Τρίτη 3 Μαρτίου 2020

Η ΑΛΗΘΗΣ ΝΗΣΤΕΙΑ



 Τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιμανδρίτου π. Μάρκου Κ. Μανώλη
Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχὴν περίοδος νηστείας. Τὸ ἐναρκτήριον σάλπισμα τὸ δίδει ἡ Κυριακὴ τῆς Τυροφάγου. Θέμα της εἶναι ἡ νηστεία. Ὑποθήκας διὰ τὸν ὀρθὸν τρόπον συμπεριφορᾶς τῶν νηστευόντων πιστῶν δίδει τὸ εὐαγγελικὸν ἀνάγνωσμα «ὅταν νηστεύητε μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποὶ… σὺ δὲ νηστεύων ἄλειψαί σου τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν σου νίψαι, ὅπως μὴ φανῆς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων, ἀλλὰ τῷ Πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ» (Ματθ. 6, 18).

Ἡ Εὐαγγελικὴ αὐτὴ περικοπή, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον (Ματθ. 5, 14-21) καὶ εἶναι ἀπόσπασμα τῆς ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλίας τοῦ Κυρίου μας, θίγει τρία ξεχωριστὰ θέματα. 1) Τὴν ἀλληλοσυγχώρησιν. Διά τοῦτο κα­τὰ τὸν ἑσπερινόν τῆς Κυριακῆς τῆς Τυροφάγου οἱ Χριστιανοὶ συγχωροῦνται μεταξύ τους. 2) Τὴν νηστείαν καὶ 3) Τὴν στροφὴν πρὸς τὰ οὐράνια. Ὅμως ὅλα αὐτὰ τὰ θέματα ἔχουν μίαν βάσιν, τὴν προσήλωσιν εἰς τὰ πνευματικά. Τὴν ἐπάνοδον εἰς τὴν ἀρχαίαν ἁπλότητα, ἀκα­κίαν καὶ ἀθωότητα. Καὶ ἡ ἀλη­θὴς νηστεία εἶναι τὸ σπουδαιότερον μέσον εἰς τὴν προσπάθειαν αὐτήν.
Τὴν σπουδαιότητα τῆς νηστείας ὑπογραμμίζει κυρίως τὸ ἑορτολογικὸν θέμα τῆς ἡμέρας καὶ ἡ ὑμνογραφία, ποὺ ἐμπνέεται ἀπὸ αὐτό:
«Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ», γράφει τὸ Συν­αξάριον τῆς ἡμέρας, «ἀνάμνησιν ποιούμεθα τῆς ἀπὸ τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐξορίας τοῦ Πρωτοπλάστου Ἀδὰμ» καὶ ἀναλύει ἐν συνεχείᾳ ὁ συντάκτης τοῦ Συναξαρίου πῶς οἱ θεοφόροι Πατέρες ἐν­νόησαν τὴν συσχέτισιν αὐτὴν τῆς Κυριακῆς τῆς Τυροφάγου πρὸς τὴν ὑπόθεσιν τῆς νηστείας.
Ὁ Ἀδὰμ ἐξεβλήθη ἀπὸ τὸν Παράδεισον, διότι δὲν ἐτήρησε μίαν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ, ἐντολὴν, ποὺ ἦτο ὅρος νηστείας. Νὰ μὴ φάγη ἀπὸ τὸν καρπὸν ἑνὸς δένδρου, τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως (Γέν. 2, 16-17). Ὁ Πρωτόπλαστος ὅμως ἐδελεάσθη ἀπὸ τὸν πειρασμὸν καὶ παρέβη τὸν θεϊκὸν νόμον. Δὲν ἐνήστευσε. Τὸ πρῶτον παράγγελμα τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπον ἦτο ἑπομένως ὁ νόμος τῆς νηστείας «Τὸ νηστείας καλόν». Ἂν δὲν παρέβαινε τὸν μοναδικὸν αὐτὸν κανόνα ὁ Ἀδάμ, θὰ ἐπετύγχανε τὴν θέωσιν, θὰ ζοῦσε εἰς τὸν Παράδεισον τῆς τρυφῆς διὰ παντός. Ἡ τήρησις τῆς νηστείας θὰ ἔφερε ζωήν. Ἡ παράβασις ἔφερε τὸν θάνατον. Τὰ θρηνητικὰ τροπάρια τῆς ἡμέρας ἀντλοῦν ἀπὸ τὸ πλούσιον αὐτὸ θέμα. Θρηνοῦν μαζὶ μὲ τὸν Ἀδὰμ διὰ τὴν πτῶσιν καὶ παρακινοῦν τοὺς πιστοὺς εἰς τὴν νηστείαν καὶ τὴν ὑπακοὴν εἰς τὸν θεῖον νόμον διὰ τὴν ἔγερσιν: «Ἐκάθισεν Ἀδὰμ, ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου, καὶ τὴν ἰδίαν γύμνωσιν θρηνῶν ὠδύρετο. Οἴμοι, τὸν ἀπάτῃ πονηρᾷ πεισθέντα καὶ κλαπέντα καὶ δόξης μακρυνθέντα. Οἴμοι, τὸν ἁπλότητι γυμνόν, νῦν δὲ ἠπορημένον! Ἀλλ’ ὦ Παράδεισε, οὐκέτι σου τῆς τρυφῆς ἀπολαύσω, οὐκέτι ὄψομαι τὸν Κύριον καὶ Θεόν μου καὶ Πλάστην• εἰς γῆν γὰρ ἀπελεύσομαι, ἐξ ἧς καὶ προσελήφθην. Ἐλεῆμον, Οἰκτίρμον, βοῶ Σοι• ἐλέησὸν με τὸν παραπεσόντα». Αὐτὸ τὸ τροπάριον, ποὺ εἶναι τὸ δοξαστικόν τοῦ Ἑσπερινοῦ καὶ ψάλλεται εἰς τὸν θρηνητικὸν πλάγιον δεύτερον ἦχον μᾶς ὑπενθυμίζει ἕνα ἄλλο παρόμοιο, ποὺ λέγεται μετὰ τὸ Κοντάκιον καὶ λέγεται «Οἶκος».
«Ἐκάθισε Ἀδὰμ τότε, καὶ ἔκλαυσε ἀπέναντι τῆς τρυφῆς τοῦ Παραδείσου, χερσὶ τύπτων τὰς ὄψεις, καὶ ἔλεγεν• Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με τὸν παραπεσόντα». Εἰς τὴν συνέχειαν ὁ ὑμνογράφος βλέπει τὸν Ἀδάμ, ποὺ ἀναστενάζει μὲ φωνὴν μεγάλην, διατὶ ὁ ἄγγελος τοῦ κλείνει τὴν θύραν τοῦ θείου κήπου τῆς Ἐδέμ. «Ἰδὼν Ἀδὰμ τὸν ἄγγελον, ὠθήσαντα, καὶ κλείσαντα τὴν τοῦ θείου κήπου θύραν, ἀνεστέναξε μέγα, καὶ ἔλεγεν• Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με τὸν παραπεσόντα». Οἱ δύο τελευταῖοι στίχοι τοῦ «οἴκου» παρουσιάζουν τὸν Ἀδὰμ νὰ παρακαλῆ καὶ νὰ ἱκετεύη τὸν ἴδιον τὸν Παράδεισον νὰ μεσιτεύση εἰς τὸν Θεόν, διὰ νὰ μὴ κλείση διὰ πάντα ἡ θύρα του μὲ γλῶσσα τὸν ἦχον, ποὺ κάνουν τὰ φύλλα, ὅταν κουνᾶ ὁ ἀέρας, τὸ λεπτὸ θρόϊσμα τῶν φύλλων: «Συν­άλγησον Παράδεισε, τῷ κτήτορι πτωχεύσαντι, καὶ τῷ ἤχῳ σου τῶν φύλλων, ἱκέτευσον τὸν Πλάστην, μὴ κλείσῃ σε… Παράδεισε πανάρετε, πανάγιε, πανόλβιε, ὁ δι’ Ἀδὰμ πεφυτευμένος καὶ διὰ τὴν Εὔαν κεκλεισμένος, ἱκέτευσον Θεὸν διὰ τὸν παραπεσόντα. Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με τὸν παραπεσόντα».
«Ἐπεί γοῦν –λέγει ὁ ἅγιος Νικηφόρος Κάλλιστος ὁ Ξανθόπουλος, ὁ συντάκτης τοῦ Συναξαρίου–, διὰ τὸ μὴ ἅπαξ τὸν Ἀδὰμ νηστεῦσαι τοσαῦτα πεπόνθαμεν, προτίθεται νῦν ἡ τούτου ἀνάμνησις εἰς τὴν εἴσοδον τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, ἵνα, μεμνημένοι, ὅσον κακὸν τὸ μὴ νηστεῦσαι ἐπήγαγε, σπουδάσωμεν τὴν νηστείαν περιχαρὴς ὑποδέξασθαι καὶ παραφυλάττειν, ὡς ἄν, οὗ ἠστόχησεν ὁ Ἀδάμ, τῆς θεώσεως δηλαδή, ἡμεῖς δι’ αὐτῆς ἐπιτύχωμεν ὀδυρόμενοι καὶ νηστεύοντες καὶ ταπεινούμενοι, ἕως οὗ ὁ Θεὸς ἡμᾶς ἐπισκέψηται• τούτων γὰρ ἄνευ, οὐ ράδιον λαβεῖν ὅ ἀπωλέσαμεν».
Ἡ νηστεία δὲν εἶναι ἕνας τύπος. Εἶναι θεοσύστατος θεσμός. Αὐτὴν ὕμνησαν καὶ ἐφήρμοσαν ὅλοι οἱ ἅγιοι τοῦ Θεοῦ ἄνθρωποι. Οἱ προφῆται, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Πατέρες. Ἂς ἀκούσωμεν τί λέγει σχετικῶς ὁ Μ. Βασίλειος.
1. Ἀπὸ τὸν Ἠσαΐαν, ὁ ὁποῖος ἀπέρριψε τὸν ἰουδαϊκὸν τρόπον τῆς νηστείας καὶ ἔδειξεν εἰς ἡμᾶς τὴν ἀληθινὴν νηστείαν, ἐγνωρίσαμεν τὴν χάριν τῶν νηστειῶν (Ἠσ. 58, 4-6) «Μὴ νηστεύετε χάριν διαμάχης καὶ ἔριδος» ἀλλὰ «νὰ λύῃς κάθε σύνδεσμον ἀδικίας». Καὶ ὁ Κύριος λέγει: «Μὴ γίνεσθε σκυθρωποὶ, ἀλλὰ νίψαι σου τὸ πρόσωπον καὶ ἄλειψαί σου τὴν κεφαλήν». Μέ φαιδρὸν πρόσωπον νὰ ὑποδε­χθοῦμε τὰς ἡμέρας τῆς νηστείας. Νὰ χαίρεσαι, διότι σοῦ ἔχει δοθῆ ἀπὸ ἰατρὸν φάρμακον, ποὺ καταστρέφει τὴν ἁμαρτίαν. Διότι ὅπως τὰ σκουλήκια, ποὺ ἀναζωογονοῦνται εἰς τὰ ἔντερα τῶν παιδιῶν, ἐξαφανίζονται μὲ φάρμακα δραστικά, ἔτσι καὶ ἡ ἀληθὴς νηστεία, ὅταν εἰσχωρήση εἰς τὴν ψυχήν, θανατώνει τὴν ἁμαρτίαν, ποὺ φωλιάζει εἰς τὸ βάθος.
2. Νὰ μὴ ἀμαυρώσης (ἀφανίσης) τὸ πρόσωπόν σου καθὼς οἱ ὑποκριταί. Τὸ πρόσωπον ἀμαυρώνεται (ἀφανίζεται), ὅταν ἡ ἐσωτερικὴ διάθεσις ἐπισκιάζεται μὲ τὸ πλαστὸν ἐξωτερικὸν σχῆμα. Ὑποκριτὴς εἶναι αὐτὸς ποὺ ὑποδύεται ξένον πρόσωπον εἰς τὸ θέατρον. Οἱ πιὸ πολλοὶ παίζουν θέατρον μὲ τὸ νὰ φέρουν ἄλλα μὲν εἰς τὴν καρδίαν, ἄλλα νὰ φανερώνουν εἰς τοὺς ἀνθρώπους. Ὅποιος εἶσαι, τέτοιος νὰ φαίνεσαι. Μὴ ὑποκρίνεσαι τὸν σκυθρωπόν, διὰ νὰ δοξασθῆς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ὅτι εἶσαι νηστευτής. Διότι ἀπὸ εὐεργεσίαν, ποὺ διατυμπανίζεται, κανένα ὄφελος καὶ ἀπὸ νηστεία, ποὺ γίνεται δημοσίᾳ, κανένα κέρδος δὲν βγαίνει.
Ἡ νηστεία εἶναι ἀρχαῖον δῶρον. Δὲν παλιώνει, δὲν γηράζει, ἀλλὰ πάντοτε ἀνανεώνεται καὶ ἀνθίζει, διὰ νὰ φέρη ὡρίμους καρπούς.
3. Ἡ νηστεία εἶναι παλαιοτέρα καὶ ἀπὸ τὸν νόμον. Κάθε τί ποὺ εἶναι ἀρχαῖον εἶναι σεβαστόν. Ἡ νηστεία εἶναι συνομήλικος μὲ τὴν ἀνθρωπότητα. Ἡ νηστεία ἐνομοθετήθη εἰς τὸν Παράδεισον. Ἐὰν ἡ Εὔα εἶχε νηστεύσει ἀπὸ τὸν καρπὸν τοῦ δένδρου, τώρα δὲν θὰ εἴχαμε ἀνάγκη ἀπὸ τὴν νηστείαν αὐτήν.
«Ἐκακώθημεν διὰ τῆς ἁμαρτίας• ἰαθῶμεν διὰ τῆς μετανοίας». Ἡ μετάνοια ὅμως χωρὶς τὴν νηστείαν εἶναι ἀργή.
4. «Ἐπειδὴ οὐκ ἐνηστεύσαμεν, ἐξεπέσομεν τοῦ Παραδείσου• νηστεύσωμεν τοίνυν, ἵνα πρὸς αὐτὸν ἐπανέλθωμεν». Νὰ μὴ προφασίζεσαι σωματικὴν ἀρρώστιαν καὶ ἀδυναμίαν. Δὲν μπορεῖς νὰ νηστεύης. Ἠμπορεῖς ὅμως νὰ παραχορταίνης εἰς ὅλην τήν ζωὴν καὶ νὰ συντρίβης τὸ σῶμα σου κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῶν φαγητῶν. Τὰ σώματα τῶν ἀνθρώπων ὅταν παραφορτώνωνται μὲ τὸν συνεχῆ χορτασμόν, εὔκολα ὑποκύπτουν εἰς τάς ἀσθενείας.
5. Ὅλοι οἱ ἅγιοι, σὰν νὰ διεδέ­χθησαν πατρικὴν κληρονομίαν, ἔτσι τὴν διεφύλαξαν καὶ τὴν παρέδωσαν ὁ πατέρας εἰς τὸ παιδί. Δὲν ὑπῆρχε εἰς τὸν παράδεισον κρασὶ οὔτε σφαγαὶ ζώων οὔτε κρεοφαγίαι. Ὁ οἶνος ἐνεφανίσθη μετὰ τὸν κατακλυσμόν. Μετὰ τὸν κατακλυσμὸν λέγει ἡ Γραφή: Νὰ τρώγετε ἀπ’ ὅλα «ὡς λάχανα χόρτου» σὰν χλωρὰ χόρτα (Γέν. 9, 3). Δεῖγμα τῆς ἀγνοίας τοῦ οἴνου ὁ Νῶε, ὁ ὁποῖος ἀγνοοῦσε τὴν χρῆσιν του. «Ἐφύτευσε ἄμπελον Νῶε καὶ ἔπιεν ἀπὸ τοῦ καρποῦ καὶ ἐμεθύσθη» (Γέν. 9, 20-21).
Ὁ Μωϋσῆς κατόπιν νηστείας προσήγγισε τὸ ὄρος (Ἐξ. 24, 18). Κατόπιν νηστείας ὑπεδέχθη τὸν νόμον. Καὶ ἐνῶ ἐπάνω εἰς τὸ ὄρος ἡ νηστεία ἔγινε πρόξενος τῆς νομοθεσίας, κάτω ἡ λαιμαργία ἐξεμάνη εἰς εἰδωλολατρείαν. «Ἐκάθισεν ὁ λαὸς φαγεῖν καὶ πιεῖν καὶ ἀνέστησαν παίζειν» (Ἐξ. 32, 6).
6. Τί ἦτο ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο ἐβεβήλωσε τὸν Ἡσαῦ καὶ τὸν ἔκαμε δοῦλον τοῦ ἀδελφοῦ του; Δὲν ἦτο ἕνα ἁπλὸ φαγητό, ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου ἐπώλησε τὰ πρωτοτόκια; (Γέν. 25, 30-34). Καὶ τὸν Σαμουὴλ δὲν τὸν ἐχάρισε εἰς τὴν μητέρα του ἡ προσευχὴ μὲ τὴν νηστείαν; (Α´ Βασ. 1, 13-16). Τί ἦτο ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο ἔκαμε ἀκαταμάχητον τὸν μεγάλο ἥρωα τὸν Σαμψών; Δὲν ἦτο ἡ νηστεία, κατόπιν τῆς ὁποίας συνελήφθη εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρός του; (Κριτ. 13, 4). Ἡ νηστεία τὸν ἐγέννησε, ἡ νηστεία τὸν ἐθήλασε, ἡ νηστεία τὸν ἔκαμε ἄνδρα• ἡ νηστεία αὐτή, τὴν ὁποία ὁ ἄγγελος ὥρισε εἰς τὴν μητέρα του. «Ὅσα ἐκπορεύεται ἐξ ἀμπέλου οὐ μὴ φάγῃ, καὶ οἶνον καὶ σίκερα οὐ μὴ πίῃ» (Κριτ. 13, 14).
Ἡ νηστεία γεννᾶ προφήτας, δυναμώνει δυνατοὺς• ἡ νηστεία κάμνει σοφοὺς νομοθέτας, εἶναι φυλακτήριον τῆς ψυχῆς, εἰς τὸ σῶμα ἀσφαλὴς σύνοικος, ὅπλον εἰς τοὺς ἀνδρείους, γυμναστήριον εἰς τοὺς ἀθλητάς. Αὐτὴ ἀποκρούει τοὺς πειρασμούς, αὐτὴ προετοιμάζει πρὸς τὴν εὐσέβειαν. Εἶναι σύνοικος τῆς νηφαλιότητος καὶ δημιουργός τῆς σωφροσύνης. Εἰς τοὺς πολέμους κάμνει ἀνδραγαθήματα καὶ κατὰ τὸν καιρὸν τῆς εἰρήνης διδάσκει τὴν ἡσυχίαν.
Ἡ νηστεία κάμνει τέλειον τὸν ἱερέα. Διότι, δὲν εἶναι δυνατὸν χωρὶς νηστείαν νὰ ἀποτολμήση τὴν ἱερουργίαν• ὄχι μόνον τώρα εἰς τὴν μυστικὴν καὶ ἀληθινὴν λατρείαν, ἀλλὰ καὶ εἰς τήν τυπικήν ποὺ ἐγίνετο κατὰ νόμον.
7. Καὶ γενικῶς θὰ ἠμποροῦσες νὰ εὕρης τὴν νηστείαν νὰ χειραγωγῆ ὅλους τούς ἁγίους εἰς τὴν κατὰ Θεὸν Πολιτείαν.
Τρεῖς παῖδες εἰς τὴν κάμινον Βαβυλῶνος.
Δανιὴλ ὁ ἀνὴρ ἐπιθυμιῶν τρεῖς ἑβδομάδες δὲν ἔφαγε ψωμὶ καὶ δὲν ἤπιε νερό. Καὶ τοὺς λέοντας ἐδίδαξε νὰ νηστεύουν, ὅταν κατέβη εἰς τὸν λάκκον.
Νηστεία «ἔσβεσε δύναμιν πυρός, ἔφραξε στόματα λεόντων».
Ἡ νηστεία ἀναπέμπει τὴν προσ­ευχὴν εἰς τὸν οὐρανόν.
Ἡ νηστεία εἶναι προκοπὴ τῶν οἴκων• μητέρα τῆς ὑγείας, παιδαγωγὸς τῆς νεότητος, στολίδι τῶν γερόντων, καλὴ συνοδοιπόρος εἰς τοὺς πεζοπόρους, ἀσφαλὴς ὁμόσκηνος εἰς τοὺς συνοίκους. Ὁ ἄνδρας δὲν ὑποψιάζεται ἐπιβουλήν τοῦ γάμου, ὅταν βλέπη τὴν γυναῖκα νὰ συζῆ μὲ τὴν νηστείαν. Ἡ γυναῖκα δὲν λυώνει ἀπὸ τὴν ζηλοτυπίαν, ὅταν βλέπη τὸν ἄνδρα νὰ νηστεύη. Ποῖος ἐζημίωσε τὸ σπίτι μὲ τὴν νηστείαν; Τὸ τραπέζι ἀρκεῖται εἰς τὰ πρόχειρα. Ἂς γίνη ἡ νηστεία ἀνάπαυσις ἀπὸ τοὺς συνεχεῖς κόπους.
Ἂς δώση κάποιαν ἀνάπαυλαν καὶ ἡ κοιλιὰ εἰς τὸ στόμα, ἂς κάμη δι’ ἡμᾶς πενθήμερον ἀνακωχήν. Αὐτὴ ποὺ πάντοτε ἀπαιτεῖ καὶ οὐδέποτε σταματᾶ. Αὐτὴ ποὺ σήμερα λαμβάνει καὶ αὔριον λησμονεῖ. Ὅταν χορτάση φιλοσοφεῖ περὶ ἐγκρατείας, καὶ ὅταν ἀδειάση λησμονεῖ τὰ δόγματα.
8. Ἡ νηστεία δὲν γνωρίζει τὴν φύσιν τοῦ δανείου. Δὲν γνωρίζει ἀπὸ τόκους τὸ τραπέζι τοῦ νηστεύοντος. Οἱ πατρικοὶ τόκοι, σὰν φίδια περιπλεκόμενα, δὲν συμπνίγουν τὸ ὀρφανὸν παιδὶ τοῦ νηστευτοῦ. Καὶ διαφορετικά, ἡ νηστεία γίνεται ἀφορμὴ δι’ εὐφροσύνη. Δίψα, πεῖνα γλυκειὰ τράπεζα, ἔτσι καὶ ἡ νηστεία φαιδρύνει τὴν ἀπόλαυσιν τῶν φαγητῶν.
Ἡ τράπεζα πιὸ εὐχάριστος μετὰ τὴν νηστεία. Ἡ νηστεία δὲν εἶναι μόνον ὠφέλιμος διὰ τὰ μέλλοντα πράγματα, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν ἰδίαν σάρκα ἐπωφελής.
Ὀφθαλμὸς πρᾶος, βάδισμα σεμνοπρεπές, πρόσωπον σύννουν, ποὺ δὲν ἀσχημίζει μὲ τὸ ἀκόλαστο γέλοιο. Λόγια μετρημένα, καρδία καθαρά. Παράδειγμα ἁγίων. Ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι. Ἡ ζωὴ τοῦ Προδρόμου συν­εχὴς νηστεία. Ἡ νηστεία Παῦλον ἀνέβασε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ.
Παράδειγμα Κυρίου. Νηστεία ὠχύρωσε σάρκα εἰς τὰς προσβολάς δαίμονος. Εἰ βούλει ἰσχυρὸν ποιῆσαι τὸν νοῦν δάμασον τὴν σάρκα διὰ νηστείας.
«Ὅσον ὁ ἔξωθεν ἄνθρωπος διαφθείρεται, τοσοῦτον ὁ ἔσωθεν ἀνακαινοῦται» (Β´ Κορ. 4, 16).
Ἡ νηστεία ὅπλον κατὰ τῶν δαιμόνων. «Τοῦτο τὸ γένος οὐκ ἐξέρχεται, εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ» (Μᾶρκ. 9, 28).
Ὁ χορτασμὸς εἶναι ἀντιθέτως ἡ ἀρχὴ τῶν ὕβρεων. Μαζὶ μὲ τὴν τρυφὴν καὶ ἡ κτηνώδης ἀκολασία. Ἀπ’ ἐδῶ οἱ ἄνθρωποι γίνονται ἵπποι θηλυμανεῖς. Αἱ διαστροφαὶ τῆς φύσεως ἀπὸ τοὺς μεθύσους.
Ἡ νηστεία ὅμως γνωρίζει τὸ μέτρον καὶ εἰς τὰ ἔργα τοῦ γάμου. Τὴν ἀμετρίαν κολάζουσα, ἐπιφέρει σύμφωνον ἀνάπαυλαν, διὰ νὰ ἀφιερωθοῦν εἰς τὴν προσευχήν.
Μὴ περιορίζης τὸ καλόν τῆς νηστείας εἰς μόνην τὴν ἀποχὴν ἀπὸ τὰ φαγητά. Νηστεία ἀληθινὴ ἡ ἀποξένωσις ἀπὸ τὰ κακά. «Λῦε πάντα σύνδεσμον κακίας». Συγχώρησε τὸν πλησίον διὰ τήν λύπην, συγχώρησέ τον διὰ τὰ χρέη. Δὲν τρώγεις κρέατα, ἀλλὰ τρώγεις τὸν ἀδελφόν σου. Δὲν πίνεις οἶνον, ἀλλὰ δὲν εἶσαι ἐγκρατὴς εἰς τὴν ὕβριν. «Οὐαὶ οἱ μεθύοντες οὐκ ἀπὸ οἴνου». «Θυμὸς μέθη ἐστὶ τῆς ψυχῆς. Λύπη. Φόβος. Μέτρον ἄριστον τῆς χρήσεως τοῦ οἴνου, ἡ χρεία τοῦ σώματος». Γνωρίζεις καλὰ ποῖος εἶναι αὐτός, τὸν ὁποῖον πρόκειται νὰ ὑποδεχθῆς. Εἶναι αὐτός, ποὺ μᾶς ἐπηγγέλθη «Ἐγὼ καὶ ὁ πατὴρ ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ’ αὐτῷ ποιησώμεθα». Διατὶ κλείνεις τὴν εἴσοδον εἰς τὸν Δεσπότην. Ἡ νηστεία εὐπρέπεια πόλεως, σταθερότης ἀγορᾶς, ἡ εἰρήνη τῶν οἴκων.
Καὶ τελειώνομεν μὲ τὴν ὡραίαν προσευχήν, ποὺ κατακλείνει τὸ Συν­αξάριον τῆς ἡμέρας. Εἰς δύο γραμμάς ἐκφράζει τὸν πόνον καὶ τὸν πόθον τοῦ χριστιανοῦ διὰ τὸν Παράδεισον, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀκλόνητον ἐλπίδα εἰς τὸ ἔλεος καὶ τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ:
«Τῇ ἀφάτῳ σου εὐσπλαγχνίᾳ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, τῆς τρυφῆς τοῦ Παραδείσου ἡμᾶς καταξίωσον καὶ ἐλέησον, ὡς μόνος φιλάνθρωπος».