Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ἐπισημαίνει: «ὁ
ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν ἐκ τοῦ διαβόλου ἐστίν, ὅτι ἀπ’ ἀρχῆς ὁ διάβολος
ἁμαρτάνει· εἰς τοῦτο ἐφανερώθη ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἵνα λύσῃ τὰ ἔργα τοῦ
διαβόλου» δηλαδή: Ἐκεῖνος ποὺ ἐπιμένει εἰς τὴν ἁμαρτίαν, κατάγεται ἀπὸ
τὸν διάβολον καὶ ἔχει σχέσιν καὶ στενὴν γνωριμίαν μὲ τὸν διάβολον. Καὶ
κατάγεται ἀπὸ τὸν διάβολον, διότι ἐξ ἀρχῆς ὁ διάβολος μὲ πεῖσμα πολὺ
ἁμαρτάνει. Πρὸς αὐτὸν δὲ τὸν σκοπὸν ἐφανερώθη ἐπὶ τῆς γῆς ὡς ἄνθρωπος ὁ
Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ καταλύσῃ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου.
Ἡ ἁμαρτία εἶναι αἰτία ὅλων τῶν κακῶν, διότι αἴτιος τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὁ διάβολος, ὁ ἐμπνευστὴς τοῦ κακοῦ. Ἑπομένως γιὰ τὴν καταστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου αἰτία εἶναι ἡ ἁμαρτία.
• Τί μᾶς λέγει ὁ μακαριστὸς π. Φιλόθεος Ζερβάκος:
Ἡ ἁμαρτία εἶναι αἰτία ὅλων τῶν κακῶν, διότι αἴτιος τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὁ διάβολος, ὁ ἐμπνευστὴς τοῦ κακοῦ. Ἑπομένως γιὰ τὴν καταστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου αἰτία εἶναι ἡ ἁμαρτία.
• Τί μᾶς λέγει ὁ μακαριστὸς π. Φιλόθεος Ζερβάκος:
Μίαν καί μόνην αἰτία τῶν πολέμων εὑρίσκω· τὰς πολλὰς ἁμαρτίας τῶν
ἀνθρώπων. Αὐτή αὕτη ἐστίν κυρίως ἡ ἀφορμή τῶν πολέμων. Τό λέγει τό
ἀψευδέστατον στόμα τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· «Καί διά τό
πληθυνθῆναι τήν ἀνομίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν» (Ματθ. 24, 12).
Ἐννοήσατέ το καλλίτερον· ὅπου σκότος, φυγαδεύεται τό φῶς· ὅπου ψεῦδος,
φυγαδεύεται ἡ ἀλήθεια, ὅπου πόλεμος, φυγαδεύεται ἡ ἀγάπη. Ἐφυγαδεύθη,
λοιπόν, κατεφρονήθη καί ἐδιώχθη ἡ ἀγάπη ἀπό τούς σημερινούς ἀνθρώπους,
καί τί μέλλει γενέσθαι; χωρίς ἄλλο θά γίνῃ ἐκεῖνο τό ὁποῖον ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος προεκήρυξε· «Εἰ ἀλλήλους δάκνετε προσέχετε μήπως ὑπ’ ἀλλήλων
ἀναλωθῆτε» (Γαλ. ε΄, 15). Οἱ πολιτισμένοι λαοὶ ποὺ τρώγονται ὡσὰν τὰ
λυσσασμένα ἄγρια θηρία θὰ ἀναλωθοῦν… Ἐὰν πᾶσα παράβασις καί παρακοή ἀπ’
ἀρχῆς τῆς συστάσεως τοῦ κόσμου ἔλαβε τὴν δικαίαν, τήν πρέπουσαν
τιμωρίαν, πῶς εἶναι δυνατὸν ἡμεῖς οἱ τοιαύτης ἀμελήσαντες σωτηρίας νὰ
ἀποφύγωμεν τὴν ἔνδικον τιμωρίαν;… (Ἑβρ. 2, 2). Ἀδίκως οἱ ἄνθρωποι
αἰτιῶνται τόν ἕνα καί τόν ἄλλον ὡς αἰτίους τοῦ πολέμου. Ἡ αἰτία εἶναι ἡ
ἁμαρτία, ἡ ὁποία ἀπομακρύνει τόν ἄνθρωπον ἀπό τόν Θεόν. Ἀπομακρυνόμενοι
οἱ ἄνθρωποι ἀπό τόν Θεόν ἀπολοῦνται, ὡς λέγει τό Ἅγιον Πνεῦμα διά τοῦ
Προφήτου Δαβίδ: «Οἱ μακρύνοντες ἑαυτούς ἀπό Σοῦ, δηλ. τοῦ Θεοῦ,
ἀπολοῦνται». Πῶς ἀπολοῦνται; Ἄλλοι διά τοῦ πολέμου, ἄλλοι διά πυρός,
ἄλλοι διά σφαγῆς μαχαίρας, ἄλλοι ἀπό πεῖναν, ἄλλοι ἀπό ἀσθενείας, ἄλλοι
ἀπό σεισμούς, ἄλλοι ἀπό καταποντισμούς καί διά πολλῶν ἄλλων τρόπων
ἀπολοῦνται. Ἕνας τρόπος καί μέσον τῆς ἀπωλείας ἀνθρώπων εἶναι καί ὁ
πόλεμος…».
Οἱ ἁμαρτίες λοιπὸν προκαλοῦν τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ.
• Ὅταν ὁ Προφήτης Ἰερεμίας παρακαλοῦσε τὸν Θεό, γιὰ νὰ μὴ τιμωρήση τὸν
λαὸ τῶν Ἰσραηλιτῶν γιὰ τὶς πολλές του ἁμαρτίες τί τοῦ εἶπε ὁ Κύριος;
«Καὶ σὺ μὴ προσεύχου περὶ τοῦ λαοῦ τούτου καὶ μὴ ἀξιοῦ τοῦ ἐλεηθῆναι
αὐτοὺς καὶ μὴ εὔχου καὶ μὴ προσέλθῃς μοι περὶ αὐτῶν, ὅτι οὐκ
εἰσακούσομαι» (Ἰερ. 7, 16). Αὐτὰ ἀκριβῶς εἶπε καὶ ὁ Κύριος γιὰ τὴν πτώση
τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τὰ ἔλεγαν οἱ τότε Πατέρες τῆς ἐποχῆς, ὅπως ὁ
Ἰωσὴφ Βρυέννιος, ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς κ.ἄ. «Μετανοεῖσθε, ἡ Πόλη θὰ
πέση». Δυστυχῶς ἡ τότε πόρωση στὴν ἁμαρτία ἦταν μεγάλη. Ἰδιαίτερα πέραν
τῆς μεγάλης ἠθικῆς καὶ πνευματικῆς πτώσεως τὴν κατοίκων συνέλαβε καὶ ἡ
ὀλιγοπιστία τῶν κληρικῶν καὶ τῶν ἀρχόντων τοῦ Βυζαντίου, ποὺ ἐνῷ καὶ
πάλι ἔπρεπε νὰ στραφοῦν στὴν Παναγία μας ποὺ τόσα χρόνια ἔσωσε τὸ
Βυζάντιο καὶ γενικὰ τοὺς Ἕλληνες ἀπὸ τόσα δεινά, ὅμως στράφηκαν στὸν
Πάπα ποὺ προσπαθοῦσε μὲ ὕπουλο καὶ μισητὸ τρόπο νὰ ὑπουδουλώση τὴν
Ὀρθοδοξία.
Πολλὰ σημεῖα ἔδειξε ὁ Θεὸς πρὶν τὴν πτώση τῆς Πόλεως, ποὺ ἀπεδείκνυαν ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἦσαν ἀμετανόητοι καὶ ὄργανα τῆς ἁμαρτίας.
• Ἀναφέρει ὁ Γεώργιος Φρατζής στὸ βιβλίο «Η ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ»τὸ ἀκόλουθο συνταρακτικὸ γεγονός:
Ὁ τρίτος λόγος ποὺ ἔκανε τοὺς ἐχθροὺς νὰ φοβηθοῦν ἦταν ἕνα φαινόμενο ποὺ
εἶδαν στὸν οὐρανό. Ἕνα πολὺ λαμπερὸ φῶς κατέβαινε ἀπὸ ψηλὰ καὶ στεκόταν
ὅλη τὴ νύχτα πάνω ἀπὸ τὴν πόλη. Στὴν ἀρχὴ οἱ Τοῦρκοι εἶπαν ὅτι ὁ Θεὸς
ἦταν ὀργισμένος μὲ τοὺς χριστιανοὺς καὶ ἤθελε νὰ τοὺς κάψει καὶ νὰ τοὺς
παραδώσει σὰν δούλους σ’ αὐτούς. Ὅταν ὅμως εἶδαν ὅτι γκρεμίζονταν
συνέχεια ἀπὸ τὶς σκάλες καὶ τὰ τείχη κι ὅτι δὲν μποροῦσαν νὰ
ἐπικρατήσουν παρὰ τὰ τεχνάσματα ποὺ εἶχαν μεταχειριστεῖ, ἐνῷ ἔμαθαν
ἐπίσης τὴν ψεύτικη φήμη γιὰ τὸν ἰταλικὸ στόλο καὶ τὸ στρατὸ τοῦ Ἰάγκου
ποὺ ἔρχονταν νὰ μᾶς βοηθήσουν, ἄρχισαν νὰ ἀλλάζουν ἄποψη γιὰ τὸ φῶς καὶ
νὰ λένε πλέον ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ὑπὲρ τῶν χριστιανῶν, τοὺς βοηθάει, τοὺς
προστατεύει, κι ἑπομένως οἱ ἴδιοι δὲν πρόκειται νὰ πετύχουν τίποτα. Γι’
αὐτοὺς τοὺς λόγους, ὅπως εἴπαμε, τόσο ὁ σουλτάνος ὅσο καὶ ὁλόκληρος ὁ
στρατός του εἶχαν καταληφθεῖ ἀπὸ θλίψη καὶ ἀπογοήτευση. Σκέφτονταν
μάλιστα νὰ λύσουν τὴν πολιορκία τὴν ἄλλη μέρα καὶ νὰ σηκωθοῦν νὰ φύγουν.
Τὸ ἴδιο βράδυ ὅμως ποὺ ἑτοιμάζονταν νὰ ἀναχωρήσουν, εἶδαν πάλι τὸ φῶς
νὰ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανό. Αὐτὴ τὴ φορά δὲν πλησίασε πάνω ἀπὸ τὴν
πόλη, ἀλλὰ ἀμέσως σκορπίστηκε κι ἐξαφανίστηκε μακριά. Μόλις τὸ εἶδε ὁ
σουλτάνος καὶ οἱ σύμβουλοί του ἔνιωσαν μεγάλη χαρὰ καὶ εἶπαν: «Νὰ ποὺ
τοὺς ἐγκατέλειψε πλέον ὁ Θεός». Οἱ σοφοὶ καὶ οἱ ἑρμηνευτὲς τῆς ἀσεβοῦς
καὶ ἐσφαλμένης θρησκείας τους ὑποστήριξαν πὼς ἐκεῖνο τὸ φῶς τοὺς εἶχε
φανερώσει ὅτι θὰ ἔπαιρναν τὴν Πόλη. Ἔτσι τελικὰ πραγματοποιήθηκαν οἱ
ἐλπίδες τους ἐξαιτίας τῶν δικῶν μας ἁμαρτιῶν.