Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2020

ΔΩΔΕΚΑ ΠΑΡΑ ΠΕΝΤΕ! «Μετανοεῖτε»

12 παραπεντεΚυριακὴ μετὰ τὰ Φῶτα (Ματθ. 4,12-17)
ΔΩΔΕΚΑ ΠΑΡΑ ΠΕΝΤΕ!
«Μετανοεῖτε» (Ματθ. 4,17)

Πιστὸς λαὸς περιμένει ἀπὸ μᾶς κήρυγμα, ἀλλὰ τί νὰ πῶ καὶ τί νὰ λα­λήσω; Σήμερα, ἀγαπητοί μου, δὲν χρειάζον­­ται κηρύγματα· χρει­άζονται δάκρυα. Ζοῦμε στὴν πιὸ σκοτεινὴ περί­οδο τῆς ἀνθρωπότητος. Ἔρχεται – ἦρθε ὁ ἀν­τίχριστος! Τὰ βήματά του γιγαν­τι­αῖα, ἡ φωνή του βρα­χνή, οἱ κήρυκές του πολλοί.
Σημεῖα πολλὰ παρουσιάζονται· σημεῖα «ἐν ἡλίῳ» (Λουκ. 21,25) μὲ καύσωνες, σημεῖα στὴ θάλασσα, σημεῖα σὲ ποταμούς, σημεῖα στὰ ἔγκατα τοῦ πλανήτη μὲ τρομεροὺς σεισμούς. Καὶ τὸ 666 σημεῖο εἶνε. Δὲν εἶ­νε τυχαῖα γεγονότα αὐ­τά· εἶνε προειδοποιήσεις γιὰ τὸ τέλος.

Ἀλλὰ περισσότερο ἀπὸ αὐτὰ ἐγὼ βλέπω κάτι ἄλλο. Βλέπω ἐκεῖνο ποὺ προέβλε­ψε ὁ ἀ­πόστολος Παῦλος (βλ. Β΄ Τιμ. 3,1-5). Καὶ τὸ σημεῖο αὐτὸ εἶνε ἡ ἠθικὴ διαφθορά. Δὲν θὰ κάνω ἐπισκόπησι τῆς παγκοσμίου κονίστρας· θὰ περιορισθῶ στὴ μικρὴ αὐτὴ γωνιὰ ποὺ κατοικοῦμε. Ἂς ῥίξουμε μιὰ ματιὰ στὴν Ἑλ­λάδα τὴν πατρίδα μας· μᾶς ἐν­διαφέρει ὁ οἶ­κος μας, ὅπου βρίσκον­ται οἱ τάφοι τῶν προγόνων μας.

* * *

Τί ἦταν ἄλλοτε ἡ Ἑλλάς; Ἄστρο φωτεινό, ποὺ ἔλαμπε μὲ τὶς ἐπιστῆμες καὶ τὶς ἀ­ρετὲς τῶν παιδιῶν της. Τί ἦταν παρακαλῶ τὸ 1821, ὅ­ταν ἐκεῖνοι οἱ ἥρωες ­φώ­ναζαν «Ἐ­λευ­θερία ἢ θάνατος»; Τί ἦταν τὸ 1940, ὅταν ἐκεῖνοι οἱ ἥ­ρωες θάμπωσαν τὴν ἀν­θρω­πότητα μὲ τὸ «Ὄχι»; Τί ἦταν τότε ἡ Ἑλλάς, καὶ τί εἶνε σήμερα; Σήμερα εἶνε ἕνα ἄστρο ποὺ σβήνει, ψυχορραγεῖ, –ὁ Θεὸς νὰ φυλάξῃ– ἐξαλείφεται!
Πολλὰ εἶνε τὰ σημεῖα τῆς καταπτώσεως. Ἀ­πὸ παράδειγμα πρὸς μίμησιν γίναμε παράδειγμα πρὸς ἀποφυγὴν μ᾽ αὐτὰ ποὺ μᾶς συμβαίνουν. Δὲ λέμε ὑπερβολές. Ἂν ῥίξουμε μιὰ ματιά, θὰ δοῦ­με τὰ σημεῖα τῆς παρακμῆς. Ποιά εἶνε αὐτά; Ἰδού μερικὲς συγκρίσεις.
⃝ Ἄλλοτε, ποὺ δὲν ὑ­πῆρχαν σχολεῖα καὶ πανε­πιστήμια κ᾽ οἱ Ἕλληνες δὲν κατοικοῦσαν σὲ μέγαρα ἀλλὰ σὲ καλύβες, ἐκεῖ στὶς καλύβες κατοικοῦσαν ἄγγελοι, ἐνῷ τώρα στὰ μέγαρα τί κατοικοῦν;… Τότε ὑ­­­πῆρχε σέβας στὸ Θεό. «Ἀρχὴ σοφί­ας φόβος Κυρίου» (Ψαλμ. 110,10). Ἀνέφεραν τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μας, τῆς Παναγίας, τῶν ἁγίων μὲ δέος καὶ δάκρυα. Δὲν ὑ­πῆρχε κανείς βλάσφημος, δὲν ἀκουγόταν οὔτε μία βλασφημία. Τώρα; Ὅπου σταθῇς, ἀ­κοῦς φρικτὲς βλασφημίες ἀπὸ μικροὺς καὶ μεγάλους.
Κ᾽ εἶνε μικρὸ κακὸ ἡ βλα­σφημία; Κολοσσι­αῖο ἁμάρτημα. Βλαστημᾷς; οὔτε ἄνθρωπος, οὔ­τε θηρίο, οὔτε ζῷο, οὔτε σατανᾶς εἶσαι· ὁ σατα­νᾶς δὲ βλαστημάει, τρέμει ἐμπρὸς στὸ Θεό. Καὶ ὅμως ἡ χώρα μας ἔχει ρεκὸρ στὶς βλαστή­μιες. Τρομερὸ σημεῖο γιὰ τὴν πατρίδα μας, ποὺ οἱ ἀρχαῖοι Ἀ­θηναῖοι κατεδίκασαν τὸ Σωκράτη μὲ τὴν ὑ­πό­νοια ὅτι δὲν σέβεται τοὺς θεούς.
⃝ Ἄλλο σημεῖο συγκρίσεως εἶνε ὁ ἐκκλησιασμός. Οἱ πρόγονοί μας δὲν ἔλειπαν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. «Ὡς ἀγαπητὰ τὰ σκηνώματά σου, Κύριε τῶν δυνάμεων. ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου» (Ψαλμ. 83,1-3). Ἦταν ὅλοι στὸ ναό, πλὴν ἀ­σθε­νῶν καὶ γερόν­των. Στὴν τουρκοκρατία, ποὺ δὲν χτυποῦσαν καμ­πάνες, καὶ χωρὶς αὐτὲς ὅλοι ἦταν ἐκεῖ. Μὲ καμ­πάνες τώρα, ποὺ ἀκούγονται χιλιόμετρα μακριά, οἱ Ἕλληνες δὲν ἐκκλησιάζονται. «Στοῦ κουφοῦ τὴν πόρτα ὅσο θέλεις βρόντα».
Ἀπὸ τοὺς ἑ­κατὸ Χριστιανοὺς δύο μόνο ἐκ­κλησιάζονται. Οἱ ἐνενηνταοχτὼ ποῦ εἶνε; Ἐμέ­να ρωτᾶτε; Ρω­τῆστε τὰ κέντρα τῆς διαφθο­ρᾶς, ποὺ φύτρωσαν σὰν μανιτάρια στὸν ἀγρό μας κ᾽ εἶνε γεμᾶτα μέχρι τὶς πρωινὲς ὧρες. Ἔτσι ἐκφυλίζεται ἡ νεολαία μας καὶ γι᾽ αὐτὸ ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Χθὲς ἕνας γέροντας ἐνενηνταπέν­­τε ἐτῶν μοῦ εἶπε τὸ ἑξῆς. Κάποτε ὁ πατέρας μου δὲν πῆγε Κυριακὴ στὴν ἐκ­κλησία, κι ὁ ὁ παπποῦς μου τὸν ἐπέπληξε· ―Γιατί δὲν ἦρθες; –Νά, εἶ­μαι ἄρ­ρωστος…, προσπάθησε νὰ δικαιολογη­θῇ. Τὴν ἄλλη Κυριακὴ τὰ ἴ­δια. Τότε ὁ παπποῦς τοῦ εἶπε· ―Θὰ φύγῃς ἀ­πὸ τὸ σπίτι· ἀλειτούργητο ἄνθρωπο δὲν θέλω ἐδῶ μέσα! Τὸν ἔδιωξε.
⃝ Τρίτο σημεῖο εἶνε ἡ οἰκογένεια. «Τίμιος ὁ γάμος ἐν πᾶσι καὶ ἡ κοίτη ἀμίαντος» (Ἑβρ. 13,4). Ἄλ­λοτε κάθε σπίτι ἦταν καὶ μιὰ ἐκ­κλη­σία. Γάλλος περιηγητὴς τὸν καιρὸ τοῦ ᾿21 ἔφτασε μέχρι τὰ ὀ­ρει­νὰ τοῦ Μοριᾶ καὶ φιλοξενήθηκε σὲ μιὰ κα­λύβα. Καρέκλα νὰ καθήσουν δὲν εἶχαν, ὅταν ὅμως νύχτωσε, ὁ πατέρας (μὲ ἑφτὰ παιδιά) λέει· ―Γονα­τίστε. Γονάτισαν ὅλοι καὶ ἄρ­χισαν προσ­ευχή. Ἕνας εἶπε τὸ «Βασιλεῦ οὐ­ρά­νιε», ἄλλος τὸ «Ἅγιος ὁ Θεός…», ὁ μικρὸς ἔ­λεγε τὸ «Κύριε ἐλέησον…», ὁ μεγαλύτερος τὸ «Πάτερ ἡμῶν», ἄλλος τὸ «Πιστεύω» κ.λπ.. Τέλος εἰρηνικοὶ κι ἀδελφωμένοι πῆγαν γιὰ ὕ­πνο. Τότε ὁ ξένος σκέφτηκε· ―Νά γιατί αὐ­τὸς ὁ τόπος ἀντέχει. Οἰκογένεια ποὺ τὰ μέλη της προσ­εύχονται, διάβολος δὲν τὴν ἀγγίζει.
«Πέφτω κάνω τὸ σταυρό μου,
ἄγγελο ἔχω στὸ πλευρό μου…».
Δεῖξτε μου τώρα σπίτια ποὺ προσεύχον­ται οἰκογενειακῶς. Σπάνιο πρᾶγμα σήμερα.
⃝ Ἕνα ἄλλο σημεῖο καταπτώσεως εἶνε τὰ διαζύγια. Παλαιότερα διαζύ­γιο δὲν ὑπῆρχε, μόνο τὸ φτυάρι τοῦ νεκρο­θά­φτη χώριζε τὸ ἀντρόγυ­­­νο. Τώρα, μὲ τοὺς νόμους ποὺ ψήφισε ἡ Βου­λὴ (αὐτόματο, συναινετι­κὸ διαζύγιο, ἀποποινι­κοποίησις τῆς μοιχείας κ.ἄ.), ἄνοιξε μεγάλη πόρτα στὴν ἁμαρτία. Τὰ δικαστήρια εἶνε πλέον φάμπρικες ποὺ βγάζουν διαζύγια. Στὴν Ἀθήνα τὰ διαζύγια, ἀπὸ μηδὲν ποὺ ἦταν, ἔφτασαν τριάντα τοῖς ἑ­κατό (30%)· μέσα στοὺς τρεῖς γάμους ὁ ἕνας διαλύεται!
Ἀλλάξαμε καὶ τὸ λεξιλόγιο. Πρῶτα ἡ ἀνδρο­χωρίστρα ἦταν ἀπαράδεκτη, τὴν ὠ­νόμαζαν πόρ­νη. Τώρα ἡ πόρνη λέγεται «φιλε­νάδα». Ὁ ἄν­τρας ποὺ χώριζε τὴ γυναῖκα του καὶ πήγαινε μὲ ἄλ­λη λεγόταν μοιχός. Τώρα αὐτὸς ποὺ ἀλ­λάζει γυναῖκες θεωρεῖται ἀξιοζήλευτος, «λεβέν­της»! Ζῇ κανεὶς ἀναιδέστατα ἐνώπιον πάν­των καὶ ἐπευφημεῖται ἀπὸ πλήθη λαοῦ ποὺ τὸν ῥαίνει μὲ ἄνθη. Πῶς ἄλλαξε τὸ γένος μας!
Αὐτὰ τὰ λέω ἔξω ἀπὸ κόμματα. Δὲν ἀ­νή­κω σὲ κόμματα. Λέω τὴν ἀλήθεια σὲ ὅλους, πρὸς τὰ ἄνω καὶ πρὸς τὰ κάτω.
⃝ Θέλετε κι ἄλλο σημεῖο; Ὤ, ἐδῶ τώρα, μὲ συγ­χωρεῖτε, θὰ σᾶς πικράνω. Διότι καὶ ἐ­δῶ μέσα πολλοὶ εἶστε δολοφόνοι! ―Δολοφόνοι ἐ­μεῖς; θὰ πῆτε, ποὺ ἐρχόμαστε στὴν ἐκκλησία κι ἀ­ν­ά­βουμε κεράκι κι ἀκοῦμε κη­ρύγματα καὶ κάνουμε τὰ χρέη μας, ἐμεῖς δο­λοφόνοι; Ναί, δολοφόνοι! Ποιοί καὶ πόσοι εἶνε δολοφόνοι; Ἐ­μένα ρωτᾶτε; Ρωτῆ­στε τὴ στατι­στικὴ ὑπηρεσία καὶ θὰ σᾶς πῇ, ὅτι κάθε χρόνο μὲ τὶς ἐκ­τρώσεις σφάζονται 400.000 ἔμβρυα – ἄνθρωποι! Γι᾽ αὐτὸ ἔχουμε τὰ λιγώτερα παιδιὰ στὰ Βαλκάνια καὶ ἡ Τουρκία θὰ μᾶς πνίξῃ. Πρῶτα σὲ ἑ­κατὸ θανάτους εἴχαμε διακόσες – τριακόσες γεννήσεις. Τώρα οἱ Ἑλληνί­δες δὲν γεννοῦν. Ρωτᾷς πόσα παιδιὰ ἔχουν καὶ σοῦ λένε στερεοτύπως· δύο, δύο, δύο… Οἱ γεννήσεις εἶνε λιγώτερες ἀπὸ τοὺς θανάτους. Τὸ ἔθνος σβή­νει. Αὐτὸ εἶνε ἔγκλημα, σωστὴ γενοκτονία.
Ἀρκοῦν αὐτὰ ποὺ σᾶς εἶπα γιὰ νὰ γίνῃ σύγ­κρισις. Ἐγὼ θεωρῶ τὴν ἠθικὴ σῆψι ὡς τὸ μεγα­λύ­­τερο σημεῖο τῶν καιρῶν. Τὴν προφήτευσε ὁ ἀπόστολος Παῦ­λος λέγοντας· «Ἐν ἐσχάταις ἡμέραις… ἔσονται οἱ ἄν­θρωποι φίλαυτοι, φιλάργυροι, ἀλαζόνες, ὑπερήφανοι, βλάσφημοι, …ἀνόσιοι, …διάβολοι, ἀκρατεῖς, …φιλήδονοι μᾶλ­λον ἢ φιλόθεοι…» (Β΄ Τιμ. 3,1-5).
Κι ὅλα αὐτὰ διότι λησμονήσαμε τὸ Θεό. Καὶ ὄχι μόνο τὸν λησμονήσαμε, ἀλ­λὰ καὶ τὸν βλασφημήσαμε καὶ τὸν σταυρώσαμε. Καὶ τώρα σκότος· κρίσις πολιτική, κρίσις στρα­τι­ωτική, κρίσις οἰκονομική, κρίσις ἐμπορική, κρίσις ἐκ­παιδευτική, κρίσις μεγάλη. Ἰδού τὸ ἀποτέλεσμα· ἡ Ἑλλὰς ἔφτασε σὲ ἀδιέξοδο.

* * *

Τί θὰ γίνῃ; δὲν ὑπάρχει διέξοδος; Ὑπάρχει! Πῶς μπορεῖ νὰ λάμψῃ πάλι στὴν Ἑλλάδα τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου, τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ μας;
Μία λέξις! δὲ χρειάζονται πολλὰ λόγια. Ὤ ἂν μὲ βοηθοῦσε Πνεῦμα ἅγιο, αὐτὴ ἡ λέξις νὰ φυ­τευθῇ στὴν καρδιά μου καὶ στὶς καρδιὲς ὅ­λων σας! Εἶνε αὐτὸ ποὺ λέει σήμερα τὸ εὐ­αγγέλιο, ἡ πρώτη λέξι ποὺ κήρυξε ὁ Χριστός· «Μετανοεῖτε» (Ματθ. 4,17). Τίποτε ἄλλο δὲν χρειάζε­ται. Μετανο­εῖτε, Ἕλληνες! Μετανοεῖτε γονεῖς, πάψτε νὰ ἐγκληματῆτε· μετανοεῖτε ἐκπαιδευ­τικοί, ἐπιστρέψτε στὶς ῥίζες τῆς παιδείας μας· με­τανοεῖτε δικασταί, μετανοεῖτε στρατιωτικοί, μετανοεῖτε βουλευταί, μετανοεῖτε ὑπουρ­­γοὶ καὶ πρωθυπουργοὶ καὶ πρόεδροι δημοκρατίας.
Ἡ ὥρα εἶνε δώδεκα παρὰ πέντε. Μικρὴ δι­ο­ρία ἔχουμε. Ἐὰν μετανοή­σουμε, ἡ Ἑλλὰς θὰ γίνῃ πάλι ἄστρο καὶ ἥλιος. Ἐὰν ἐξακολουθήσουμε νὰ κλείνουμε τὰ αὐτιὰ στὴ φω­νὴ τοῦ Χριστοῦ, τότε σταματῶ – δὲν ἔχω καρδιὰ νὰ μι­λήσω· τότε περιμένετε μεγάλα δεινά! ἔρχεται ὀργὴ Θεοῦ. Δὲν προχω­ρῶ περισσότερο, ἀλλὰ ταπεινὰ παρακαλῶ· Παναγία Δέσποινα, ποὺ τό­σες φορὲς προστά­τευσες τὸ ἔθνος μας, ἅγιε Δημήτριε μυροβλύτα, ἅγιε Γεώργιε τροπαιοφό­ρε, ἄγ­γε­λοι καὶ ἀρχάγγελοι, ποιήσατε πρεσβεί­αν εἰς τὸ ἐλεηθῆναι καὶ σωθῆναι ἡμᾶς· ἀμήν.
 Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Δημητρίου πόλεως Θεσσαλονίκης τὴν 8-1-1989