Παπα-Φώτης Λαυριώτης ο «δια Χριστόν σαλός» από την Μυτιλήνη
Εκοιμήθη εν Κυρίω στις 5 Μαρτίου 2010, ημέρα Παρασκευή Γ΄ Εβδομάδας των νηστειών.
Ο παπα-Φώτης ο διά Χριστόν Σαλός της Λέσβου (+2010)
Είχε πει ο Άγιος Γέροντας Παΐσιος σε κάποιους Μυτιληνιούς που τον επισκέφθηκαν. ”Εσείς εκεί στη Μυτιλήνη έχετε ένα μεγάλο άγιο τον Παπα-Φώτη”.
Κι ο παπα-Φώτης είχε πει για τον Γέροντα Παΐσιο:
-¨Αυτός παιδί μου είναι το διαμάντι της Εκκλησίας μας, τον γνώρισα καλά γιατί μαζί βοηθούσαμε τον Παπα-Τύχωνα¨.
Ο παπα-Φώτης υπήρξε ένας ταπεινός παραδοσιακός παπάς, μάλλον καλόγηρος, με όλη τη σημασία της λέξεως. Γνωρίσθηκε και ήλθε σε επαφή και πνευματική σχέση με τους αγιασμένους Γέροντες: τον ρώσο παπα-Τύχωνα, απ’ τον οποίο έλαβε την μεγαλοσχημία, τον Όσιο Σιλουανό τον Αθωνίτη, τον Σωφρόνιο του Έσσεξ, τον Γέροντα Παύλο Παυλίδη τον Λαυριώτη και ιατρό και φτασμένο πνευματικό, τον παπα-Αββακούμ, που μόναζε στη Λαύρα και πολλούς άλλους. Έλεγε, είχα την ευκαιρία να υπηρετήσω και να ζήσω κοντά σε τέτοια πρόσωπα. Ήταν απλοί άνθρωποι, πασίγνωστοι, που όμως οι ίδιοι θεωρούσαν τον εαυτό τους σκουπίδι, ένα τίποτα. Κι αν έκαναν κανένα θαυμαστό γεγονός και εμείς οι νεώτεροι απορούσαμε και τους θαυμάζαμε, αυτοί έλεγαν: “Εμείς δεν κάναμε τίποτα· παρακαλέσαμε το Θεό κι εκείνος αοράτως ενήργησε”.»
Ο παπά-Φώτης, ήταν ακτήμων. Όλη του η ζωή ήταν ασκητική. Δεν είχε ποτέ δικό του σπίτι, δικά του ρούχα, δικά του ράσα. Δεν είχε ποτέ ούτε μια δική του κατσαρόλα, ούτε ένα πηρούνι, ούτε μια πετσέτα! Σε όλη του τη ζωή, άλλοτε κοιμόταν μέσα σε χαντάκια, άλλοτε μέσα σε εξωκκλήσια, και μάλιστα -όπως μου είχε πει κάποτε ο ίδιος – μια φορά είχε κοιμηθεί μέσα στη κάσα ενός αγροτικού αυτοκινήτου με άχυρα. Κάτι πολύ σημαντικό που κι εγώ το έχω δει, αλλά και άλλοι το μαρτυρούν, είναι πώς ενώ έβρεχε και ο Γέροντας περπατούσε στο δρόμο, τα ρούχα του ήταν πολλές φορές στεγνά!
(Από το βιβλίο: π. Αθανασίου Γιουσμά, Παπα-Φώτης ο “δια Χριστόν σαλός”)
Μετά από μια αγρυπνία σε ναό της Θεσσαλονίκης, κάποιος παπάς του πήρε κατά λάθος το τρύπιο ράσο αφήνοντας στη θέση του το δικό του, καινούριο και ολομέταξο. Όταν το συνειδητοποίησε ο παπα Φώτης έβαλε τα κλάματα σαν μωρό παιδί γιατί το καινούριο ήταν πολύ ζεστό κι αυτός ήθελε το δικό του το δροσερό.
Παλαβός. Θυμωσιάρης αν του έθιγαν την Ορθοδοξία και αν οι ζωές των ανθρώπων προσέβαλαν το “καθ’ομοίωσιν”. Την φασαρία την είχε στο τσεπάκι του, δίπλα στα χαρτάκια των ονομάτων που μνημόνευε, η περιφρόνηση της βόλεψης του ήταν νόμος και οι πράξεις λατρείας προς τον Θεό ο προσωπικός και μοναδικός δογματισμός του. Τα είχες καλά με τον Κύριο, την Παναγία και τους Αγίους, τα είχες καλά και με τον παπα Φώτη.
Γινόσουν επιλήσμων όλων αυτών, μαύρο φίδι που σ’ έφαγε, σταλμένο απ’ τον παπα Φώτη… Δεν είχε όρια αυτός ο κουρελής παππάς, δεν είχε συμβατικές υποχρεώσεις του κόσμου τούτου. Τα σύνορά του άρχιζαν και τελείωναν στο Αφεντικό του ουρανού και μόνο για μια θέση εκεί προσπαθούσε να υπογράψει την αιώνια σύμβαση, με το αίμα της καρδιάς και την εξουθένωση της σάρκας… Ήταν τόσο αληθινός και ποτέ δεν έκρυβε στο βάθος της σκέψεώς του καμιά απολύτως πονηριά ή δόλο. Ήταν στο χαρακτήρα σαν ένα μικρό παιδάκι. Απεχθανόταν τη διαστροφή και την αναλήθεια. (Παπα-Φώτης Λαυριώτης, Σημείον Αντιλεγόμενον, του π. Θ. Χριστοδούλου.)
Την πίστη του δεν την αντάλλασσε με όλα τα καλά του κόσμου. Δεν συσχηματιζόταν με τα του κόσμου τούτου, δεν φοβόταν, ούτε σκιαζόταν τους πολιτικούς και τους άρχοντες, δεν είχε άλλη συμπεριφορά για τους μεν και άλλη για τους δε. Δεν ήθελε τερτίπια και διπλωματίες κατά την επικοινωνία. Ήταν πηγαίος εκφραστής της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Ποτέ του δεν το έβαζε κάτω για κάτι πού ήθελε να πετύχει. Οργιζόταν όταν έβλεπε κληρικούς να μην τιμούν το ράσο τους. Κάποιες φορές ήλεγχε τους συναδέλφους του κληρικούς με λόγια σκληρά. Κι όμως εκείνη η φαινομενική καλογερική σκληρότητα δεν είχε μέσα της κακία. Όλους τους αγαπούσε, την αμαρτία των πολλών μάλλον μισούσε. Στηλίτευε άγρια, όπως έκαναν οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Επιτιμούσε και ταυτόχρονα αγαπούσε. Μάλωνε και φώναζε και συγχρόνως συγχωρούσε.
Εάν έβλεπε αμετανοησία και δαιμονικό πείσμα αποχωρούσε κι έφευγε μακρυά. Δεν του άρεσαν οι τυπικότητες στα μοναστήρια. Ήθελε μοναχούς και μοναχές να ζουν μέσα στην ανεπιτήδευτη απλότητα και αρχοντιά. Έκανε πολλά πράγματα τραβηγμένα για τον καθωσπρεπισμό, τρόπο καλής ωστόσο δυτικής συμπεριφοράς.
Ένα πρωί πήγε βιαστικός σε κάποια εκκλησία που λειτουργούσε ο Δεσπότης. Στο κεφάλι του είχε ένα πρόσφατο κτύπημα και ανάστατα τα μαλλιά του. “Τι έχει το κεφάλι σου”τον ρωτά ο Δεσπότης. “Τι να σου πω, λέει. Δεν εύρισκα μέσο να ρθω και βρήκα ένα ταξί αλλά ήταν γεμάτο, και ο ταξιτζής για να με εξυπηρετήσ’ μ’ έβαλε στο καπό. Πήγε να κλεις το καπό κι όπως βλέπς μού σπασε το κεφάλ. Τέτοιου κεφάλ τέτοια θελ”. (Στρατή Δουρμούζη “Παπα-Φώτης ο μονοχίτων, ο μονοσάνδαλος)
Από πρώτο χέρι έχω ακούσει τι συνέβη πριν τέσσερα περίπου χρόνια στην Αθήνα, στην περιοχή Μπραχαμίου σ’ ένα παιδιάκι. Ήταν άρρωστο κι έπασχε από σεληνίαση. Το έφεραν στον παπα-Φώτη. Εκείνος δέχτηκε “να του διαβάσει μια ευχή”. Έβγαλε το σταυρό που φορούσε και τον έθεσε επάνω στο κεφαλάκι του παιδιού. Άρχισε να διαβάζει και να λέει διάφορες προσευχές περίπου ένα τέταρτο. Το παιδί έγινε καλά! Εδώ και τέσσερα χρόνια δεν έχει καμιά σχετική ενόχληση! Μάλιστα υποστηρίζει πως όση ώρα διάβαζε ο Γέροντας τις ευχές, το κεφάλι του έκαιγε! (π. Αθανασίου Γιουσμά, παπα-Φώτης ο “δια Χριστόν σαλός” (1912-2010), Μυτιλήνη 2010.
Όταν ήμουν εφημέριος στον Ιερό Ναό Παναγίας Χρυσομαλλούσης, εντελώς ξαφνικά βλέπω τον παπα-Φώτη να έρχεται προς το μέρος μου. Ήμουν στο Ναό. Μου λέει: Δώσε μου ένα επιτραχήλιο κι ένα ευχολόγιο. Τον ρώτησα τι θα τα κάνει και μου απάντησε: “Θα πάω στο τάδε σπίτι να παντρέψω δυο που συζούν”. Έτσι χωρίς χαρτιά και άδειες! Σε σχετική μου ερώτηση, είπε: “Ας κολαστώ εγώ, τουλάχιστον δεν θα ζουν αυτοί κολασμένα”! (π. Αθανασίου Γιουσμά, παπα-Φώτης ο “δια Χριστόν σαλός”)
Κάποτε καθόταν απέναντι από έναν επίσκοπο στο τράπέζι μιάς βάφτισης. Πήρε ένα πλαστικό πιάτο μιας χρήσης και το έβαλε στο στήθος του. Του λέει ο δεσπότης τι είναι αυτό που κάνεις παπα-Φώτη; Εκείνος δειχνόντας του το εγκόλπιο του λέει “εσύ γιατί έχεις;”
Ένα καλοκαιρινό καταμεσήμερο με την αφόρητη ζέστη, τον βρήκαμε φορτωμένο με τον τροβά, γεμάτο με τα μαρμαράκια για τον Άγιο Λουκά το μοναστηράκι, το όμορφο δημιούργημα του και τον πήραμε στο σπίτι να ξαποστάσει και να φάει λίγο αν και ήταν γνωστό ότι η νηστεία του σε ποσότητα και ποιότητα ήταν τρομερή.
Με δυσκολία μας ακολούθησε και όταν έφαγε λίγο μας είπε ότι ήταν στενοχωρημένος με κάποιο πρόσωπο που με ευκολία διαλαλούσε θαύματα Αγίων… και μας είπε…
“Μα και γω βλέπω… Να μια βραδιά που προσευχόμουν στον Άγιο Λουκά, κατά τα μεσάνυχτα βλέπω από το παραθυράκι του ιερού να μπαίνει δυνατό φως και να λούζει όλη την εκκλησία σε σημείο που έγινε μέρα και έβλεπα κάθε λεπτομέρεια μέσα στο ναό… Ε, σκέφτηκα, κάποιο αυτοκίνητο είναι και φώτιζε μέσα… βγαίνω λοιπόν έξω να δω, αλλά το σκοτάδι δεν άφησε να κάνω 2-3 βήματα… ε και γω σκέφτηκα ότι να μάλλον ο Άγιος Λουκάς πέρασε και φωτίστηκε όλη η εκκλησία! Δηλαδή τι έπρεπε να κάνω; Να κάθομαι να διαλαλώ… ελάτε στον Άγιο Λουκά αυτά είδα κλπ κλπ για να μαζεύω τον κόσμο; Δεν κάνει… πρέπει να σεβόμαστε τους Αγίους και τον Κύριο μας και όχι να τους εκμεταλλευόμαστε…”
Απλός, καθαρός, άδολος, ντόμπρος, βιαστικός, ήξερε με τη καθάρια ματιά του να ξεχωρίζει το ανόθευτο από το μουρνταρεμένο… το αυθεντικό από το ψεύτικο… το γνήσιο από το νοθευμένο, το καρδιακό από το εγκεφαλικό.
Κάποια απογεύματα πηγαίναμε στο Ησυχαστήριο του, στα Πάμφιλα, πριν τη δύση του ηλίου και μετά τον παίρναμε με το αυτοκίνητο για την πολη, και κατά τη διαδρομή έκανε εσπερινό έψελνε και μας έλεγε τα τροπάρια!
Μια μέρα κατάλαβα πως βλέπει Αγίους και σκέφτηκα να κάνω ένα πείραμα! λέω θα επικαλεστώ έναν Άγιο, από μέσα μου, σιωπηλά, και θα δω την αντίδραση του.!
Άρχισα να λέω ΑΓΙΕ ΑΝΑΣΤΑΣΙΕ ΠΕΡΣΗ, ΠΡΕΣΒΕΥΕ ΥΠΕΡ ΗΜΩΝ. 3 φορές το είπα νοερώς και γυρνάει στο τζάμι του αυτοκίνητου και λέει ο π. Φώτιος:
ΕΣΥ ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ;;; δεν ήταν κανείς όμως. ούτε άνθρωπος περαστικός, εφόσον ήμασταν εν κινήσει ούτε έβλεπα τίποτα. Μετά γυρνάει και μου λέει … Εσύ τον επικαλέστηκες;;;!!!;!
ΛΕΩ ΝΑΙ !!!!!!!!!!!!!
ΚΑΙ ΓΕΛΟΥΣΕ ΜΕ ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΜΟΥ.! μετά μου λέει, ΤΣΙΜΟΥΔΙΑ…ΑΚΟΥΣΕΣ;;;;! ναναι ευλογημένο, του λέω γέροντα.!
Μαρτυρία Κωνσταντίνου Κυριάκου
“Δύο γιατροί που ταξίδευαν με το αυτοκίνητο από το Πλωμάρι για Μυτιλήνη, συνάντησαν τον παπα Φώτη στον δρόμο. Τότε ο συνεπιβάτης είπε στον οδηγό να σταματήσουν για να τον πάρουν μαζί τους. Τότε ο οδηγός είπε: “Άστον, τον παλαβό”. Μετά από λίγα μέτρα κάηκε η μηχανή του αυτοκινήτου. Ακούστηκαν δε εκρήξεις και το αυτοκίνητο πήρε φωτιά. (π. Θεμιστοκλέους Χριστοδούλου, Παπα Φώτης Λαυριώτης, Ο περιφρονημένος και ανυπόληπτος για την αγάπη του Χριστού μας, τόμος Β΄, εκδ. Παναγία η Κοσμοσώτειρα)
Πήγαινε σε σπίτια ξαφνικά, όπου υπήρχε ένα πρόβλημα και όταν τον βλέπανε του λεγανε ΠΑΠΑ ΦΩΤΗ Ο ΘΕΟΣ ΣΕ ΕΣΤΕΙΛΕ, ΣΕ ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΣΤΑΝ.
Δεν είχε τηλέφωνο, αρκούσε μια προσευχή, Χριστέ μου στείλε μου τον πατήρ Φώτιο. κι ερχόταν!
Βοηθούσε πολύ κόσμο με πολλούς τρόπους. υλικούς και πνευματικούς, με απλότητα.
Δόξα τω Θεώ, τον γνώρισα όταν πήγα στο νησί και με βοήθησε πολύ.
Ένα βράδυ προσγειώθηκε στην αυλή μας, απ τα κεραμίδια.
Πετούσε.!!!!!!!!! Τον είδαμε 3 άνθρωποι. Και μας είπε αυστηρά: Αυτό που είδατε θα το ξεχάσετε αμέσως. και όντως το ξεχάσαμε, εντελώς και το θυμηθήκαμε στην κηδεία του.!
Όσοι έχετε την δυνατότητα, τρέξτε να προσκυνήσετε τον τάφο του, στο χωριό Τρύγωνας της Λέσβου. Η ευωδία που αναδίδεται είναι σα να έρχεται κατ’ ευθείαν από τον παράδεισο.
Πραγματικά ο τάφος του ευωδιάζει. Ευλογημένος τόπος το χωριό του Τρύγωνα, ένα χωριό που τόσο πολύ αγάπησε ο παπα-φώτης και αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του κάνοντας σπουδαία έργα. Ας έχουμε την ευχή του και την ευλογία του στις δύσκολες μέρες που ζούμε.