
Μόνον κοντά στὸν Θεό βρίσκει κανεὶς τὴν πραγματική καὶ αἰώνια χαρά. Φαρμάκι γευόμαστε, ὅταν ζοῦμε μακριά ἀπὸ τὸν γλυκύ Ἰησοῦ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ παλιάνθρωπος γίνη ἄνθρωπος, βασιλόπουλο, τρέφεται μὲ τὴν θεία ἡδονή, μὲ τὴν οὐράνια γλυκύτητα, καὶ νιώθει τὴν παραδεισένια ἀγαλίαση, αἰσθάνεται ἀπὸ ʹδω ἕνα μέρος τῆς χαρᾶς τοῦ Παραδείσου. Ἀπὸ τὴν μικρή παραδεισένια χαρὰ καθημερινά προχωράει στὴν μεγαλύτερη καὶ ἀναρωτιέται ἄν ὑπάρχη κάτι ἀνώτερο στὸν Παράδεισο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ζῆ ἐδῶ. Εἶναι τέτοια ἡ κατάσταση ποὺ ζῆ, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ κάνη καμμιά ἐργασία. Τὰ γόνατά του λυγίζουν σάν λαμπάδες ἀπὸ τὴν θεία ἐκείνη θερμότητα καὶ γλυκύτητα, ἡ καρδιά τοῦ σκιρτάει καὶ πάει νὰ σπάσει τούς τσατμάδες, γιὰ νὰ φύγη, γιατί ἡ γῆ καὶ τὰ γήινά της φαίνονται χαμένα πράγματα.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Α’ «Μὲ Πόνο καὶ Ἀγάπη»