Όσιος Δανιήλ Κατουνακιώτης (1846-1929)
(Τὸ ἀξιοπρόσεκτο
γεγονὸς ποὺ ἀκολουθεῖ σὲ ἐλαφρὰ διασκευὴ τῆς γλώσσης τὸ ἀναφέρει ὁ
διακριτικότατος ἀσκητὴς Δανιὴλ Κατουνακιώτης σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν
Ἀλέξανδρον Μωραϊτίδην. Ἔχει δὲ ὡς ἑξῆς:)
Ἕνας γνωστός
του καὶ ἐνάρετος οἰκογενιάρχης ἀπὸ τὴν Σμύρνη, ποὺ τὸν ἔλεγαν Δημήτριο,
ἀφοῦ κατάλαβε τὸ τέλος του κάλεσε τὸν υἱόν του Γεώργιο, ὁ μόνος εὐσεβῆς,
διότι τὰ ἄλλα τρία του παιδιὰ καὶ ἡ γυναίκα του ζοῦσαν μὲ κοσμικότητα,
καὶ τοῦ ἀπεκάλυψε ὅσα ἀκολουθοῦν, καὶ τὰ ὁποῖα ὁ υἱός του ὁ πιστὸς
φανέρωσε εἰς τὸν π. Δανιήλ.
Ἀφοῦ ὁ πατέρας μου ἔφθασε εἰς τὸ τέλος αὐτῆς τῆς ζωῆς καὶ ἐγνώρισε
τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου του, ἐκείνην τὴν ἡμέρα ἐκάλεσε ἕνα σεβάσμιο ἱερέα,
ποὺ τὸν ἔλεγαν Δημήτριον, ἄνθρωπον πολὺ ἁπλὸν καὶ ἐνάρετον, εἰς τὸν
ὁποῖον μὲ πολλὴ εὐλάβεια εἶπε· «ἐγὼ πνευματικέ μου πάτερ, σήμερα
πεθαίνω, καὶ παρακαλῶ ὁδήγησέ με σὲ αὐτὴν τὴν κρίσιμη στιγμὴ τί ὀφείλω
νὰ πράξω;» ὁ δὲ ἱερεὺς γνωρίζοντας τὴν θεάρεστον ζωὴν τοῦ πατέρα μου καὶ
ὅτι ἦταν σὲ ὅλα ἕτοιμος, διότι εἶχαν προηγηθῆ τὰ πραγματικὰ ἐφόδια,
δηλαδὴ ἐξομολόγησις, εὐχέλαιο, συχνὲς ἱερὲς μεταλήψεις, ἐπειδὴ ἕνεκα ποὺ
διετέλεσε πολλὲς ἡμέρες ἄρρωστος μεταλάμβανε συνεχῶς ἀπὸ τὰ ἄχραντα
μυστήρια τοῦ Χριστοῦ, τὸν ὑπέδειξε ἕνα ἀκόμη νὰ κάμη· «ἐὰν ἦταν εὔκολο
νὰ δώσης ἐντολὴ νὰ σοῦ κάμουν μετὰ τὸν Θάνατό σου ἕνα τακτικὸν
40λείτουργον στὸ ὄνομά σου, τὸ ὁποῖο νὰ ἐκτέλεση κάποιος ἱερεὺς μακρὰν
τῆς πόλεως» ἐγὼ δὲ ἂν καὶ ἄπορος ἔδωσα ὕποσχεσι, ὅτι μὲ πολὺ προθυμία θὰ
ἐκτελέσω αὐτό, ἀρκεῖ μόνον νὰ λάβω τὴν εὐχή του, τὴν ὁποία καὶ ἐπῆρα.
Αὐτὰ ἀφοῦ ἄκουσε καὶ εὐχαριστηθεὶς ὁ πατέρας μου μὲ προσκάλεσε μὲ
πολλὴ συγκίνησι καὶ δάκρυα, καὶ μὲ παρεκάλεσε νὰ τὸν κάμω μετὰ τὸν
θάνατό του ἕνα 40λείτουργον.
Μετὰ ἀπὸ διάστημα δυὸ ὡρῶν ἀπέθανε ὁ ἀείμνηστος πατέρας μου καὶ
ἀμέσως προσκάλεσα τὸν ἱερέα Δημήτριον, χωρὶς νὰ γνωρίζω ὅτι ὁ ἴδιος εἶχε
ὑποβάλλει τὸ ζήτημα τοῦ 40λείτουργου εἰς τὸν πατέρα μου, καὶ λέγω εἰς
αὐτόν. Ἐπειδὴ ὁ πατέρας μου μοῦ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν κάμω ἕνα τακτικὸ
40λείτουργο ἔξω τῆς πόλεως καὶ ἐπειδὴ ἡ αἰδεσιμότης σου ἡσυχάζεις εἰς
τὸν ἔξω τῆς πόλεως ναΐσκο τῶν Ἅγιων Ἀποστόλων, δι᾿ αὐτὸ σὲ παρακαλῶ νὰ
λάβης τὸν κόπον καὶ νὰ φροντίσης τὴν ἐκτέλεσι αὐτοῦ καὶ ἐγὼ θὰ πληρώσω
τὸν κόπον σου καὶ τὰ σχετικὰ μὲ τὰ ἔξοδα τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ. Ὁ ἱερεὺς ὅταν
ἄκουσε αὐτὰ μοῦ ἀπάντησε μὲ δάκρυα στὰ μάτια. Ἐγώ, ἀγαπητέ μου Γεώργιε,
ἔχω δώσει σήμερα στὸν πατέρα σου τὴν γνώμη αὐτή, καὶ ὀφείλω ὅσο ζῶ νὰ
τὸν μνημονεύω πάντοτε.
Ἐγὼ δὲ γνωρίσας τὴν πολλὴ εὐλάβεια τοῦ ἱερέως καὶ τὴν ἐκτίμησι τὴν
ὁποίαν εἶχε πρὸς τὸν πατέρα μου ἐπέμενα παρακαλώντας καὶ ἔτσι τὸν ἔπεισα
νὰ δεχθῆ τὴν πρότασί μου, καὶ ἐπῆγε στὸ σπίτι του, πρὸς τὴν πρεσβυτέρα
καὶ τὶς κόρες του καὶ λέγει πρὸς αὐτὲς «ἐγὼ ἐπειδὴ θὰ κάνω τακτικὸν
40λείτουργον στὸ ὄνομα τοῦ καλοῦ ἐκείνου εὐεργέτου μου Δημητρίου, δι᾿
αὐτὸ ἐπὶ 40 ἡμέρες νὰ μὴ μὲ περιμένετε ἐδῶ, διότι θὰ ἡσυχάζω συνέχεια
εἰς τὸν ἱερὸν Ναὸν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, γιὰ νὰ ἐξακολουθῶ τακτικώτατα τὸ
40λείτουργο», καὶ ἔτσι ἐπῆγε καὶ ἄρχισε μὲ εὐλάβεια καὶ προθυμία τὸ
40λείτουργον. Ἔγιναν 39 Θεῖες Λειτουργίες καλῶς, τὴν παραμονὴ δὲ τῆς
τελευταίας, Σάββατο βράδυ,
ξαφνικὰ παρουσιάστηκε σφοδρὸς πονόδοντος στὸν ἱερέα καὶ ἀναγκάστηκε τὴν
νύκτα νὰ ἔλθη μὲ πόνους στὸ σπίτι του, καὶ προσκάλεσε ἡ πρεσβυτέρα τὸν
κουρέα καὶ τοῦ ἔβγαλε τὸ σάπιο δόντι καὶ ἔτσι ἔγλυτωσε ἀπὸ τοὺς πόνους.
Λόγω ὅμως ποὺ ἔτρεχε αἷμα ἀπεφάσισε νὰ συμπλήρωση τὴν τελευταία Θεία
Λειτουργία τὴν ἑπομένη.
Ὁ Γεώργιος ὅμως μὴ γνωρίζοντας τὴν πάθησι τοῦ ἱερέως τὴν παραμονὴν
ἐκείνη ἑτοίμασε, μὲ δάνειο, τὸ ὀφειλόμενον ποσόν, γιὰ τὸν κόπον τοῦ
ἱερέως μὲ σκοπὸ νὰ τὸ ἐπιδώση τὴν ἑπομένη. Κατὰ τὰ μεσάνυκτα ὅμως
ἐκείνου τοῦ Σαββάτου, ἐσηκώθηκα νὰ προσευχηθῶ. Προσευχόμενος δὲ μὲ πολλὴ
κατάνυξι καὶ ἀφοῦ κουράστηκα ἐκάθησα στὸ κρεββάτι καὶ ἄρχισα νὰ
ἐνθυμοῦμαι τὶς ἀρετὲς τοῦ πατέρα μου καὶ τὶς παρεκτροπὲς καὶ παιδικές
μου παρακοὲς ποὺ εἶχα κάνει κατὰ καιρούς, καὶ συνάμα ἔλεγα στὸν ἑαυτό
μου, ἄραγε ὠφελεῖ τὸ 40λείτουργον τὴν ψυχὴν τοῦ κεκοιμημένου ἢ χάριν
μικρῆς ἀνακουφίσεως ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ αὐτὸ ἔχει συστήσει;
Αὐτὰ
σκεπτόμενος μὲ πόνο ψυχῆς καὶ δάκρυα, καὶ ἐκζητώντας τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ,
μοῦ φάνηκε ὅτι κοιμήθηκα λίγο, καὶ ἀμέσως βρέθηκα σὲ μιὰ πεδιάδα
ὡραιότατη, τῆς ὁποίας ἡ ὀμορφιὰ ἦταν ἀπερίγραπτος, μὴ ἔχουσα σύγκρισι μὲ
τὰ εὐχάριστα τοῦ κόσμου. Ἐνῶ εὑρισκόμουν ἐκεῖ μοῦ ἐπῆλθε φόβος πολύς,
ποὺ ὑπαγορευόταν ἀπὸ τὴν συνείδησί μου, ἐπειδὴ ἐγνώρισα τὸν ἑαυτό μου
ἀκατάλληλον διὰ τὴν ἐκεῖ ἀπόλαυσι. Καὶ ἐνῶ διατελοῦσα κάτω ἀπὸ αὐτὴν τὴν
ἀμηχανία, μὲ ἦλθε θάρρος καὶ εἶπα εἰς τὸν ἑαυτόν μου, μιὰ καὶ ὁ
Πανάγαθος Θεὸς ἠθέλησε νὰ μὲ φέρη ἐδῶ ἴσως ἡ ἀγαθότητά Του μὲ ἐλεήση καὶ
στὴν συνέχεια μετανοήσω, διότι ὅπως βλέπω εὑρίσκομαι μαζὶ μὲ τὸ σῶμα
μου.
Αὐτὰ
συζητώντας μὲ τὸν ἑαυτό μου καὶ παρηγορηθείς, εἶδα μικρὸ φῶς
διαυγέστατο, καὶ ἀφοῦ ἐπῆγα πρὸς τὸ μέρος ἐκεῖνο, εἶδα μὲ ἀνέκφραστη
ἔκπληξι τὴν ἀπερίγραπτη ἐκείνη ὡραιότητα τοῦ ἀπέραντου δάσους, ποὺ
ἀπόπνεε ἄρρητη εὐωδία. Ὢ ποία μακαριότης ἀναμένει ἐκείνους ποῦ ζοῦν
ἐνάρετα εἰς τὸν κόσμον;
Ἀναθεωρώντας
δὲ μὲ μεγάλη ἔκπληξι καὶ χαρὰ τὴν ὑπερκόσμια ἐκείνη ὡραιότητα εἶδα ἕνα
ὡραιότατο παλάτι… ὅταν δὲ πλησίασα κοντὰ βλέπω μὲ πολλὴ ἀγαλλίαση τὸν
πατέρα μου Δημήτριον,
λαμπροφόρο καὶ γεμάτον ὅλο φῶς, ὁ ὁποῖος ἐστέκετο μπροστὰ σὲ ἐκείνη τὴν
πόρτα τοῦ παλατιοῦ, καὶ ἀφοῦ μὲ ἀτένισε μὲ πατρικὴ στοργὴ καὶ τὴν γνωστή
του ἐπιείκεια καὶ πραότητα, μοῦ εἶπε: «πῶς ἦλθες ἐδῶ παιδί μου;» ἐγὼ δὲ
τὸν ἀπήντησα, «καὶ ἐγὼ, πατέρα μου, ἀπορῶ, διότι ὅπως βλέπω δὲν εἶμαι
ἄξιος διὰ τὸν τόπο. Ἀλλὰ πές μου, πατέρα μου, πῶς εὑρίσκεσαι ἐδῶ καὶ σὲ
ποιὸν ἀνήκει τὸ παλάτι αὐτό;». Ἐκεῖνος δὲ μὲ πολλὴ φαιδρότητα μοῦ εἶπε:
«Ἡ ἄκρα τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ἀγαθότης διὰ πρεσβειῶν τῆς Κυρίας ἡμῶν
Θεοτόκου, εἰς τὴν ὁποίαν εἶχα, ὅπως εἶναι γνωστόν, μεγίστην εὐλάβειαν,
μὲ ἠξίωσε νὰ καταταχθῶ εἰς τὸ μέρος αὐτό. Εἰς αὐτὸ δὲ τὸ παλάτι ἤθελον
εἴσελθη σήμερον, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ὁ οἰκοδόμος αὐτοῦ ἔβγαλε σήμερον τὸ δόντι
του καὶ δὲν ἐτελείωσαν αἱ 40ντα ἡμέραι τῆς οἰκοδομῆς αὐτοῦ, δι᾿ αὐτὸ
αὔριο θὰ εἰσέλθω».
Ὅταν εἶδα καὶ ἄκουσα αὐτὰ ἐγὼ ὁ ἐλάχιστος ἐξύπνησα μὲ ἔκπληξι καὶ
γεμάτος δάκρυα ἐθαύμαζα δι᾿ ὅλα ὅσα εἶδα. Ὅλη ἐκείνη τὴν νύκτα ἔμεινα
ἄυπνος εὐχαριστῶν καὶ δοξολογῶν τὸν Πανάγαθον Θεόν… Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα
ἐπῆγα εἰς τὸν ἱερέα Δημήτριον καὶ τὸν εὑρῆκα νὰ κάθεται, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ
μὲ ἐδέχθηκε μὲ χαρὰ μοῦ εἶπε· «νὰ καὶ ἐγὼ πρὸ ὀλίγου ἐβγῆκα ἀπὸ τὴν
λειτουργία, τελειώσας εὐτυχῶς τὸ 40λείτουργον». Αὐτὸ δὲ εἶπε διὰ νὰ μὴ
μὲ λυπήση, διότι ἐμποδίστηκε μία ἡμέρα ἡ λειτουργία, τὴν ὁποίαν βέβαια
ἤθελε πρόσθεση τὴν ἑπομένη. Τότε ἐγὼ ἄρχισα νὰ διηγοῦμαι εἰς τὸν ἱερέα
τὰ ὅσα εἶδα μὲ λεπτομέρεια καὶ πολλὴ συγκίνησι, καὶ ὅταν ἔφθασα εἰς τὴν
ἐξαγωγὴ τοῦ δοντιοῦ καὶ ὅτι τὴν ἑπομένη θὰ τελειωθῆ ἡ οἰκοδομὴ καὶ θὰ
εἰσέλθη ὁ πατέρας μου εἰς τὸ παλάτι, τότε ὁ ἱερεὺς κατεληφθεὶς ἀπὸ
θαυμασμὸ ἐβόησε· «ἐγώ, ἀγαπητέ μου Γεώργιε, εἶμαι ὁ οἰκοδόμος ἐκεῖνος»…
Αὐτὰ ὁ πατὴρ Δανιὴλ τὰ ἐβεβαίωσε καὶ ἀπὸ τὸν πατέρα Δημήτριον τὸν
ὁποῖον ἐπεσκέφθη, ὁ ὁποῖος π. Δημήτριος μὲ παρεκάλεσε ὅπως γράψω ἀκριβῶς
τὴν ὠφελιμωτάτην αὐτὴν διήγησιν. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔλαβε χῶραν ἀρχὰς τοῦ
20ου αἰῶνος.