Κορέα: Από το Βουδισμό στην Ορθοδοξία
Μια συγκινητική μεταστροφή στη Χώρα της Πρωϊνής Γαλήνης
π. Ἰωάννης Κωστώφ, Ὁ Ἧχος τῶν Θεϊκῶν Βημάτων:
Θά ἀρχίσουμε μέ «τή συγκινητική ἱστορία μιᾶς ψυχῆς, πού δείχνει πῶς μέ
διαφόρους τρόπους τό Ἅγιο Πνεῦμα προσκαλεῖ ἀπ᾽ τό σκοτάδι στό φῶς κάθε
ψυχή. Τή διήγησι παίρνω ἀπό ἕνα “ἐνημερωτικό σημείωμα”, τό ὁποῖο ἔστειλε
στούς φίλους τῆς ἱεραποστολῆς τῆς Κορέας, ἡ ἐκεῖ ὑπηρετοῦσα τότε
διακόνισσα Μαρία:
“Συνέβη στό Πουσάν, τήν πόλι-λιμάνι, πού τή νύκτα εἶναι κατάσπαρτη ἀπό
φωτεινούς σταυρούς, ὅλους προτεσταντικῶν σεκτῶν κι αἱρέσεων, πού
κατακλύζουν τήν πόλι. Ἕνας μόνο σταυρός μαρμάρινος ἀνήκει στήν ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Ἐκεῖ πηγαίνει μιά Ὀρθόδοξη Κορεάτισσα. Ὁ
ἄνδρας της, ἄθρησκος. Τό κοριτσάκι τους, ὅμως, βαπτίσθηκε, βρέφος ἀκόμα.
Ἡ γιαγιά, πεθερά τῆς ὀρθόδοξης, εἶναι βουδίστρια. Σέβεται, ὅμως, πολύ
τή νύφη της. Ἔκανε ὅλα τά βουδιστικά της καθήκοντα, ἀλλά μέσα της εἶχε
προβληματισθῆ, ὅσο, μάλιστα, τά χρόνια περνοῦσαν καί τό τέλος πλησίαζε.
Μεγάλες οἱ ἀπορίες. Τί θά γίνω μετά τό θάνατο; Ποιός εἶναι ὁ ἀληθινός
Θεός, ὁ Χριστός ἤ ὁ Βούδας; Γιατί εἶμαι ἀνήσυχη, ἐνῶ ἡ νύφη μου εἶναι
τόσο ἤρεμη καί βέβαιη; Γιατί τά μάτια της εἶναι πάντα τόσο γαλήνια;
Νύκτες δέν ἔκλεινε μάτι ἡ γριούλα. Μά καί ἡ νύφη δέν ἦταν ἀδιάφορη.
Χωρίς νά μιλᾶ, χωρίς νά προβάλλη τίς θέσεις της —πῶς θά μποροῦσε,
ἄλλωστε, νά ὑποδείξη κάτι σέ μιά μεγαλύτερή της καί, μάλιστα, πεθερά
της—, ἡ χριστιανή Κορεάτισσα προσευχόταν. Αὐτές, ὅμως, τίς ἀναστολές καί
τίς εὐγένειες δέν τίς εἶχε ἡ ἐγγονή. Δέν ἤξερε ἀκόμα πῶς
συμπεριφέρονται στά σεβάσμια πρόσωπα σύμφωνα μέ τό κορεατικό πρωτόκολλο.
Κι ἔλεγε στή γιαγιά της, πού στά κορεατικά σημαίνει Χαρμονή:
—Ἔλα στήν Ἐκκλησία μας, Χαρμονή· ἐκεῖ ὅλοι εἶναι χαρούμενοι. Ἡ Μαρία καί ἡ Ὀμά της (μητέρα της) πολύ μᾶς ἀγαποῦν.
Ἡ Ὀμά τῆς Μαρίας εἶναι ἡ Παταπία, ἡ πρεσβυτέρα πού πάντα δέχεται μέ πολλή χαρά ὅλους ἀνεξαιρέτως.
Μά ἡ Χαρμονή ἀπαντοῦσε:
—Ποῦ νά πάω ἐγώ, μιά γερόντισσα… καί βουδίστρια, μάλιστα,… θά μέ θέλουν;
Κάποιο, ὅμως, ἀπόγευμα πού ἡ ἐγγονούλα ἦταν στό σπίτι τῆς παπαδοπούλας,
χρειάσθηκε ἡ νύφη νά πάη κάπου ἀλλοῦ καί παρακάλεσε τήν πεθερά της:
—Μητέρα, μπορεῖτε νά φέρετε τή μικρή στό σπίτι, ὅταν σουρουπώση;
Ἔτσι ξεκίνησε ἡ γιαγιά. Πῆγε στό συγκρότημα τοῦ ναοῦ, ὅπου τό
πρεσβυτέριο. Ὁ ναός εἶναι τριώροφος. Ἀρκετά σκαλάκια ὥς αὐτόν. Ψηλά, σάν
στέμμα, τό βυζαντινό καμπαναριό μέ τό μαρμάρινο σταυρό! Κόλλησαν τά
μάτια της πάνω του. Κάτι ἀλλιώτικο ἔχει αὐτός ἀπ᾽ τούς ἄλλους σταυρούς,
τούς φωτεινούς. Σάν νά ἔχη ψυχή, τήν καλεῖ νά ἔλθη κοντά του. Κι ὅσο
ἀνέβαινε τά σκαλάκια, δυνάμωνε καί μιά μελωδία γλυκειά ἀπ᾽ τόν Ἑσπερινό
πού ἐτελεῖτο στό παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, στό δεύτερο ὄροφο. Φῶς
Ἱλαρόν Ἁγίας Δόξης Ἀθανάτου Πατρός… Στή γλῶσσα της… Αὐτό ἦταν. Δέν ἦταν
βίαιο. Ἦταν ἤρεμο, γαλήνιο, μά ἐπίμονο. Κάτι ράγισε μέσα της καί ἡ
μελωδία τήν πλημμύρισε.
Κατηχήθηκε ἀπ᾽ τή θεολόγο πρεσβυτέρα. Ἠρέμησε ἡ ψυχή της. Ἔφυγαν οἱ
ἀνησυχίες της. Ἔγινε διδακτή Θεοῦ. Ζήτησε νά γίνη κι αὐτή σάν τήν ἐγγονή
της, ὀρθόδοξη. Ὁρίσθηκε ἡ ἡμέρα τῆς βαπτίσεως. Ἔγινε στά μέτρα της καί ὁ
βαπτιστικός χιτώνας. Καί τήν παραμονή, σούρουπο πάλι, ἡ γιαγιά
ἀνηφορίζει τά σκαλάκια μ᾽ ἕνα δεματάκι στά χέρια. Τό φέρνει στόν π.
Δανιήλ:
—Πάτερ, κάψτε τα ὅλα αὐτά. Εἶναι τά βουδιστικά μου. Σατανικά; Οὔτε πού
ξέρω. Ὅλη τή ζωή μου τά πίστευα, ὅμως, τώρα εἶναι ἄχρηστα. Τώρα γιά μένα
ὑπάρχει τό Ἕνα, ὁ Χριστός. Αὐτός εἶναι πιά ἡ ζωή μου.
Τήν ἄλλη ἡμέρα ἄνοιξαν οἱ οὐρανοί. Ἡ βάπτισι ἔγινε μέσα σέ ἀτμόσφαιρα
ἱερῆς χαρᾶς. Ἄλλο ἕνα πρόβατο στό ποίμνιο τοῦ Πουσάν. Δίπλα στή Χαρμονή
λάμπει ἡ μικρή ἐγγονή της, ἡ γέφυρα τήν ὁποία πέρασε ἡ γιαγιά, γιά νά
διαβῆ στή “Χαρμονή τοῦ Χριστοῦ”.
Καί τελειώνει τό “ἐνημερωτικό σημείωμα” τῆς ἀδελφῆς διακόνισσας: “Πῶς
κηρύσσεται σήμερα τό Εὐαγγέλιο στίς χῶρες τῆς ἱεραποστολῆς; Μά τό ἴδιο
Ἅγιο Πνεῦμα, μέ χίλιους δύο τρόπους, ὁδηγεῖ τίς ψυχές στήν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία, ὅπως ἔγινε μέ τή γιαγιά στό Πουσάν τῆς χώρας τῆς Πρωϊνῆς
Γαλήνης, τῆς Κορέας».
Πηγή: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Ὁ Ἢχος τῶν Θεϊκῶν Βημάτων, ἐκδ. Ἅγ. Ἰωάννης Δαμασκηνός, Ἀθήνα 2011