Παρασκευή 29 Μαΐου 2020

Ὁ Παῦλος εἰς Μίλητον

Κυριακὴ τῶν Ἁγίων 318 Πατέρων Α΄ Οἰκ. Συνόδου
(Πράξ. κ΄ 16-18, 28-36, Ἰωάν. ιζ΄ 1-13)
Ὁ Παῦλος εἰς Μίλητον † Ἀρχιμανδρίτου Χαραλάμπους Βασιλοπούλου
Ὁ Παῦλος εὑρισκόμενος στὴν Μίλητο, καὶ ἀξιοποιώντας ἄριστα τὸν χρόνο, στέλνει ἀνθρώπους καὶ προσκαλεῖ τοὺς πρεσβυτέρους τῆς Ἐφέσου στὴν Μίλητο, γιὰ νὰ δώση σὲ αὐτούς, καὶ μαζὶ μὲ αὐτοὺς καὶ σὲ ὅλους τοὺς ἄλλους, τοὺς κατὰ τόπους πιστούς, τὶς ἀναγκαῖες ὁδηγίες.

Ἐπικαλεῖται τὴν μαρτυρία τους γιὰ τὴν συμπεριφορά του ἀπέναντί τους καὶ γιὰ νὰ μὴ νομισθῆ ὅτι τὰ λόγια του εἶναι κομπασμὸς καὶ περηφάνεια, καλεῖ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους τοὺς ἀκροατές του μάρτυρες τῶν λεγομένων του, ποὺ ἔζησαν κοντά του καὶ γνώρισαν τὴν δράση καὶ ἀγωνία του καὶ τοὺς κινδύνους ποὺ πέρασε καὶ πῶς συμπεριφέρθηκε ἐπὶ χρόνια. «Ἐγώ», τοὺς λέγει, «ὑπηρετοῦσα σὰν πιστὸς δοῦλος, τὸν Κύριο μὲ κάθε ταπεινοφροσύνη», καὶ τοῦτο γιὰ νὰ τὸν ἔχουν παράδειγμα καὶ νὰ τὸν μιμηθοῦν. «Τόνιζα», τοὺς λέγει, «σὲ Ἰουδαίους καὶ σὲ Ἕλληνες τὴν ἀνάγκη τῆς μετανοίας στὸν Θεὸ καὶ τὴν ἀνάγκη τῆς πίστεως στὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό». Μιλάει ἐδῶ ὁ Παῦλος γιὰ ἀρετὴ μεγάλη, πολυδιάστατη, ὁλοκληρωμένη, ποὺ ἁρμόζει σὲ χριστιανούς, καὶ ἰδιαίτερα σὲ ἄρχοντες καὶ δασκάλους, σὲ κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου καὶ πνευματικοὺς ὁδηγούς. Προτάσσει ὁ Παῦλος τὸ «μετὰ πάσης ταπεινοφροσύνης» τῆς συμπεριφορᾶς του, γιὰ ν’ ἀφαιρεθῆ κάθε ὑπόνοια κομπασμοῦ στὰ λεγόμενά του, ἐκ μέρους τῶν ἀκροατῶν του.
Τοὺς λέγει πόσο πονοῦσε καὶ ὑπέφερε γιὰ κείνους ποὺ ἀντιστέκονταν στὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Καὶ ὅμως, σὲ ὅλα αὐτά, δὲν γονάτισε, δὲν λιποψυχοῦσε. Καὶ καμμιὰ δύναμη τοῦ κόσμου τούτου καὶ κανένας φόβος δὲν τὸν ἀνάγκασαν νὰ ὑποστείλη τὴν σημαία τοῦ κηρύγματός του. Ἄφοβα κήρυξε τὸν Χριστό. Καὶ σὲ δημόσια κέντρα καὶ σὲ κατ’ οἶκον ἐπισκέψεις.
Τί σημαίνουν ὅμως ὅλα αὐτὰ ποὺ τοὺς λέγει ὁ Παῦλος; Σημαίνουν ὅτι καὶ ἐκεῖνοι ἔτσι πρέπει νὰ ἐργάζωνται καὶ καρτερικὰ καὶ πονόψυχα καὶ γενναῖα νὰ ὑπηρετοῦν τὸ κήρυγμα τῆς σωτηρίας στὸν λαό, μὲ ταπεινοφροσύνη καὶ μὲ παρρησία.
Ἀκολούθως, τοὺς λέγει ὁ Παῦλος ὅτι, παρὰ τοὺς ἐνδεχόμενους κινδύνους, θὰ συνεχίση τὸ ταξείδι του, διότι ὠθεῖται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα, σὰν νὰ τὸν τραβάη δεμένο, χωρὶς νὰ ξέρη τί μπορεῖ νὰ τοῦ συμβῆ ἐκεῖ. Δὲν ἔχει ὅμως ἄγνοια γιὰ τοὺς μελλοντικοὺς κινδύνους ὁ Παῦλος. Ἀντίθετα, ἀπὸ πόλη σὲ πόλη, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο μαρτυρεῖ ἔντονα μὲ ἐσωτερικὴ πληροφόρηση καὶ μὲ σημεῖα ὅτι τὸν περιμένουν δεσμὰ καὶ θλίψεις.
Πορεύεται μὲ τὴν βεβαιότητα τοῦ κινδύνου, χωρὶς νὰ ξέρη τί δεινὰ τὸν περιμένουν. Ὅμως δὲν λογαριάζει τὴν ζωή του. Μὲ τὴν θέλησή του ἀμετακίνητη νὰ ὑποστῆ τὰ πάντα, ἀκόμη καὶ νὰ πεθάνη, γι’ αὐτὸ λέγει: «οὐδὲ ἔχω τὴν ψυχήν μου τιμίαν ἐμαυτῷ». Δὲν θεωρῶ τὴν ζωή μου πολύτιμη γιὰ μένα, ὅσο τὸ νὰ φθάσω στὸ τέλος τῆς ἀποστολῆς, ποὺ ἔλαβα ἀπὸ τὸν Κύριο. Ἐδῶ, ὁ Παῦλος δίνει μάθημα αὐταπαρνήσεως πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους τῆς Ἐφέσου. Πρέπει νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ θυσιάσουμε καὶ τὴν ζωή μας ἀκόμη, γιὰ νὰ μὴ χάσουμε τὴν εὔνοια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν αἰώνια ζωή. «Τελειῶσαι τὸν δρόμο μου μετὰ χαρᾶς», λέγει. Διότι, δὲν σταλθήκαμε σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο γιὰ νὰ ζήσουμε μὲ ὀκνηρία καὶ ρᾳθυμία, οὔτε γιὰ νὰ μείνουμε ἐδῶ αἰώνια, ἀλλὰ νὰ περάσουμε ἀπὸ τὸν κόσμο σὰν ἕνας δρομέας, καὶ νὰ φύγουμε. Ἡ ζωή ἢ τὸ ἔργο στὸ ὁποῖο ἡ ζωή δαπανᾶται, παρομοιάζεται μὲ δρόμο ποὺ διανύεται.
Γιατί τὰ λέγει αὐτὰ στοὺς πρεσβυτέρους ὁ Παῦλος; Τοὺς προετοιμάζει ψυχολογικά, πῶς ν’ ἀντιμετωπίζουν τοὺς κινδύνους, τοὺς φανεροὺς καὶ τοὺς κρυφούς, καὶ τοὺς διδάσκει νὰ πειθαρχοῦν στὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ νὰ δίνουν μαρτυρία γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο, ὅπως ὁ ἴδιος. Ἐπειδὴ δὲν πρόκειται νὰ ἐπιστρέψη στὴν Ἔφεσο, ὅπως προβλέπει, αὐτὰ ποὺ τοὺς λέγει εἶναι οἱ τελευταῖες του ὑποθῆκες, τοὺς ἐπισημαίνει κάτι πιὸ σοβαρὸ καὶ πιὸ συγκλονιστικὸ ἀπὸ τὸν ἀποχωρισμό, «θὰ εἶμαι ἀνεύθυνος», τοὺς λέγει, «γιὰ ὅλους σας, ἂν συμβῆ νὰ χαθῆ κάποιος ἀπό σᾶς. Ἀνεύθυνος, διότι δὲν ἔπαψα νὰ σᾶς κηρύττω ἀνόθευτα τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, “πᾶσαν τὴν βουλὴν τοῦ Θεοῦ”, γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου». «Καθαρός», λέγει, «ἐγὼ ἀπὸ τοῦ αἵματος πάντων». Τί σημαίνει αὐτό; Σημαίνει ὅτι ὅποιος δὲν κηρύττει καὶ δὲν ἐπισημαίνει τὸν κίνδυνο τῆς ἀπωλείας, εἶναι ὑπεύθυνος τοῦ αἵματος τῆς ψυχικῆς σφαγῆς. Ἰδοὺ τί λέγει πάνω σὲ αὐτὸ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἄρα, ὁ μὴ λέγων, ὑπεύθυνός ἐστι τοῦ αἵματος, τουτέστι τῆς σφαγῆς. Οὐδὲν τούτου φοβερώτερον. Δείκνυσιν ὅτι κακεῖνοι, ἂν μὴ ποιῶσιν, ὑπεύθυνοί εἰσι τοῦ αἵματος. Καὶ δοκεῖ μὲν ἀπολογεῖσθαι, ἐκείνους δὲ φοβεῖ».
Τὸ ὅτι ὁ Παῦλος δὲν ἄλλαξε τὸ πρόγραμμά του, ἦταν γιὰ ὅλους τοὺς χριστιανοὺς ἕνα ζωντανὸ παράδειγμα σταθερῆς αὐταπαρνήσεως, ποὺ θὰ τοὺς ἔκανε νὰ στηρίζωνται πιὸ πολὺ στὴν πίστη. Ἀφοῦ τελείωσε ὁ Παῦλος τὸν βαρυσήμαντο λόγο του πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους τῆς Ἐφέσου, γονάτισε καὶ προσευχήθηκε μαζί τους… Καὶ μποροῦμε νὰ συμπεράνουμε ὅτι ἡ θερμὴ παράκλησή του θὰ ἦταν γιὰ ὅλα αὐτὰ ποὺ ὁ Παῦλος τοὺς εἶχε συμβουλεύσει, δηλαδὴ νὰ τοὺς βοηθήση ὁ Θεὸς νὰ προκόψουν σὲ ἔργα πίστεως. Οἱ τελευταῖες ἐκεῖνες στιγμὲς ἦταν ἀπερίγραπτα κατανυκτικὲς καὶ συγκλονιστικές. Στὶς καρδιὲς τῶν πρεσβυτέρων καὶ τοῦ λαοῦ εἶχε φωλιάσει ὁ πόνος τοῦ ἀποχωρισμοῦ τους ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο. Ἁπλὰ καὶ λιτὰ περιγράφει τὴν σκηνὴ τοῦ ἀποχωρισμοῦ ὁ ἱερὸς συγγραφέας. Ἔχει ὅμως ἡ περιγραφὴ ὅλο τὸ συγκινητικό της στοιχεῖο. Ἔγινε, λέει, πολὺς κλαυθμὸς ἀπὸ ὅλους. Καὶ μαζὶ μὲ αὐτοὺς θὰ ἔκλαψε καὶ ὁ Ἀπ. Παῦλος, ὅπως συμπεραίνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὅτι «κατεφίλουν αὐτόν», πάλιν καὶ πάλιν ἀπὸ ἀγάπη καὶ εὐγνωμοσύνη.