Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2019

Ποια εινε τα μικρα αμαρτηματα;

Εξωφ. ΤΙ ΘΑ ΜΑΣ ΣΩΣΗ μικρ

Ν᾿ ἀρχίσωμε;
Μιὰ λέξις. Τί εἶνε μιὰ λέξι; Ἀπ᾿ τὸ πρωῒ ὣς τὸ βράδυ λέμε ὅλοι χιλιάδες λέξεις. Ἂν ἔβγαινε μιὰ φορολογία γιὰ τὶς λέξεις ποὺ λέμε -μόνο αὐτὴ ἡ φορολογία δὲν βγῆκε-, ποὺ νὰ λέῃ· «Ὅσο περισσότερα θὰ λές, τόσο περισσότερα θὰ πληρώνῃς». Μακάρι νά ᾿βγαινε αὐτὴ ἡ φορολογία. Θὰ πλουτίζαμε, ἐμεῖς τὸ φλύαρο γένος τῶν Ἑλλήνων, θὰ πλουτίζαμε τὸ Ἑλληνικὸ κράτος. Φορολογία ἐπὶ τῶν λέξεων καὶ ἐπὶ τῶν φράσεων. Κάθε λέξι κ᾿ ἕνα φράγκο. «Θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόματί μου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη μου», λέει ὁ ψαλμός (Ψαλμ. 140,3).

Θέλετε παράδειγμα γιὰ νὰ δῆτε τί μπορεῖ νὰ κάνῃ μιὰ λέξι, τί μπορεῖ νὰ κάνῃ μιὰ κουβέντα ποὺ πετᾷς;
Ἦταν ἕνα ἀνδρόγυνο ποὺ εἶχε ἀγάπη καὶ ὁμόνοια. Πέρασαν 5-10 χρόνια μαζί. Καὶ ξαφνικὰ μιὰ μέρα ὁ ἄνδρας θύμωσε, ὠργίστηκε ἀπὸ τὸ τίποτε καὶ πάνω στὸ θυμό του πέταξε μιὰ λέξι πολὺ προσβλητικὴ γιὰ τὴ γυναῖκα του· δὲν τὴν πίστευε, ἀλλὰ ἔτσι πάνω στὸ θυμό του τὴν εἶπε. Καὶ ἡ γυναίκα τί ἔκανε – ἢ μᾶλλον ὁ σατανᾶς, ποὺ περίμενε τόσα χρόνια γιὰ νὰ τοὺς διαλύσῃ; Ἅρπαξε τὴ λέξι αὐτὴ καὶ τὴν κόλλησε μέσα στὸ μυαλὸ τῆς γυναικός. Χίλιες καλὲς λέξεις εἶχε πεῖ ὁ ἄντρας στὴ γυναῖκα του, χίλιες ἀποδείξεις εἶχε ἡ γυναίκα τῆς ἀγάπης τοῦ ἀνδρός· ἀλλὰ κατώρθωσε ὁ διάβολος, αὐτὴ τὴ λέξι ποὺ εἶπε ἐπάνω στὸ θυμό του ὁ ἄντρας νὰ τὴν κολλήσῃ μέσ᾿ στὸ μυαλό της. Ὅπως ὁ μαραγκὸς κολλάει τὰ σανίδια μὲ ψαρόκολλα, ἔτσι καὶ ὁ διάβολος ἐκόλλησε μέσα στὸ μυαλὸ τῆς γυναικὸς τὴ λέξι αὐτή.
Ἦρθε καὶ σ᾿ ἐμένα.
-Δὲν ἔπρεπε νὰ μοῦ τὴν πῇ αὐτὴ τὴ λέξι.
Τῆς λέω·
-Μόνο αὐτὴ τὴ λέξι σοῦ εἶπε; Δὲν σοῦ εἶπε ἄλλες λέξεις; Δὲν σοῦ εἶπε «ἄγγελέ μου», δὲν σοῦ εἶπε «χαρά μου», δὲν σοῦ εἶπε «ἀγάπη μου»;
-Μοῦ τὰ εἶπε, λέει. Ἀλλὰ ἐγὼ δὲν τὰ λαμβάνω αὐτὰ ὑπ᾿ ὄψι· αὐτὴ τὴ λέξι παίρνω.
-Εἶσαι ἄδικη, τῆς λέω.
-Ὄχι, μοῦ ἀπαντᾷ· αὐτὴ τὴ λέξι τὴν κρατάω μέσα στὴν καρδιά μου, δὲν τὴν ἀφήνω.
Τὴν εἶπε στὴ γειτονιά. Καὶ ἡ γειτονιά, ἀντὶ νὰ ῥίξῃ νερὸ νὰ σβήσῃ τὴ φωτιά, ἔρριξε πετρέλαιο. Γειτόνισσες, σατανᾶδες ὁλόκληροι, τὴ φούντωσαν τὴ γυναῖκα.
Ἔφτασε στοὺς δικηγόρους – ἄλλη δουλειὰ ποὺ δὲν θέλουν οἱ δικηγόροι.
(Ἔμαθα ἔφτασε ἕνας δικηγόρος νὰ πάρῃ 70.000 δραχμές. Γι᾿ αὐτοὺς δὲ᾿ λέτε τίποτε. Ἐνῷ ἂν κανένας παπᾶς πάρῃ κανένα μικρὸ φιλοδώρημα -εἶμαι ἐναντίον τῶν τυχερῶν-, βουΐζει ὁ κόσμος. Ἕνας δικηγόρος παίρνει τόσα λεπτά, γδύνει κυριολεκτικῶς τὸν ἄνθρωπο, τὸν κάνει νὰ πουλάῃ τὰ γίδια καὶ τὰ βόδια του, δίνει τὰ λεφτά του ὅλα, καὶ τίποτε δὲ᾿ λέει κανείς…).
Πάει λοιπὸν στὸ δικηγόρο ἡ γυναίκα αὐτή, μὲ τὴ μιὰ λέξι. Καὶ πάνω στὴ λέξι αὐτή, τὴν προσβλητική, τὸ δικαστήριο ἔβγαλε διαζύγιο.
Μολονότι τὸν ἄντρα τὸν ἐκάλεσα, ζήτησε συγγνώμη, φίλησε τὸ χέρι της· τίποτε αὐτή, ἄκαμπτος, ἀλύγιστος.
Πώ πω κακία γυναικός! Νὰ δείξῃ ὁ ἄντρας ὅλη τὴν ἀγάπη του, νὰ τὴν περιβάλῃ μὲ ὅλη τὴ στοργή του, νὰ τὴν ἀνεβάσῃ ὣς τὰ ἄστρα, νὰ τὴν κάνῃ χερουβὶμ καὶ σεραφίμ, νὰ τῆς πλέξῃ ἐγκώμια, νὰ τῆς δείξῃ μυρίας ἀγάπας· καὶ ὅμως νὰ κολλήσῃ τὸ μυαλό της σὲ μιὰ λέξι.
Μιὰ λέξι, μιὰ μικρὰ ἁμαρτία εἶνε. Καὶ ὅμως, ἀπὸ μία λέξι διαλύεται ἕνα ἀντρόγυνο.
Θέλετε ἄλλη μικρὴ ἁμαρτία;
Μιὰ ματιά. Ἔ, τί εἶνε μιὰ ματιά;
Βγαίνεις ἔξω, περπατᾷς στοὺς δρόμους καὶ ῥίχνεις δεξιὰ – ἀριστερὰ ματιές. Ἔ, τί εἶνε οἱ ματιὲς αὐτές; Καὶ ὅμως αὐτὲς εἶνε ἐπικίνδυνες. Λέει ἡ Γραφή· «Οἱ ὀφθαλμοί σου ὀρθὰ βλεπέτωσαν» (Παροιμ. 4,25). Πρέπει τὰ μάτια σου νὰ βλέπουν ὀρθά. Μιὰ ματιὰ εἶνε ἱκανὴ ν᾿ ἀνάψῃ μέσα σου φωτιές. Ἕνα πονηρὸ βλέμμα, μιὰ ματιὰ σὲ μιὰ γυναῖκα ἢ σ᾿ ἕναν ἄντρα ἀνάβει μέσα στὴν καρδιά σου ἄγριον ἔρωτα, καὶ ὁ ἄγριος αὐτὸς ἔρωτας δὲ᾿ σβήνει οὔτε μὲ τὰ νερὰ τοῦ Ἀχελώου ποταμοῦ.
Μιὰ λέξι, διαζύγιο. Μιὰ ματιά, ἄγριος ἔρωτας, φόνοι καὶ δολοφονίες.
Πρόσεχε τὰ μάτια σου. Πρόσεχε τὴ γλῶσσα σου.
Θέλεις νὰ σοῦ πῶ κι ἄλλο;
Μιὰ ἀντιπάθεια. Κάτι μικρὸ σοῦ ἔκανε ὁ ἄλλος. Σοῦ εἶπε μιὰ λέξι καὶ μπῆκε στὴν καρδιά σου τὸ μικρόβιο τῆς ἀντιπαθείας. Καὶ τὸ μικρόβιο αὐτὸ δημιουργεῖ γάγγραινα, δημιουργεῖ πληγὴ θανατηφόρο, καὶ καταλήγει σὲ ἐγκλήματα μεγάλα καὶ ἀπαίσια.
Βλέπετε, ἀγαπητοί μου, ὅτι τὰ μικρὰ ἁμαρτήματα δὲν εἶνε περιφρονητέα; Δὲν μποροῦμε νὰ τὰ περιφρονήσουμε, διότι τὰ μικρὰ γεννοῦν τὰ μεγάλα ἁμαρτήματα;