Τρίτη 5 Μαΐου 2020

Καῦσις τῶν ὀστῶν, καῦσις τῆς ψυχῆς



Στὸν βίο τοῦ Ἁγίου Δημητρίου (Ἐκδ. Ὀρθοδόξου Τύπου) διαβάζουμε τὸ πάθημα ἑνὸς δύσπιστου μοναχοῦ ὅσον ἀφορᾶ τὸ μύρο ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὰ Ἅγια Λείψανα τοῦ Ἁγίου (βίος Ἁγ. Δημητρίου σ. 31 καὶ 32).
«Κάποτε ἕνας ἀσκητὴς ἀσκήτευε σ᾿ ἕνα βου­νό, ποὺ τὸ ἔλεγαν βουνὸ τοῦ Σολομῶντος. ῎Ακουσε καὶ αὐτὸς ὅτι ὁ ῞Αγιος ἀναβλύζει ἄφθονο μύρο, ἀπὸ τὸν τάφο του. Δὲν τὸ πίστεψε.
—Γιατί, ἔλεγε, ν᾿ ἀναβλύζη ἀπὸ τὸν τάφο τοῦ Δημητρίου μύρο καὶ ὄχι ἀπὸ τοὺς τά­φους τόσων μεγάλων καὶ ξακουστῶν μαρτύ­ρων, ποὺ ὑπέ­φεραν φρικτότερα μαρτύ­ρια ἀπὸ τὸν Δημή­τριο;
Ἀναγκάσθηκε ὅμως ἀπὸ τὰ πράγματα νὰ τὸ παραδεχθῆ. Μία νύχτα, ἀφοῦ διάβασε ὁ ἀ­σκη­τὴς τὴν ἀκολουθία του, ἔπεσε νὰ κοιμηθῆ. Τοῦ φάνηκε ὅμως στὸν ὕπνο του πὼς βρέθηκε στὴ Θεσσαλονίκη, μέσα στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου. Βλέπει μπροστά του ἕνα ἄνθρω­πο, ποὺ κρατοῦσε τὰ κλειδιὰ τοῦ τάφου τοῦ Ἁγίου. Καὶ τοῦ λέγει·
—῎Ανοιξέ μου σὲ παρακαλῶ, νὰ προσκυ­νήσω!
Ἐκεῖνος ἄνοιξε καὶ μπῆκε μέσα στὸ κουβού­κλιο νὰ προσ­κυνήση. Ἐνῶ προσκυ­νοῦ­σε, παρατήρησε ὅτι ὅλος ὁ τάφος ἦταν βρε­γμέ­νος ἀπὸ μύρα καὶ μοσχοβολοῦσε.
Τότε εἶπε στὸν φύλακα τοῦ τάφου·
—Σὲ παρακαλῶ ἔλα νὰ σκάψουμε ἐδῶ, γιὰ νὰ δοῦμε ἀπὸ ποῦ ἔρχεται τὸ μύρο αὐτό!
Τοῦ φάνηκε λοιπὸν πὼς τοῦ ἔφεραν σκα­πτικὰ ἐργαλεῖα καὶ πὼς ἄρχισαν νὰ σκάβουν. Ἐνῶ ὅμως ἔσκαβαν, βρῆκαν ἕνα μεγάλο μάρ­μαρο. Τὸ σήκωσαν μὲ πολὺ κόπο. Ἀμέσως ἀπὸ κάτω φάνηκε τὸ Λείψανο τοῦ Ἁγίου λαμπρὸ καὶ ὡραῖο. Καὶ ἀπὸ τὶς πληγές, ποὺ ἄνοιξαν στὸ σῶμα του οἱ λόγχες, ἀνάβλυζε ἄφθονο μύρο. Τόσο δὲ πολὺ μύρο ξεπηδοῦσε, ὥστε βράχηκε καὶ ὁ φύλακας τοῦ τάφου. Τότε ὁ ἀσκητὴς φοβήθηκε μὴ πνιγῆ. Καὶ ἀπὸ τὸν τρόμο του φώναξε δυνατά·
—῞Αγιε Δημήτριε, βοήθα με!
Μὲ τὴν φωνὴ αὐτὴ ὁ ἀσκητὴς ξύπνησε καί, ὢ τοῦ θαύματος! Βλέπει ὅτι ἦταν μουσκεμένος ὁλόκληρος ἀπὸ μύρο!
῎Επειτα ἀπὸ τὸ θαῦμα, αὐτό, σηκώθηκε ὁ ἀσκητὴς καὶ ἀμέσως κατέβηκε ἀπὸ τὸ Ὄρος, ποὺ ἀσκήτευε καὶ ἦρθε στὴ Θεσσαλονίκη. ᾿Εκεῖ διηγήθηκε σὲ ὅλους τὸ θαῦμα τοῦ Ἁγίου καὶ δόξαζε τὸν Θεό. ῎Εμεινε ἀρκετὲς ἡμέρες κοντὰ στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου καὶ ἔπειτα γύρισε πάλι στὸ ἀσκητήριό του ὅπου ἐπανε­λάμβανε·
—Πράγματι, Μέγας εἶναι ὁ Ἅγιος Δημή­τριος!».
Ἕνα ἐπίσης θαῦμα γιὰ τὰ Ἅγια Λείψανα τοῦ Ἁγ. Νεκταρίου ἀντλοῦμε ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «Λυχνία»:
«Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ
Τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Νικοπόλεως κ. Μελετίου
Εἶχε περάσει ἕνα ἑξάμηνο ἀπὸ τὴν κοίμησή του καὶ τὴν ταφή του. Καὶ ἐτέθη τὸ ζήτημα: Νὰ τοῦ φτιάξουν τὸν τάφο «ὅπως ἔπρεπε». Μὲ μάρμαρα.
Ἀλλὰ ἡ Ἡγουμένη τοῦ μοναστηριοῦ, ἡ Γερόντισσα Ξένη, δὲν δεχόταν. Ἔκανε τὴν σκέψη:
— Ἕξι μῆνες μετὰ τὴν ταφή; Ὄχι. Θὰ βρωμάει! Καὶ εἶχε δίκιο.
Αὐτὸ ἦταν φυσικό. Καὶ γι’ αὐτὸ ἐπέμενε. Χωρὶς νὰ λέγη τὸ «γιατί».
Καὶ νά, ἐμφανίζεται ὁ Ἅγιος Νεκτάριος σὲ μία μοναχή, ἀδελφὴ τῆς Μονῆς, καὶ ἀρχίζει ἡ συζήτηση:
— Τί κάνεις, τέκνον;
— Δι’ εὐχῶν Σας, καλά, πάτερ!
— Σκῦψε νὰ σὲ σταυρώσω.
Καὶ τὴν ἐσταύρωσε.
— Τί κατάλαβες; Μυρίζω;
— Ὄχι, πάτερ.
— Μήπως βρωμάω;
— Πῶς μπορεῖ νὰ βρωμᾶτε, πάτερ; Ποιὸς λέγει τέτοιο πρᾶγμα;
— Ἡ Γερόντισσα τὸ λέει.
— Ποιὰ Γερόντισσα;
— Ἡ Γερόντισσα Ξένη, ἡ Ἡγουμένη.
Καὶ μετὰ ἐρώτησε πάλι:
— Κοίτταξέ με, τέκνον. Μοῦ λείπει τίποτε; Δὲν εἶμαι ὁλόκληρος;
— Ὁλόκληρος εἶσαι, πάτερ.
Ἡ Μοναχὴ διηγήθηκε τὸ ὅραμά της στὴν Ἡγουμένη. Καὶ ἐκείνη κατάλαβε. Καὶ ὁ τάφος ἄνοιξε.
Καὶ ὄχι μόνον τὸ Λείψανο τοῦ Ἁγίου ΔΕΝ βρωμοῦσε, ἀλλὰ ἀντίθετα ΜΟΣΧΟΒΟΛΟΥΣΕ ΟΛΟΚΛΗΡΟ.
Ἡ ἁγιωσύνη τῆς ψυχῆς του εἶχε πλημμυρίσει καὶ τὸ χοϊκό του σῶμα.
Ἔτσι δοξάζει ὁ Θεὸς τοὺς δούλους Του. Καὶ ἀπὸ τότε, (ποιὸς δὲν τὸ ξέρει;), ὁ Θεὸς δοξάζει τὸν Δοῦλο Του Ἅγιο Νεκτάριο ὅλο καὶ πιὸ πολύ. Κάνοντας ΔΙ’ ΑΥΤΟΥ ἄπειρα θαύματα».
Καὶ γιὰ νὰ μὴ μακρυγοροῦμε, διαβάστε γιὰ τὰ Λείψανα τῶν Ἁγίων μας καὶ θὰ δῆτε πόσα θαύματα κάνουν καὶ πόσα ἀπὸ αὐτὰ μυροβλύζουν. Διαβάστε π.χ. γιὰ τὴν ἀνακομιδὴ τῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου (27 Ἰαν.), ποὺ ὅταν τὰ μετέφεραν ἀπὸ τὴν Κουκουσὸ πόσα θαυμάσια ἔγιναν. Τὰ πῆγαν στὸν τάφο τῆς βασιλίσσης Εὐδοξίας καὶ ἀμέσως ὕστερα ἀπὸ 30 χρόνια, ἔπαψε νὰ τρέμη. Ὅταν τὰ τοποθέτησαν στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων σήκωσε τὸ χέρι του, εὐλόγησε τὸν λαὸ καὶ εἶπε: «Εἰρήνη πᾶσι καὶ τῇ Εὐδοξίᾳ συγχώρησις». Λοιπὸν πρέπει νὰ καῖμε τοὺς νεκρούς;
Μὲ κάθε παράβαση τῶν ἐντολῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀδικοῦμε αἰωνίως τὴν ψυχή μας.
Ἄς προσέξουν γι’ αὐτή του τὴν πτώση, διότι ἐμένοντες σὲ αὐτή τους τὴν ἀπόφαση «καῖνε» συγχρόνως καὶ τὴν ἴδια τὴν ψυχή τους. Εἴτε πιστεύουμε εἴτε ὄχι κάποια στιγμὴ ὅλοι θὰ ἀπολογηθοῦμε γιὰ τὶς πράξεις μας στὸν Δίκαιο Κριτὴ καὶ ἀνάλογα μὲ τὰ ἔργα μας θὰ πάρουμε τὴν θέση ποὺ μᾶς ἀνήκει.