Του Αγίου Παϊσίου του Αγιορείτου
– Γέροντα, αισθάνομαι αδύναμη να αντιμετωπίσω οποιονδήποτε πειρασμό και δυσκολία.
– Δεν λες την ευχή; Όπως τα καράβια που κινδυνεύουν εκπέμπουν S.Ο.S., έτσι κι εσύ να λες συνεχώς: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με», και θα λαμβάνεις βοήθεια.
Εμένα, μια φορά, ο πειρασμός θα με έριχνε στον γκρεμό, αν δεν έλεγα την ευχή· η ευχή με έσωσε. Όταν ήμουν στην Ιερά Μονή Στομίου, ένα βράδυ είχα πάει σε μια σπηλιά που βρισκόταν σε ένα επικίνδυνο και απότομο μέρος. Ήταν πολύ μικρή· μόλις που χωρούσα καθιστός. Είχα βάλει μερικές πέτρες έξω από το άνοιγμά της, γιατί κάτω ήταν γκρεμός. Όλη τη νύχτα έλεγα την ευχή. Τα χαράματα, μέσα στην ησυχία, ακούστηκε ξαφνικά ένα τρομακτικό «κικιρίκου» και ένα δυνατό χτύπημα φτερών ακριβώς δίπλα μου. Ξαφνιάστηκα. «Κύριε Ιησού Χριστέ», φώναξα και πετάχτηκα έξω. Λίγο έλειψε να πέσω στον γκρεμό. Αμέσως όμως κατάλαβα ότι ήταν ο πειρασμός και συνέχισα την ευχή, ενώ τα αυτιά μου βούιζαν από τον θόρυβο.
– Γέροντα, όταν κανείς λέει την ευχή μόνο με το στόμα, χωρίς να συμμετέχει ο νους, αυτό βοηθάει;
– Βοηθάει και αυτό. Δεν διώχνει βέβαια τον εχθρό, αλλά, με τις ριπές που του ρίχνει, τον καθηλώνει εκεί που βρίσκεται.
Η ευχή έχει μεγάλη δύναμη· είναι φοβερό όπλο κατά του διαβόλου. Είναι σαν να πυροβολείς τον διάβολο με σφαίρες πνευματικές και δεν μπορεί να πλησιάσει. Μια φορά ένας δόκιμος μοναχός , που έμενε στην Σκήτη της Αγίας Άννης, έλεγε την ευχή, και ο διάβολος τον κορόιδευε και του έκανε συνέχεια «μμμ...». Ύστερα άκουσε τον διάβολο να φωνάζει: «Στη Σκήτη της Γριάς δεν μ’ αφήνουν οι καλόγεροι να πλησιάσω».
– Γέροντα, όταν έχω πονηρούς ή βλάσφημους λογισμούς και προσπαθώ να λέω την ευχή, μπορεί να επισύρω την οργή του Θεού;
– Όχι. Το ταγκαλάκι από την κακία του σπέρνει πονηρούς λογισμούς, αλλά εσύ να το αξιοποιείς για εργάτη στην αδιάλειπτη προσευχή. Να του λες: «καλά που μου έφερες αυτούς τους λογισμούς, γιατί είχα ξεχάσει τον Θεό», και να λες την ευχή. Το ταγκαλάκι, όταν δει ότι σου κάνει καλό, θα υποχωρήσει μόνο του, γιατί δεν το συμφέρει να γίνεται αυτό αφορμή, για να προσεύχεσαι εσύ. Όταν υποχωρήσει και δεν θα σε πειράζει πλέον, εσύ θα έχεις αποκτήσει την αδιάλειπτη προσευχή.
Πάντως ο διάβολος, χωρίς να το θέλει, κάνει τελικά μεγάλο καλό· γι’ αυτό και ο Θεός τον ανέχεται. Όταν ήμουν στη Σκήτη Ιβήρων , μια νύχτα τα ταγκαλάκια πήγαν να με σκοτώσουν με μια πλάκα! Το απόγευμα είχε περάσει από το Καλύβι ένας ταλαιπωρημένος άνθρωπος. Του έδωσα ό,τι χρήματα είχα και έφυγε. Τη νύχτα ακούω να χτυπούν την πόρτα. Σκέφθηκα ότι αυτός θα νόμισε πως έχω και άλλα χρήματα και ξαναήρθε. «Ποιος είναι;», φωνάζω. Τίποτε. Ακούω μετά χτυπήματα στην άλλη πόρτα. Ανάβω ένα κερί, για να φέξει. «Ποιος είναι;», ξαναφωνάζω. Τίποτε. Σε λίγο ακούω χτυπήματα πάνω στο ταβάνι. «Ε, τώρα συνεννοηθήκαμε!», λέω. Και αρχίζει ένας θόρυβος! Γονάτισα και έλεγα συνέχεια την ευχή. Ξαφνικά, πετάνε μια πλάκα από επάνω «μπαμ!». Έσπασε το σανίδι από το ταβάνι και βγήκε η μισή πλάκα ακριβώς επάνω από το κεφάλι μου με τη μύτη προς τα κάτω. «Κατάλαβα, είπα, έτσι θα πάμε όλη τη νύχτα!». Κάναμε αγρυπνία μετά. Εγώ με την ευχή και τα ταγκαλάκια με τα χτυπήματα πάνω στη στέγη... Όμορφες αγρυπνίες ήταν αυτές!
Ευχή σημαίνει πόλεμος κατά του ταγκαλακιού. Θα πολεμάει επομένως και το ταγκαλάκι αμυνόμενο. Αφοπλισμένα είναι τα ταγκαλάκια, μόνον όταν τα πολεμάει κανείς με λεβεντιά που έχει μέσα ταπεινοφροσύνη, και όχι με εγωιστική παλληκαριά.
– Δεν λες την ευχή; Όπως τα καράβια που κινδυνεύουν εκπέμπουν S.Ο.S., έτσι κι εσύ να λες συνεχώς: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με», και θα λαμβάνεις βοήθεια.
Εμένα, μια φορά, ο πειρασμός θα με έριχνε στον γκρεμό, αν δεν έλεγα την ευχή· η ευχή με έσωσε. Όταν ήμουν στην Ιερά Μονή Στομίου, ένα βράδυ είχα πάει σε μια σπηλιά που βρισκόταν σε ένα επικίνδυνο και απότομο μέρος. Ήταν πολύ μικρή· μόλις που χωρούσα καθιστός. Είχα βάλει μερικές πέτρες έξω από το άνοιγμά της, γιατί κάτω ήταν γκρεμός. Όλη τη νύχτα έλεγα την ευχή. Τα χαράματα, μέσα στην ησυχία, ακούστηκε ξαφνικά ένα τρομακτικό «κικιρίκου» και ένα δυνατό χτύπημα φτερών ακριβώς δίπλα μου. Ξαφνιάστηκα. «Κύριε Ιησού Χριστέ», φώναξα και πετάχτηκα έξω. Λίγο έλειψε να πέσω στον γκρεμό. Αμέσως όμως κατάλαβα ότι ήταν ο πειρασμός και συνέχισα την ευχή, ενώ τα αυτιά μου βούιζαν από τον θόρυβο.
– Γέροντα, όταν κανείς λέει την ευχή μόνο με το στόμα, χωρίς να συμμετέχει ο νους, αυτό βοηθάει;
– Βοηθάει και αυτό. Δεν διώχνει βέβαια τον εχθρό, αλλά, με τις ριπές που του ρίχνει, τον καθηλώνει εκεί που βρίσκεται.
Η ευχή έχει μεγάλη δύναμη· είναι φοβερό όπλο κατά του διαβόλου. Είναι σαν να πυροβολείς τον διάβολο με σφαίρες πνευματικές και δεν μπορεί να πλησιάσει. Μια φορά ένας δόκιμος μοναχός , που έμενε στην Σκήτη της Αγίας Άννης, έλεγε την ευχή, και ο διάβολος τον κορόιδευε και του έκανε συνέχεια «μμμ...». Ύστερα άκουσε τον διάβολο να φωνάζει: «Στη Σκήτη της Γριάς δεν μ’ αφήνουν οι καλόγεροι να πλησιάσω».
– Γέροντα, όταν έχω πονηρούς ή βλάσφημους λογισμούς και προσπαθώ να λέω την ευχή, μπορεί να επισύρω την οργή του Θεού;
– Όχι. Το ταγκαλάκι από την κακία του σπέρνει πονηρούς λογισμούς, αλλά εσύ να το αξιοποιείς για εργάτη στην αδιάλειπτη προσευχή. Να του λες: «καλά που μου έφερες αυτούς τους λογισμούς, γιατί είχα ξεχάσει τον Θεό», και να λες την ευχή. Το ταγκαλάκι, όταν δει ότι σου κάνει καλό, θα υποχωρήσει μόνο του, γιατί δεν το συμφέρει να γίνεται αυτό αφορμή, για να προσεύχεσαι εσύ. Όταν υποχωρήσει και δεν θα σε πειράζει πλέον, εσύ θα έχεις αποκτήσει την αδιάλειπτη προσευχή.
Πάντως ο διάβολος, χωρίς να το θέλει, κάνει τελικά μεγάλο καλό· γι’ αυτό και ο Θεός τον ανέχεται. Όταν ήμουν στη Σκήτη Ιβήρων , μια νύχτα τα ταγκαλάκια πήγαν να με σκοτώσουν με μια πλάκα! Το απόγευμα είχε περάσει από το Καλύβι ένας ταλαιπωρημένος άνθρωπος. Του έδωσα ό,τι χρήματα είχα και έφυγε. Τη νύχτα ακούω να χτυπούν την πόρτα. Σκέφθηκα ότι αυτός θα νόμισε πως έχω και άλλα χρήματα και ξαναήρθε. «Ποιος είναι;», φωνάζω. Τίποτε. Ακούω μετά χτυπήματα στην άλλη πόρτα. Ανάβω ένα κερί, για να φέξει. «Ποιος είναι;», ξαναφωνάζω. Τίποτε. Σε λίγο ακούω χτυπήματα πάνω στο ταβάνι. «Ε, τώρα συνεννοηθήκαμε!», λέω. Και αρχίζει ένας θόρυβος! Γονάτισα και έλεγα συνέχεια την ευχή. Ξαφνικά, πετάνε μια πλάκα από επάνω «μπαμ!». Έσπασε το σανίδι από το ταβάνι και βγήκε η μισή πλάκα ακριβώς επάνω από το κεφάλι μου με τη μύτη προς τα κάτω. «Κατάλαβα, είπα, έτσι θα πάμε όλη τη νύχτα!». Κάναμε αγρυπνία μετά. Εγώ με την ευχή και τα ταγκαλάκια με τα χτυπήματα πάνω στη στέγη... Όμορφες αγρυπνίες ήταν αυτές!
Ευχή σημαίνει πόλεμος κατά του ταγκαλακιού. Θα πολεμάει επομένως και το ταγκαλάκι αμυνόμενο. Αφοπλισμένα είναι τα ταγκαλάκια, μόνον όταν τα πολεμάει κανείς με λεβεντιά που έχει μέσα ταπεινοφροσύνη, και όχι με εγωιστική παλληκαριά.