Παρασκευή 12 Απριλίου 2019

«πώς είναι δυνατόν να μην έχω αλλάξει, αφού η κάθε μέρα με έφερνε πιο κοντά στον θάνατο;»

 Η πνευματική επιφυλακή
Λέγει ο Απόστολος Παύλος: «Γρηγορείτε, στήκετε εν τη πίστει, ανδρίζεσθε, κραταιούσθε» (Α Κορ. 16, 13). Δηλ. προσέχετε σαν άγρυπνοι φρουροί. Μένετε στερεοί και όρθιοι στην πίστη. Αγωνίζεσθε σαν άνδρες γενναίοι. Πάρετε δύναμη και θάρρος.
Ο Όσιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς μας το εξηγεί με το δικό του τρόπο: Ο Απόστολος δίνει αυτή την σημαντική συμβουλή, για να στρέψης την προσοχή σου προς τον κίνδυνο του κόσμου τούτου, να σε καλέση σε συχνή εξέταση της καρδιάς σου, επειδή χωρίς αυτό, είναι εύκολο κανείς να καταστρέψη την καθαρότητα και το πάθος της πίστεώς του και χωρίς να το αντιληφθή, να περάση στην αντίπερα όχθη του πονηρού και της απιστίας.
Τήρησε σθεναρά την πνευματική επιφυλακή, επειδή δεν γνωρίζεις πότε θα σε καλέση ο Κύριος κοντά Του. Κατά την επίγειο ζωή σου, να είσαι έτοιμος ανά πάσα στιγμή να Του δώσης λογαριασμό. Πρόσεχε να μη σε πιάση στα δίχτυα του ο εχθρός, ή να σε ξεγελάση, προκαλώντας σε να πέσης σε πειρασμό. Καθημερινά εξέταζε την συνείδησή σου, δοκίμαζε την καθαρότητα των λογισμών σου, τις προθέσεις σου.


Κάποτε ήταν ένας βασιλιάς, ο οποίος είχε ένα γιο πονηρό. Έχοντας χάσει κάθε ελπίδα για αλλαγή προς το καλύτερο, ο πατέρας καταδίκασε τον γιο του σε θάνατο. Του έδωσε ένα μήνα περιθώριο, για να προετοιμαστή.
Πέρασε ο μήνας και ο πατέρας ζήτησε να παρουσιασθή ο γιος του. Προς μεγάλη του έκπληξη, παρατήρησε πως ο νεαρός ήταν αισθητά αλλαγμένος: το πρόσωπό του ήταν αδύνατο και χλωμό, και ολόκληρο το κορμί του έμοιαζε να είχε υποφέρει.
«Πως και σου συνέβη τέτοια μεταμόρφωση, γιέ μου;» ρώτησε ο πατέρας.
«Πατέρα μου και κύριέ μου,» απάντησε ο γιος, «πώς είναι δυνατόν να μην έχω αλλάξει, αφού η κάθε μέρα με έφερνε πιο κοντά στον θάνατο;».
«Καλώς, παιδί μου», παρατήρησε ο βασιλιάς. «Επειδή προφανώς έχεις έρθει στα συγκαλά σου, θα σε συγχωρήσω. Όμως, θα χρειαστή να τηρήσης αυτή την διάθεση επιφυλακής της ψυχής σου, για την υπόλοιπη ζωή σου».
«Πατέρα μου», απάντησε ο γιος, «αυτό είναι αδύνατο. Πως θα μπορέσω να αντισταθώ στα αμέτρητα ξελογιάσματα και τους πειρασμούς;».
Ο βασιλιάς τότε διέταξε να του φέρουν ένα δοχείο γεμάτο λάδι, και είπε στον γιο του: «Πάρε αυτό το δοχείο, και μετάφερέ το στα χέρια σου, διασχίζοντας όλους τους δρόμους της πόλεως. Θα σε ακολουθούν δύο στρατιώτες με κοφτερά σπαθιά. Εάν χυθή έστω και μία σταγόνα από το λάδι, θα σε αποκεφαλίσουν».
Ο γιος υπάκουσε. Με ανάλαφρα, προσεκτικά βήματα, διέσχισε όλους τους δρόμους της πόλεως, με τους στρατιώτες να τον συν­οδεύουν συνεχώς, και δεν του χύθηκε ούτε μία σταγόνα.
Όταν επέστρεψε στο κάστρο, ο πατέρας τον ρώτησε: «Γιέ μου, τι πρόσεξες καθώς τριγυρνούσες μέσα στους δρόμους της πόλεως;»
«Δεν πρόσεξα τίποτε».
«Τι εννοείς, ‘τίποτε’;» τον ρώτησε ο βασιλιάς. «Σήμερα ήταν μεγάλη γιορτή – σίγουρα θα είδες τους πάγκους, που ήταν φορτωμένοι με πολλές πραμάτειες, τόσες άμαξες, τόσους ανθρώπους, ζώα…».
«Δεν είδα τίποτε απ’ όλα αυτά» είπε ο γιος. «Όλη η προσοχή μου ήταν στραμμένη στο λάδι μέσα στο δοχείο. Φοβήθηκα μη τυχόν μου χυθεί μία σταγόνα και έτσι χάσω τη ζωή μου».
«Πολύ σωστή η παρατήρησή σου», είπε ο βασιλιάς. «Κράτα λοιπόν αυτό το μάθημα κατά νου, για την υπόλοιπη ζωή σου. Να τηρής την ίδια επιφυλακή για την ψυχή μέσα σου, όπως έκανες σήμερα για το λάδι μέσα στο δοχείο. Να στρέφης τους λογισμούς σου μακριά από εκείνα, που γρήγορα παρέρχονται, και να τους προσηλώνης σε εκείνα, που είναι αιώνια. Θα είσαι ακολουθούμενος, όχι από οπλισμένους στρατιώτες, αλλά από τον θάνατο, στον οποίον η κάθε μέρα μας φέρνει πιο κοντά. Να προσέχης πάρα πολύ να φυλάς την ψυχή σου από όλους τους καταστροφικούς πειρασμούς».
Ο γιος υπάκουσε τον πατέρα, και έζησε έκτοτε ευτυχής αλλά πάντοτε σε πνευματική επιφυλακή.