὲν ἤθελε νὰ γίνη αὐτό. Τοῦ παρήγγειλε δὲ ὁ μαθητής του, νὰ μὴ τὸ πῆ σὲ κανένα, ὥσπου νὰ ἐκδημήση ὁ γέρων.
• Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης περιγράφει ἕνα περιστατικὸ τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔζησε:
«Πολλὲς φορὲς ἐπιτρέπει νὰ συμβεῖ κάτι σὲ κάποιον, ὥστε νὰ ἀναγκαστοῦμε ἐμεῖς νὰ τὸν βοηθήσουμε καὶ νὰ μᾶς γλυτώσει ἀπὸ κάτι κακό.
Ὅταν ἤμουν στὸ Στόμιο, εἶχα κατέβει στὴν Κόνιτσα καὶ γύριζα φορτωμένος βαρειά. Ἦταν ἐκεῖ μιὰ ἀνηφόρα ἀπότομη μὲ στενό μονοπάτι. Ἔτρεξα ἐγὼ νὰ προλάβω, γιατὶ πήγαινε νὰ δύσει ὁ ἥλιος καὶ δὲν ἤθελα νὰ χάσω τὰ πνευματικά μου καθήκοντα. Στὰ μισὰ βλέπω κάποιον μὲ δύο μουλάρια φορτωμένα ξύλα. Τὄνα εἶχε πέσει ἀπὸ τὴ μία μεριὰ τἄλλο ἀπὸ τὴν ἄλλη. Κινδύνευε κι ὅλας. Φυσικὰ ἔπρεπε νὰ τὸν βοηθήσω. Τὸν βοήθησα, λοιπόν, πήγαμε καὶ τὰ ξύλα πιὸ πάνω. Χάρηκε ὁ ἄνθρωπος. Χίλια εὐχαριστῶ μοὖπε. Χάρηκα καὶ ’γὼ ποὺ τὸν βοήθησα. Χασομέρησα κανένα 20λεπτο. Ἔτρεχα, λοιπόν, νὰ προλάβω. «Μ’ ἔσωσες, μ’ ἔσωσες», μοῦ φώναζε ἀπὸ μακριά. Μόλις ἔφτασα στὴν κορυφή, τί βλέπω: ἔγινε μιὰ κατολίσθηση πιὸ κάτω στὸ μονοπάτι εἴκοσι λεπτὰ δρόμο. Ξεκόλλησαν τὰ βράχια καὶ φεῦγαν σὰν σφενδόνα, παῖρναν καὶ τὰ δέντρα μαζί τους. Δηλαδή, ἄν δὲν εἶχα σταματήσει, θὰ χανόμουν, καὶ οἰκονόμησε ὁ Θεός, νὰ πέσουν τοῦ ἄλλου τὰ μουλάρια, γιὰ νὰ σωθῶ ἐγώ· μοὔλεγε καὶ χίλια εὐχαριστῶ!
Γύρισα ἀπὸ τὴν κορυφὴ καὶ τοῦ φώναζα, «Μ’ ἔσωσες! Μ’ ἔσωσες! εὐχαριστῶ».
– Σᾶς ἄκουσε, γέροντα;
– Ὄχι, ἀλλὰ ἐγὼ τὸ καθῆκον μου τό ’κανα».