...Έτσι η Ζένια εργάστηκε στο μοναστήρι μέχρι το θάνατό της, μέχρι που ήρθε το ασθενοφόρο και την πήγε στο νοσοκομείο. Η διάγνωση των γιατρών τους εξέπληξε όλους. Είχε καρκίνο σε προχωρημένο στάδιο, το συκώτι της ήταν ήδη διαλυμένο. Την κράτησαν για κάποιο χρονικό διάστημα στο νοσοκομείο κάνοντάς της ανώφελες ενέσεις και δίνοντάς της ψεύτικες ελπίδες. Συνέβαινε δηλαδή η συνηθισμένη υποκρισία μπροστά στο θάνατο, όταν οι γιατροί καταλαβαίνουν ότι καμιά θεραπεία δεν βοηθάει τον ασθενή και το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να μην τον αφήσουν να πεθάνει στο νοσοκομείο αλλά να πεθάνει στο σπίτι του.
Ο Γέροντας έφερε την Ευγενία στο σπίτι της.
Ειδοποίησαν με τηλεγράφημα τους γιους της. Φτάνοντας βιαστικά κοντά στη μητέρα τους, στο κελί είχε ήδη γίνει η κουρά της. Όπως θα αναγνωρίσουν αργότερα, τους συγκίνησε η σκέψη πως, ενώ πέθαινε η επίγεια μητέρα τους, γεννιόταν η μοναχή Βέρα.
Η μοναχή Βέρα έζησε στη γη ως μοναχή δεκατέσσερις ημέρες. Στο κελί της έμπαιναν μόνο όσοι είχαν ευλογία από τον γέροντα παρότι πολλοί προσφέρθηκαν τότε να την βοηθήσουν
- Τι γυρεύετε όλοι εσείς εκεί; έλεγε ο γέροντας. Αφήστε την επιτέλους ήσυχη.
Ούτε εμένα με άφηναν να μπω στο κελί της μοναχής Βέρας, ωστόσο όμως την είδα μια φορά. Την ώρα που καθάριζαν το κελί της με παρακάλεσαν να καθίσω δίπλα της στο παγκάκι κοντά στο σπίτι.
Τότε την είδα πρώτη φορά με μοναχικά ενδύματα και με εξέπληξε η αλλαγή της: το πρόσωπό της έλαμπε με μια ουράνια χαρά και εξέπεμπε φως.Αγκαλιαστήκαμε
- Συγχώρεσε με, μητερούλα Βέρα.
- Συγχώρεσέ με εσύ, αγαπητή μου, συγχώρεσέ με.
Αγκαλιαζόμασταν καταλαβαίνοντας πως είναι ο τελευταίος αποχαιρετισμός και η μητερούλα Βέρα μου είπε:
- Ξέρω ότι σύντομα θα πεθάνω, αλλά είμαι τόσο ευτυχισμένη! Τι γέροντα έχω! Πόσο πολύ αγαπάει όλον τον κόσμο. Από πού αντλεί τόση αγάπη;
Συνέβαινε κάτι ανεξήγητο και εγώ την παρακάλεσα:
- Μητερούλα Βέρα, διηγήσου μου κάτι για σένα.
- Είχα μια ζωή δύσκολη. Ήμουν ορφανή και η ζωή μου ήταν γεμάτη πίκρες. Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν!
Μη θέλοντας να γογγύσει άλλο, η μοναχή Βέρα δεν μου είπε τίποτε περισσότερο.
Εγώ γνωρίζω για εκείνη μόνο το γεγονός πως από νωρίς έμεινε χωρίς σύζυγο και με παιδιά μικρά στην αγκαλιά. Δεν είχε πού να ζήσει και δεν περίμενε βοήθεια από κανέναν. Τότε ακολούθησε τα ίχνη των θαρραλέων εκείνων Σιβηριανών που φεύγουν στον απομακρυσμένο βορρά όπου αντλούν πετρέλαιο ή αέρια. Τον χειμώνα εδώ η θερμοκρασία πέφτει κάτω από τους πενήντα βαθμούς. Τα πουλιά πέφτουν ενώ πετάνε και μετά από μία ανεμοθύελλα μπορείς να χάσεις τον δρόμο για το σπίτι. Στον βορρά όμως οι μισθοί ήταν καλύτεροι και στα αέρια η Βέρα πληρωνόταν καλύτερα αφού έπαιρνε και ανθυγιεινό επίδομα.
Οι ειδικοί στην έρευνα αερίων είχαν ένα σύνθημα: «Χημικά, χημικά, όλο το πρόσωπο γεμάτο μελανιές». Η νεαρή μητέρα όμως εκτιμούσε αυτά τα χημικά που προσέφεραν στα παιδιά της φαγητό. Όλη της τη ζωή έτρεχε σαν ένας μαραθωνοδρόμος προς τον τελικό σκοπό να αποκτήσει ένα διαμέρισμα και να σταθούν τα παιδιά της στα πόδια τους. Δεν αρνήθηκε ποτέ το Θεό, αλλά δεν τον γνώριζε. Μερικές φορές είχε τόση μελαγχολία, που την έπαιρνε ο ύπνος με τα μάτια πλημμυρισμένα από δάκρυα. Είδε στον ύπνο της την Παναγία έτσι όπως αγιογραφείται στην εικόνα «Πολλαπλασιασμός των σιτηρών». Η Ζένια ξύπνησε ευτυχισμένη ακούγοντας τη φωνή:
- Έλα σ’ Εμένα!
- Θα έρθω! αναφώνησε η Ζένια, μην ξέροντας που έπρεπε να πάει.
Για τη Ζένια το όνειρο ήταν μια αποκάλυψη τόσο μεγάλη, που πήρε άδεια και έφυγε για τη Μόσχα για να βρει τον «πίνακα» όπως πίστευε τότε. Γύρισε όλα τα μουσεία και ρωτούσε: «Μήπως να είδατε έναν παρόμοιο πίνακα;»
- Ισως ψάχνετε τη «Μαντόνα» του Ραφαήλ, την ρωτούσαν αυτοί. Και εκεί η Παναγία στέκεται πάνω στα σύννεφα.
- Όχι, στο κάτω μέρος υπήρχαν σπαρτά και δέσμες σιταριού.
Χρόνια ολόκληρα ρωτούσε για να βρει τον «πίνακα». Εν τω μεταξύ είχε γίνει μια συνειδητή χριστιανή. Κάποια στιγμή και ενώ βρισκόταν σε άδεια, η Ζένια επισκέφτηκε μια φίλη της στην Καλούγκα κι εκείνη της πρότεινε να πάνε μαζί στην Όπτινα.
Όταν η Ευγενία είδε στο μοναστήρι την εικόνα «Πολλαπλασιασμός των σιτηρών» κοκάλωσε. Αυτός ήταν ο «πίνακάς» της και η φωνή της Παναγίας την καλούσε εκ νέου:
- Έλα σ’ Εμένα!
- Έρχομαι! απάντησε αυτή.
Πούλησε το διαμέρισμά της και ήρθε στο μοναστήρι.
Ήδη άνθιζαν τα τελευταία χρυσάνθεμα κι εμείς καθόμασταν στο παγκάκι ενθυμούμενες λεπτομέρειες από τη ζωή της.
- Θυμάσαι όταν έβαψες το ταβάνι και έπεσες;
- Ναι, τότε που χτύπησα και νόμιζα πως θα πεθάνω. Καθόμουν στο πάτωμα γεμάτη αίματα και δεν μπορούσα να σηκωθώ. Μόνο προσευχόμουν και εκλιπαρούσα την Παναγία να έλθει κάποιος να με βοηθήσει. Τη στιγμή εκείνη μπήκαν μέσα οι τρεις μοναχοί της Όπτινα που δολοφονήθηκαν το Πάσχα, ο ιερομόναχος Βασίλειος, ο μοναχός Τρόφιμος και ο μοναχός Θεράπων. Με σήκωσαν και μου είπαν...
- Τι συνέβη;
Η μοναχή Βέρα όμως σώπασε κουνώντας το κεφάλι της και δεν αποφάσισε να μου μιλήσει γι’ αυτό.
- Ξέρεις, θυμήθηκα εγώ, πως οι ίδιοι ήρθαν στη μοναχή Σεπφόρα πέντε μέρες πριν από το θάνατό της; «0 π. Βασίλειος στεκόταν χαμογελαστός στην πόρτα, μου διηγόταν η ίδια, ενώ ο π. Τρόφιμος και ο π. Θεράπων με ασπάζονταν ο ένας στη μύτη κι ο άλλος στο μέτωπο”.
Κατά το μοναχικό έθος το πρόσωπο της ηγουμένης Σεπφόρας στην κηδεία ήταν καλυμμένο με το κουκούλι και αποχαιρετώντας την οι άνθρωποι την ασπάζονταν «ο ένας στη μύτη κι ο άλλος στο μέτωπο».
- Ναι, το γνωρίζω, μου είπε η μοναχή Βέρα, εμφανίζονται στους ανθρώπους και τους βοηθούν.
- Σε βοηθούν κι εσένα;
- Πάρα πολύ!
Σώπασε ξανά, κοιτώντας ήσυχα με ένα βλέμμα απόμακρο στο άγνωστο εκείνο μέρος όπου οι ζωντανοί δεν μπορούν να μπουν.
«Ψάχνουμε την ησυχία σε μια ησυχία από εμάς “πλασμένη”, έγραφε ο Όσιος Νεκτάριος της Όπτινα, αλλά αυτή αποκτάται μόνο δια του σταυρού».
Ωστόσο αυτός είναι βαρύς σταυρός. Η νοσοκόμα που καθόταν δίπλα στο κρεβάτι της ετοιμοθάνατης μοναχής Βέρας μάς διηγιόταν αργότερα πως οι πόνοι της ήταν αφόρητοι και δεν την βοηθούσε κανένα φάρμακο. Δεν άκουσε όμως ποτέ τη μητερούλα να παραπονιέται. Δάγκωνε τα χείλη της από τον πόνο. Ακόμη ψιθύριζε μια προσευχή: «Άξιον εστί κατά τα έργα μου να υποφέρω όλα αυτά, μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη Βασιλεία Σου».
Ο γέροντας την εξομολογούσε και την κοινωνούσε καθημερινά. Έπειτα κατέστη αδύνατο να την κοινωνάει επειδή δεν μπορούσε πια να καταπιεί ούτε μια γουλιά νερό.
Μια μέρα που βασανιζόταν από φριχτούς πόνους, παρακάλεσε:
- Πάτερ, παρηγόρησέ με.
- Εμείς είμαστε μοναχοί, αδελφή Βέρα, και δεν χρειαζόμαστε παρηγοριά.
Και πάλι συμπλέχτηκαν σε εκείνον τον αόρατο πνευματικό πόλεμο, στον οποίο όσο πιο κοντά βρίσκεται η σωτηρία, τόσο πιο σκληρή είναι η μάχη...
- Πάτερ, δεν μπορώ πια. Ευλόγησέ με για το δρόμο!
- Να περιμένουμε μέχρι την Κυριακή, αδελφή Βέρα, είπε ο γέροντας προσευχόμενος.
Την Κυριακή ήταν η ονομαστική εορτή του γέροντα και η κοινή γιορτή όλων των πνευματικών του τέκνων που κοινώνησαν όλοι εκείνη την ημέρα. Η μοναχή Βέρα κοινώνησε χωρίς δυσκολία στο κελί της, ενώ ο γέροντας τη σταύρωσε τρεις φορές ευλογώντας το δρόμο. Μετά τη Θεία Κοινωνία ο πόνος εξαφανίστηκε και η ψυχή βρήκε ανάπαυση.
Όταν απέλυσε η Θεία Λειτουργία ευχηθήκαμε στον γέροντα. Ξαφνικά η ψυχή μου άρχισε να λυπάται:
- Πάτερ, ευλογήστε με να πάω στην αδελφή Βέρα.
- Πήγαινε!
Έτσι αξιώθηκα να δω το οσιακό τέλος της μοναχής Βέρας. Εκείνη κοίταξε χαμογελώντας την εικόνα «Πολλαπλασιασμός των σιτηρών», σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος όπως όταν κοινωνούμε και στέναξε για τελευταία φορά.
- Εγώ φοβάμαι τους πεθαμένους, άγγιξέ την εσύ, μου είπε η μοναχή που είχε βάρδια στο κελί της. Δεν καταλαβαίνω, αποκοιμήθηκε ή...
Η ψυχή της μοναχής Βέρας ήδη κατευθυνόταν σαν αστραπή προς τους Ουρανούς. Αυτό είναι ένα δώρο - να πεθάνεις ανήμερα μιας μεγάλης εορτής έχοντας κοινωνήσει. Ειδοποίησαν τον γέροντα;
- Η μοναχή Βέρα εκοιμήθη. Τι να κάνουμε;
- Διαβάστε το Ψαλτήρι και έρχομαι κι εγώ.
Λένε ότι δεν πρέπει να κοιτάς το πρόσωπο ενός κεκοιμημένου μοναχού. Όσο όμως έντυναν τη μοναχή Βέρα δεν χόρταινα να κοιτάζω το φωτεινό της πρόσωπο. Στο κεφάλι της μοναχής είχαν βάλει το κουκούλι, την πνευματική περικεφαλαία, στα χέρια της το κομποσχοίνι, τη σπάθη του πνεύματος και ήδη καταλάβαινες, χωρίς πολλά λόγια, πως είναι ένας στρατιώτης του Χριστού που βγήκε νικητής από τον πόλεμο. Υπήρχε ένα αίσθημα χαράς, νίκης, τόσο που είπα:
- Γέροντα, να είχα κι εγώ ένα τέτοιο τέλος!
- 0 Θεός να σε αξιώσει, μου απάντησε ο γέροντας, αποχαιρετώντας με δάκρυα στα μάτια τη ρέμπελη και χαϊδεμένη πνευματική του κόρη.
Η μοναχή Βέρα Μπαρισνίκοβα εκοιμήθη εν Κυρίω στις 11 Οκτωβρίου 1998 και κηδεύτηκε στο μοναχικό κοιμητήριο του Σαμορντίνο. Τον τάφο της τον σκιάζει η εικόνα της Παναγίας «Πολλαπλασιασμός των σιτηρών». Σύντομα κοντά στον τάφο της ιδρύθηκε μια σκήτη προς τιμήν της εικόνας της Παναγίας «Πολλαπλασιασμός των σιτηρών».