Νυχτωμένοι στρατοκόποι,
στά σκοτάδια πού γυρνᾶτε,
σάν τί νά ‘ναι πού ζητᾶτε;
Τόσος δρόμος, τόσοι κόποι
μές στό σκοτεινό στρατί
τ’ ἀνηφορικό, γιατί,
νυχτωμένοι στρατοκόποι;
Νά! Σέ λίγο ἀρχίζει ἡ μπόρα:
Σύγνεφα, βροντή, καπνός·
καί τό λιγοστό ἀστροφῶς,
πού σᾶς σιγοφέγγει τώρα,
ὅπου νά ‘ν’ κι αὐτό θά σβήσει.
Καί σεῖς τρέχετε, γυρνᾶτε,
λές καί βιάζεστε νά πᾶτε
σέ νυχτερινό μεθύσι.
Τόσος δρόμος, τόσοι κόποι!
Σάν τί νά ‘ναι πού ζητᾶτε
στά σκοτάδια πού γυρνᾶτε,
νυχτωμένοι στρατοκόποι;
- Τί ζητᾶμε; Φῶς, διαβάτη:
Εἶν’ ὁ πόθος ὁ βαθύς
κάθε ἀνθρώπινης ψυχῆς.
Σάν ποιό νά ‘ν’ τό μονοπάτι
πού στό φῶς θέ νά μᾶς φέρει;
Ἄχ! κανείς μας δέν τό ξέρει.
Φῶς ζητᾶμε, Φῶς, διαβάτη.
Πήραμ’ ἕνα γιδοστράτι
καί χυθήκαμε στά σκότη
ἀπ’ τήν πρώτη μας τή νιότη.
Καί ζητᾶμε κι ὅλο πᾶμε
κι ὅσο πᾶμε καί ζητᾶμε.
Πόσα χρόνια πᾶνε τώρα;
Χίλια; Δυό χιλιάδες; Τρεῖς;
Μέτρησέ μας τα ἄν μπορεῖς.
Μέ τήν ἴδια πάντα φόρα,
στό σκοτάδι, στ’ ἀστροφῶς,
τριγυρνᾶμε σάν ἀλῆτες,
νυχτωμένοι παρωρίτες,
καί γυρεύουμε τό Φῶς.
Πήγαμε στή Βαβυλώνα,
στό Θιβέτ, στήν Καρχηδόνα,
στῆς Αἰγύπτου τίς ἐρμιές.
Μᾶς ἐμάθαν ὅλ’ οἱ δρόμοι
κι ὅλες οἱ νεροσυρμές
ὥς τήν Κίνα κι ὥς τή Ρώμη.
Τϊποτα! Νεκρές ἐλπίδες!
Δέν ἐβρήκαμε παρά
λιγοστές χλωμές ἀχτίδες.
Φῶς ζητᾶμε, Φῶς, διαβάτη.
Ξαναπαίρνουμε φτερά
καί πετᾶμε νύχτα-μέρα
ἀπ’ τό Νεῖλο στόν Εὐφράτη
κι ὥς τίς θάλασσες κι ὥς πέρα.
Τρέξαμε στό Καπιτώλιο
καί στό βράχο τόν αἰώνιο
κι ἀνεβήκαμε κι αὐτές
τοῦ Ὀλύμπου τίς κορφές.
Μά κι ἐδῶ ἡ χαρά σάν πρῶτα
σβήστηκε σάν λευκαφρός:
Ἦταν φῶτα, χίλια φῶτα,
μά δέν ἤτανε τό Φῶς…
Καί κινήσαμε καί πάλι
καί ριχτήκαμε ξανά
στά λαγκάδια, στά βουνά,
στά σκοτάδια καί στήν πάλη.
Καί γυρνᾶμε σάν ἀλῆτες,
νυχτωμένοι παρωρίτες,
στό σκοτάδι στ’ ἀστροφῶς.
Ἄχ! πονόψυχε διαβάτη,
πές ἐσύ, ποιό μονοπάτι
θά μᾶς φέρει πρός τό Φῶς;
- Κουρασμένοι στρατοκόποι,
πού σᾶς εἶδαν τόσοι τόποι,
πού σᾶς θόλωσαν τό μάτι
καταιγίδα, ἀνεμοζάλη,
δίψα, θλίψη, φόβος, μπόρα,
πάρτε καί τό μονοπάτι
τό φτωχό, πού θά σᾶς βγάλει
πρός τῆς Βηθλεέμ τή χώρα.
Εἶν’ τό ἴδιο τό στρατί
τό ματόβρεχτο πού φθάνει
στό μαρτυρικό στεφάνι
κι ὥς τό Γολγοθᾶ κρατεῖ.
Ἀκλουθᾶτε το, ἀκλουθᾶτε:
Ἀπ’ τή φάτνη ὥς τό Σταυρό
μπόρεσα κι ἐγώ νά βρῶ
τ’ ἄυλο Φῶς π’ ἀναζητᾶτε.
στά σκοτάδια πού γυρνᾶτε,
σάν τί νά ‘ναι πού ζητᾶτε;
Τόσος δρόμος, τόσοι κόποι
μές στό σκοτεινό στρατί
τ’ ἀνηφορικό, γιατί,
νυχτωμένοι στρατοκόποι;
Νά! Σέ λίγο ἀρχίζει ἡ μπόρα:
Σύγνεφα, βροντή, καπνός·
καί τό λιγοστό ἀστροφῶς,
πού σᾶς σιγοφέγγει τώρα,
ὅπου νά ‘ν’ κι αὐτό θά σβήσει.
Καί σεῖς τρέχετε, γυρνᾶτε,
λές καί βιάζεστε νά πᾶτε
σέ νυχτερινό μεθύσι.
Τόσος δρόμος, τόσοι κόποι!
Σάν τί νά ‘ναι πού ζητᾶτε
στά σκοτάδια πού γυρνᾶτε,
νυχτωμένοι στρατοκόποι;
- Τί ζητᾶμε; Φῶς, διαβάτη:
Εἶν’ ὁ πόθος ὁ βαθύς
κάθε ἀνθρώπινης ψυχῆς.
Σάν ποιό νά ‘ν’ τό μονοπάτι
πού στό φῶς θέ νά μᾶς φέρει;
Ἄχ! κανείς μας δέν τό ξέρει.
Φῶς ζητᾶμε, Φῶς, διαβάτη.
Πήραμ’ ἕνα γιδοστράτι
καί χυθήκαμε στά σκότη
ἀπ’ τήν πρώτη μας τή νιότη.
Καί ζητᾶμε κι ὅλο πᾶμε
κι ὅσο πᾶμε καί ζητᾶμε.
Πόσα χρόνια πᾶνε τώρα;
Χίλια; Δυό χιλιάδες; Τρεῖς;
Μέτρησέ μας τα ἄν μπορεῖς.
Μέ τήν ἴδια πάντα φόρα,
στό σκοτάδι, στ’ ἀστροφῶς,
τριγυρνᾶμε σάν ἀλῆτες,
νυχτωμένοι παρωρίτες,
καί γυρεύουμε τό Φῶς.
Πήγαμε στή Βαβυλώνα,
στό Θιβέτ, στήν Καρχηδόνα,
στῆς Αἰγύπτου τίς ἐρμιές.
Μᾶς ἐμάθαν ὅλ’ οἱ δρόμοι
κι ὅλες οἱ νεροσυρμές
ὥς τήν Κίνα κι ὥς τή Ρώμη.
Τϊποτα! Νεκρές ἐλπίδες!
Δέν ἐβρήκαμε παρά
λιγοστές χλωμές ἀχτίδες.
Φῶς ζητᾶμε, Φῶς, διαβάτη.
Ξαναπαίρνουμε φτερά
καί πετᾶμε νύχτα-μέρα
ἀπ’ τό Νεῖλο στόν Εὐφράτη
κι ὥς τίς θάλασσες κι ὥς πέρα.
Τρέξαμε στό Καπιτώλιο
καί στό βράχο τόν αἰώνιο
κι ἀνεβήκαμε κι αὐτές
τοῦ Ὀλύμπου τίς κορφές.
Μά κι ἐδῶ ἡ χαρά σάν πρῶτα
σβήστηκε σάν λευκαφρός:
Ἦταν φῶτα, χίλια φῶτα,
μά δέν ἤτανε τό Φῶς…
Καί κινήσαμε καί πάλι
καί ριχτήκαμε ξανά
στά λαγκάδια, στά βουνά,
στά σκοτάδια καί στήν πάλη.
Καί γυρνᾶμε σάν ἀλῆτες,
νυχτωμένοι παρωρίτες,
στό σκοτάδι στ’ ἀστροφῶς.
Ἄχ! πονόψυχε διαβάτη,
πές ἐσύ, ποιό μονοπάτι
θά μᾶς φέρει πρός τό Φῶς;
- Κουρασμένοι στρατοκόποι,
πού σᾶς εἶδαν τόσοι τόποι,
πού σᾶς θόλωσαν τό μάτι
καταιγίδα, ἀνεμοζάλη,
δίψα, θλίψη, φόβος, μπόρα,
πάρτε καί τό μονοπάτι
τό φτωχό, πού θά σᾶς βγάλει
πρός τῆς Βηθλεέμ τή χώρα.
Εἶν’ τό ἴδιο τό στρατί
τό ματόβρεχτο πού φθάνει
στό μαρτυρικό στεφάνι
κι ὥς τό Γολγοθᾶ κρατεῖ.
Ἀκλουθᾶτε το, ἀκλουθᾶτε:
Ἀπ’ τή φάτνη ὥς τό Σταυρό
μπόρεσα κι ἐγώ νά βρῶ
τ’ ἄυλο Φῶς π’ ἀναζητᾶτε.