«Μετανοεῖτε» εἶπε ὁ Κύριος.
Μετανοεῖτε συνεχῶς ἐξακολουθητικά... ἀλλάζετε, διορθώνεσθε, προοδεύετε στήν ὁμοίωση μ΄ Ἐμένα, πορεύεσθε πρός τή Βασιλεία Μου...
«Μετανοεῖτε»...
Ὄχι μετανοῆστε μία φορά μόνο, ὄχι μία ὥρα, ὄχι μία ἡμέρα, ὄχι ἕνα μῆνα, ὄχι ἕνα χρόνο, ἀλλά συνεχῶς.
«Μετανοεῖτε»
Ὄχι μόνο ἐξομολογηθεῖτε, ὄχι μόνο
διηγηθεῖτε τά λάθη σας, ὄχι μόνο ἀπαριθμεῖστε ψυχρά τίς πτώσεις σας, ὄχι
μόνο καταθέστε τήν ἁμαρτωλότητά σας,
ἀλλά πονέστε, κλάψτε, ἀλλάξτε νοῦ, μεταβληθεῖτε, μεταποιηθεῖτε, ἀποφασεῖστε καλλίτερα νά πεθάνετε παρά νά ξανααμαρτήσετε...
«Πολλοί ἐξομολογοῦνται ἀλλά λίγοι μετανοοῦν» ἔλεγε κάποιος.
Ἐξομολογούμαστε ἐνδεχομένως τακτικά, συχνά...
Πόσο ὅμως μετανοοῦμε;
Πόσο ἀνάλογη στό μέγεθος τῆς ἁμαρτωλότητάς μας;
Πόσο «ἐπίπονη» εἶναι ἡ ἀναζήτηση τῆς καρδιᾶς μας γιά τόν Κύριο;
Πόσο συντριμμένη καί τεταπεινωμένη καρδιά διαθέτουμε;
Πόσο ἀλλάζουμε μετά ἀπό κάθε ἐξομολόγηση;
Πόσο διορθωνόμαστε;
«Ἀρκετοί πιστοί ἀνταποκρίνονται θετικά
στήν πρόσκληση τοῦ Πανάγαθου Θεοῦ γιά μετάνοια, ἐξομολογοῦνται εἰλικρινά
καί μέ αἰσθήματα πραγματικῆς ἀγάπης πρός τόν Κύριο ἐναποθέτουν ὅλα τά
ἁμαρτήματά τους ἐνώπιον τοῦ Πνευματικοῦ. Παρουσιάζονται σ’ αὐτόν ὡς μιά
«ἐπιστολή... γινωσκομένη καί ἀναγινωσκομένη» (Β΄ Κορ. 3, 2). ῎Εχουν τήν
ὀρθή πεποίθηση καί βαθιά πίστη πώς ὅσα ποῦν θά συγχωρηθοῦν, θά σβησθοῦν,
θά ἐξαφανισθοῦν, ὡσάν νά μήν συνέβησαν ποτέ στή ζωή τους.....
Γι’ αὐτό μέσα στό Ἐξομολογητήριο ὁμολογοῦν μέ ταπείνωση καί συντριβή τήν ἐνοχή τους καί ἐξομολογοῦνται πλήρως καί τελείως ὅλα τά σφάλματά τους. Τοιουτοτρόπως λαμβάνουν τήν ἄφεση ὅλων τῶν μετά τό Ἅγιο Βάπτισμα ἁμαρτιῶν τους καί ἐπανέρχονται στήν κατάσταση τῆς Χάριτος πλησίον τοῦ Θεοῦ εἰρηνικοί καί ἀναπαυμένοι.
Ἡ δύναμη τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἐξομολογήσεως χαρίζει στόν καθένα πού εὐσυνείδητα ἐξομολογεῖται, τήν ἐσωτερική πληροφορία ὅτι εἶναι φίλος τοῦ Θεοῦ καί ἀγαπητός ἀδελφός τῶν Ἁγίων. Ἀποκτᾶ δέ τήν παρρησία πρός τόν Θεό, τό βασικό γνώρισμα τῶν Ἁγίων.
Βέβαια ὑπάρχουν καί ἀρκετές περιπτώσεις, ὅπου οἱ πιστοί ἀντιμετωπίζουν ἐπιπόλαια τό Μυστήριο τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως. Ἐπιδιώκουν γνωστά ὀνόματα Πνευματικῶν, ὄχι γιατί εἶναι ἔμπειροι καί διακριτικοί καί θά τούς βοηθήσουν στή σωτηρία τῶν ψυχῶν τους, ἀλλά γιά νά καυχῶνται μετά πώς εἶναι πνευματικά τέκνα γνωστῶν ἐκκλησιαστικῶν Πατέρων, μιμούμενοι τοιουτοτρόπως τούς ἀκάρπους Ἑβραίους, οἱ ὁποῖοι περιορίζονταν νά λένε ὅτι εἶναι τέκνα Ἀβραάμ. Φεύγουν ἀπό τό Ἐξομολογητήριο περισσότερο λυπημένοι, δύσθημοι καί στενοχωρημένοι παρά ἀναπαυμένοι. Δέν φταίει ὅμως γι’ αὐτό τό Μυστήριο, ἀλλά οἱ ἴδιοι οἱ ὁποῖοι προσέρχονται τυπικά καί κατ' ἔθιμο μόνο στίς μεγάλες ἑορτές τῆς Ἐκκλησίας, χωρίς τήν ἀπαραίτητη προετοιμασία καί ἔμπρακτη ἐκδήλωση μετανοίας»[1].
Γι’ αὐτό μέσα στό Ἐξομολογητήριο ὁμολογοῦν μέ ταπείνωση καί συντριβή τήν ἐνοχή τους καί ἐξομολογοῦνται πλήρως καί τελείως ὅλα τά σφάλματά τους. Τοιουτοτρόπως λαμβάνουν τήν ἄφεση ὅλων τῶν μετά τό Ἅγιο Βάπτισμα ἁμαρτιῶν τους καί ἐπανέρχονται στήν κατάσταση τῆς Χάριτος πλησίον τοῦ Θεοῦ εἰρηνικοί καί ἀναπαυμένοι.
Ἡ δύναμη τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἐξομολογήσεως χαρίζει στόν καθένα πού εὐσυνείδητα ἐξομολογεῖται, τήν ἐσωτερική πληροφορία ὅτι εἶναι φίλος τοῦ Θεοῦ καί ἀγαπητός ἀδελφός τῶν Ἁγίων. Ἀποκτᾶ δέ τήν παρρησία πρός τόν Θεό, τό βασικό γνώρισμα τῶν Ἁγίων.
Βέβαια ὑπάρχουν καί ἀρκετές περιπτώσεις, ὅπου οἱ πιστοί ἀντιμετωπίζουν ἐπιπόλαια τό Μυστήριο τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως. Ἐπιδιώκουν γνωστά ὀνόματα Πνευματικῶν, ὄχι γιατί εἶναι ἔμπειροι καί διακριτικοί καί θά τούς βοηθήσουν στή σωτηρία τῶν ψυχῶν τους, ἀλλά γιά νά καυχῶνται μετά πώς εἶναι πνευματικά τέκνα γνωστῶν ἐκκλησιαστικῶν Πατέρων, μιμούμενοι τοιουτοτρόπως τούς ἀκάρπους Ἑβραίους, οἱ ὁποῖοι περιορίζονταν νά λένε ὅτι εἶναι τέκνα Ἀβραάμ. Φεύγουν ἀπό τό Ἐξομολογητήριο περισσότερο λυπημένοι, δύσθημοι καί στενοχωρημένοι παρά ἀναπαυμένοι. Δέν φταίει ὅμως γι’ αὐτό τό Μυστήριο, ἀλλά οἱ ἴδιοι οἱ ὁποῖοι προσέρχονται τυπικά καί κατ' ἔθιμο μόνο στίς μεγάλες ἑορτές τῆς Ἐκκλησίας, χωρίς τήν ἀπαραίτητη προετοιμασία καί ἔμπρακτη ἐκδήλωση μετανοίας»[1].
Πολλοί ἄνθρωποι ὄχι μόνον δέν ἐξομολογοῦνται ἀλλά καί μισοῦν τούς Πνευματικούς Πατέρες.. «Οι
άνθρωποι» γράφει ὁ π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ «ηγάπησαν το σκότος, εν τω
οποίω ενοικεί ο θάνατος, και απορρίπτουν το Φως Όπερ είναι ζωή, και
πρόσκαιρος και αιώνιος. … Δια τον λόγον ότι οι πνευματικοί φέρουν το φως
της ζωής, πολλοί άνθρωποι μισούν τους λειτουργούς του Χριστού, καθώς
και πρότερον εμίσησαν και Αυτόν τον Κύριον: «… Ει εμέ εδίωξαν και υμάς
διώξουσιν …» }222}»[2]
῞Οταν ὁ πονηρός δέν κατορθώσει νά ἀποτρέψει τούς ἀνθρώπους μέ τίς συνεχεῖς ἀναβολές τίς ὁποῖες τούς ὑποβάλλει γιά νά μήν πλησιάσουν τόν Πνευματικό, τότε προσπαθεῖ νά ἐκμηδενίσει τήν πνευματική ὠφέλεια τοῦ Μυστηρίου ὑποβάλλοντας στόν προσερχόμενο στό Ἐξομολογητήριο νά μήν ἐξομολογηθεῖ θεαρέστως τίς ἁμαρτίες του.
Ἔτσι βλέπουμε ἀρκετούς ἐπειδή προσέρχονται ἐπιφανειακά στό Μυστήριο, νά ἔχουν τή ψευδαίσθηση ὅτι πηγαίνουν γιά συζήτηση καί προσωπική προβολή. Δέν προηγεῖται καμιά προσευχή, περισυλλογή καί αὐτοκριτική. Τό ὅλο παρουσιαστικό τους καί ὁ τρόπος τῆς ὁμιλίας τους, κάθε ἄλλο παρά μετάνοια φανερώνουν. Κυριευμένοι ἀπό τό κοσμικό φρόνημα, ἐπιτηδεύονται, προσποιοῦνται, θέλουν νά ἐντυπωσιάσουν. Σκοπός τους δέν εἶναι νά σώσουν τίς ψυχές τους, ἀλλά νά ἀποκτήσουν τήν εὔνοια τοῦ Πνευματικοῦ, ὥστε στό μέλλον νά τούς διευκολύνει στήν πραγματοποίηση ὑλικῶν στόχων καί προσωπικῶν συμφερόντων.
Κατά τή διάρκεια τοῦ Μυστηρίου, διακρίνονται γιά τόν ἐγωϊσμό τους, ὁ ὁποῖος ἐκδηλώνεται μέ αἴσθημα ὑπεροχῆς. Δέν διστάζουν νά ὑποκρίνονται καί νά παρουσιάζονται ὡς δῆθεν εὐσεβεῖς. Προβάλλουν ἀνύπαρκτες ἀρετές τους καί καταγγέλλουν ἤ κατηγοροῦν τούς συνανθρώπους τους. Μιλοῦν μέ γενικότητες καί ἀοριστολογίες καί καταφεύγουν σέ ἄσχετες ἱστορίες, οἱ ὁποῖες τείνουν νά συγχύσουν καί νά παραπλανήσουν τόν Πνευματικό καί νά ξεθωριάσουν τήν ἱερότητα τοῦ Μυστηρίου.
Ὅταν ἀποφασίσουν νά μιλήσουν γιά τόν ἑαυτό τους, ἐκφράζουν παράπονα γιά νά αὐτοδικαιωθοῦν ἤ νά δικαιολογηθοῦν. Ὅταν ἐπιτέλους μιλήσουν γιά τίς δικές τους ἁμαρτίες, περιορίζονται στά μικρά καί ἀσήμαντα καί ἀποκρύπτουν μέ ἐπιμέλεια τά μεγάλα καί σοβαρά, δῆθεν γιά νά μήν ἐκτεθοῦν στόν Πνευματικό καί χάσει τήν καλή ἰδέα πού ἔχει γι' αὐτούς. Ἀρέσκονται νά ὑπεισέρχονται σέ περιττές λεπτομέρειες, ὄχι γιατί θέλουν νά διαφωτίσουν καί νά διασαφηνίσουν, ἀλλά γιά νά συσκοτίσουν ἀποκρύπτοντας τήν ἀλήθεια ἀπό τόν Πνευματικό. Αὐτό γίνεται ἀντιληπτό γιατί ἡ οὐσία τῆς ἁμαρτίας ἀποφεύγεται οἱ δέ ἐξομολογούμενοι λόγῳ τῆς ἀνειλικρίνειάς τους, φεύγουν ἀσυγχώρητοι καί λυπημένοι.
Ἄλλοι, πάλι, γιά νά ἐντυπωσιάσουν, κατά τήν ἐσφαλμένη γνώμη τους, τόν Πνευματικό, ὅτι τάχα ἔχουν φθάσει σέ μεγάλα ὕψη ἀρετῆς, μιλοῦν γιά ὁράματα καί ὀπτασίες. Στήν ὑπόδειξη τοῦ Πνευματικοῦ νά μήν δίνουν σημασία καί νά μήν ἐπιζητοῦν αὐτά, διαμαρτύρονται καί ἐξανίστανται παρακούοντας τίς συμβουλές του, ἤ κατακρίνοντάς τον ἐσωτερικά ὅτι δέν ἔχει ὁ ἴδιος παρόμοιες δῆθεν πνευματικές ἐμπειρίες, γινόμενοι ἔτσι παίγνιο τῶν πονηρῶν πνευμάτων»[3].
῞Οταν ὁ πονηρός δέν κατορθώσει νά ἀποτρέψει τούς ἀνθρώπους μέ τίς συνεχεῖς ἀναβολές τίς ὁποῖες τούς ὑποβάλλει γιά νά μήν πλησιάσουν τόν Πνευματικό, τότε προσπαθεῖ νά ἐκμηδενίσει τήν πνευματική ὠφέλεια τοῦ Μυστηρίου ὑποβάλλοντας στόν προσερχόμενο στό Ἐξομολογητήριο νά μήν ἐξομολογηθεῖ θεαρέστως τίς ἁμαρτίες του.
Ἔτσι βλέπουμε ἀρκετούς ἐπειδή προσέρχονται ἐπιφανειακά στό Μυστήριο, νά ἔχουν τή ψευδαίσθηση ὅτι πηγαίνουν γιά συζήτηση καί προσωπική προβολή. Δέν προηγεῖται καμιά προσευχή, περισυλλογή καί αὐτοκριτική. Τό ὅλο παρουσιαστικό τους καί ὁ τρόπος τῆς ὁμιλίας τους, κάθε ἄλλο παρά μετάνοια φανερώνουν. Κυριευμένοι ἀπό τό κοσμικό φρόνημα, ἐπιτηδεύονται, προσποιοῦνται, θέλουν νά ἐντυπωσιάσουν. Σκοπός τους δέν εἶναι νά σώσουν τίς ψυχές τους, ἀλλά νά ἀποκτήσουν τήν εὔνοια τοῦ Πνευματικοῦ, ὥστε στό μέλλον νά τούς διευκολύνει στήν πραγματοποίηση ὑλικῶν στόχων καί προσωπικῶν συμφερόντων.
Κατά τή διάρκεια τοῦ Μυστηρίου, διακρίνονται γιά τόν ἐγωϊσμό τους, ὁ ὁποῖος ἐκδηλώνεται μέ αἴσθημα ὑπεροχῆς. Δέν διστάζουν νά ὑποκρίνονται καί νά παρουσιάζονται ὡς δῆθεν εὐσεβεῖς. Προβάλλουν ἀνύπαρκτες ἀρετές τους καί καταγγέλλουν ἤ κατηγοροῦν τούς συνανθρώπους τους. Μιλοῦν μέ γενικότητες καί ἀοριστολογίες καί καταφεύγουν σέ ἄσχετες ἱστορίες, οἱ ὁποῖες τείνουν νά συγχύσουν καί νά παραπλανήσουν τόν Πνευματικό καί νά ξεθωριάσουν τήν ἱερότητα τοῦ Μυστηρίου.
Ὅταν ἀποφασίσουν νά μιλήσουν γιά τόν ἑαυτό τους, ἐκφράζουν παράπονα γιά νά αὐτοδικαιωθοῦν ἤ νά δικαιολογηθοῦν. Ὅταν ἐπιτέλους μιλήσουν γιά τίς δικές τους ἁμαρτίες, περιορίζονται στά μικρά καί ἀσήμαντα καί ἀποκρύπτουν μέ ἐπιμέλεια τά μεγάλα καί σοβαρά, δῆθεν γιά νά μήν ἐκτεθοῦν στόν Πνευματικό καί χάσει τήν καλή ἰδέα πού ἔχει γι' αὐτούς. Ἀρέσκονται νά ὑπεισέρχονται σέ περιττές λεπτομέρειες, ὄχι γιατί θέλουν νά διαφωτίσουν καί νά διασαφηνίσουν, ἀλλά γιά νά συσκοτίσουν ἀποκρύπτοντας τήν ἀλήθεια ἀπό τόν Πνευματικό. Αὐτό γίνεται ἀντιληπτό γιατί ἡ οὐσία τῆς ἁμαρτίας ἀποφεύγεται οἱ δέ ἐξομολογούμενοι λόγῳ τῆς ἀνειλικρίνειάς τους, φεύγουν ἀσυγχώρητοι καί λυπημένοι.
Ἄλλοι, πάλι, γιά νά ἐντυπωσιάσουν, κατά τήν ἐσφαλμένη γνώμη τους, τόν Πνευματικό, ὅτι τάχα ἔχουν φθάσει σέ μεγάλα ὕψη ἀρετῆς, μιλοῦν γιά ὁράματα καί ὀπτασίες. Στήν ὑπόδειξη τοῦ Πνευματικοῦ νά μήν δίνουν σημασία καί νά μήν ἐπιζητοῦν αὐτά, διαμαρτύρονται καί ἐξανίστανται παρακούοντας τίς συμβουλές του, ἤ κατακρίνοντάς τον ἐσωτερικά ὅτι δέν ἔχει ὁ ἴδιος παρόμοιες δῆθεν πνευματικές ἐμπειρίες, γινόμενοι ἔτσι παίγνιο τῶν πονηρῶν πνευμάτων»[3].
Εἶναι πολύ δύσκολη ἡ διάκριση τῶν ὁραμάτων.
«Ο πνευματικός» γράφει ὁ π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ «κατά την συνάντησιν
αυτού μετά προσώπων άτινα διηγούνται εις αυτόν περί των οράσεων αυτών
μεριμνά πρωτίστως όπως ασφαλώς διακρίνη την αληθή πηγήν της οράσεως εάν
είναι αύτη όντως δεδομένη Άνωθεν, ή μόνον αποκύημα διεγηγερμένης
φαντασίας, ή συνέπεια επιρροής των εχθρικών πνευμάτων. Το έργον είναι
ενιότε δύσκολον και άκρως υπεύθυνον. Εάν το παρά του Θεού δοθέν
επιγράψωμεν εις εναντίαν δύναμιν τότε κινδυνεύομεν να εμπέσωμεν εις
βλασφημίαν κατά του Πνεύματος του Αγίου. Και αντιθέτως: Εάν δεχθώμεν
δαιμονικήν επίδρασιν ως εκ του Θεού προερχομένην τότε ωθούμεν τον
εμπεπιστευμένον εις ημάς εξομολογούμενον εις την λατρείαν των δαιμόνων.
Συνεπώς είναι απαραίτητος εις πάντας ανεξαιρέτως τους πνευματικούς η
θερμή και διηνεκής προσευχή εν γένει και εν εκάστη ιδιαιτέρα περιπτώσει,
όπως Αυτός ο Κύριος διαφυλάξη αυτούς από σφαλμάτων εν τη διακονία
αυτών»[4].
Κάποτε μπορεῖ ὁ Πνευματικός νά
χρησιμοποιήσει μία μέθοδο γιά νά διαπιστώσει ἄν ὑπάρχει ὑπερηφάνεια ἤ
ταπείνωση στήν ψυχή αὐτοῦ πού διηγεῖται τήν ὅραση.
«Όταν η κατάστασις των πραγμάτων δεν
είναι σαφής» γράφει ὁ π. Σωφρόνιος «εις τον πνευματικόν δύναται ούτος να
καταφύγη εις την «ψυχολογικήν μέθοδον»: Προτείνει εις τον
εξομολογούμενον να μη εμπιστεύηται εις ιδιότυπα φαινόμενα παντός είδους.
Εάν η όρασις είναι αληθώς εκ του Θεού, τότε εν τη ψυχή του
εξομολογουμένου θα επικρατή ταπείνωσις και ησύχως θα δεχθή την συμβουλήν
να ευρίσκηται ούτος πάντοτε εν νήψει. Εις την αντίθετον περίπτωσιν
είναι δυνατόν να αντιδράση αρνητικώς ο εξομολογούμενος επιμένων να
αποδείξη ότι η όρασις δεν ήτο δυνατόν να προέρχηται άλλοθεν ει μη εκ του
Θεού. Τότε έχομεν λόγον να αμφιβάλλωμεν περί αυτού. Βεβαίως η τοιαύτη
μέθοδος }223} δεν είναι ει μη καταπραϋντικόν τι, και δεν πρέπει να
προσφεύγωμεν εις αυτήν ευκόλως. Η πείρα κατέδειξεν ότι, όταν πειράζη τις
τον αδελφόν αυτού ωθεί αυτόν εις θυμόν και πικρίαν»[5].
Ἐπίσης εὔστοχα ἐπισημαίνει: «Η υπερηφανία συνιστά τον πυρήνα της
πνευματικής πτώσεως. Δια της υπερηφανίας οι άνθρωποι αποβαίνουν όμοιοι
προς τους δαίμονας. Ίδιον εις τον Θεόν είναι η ταπεινή αγάπη, … }210}»[6]. Ἴδιον τοῦ ὑπερήφανου εἶναι τό ἴδιον θέλημα.
«Αὐτοί πού ἐπιπόλαια ἐξομολογοῦνται» παρατηρεῖ ὁ ἐπίσκοπος Παῦλος «δέν γνωρίζουν τί σημαίνει ἐλεύθερη ὑπακοή, γιατί πρώτιστο μέλημά τους εἶναι ἡ ἐκτέλεση τοῦ ἰδίου θελήματος. Ἐφαρμόζουν δικό τους πρόγραμμα πνευματικῆς ζωῆς καί δέν ἐπιδέχονται καμιά νουθεσία. Ὁ Πνευματικός, τούς ἀκούει κατά τήν διάρκεια τῆς ἐξομολογήσεώς τους μέ προσοχή καί προσευχή καί ἀντιλαμβάνεται τήν ἀμετανοησία τους καί τήν ἔλλειψη ἀγαθῆς διαθέσεως ἐκ μέρους τους. Ὅταν ἀρχίσει νά τούς νουθετεῖ τόν διακόπτουν. Ὅταν μέ ταπείνωση τούς παρατηρεῖ καί ὑποδεικνύει τά σφάλματά τους, ἐξανίστανται καί δέν θέλουν νά τά παραδεχθοῦν. Μάλιστα δέ αἰσθάνονται καί προσβεβλημένοι, ὄχι γιατί τούς ἔθιξε, ἀλλά γιατί εἶναι γεμάτοι ἀπό ἐγωϊσμό. Γιά νά γίνουν πιό πειστικοί, ἰδιαιτέρως ἄν εἶναι γυναῖκες πού ἐξομολογοῦνται, ἔχουν πρόχειρα τά δάκρυα στά μάτια μόνο, ὄχι δέ καί στήν ψυχή. Γιατί οὔτε ταπεινωμένοι εἶναι οὔτε συντετριμμένοι, ἀλλά αὐθάδεις καί προπετεῖς. Γι’ αὐτό τά δάκρυά τους δέν εἶναι δάκρυα μετανοίας, ἀλλά ἐπιφανειακά, ψεύτικα καί ὑποκριτικά, τά ὁποῖα ὑποδηλώνουν πληγωμένο ἐγωϊσμό καί ὄχι συντετριμμένη καρδιά»[7].
«Αὐτοί πού ἐπιπόλαια ἐξομολογοῦνται» παρατηρεῖ ὁ ἐπίσκοπος Παῦλος «δέν γνωρίζουν τί σημαίνει ἐλεύθερη ὑπακοή, γιατί πρώτιστο μέλημά τους εἶναι ἡ ἐκτέλεση τοῦ ἰδίου θελήματος. Ἐφαρμόζουν δικό τους πρόγραμμα πνευματικῆς ζωῆς καί δέν ἐπιδέχονται καμιά νουθεσία. Ὁ Πνευματικός, τούς ἀκούει κατά τήν διάρκεια τῆς ἐξομολογήσεώς τους μέ προσοχή καί προσευχή καί ἀντιλαμβάνεται τήν ἀμετανοησία τους καί τήν ἔλλειψη ἀγαθῆς διαθέσεως ἐκ μέρους τους. Ὅταν ἀρχίσει νά τούς νουθετεῖ τόν διακόπτουν. Ὅταν μέ ταπείνωση τούς παρατηρεῖ καί ὑποδεικνύει τά σφάλματά τους, ἐξανίστανται καί δέν θέλουν νά τά παραδεχθοῦν. Μάλιστα δέ αἰσθάνονται καί προσβεβλημένοι, ὄχι γιατί τούς ἔθιξε, ἀλλά γιατί εἶναι γεμάτοι ἀπό ἐγωϊσμό. Γιά νά γίνουν πιό πειστικοί, ἰδιαιτέρως ἄν εἶναι γυναῖκες πού ἐξομολογοῦνται, ἔχουν πρόχειρα τά δάκρυα στά μάτια μόνο, ὄχι δέ καί στήν ψυχή. Γιατί οὔτε ταπεινωμένοι εἶναι οὔτε συντετριμμένοι, ἀλλά αὐθάδεις καί προπετεῖς. Γι’ αὐτό τά δάκρυά τους δέν εἶναι δάκρυα μετανοίας, ἀλλά ἐπιφανειακά, ψεύτικα καί ὑποκριτικά, τά ὁποῖα ὑποδηλώνουν πληγωμένο ἐγωϊσμό καί ὄχι συντετριμμένη καρδιά»[7].
Δυστυχῶς οἱ ὑπερήφανοι-ἐγωισταί
προσέρχονται στό μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως-Μετανοίας-Πνευματικῆς
Πατρότητας ὄχι γιά νά μάθουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀλλά γιά νά κάνουν μία
«συζήτηση», νά πάρουν καί τή «γνώμη-ἄποψη τῆς Ἐκκλησίας». Πολύς ἐγωισμός
συνήθως ὑπάρχει στούς μορφωμένους σέ ἀντίθεση μέ τούς ἀμόρφωτους πού
εἶναι κατά κανόνα πιό ταπεινοί.
«Οι
πεπαιδευμένοι άνθρωποι» σημειώνει ὁ π. Σωφρόνιος «κρατούν ισχυρώς άλλην
αρχήν: την ιδίαν αυτών σύνεσιν. Πας λόγος του ιερέως δι’ αυτούς είναι
απλώς ανθρώπινος, και ως εκ τούτου υποκείμενος εις κριτικήν συζήτησιν.
Να ακολουθήση τις αδιακρίτως την υπόδειξιν του πνευματικού θα ήτο δι’
αυτούς μωρία. Εκείνο όπερ βλέπει και φρονεί ο πνευματικός τούτο ουδόλως
αποδέχεται ο ψυχικός άνθρωπος και απορρίπτει διότι ζη εις άλλο επίπεδον.
Και εγώ ο ίδιος, συναντώμενος μετ’ ανθρώπων οίτινες κατευθύνονται υπό
των προσωπικών αυτών παρορμήσεων και απορρίπτουν τον λόγον, τον
διδόμενον υπό του ιερέως κατόπιν προσευχής, αρνούμαι να εκζητήσω παρά
του Θεού, όπως αποκαλύψη εις τους προσερχομένους το άγιον και παντέλειον
Αυτού θέλημα. Δια της οδού ταύτης δεν θέτω αυτούς εις κατάστασιν πάλης
μετά του Θεού, αλλά λέγω εις αυτούς την προσωπικήν μου μόνον γνώμην,
ήτις στηρίζεται επί των Έργων των αγίων Πατέρων ή της Αγίας Γραφής, και
αφήνω αυτούς ελευθέρους από της Θεομαχίας, και τρόπον τινά εις το
δικαίωμα να αποκλίνουν αναμαρτήτως από της συμβουλής μου, ως εξ ανθρώπου
μόνον προερχομένης. Βεβαίως τούτο μακράν απέχει του ζητουμένου αφ’ ημών
εν τοις μυστηρίοις της Εκκλησίας»[8].
Ἡ διάκριση τοῦ Πνευματικοῦ πρέπει νά
εἶναι πολύ μεγάλη ὥστε νά ὁδηγήσει στήν Πνευματική θεραπεία τόν
ἐξομολογούμενο. «Καλείται (ο πνευματικός)» γράφει ὁ π. Σωφρόνιος «προς
υψίστην δημιουργίαν, εις ασύγκριτον τιμήν: να δημιουργήση θεούς δια την
αιωνιότητα εν τω Ακτίστω Φωτί». Αὐτή ἡ δημιουργία ἀπαιτεῖ ὄχι μόνο τήν
διάκριση τοῦ Πνευματικοῦ ἀλλά καί τήν συνεργασία τοῦ
μετανοοῦντος-ἐξομολογουμένου.
Οἱ ταπεινοί ἄνθρωποι, σέ ἀντίθεση μέ
τούς ἐγωιστές, εἶναι αὐτοί πού ἀναπαύουν τόν Θεό ἀλλά καί τόν
Πνευματικό. Αὐτοί καί ὁδηγοῦνται στή θεραπεία. «Συνήρπαζεν εμέ» γράφει
πάλι ὁ π. Σωφρόνιος «η θέα των εκλεκτών του Θεού, των κεκρυμμένων υπό
την ταπεινήν αυτών εμφάνισιν. Ενίοτε οι ίδιοι φυλασσόμενοι υπό του Θεού,
δεν κατενόουν οπόσον πλουσία ευλογία επανεπαύετο εν αυτοίς. Εις αυτούς
κατ’ εξοχήν εδόθη να διαισθανθούν την ανεπάρκειαν αυτών κατά καιρούς δε
εις τοιούτον βαθμόν, ώστε τρόπον τινα να μη τολμούν και να σκεφθούν ότι ο
Θεός επαναπαύεται εν αυτοίς και ούτοι εν Αυτώ. Τινές εξ αυτών
ωδηγήθησαν εις την θεωρίαν του Ακτίστου Φωτός, αλλά δεν εγνώριζον περί
αυτού του γεγονότος, εν μέρει διότι ήσαν ολίγον μόνον οικείοι προς τα
Έργα των αγίων Πατέρων, οίτινες περιγράφουν το είδος της χάριτος ταύτης.
Η άγνοια εφρούρει αυτούς εξ ενδεχομένης κενοδοξίας»[9].
Κι ἐνῶ οἱ ταπεινοί ἁγιάζονται δυστυχῶς
ὑπάρχουν καί κάποιοι τόσο ὑπερφίαλοι καί ὑποκριτές πού νομίζουν ὅτι
μποροῦν νά ἐμπαίξουν τόν Θεό, τόν Πνευματικό καί τό μυστήριο.
Ἐξομολογοῦνται ἁπλῶς γιά νά τακτοποιήσουν κάπως τή συνείδησή τους ἤ καί
γιά «νά φανοῦν στούς ἀνθρώπους» ὅτι εἶναι «ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας».
«Ἀποκορύφωμα
τῆς ὑποκρισίας αὐτοῦ πού ἰσχυρίζεται ὅτι δῆθεν ἐξομολογεῖται» παρατηρεῖ
ὁ π. Παῦλος «εἶναι ὁ ἐμπαιγμός τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως.
Προσποιεῖται τόν εὐσεβῆ. Πηγαίνει δῆθεν γιά νά καταθέσει τίς ἁμαρτίες
του αλλά δέν ἀνέχεται τίς παρατηρήσεις καί δέν ἀκολουθεῖ τίς ὁδηγίες τοῦ
Πνευματικοῦ.
Ἐπειδή ὁ ἐξομολογούμενος ἀπωθεῖ τά αἰσθήματα τῆς ἐνοχῆς, μή θέλοντας νά παραδεχθεῖ τά σφάλματά του, τά μεταβιβάζει στούς ἄλλους καί ἐκφράζει προσωπικά παράπονα πού ἔχει γι’αὐτούς ἀλλά καί γιά τόν ἴδιο τόν Πνευματικό.Τολμᾶ μάλιστα νά ἐλέγχει τόν Πνευματικό γιά τίς ἀπόψεις καί τίς θέσεις του πάνω σέ διάφορα θέματα, τά ὁποῖα εἶναι ἄσχετα μέ τό Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως. Ἐάν δέ τύχει, λόγῳ θέσεως νά ἐπηρεάζει μιά ὁμάδα ἀνθρώπων, τότε τούς ἐπιστρατεύει καί αὐτούς, ὥστε καί ἐκεῖνοι, ἐν εἴδει κασέτας μαγνητοφώνου νά ἐπαναλαμβάνουν τά ἴδια παράπονα ἐν ὥρᾳ ὑποτίθεται ἐξομολογήσεώς τους»[10]. Πολλοί κατηγοροῦν τόν Πνευματικό γιά σκληρότητα, αὐστηρότητα καί ἔλλειψη διάκρισης. Ὑπόβαθρο ὅλων αὐτῶν συνήθως εἶναι ἡ ἔλλειψη ἀληθινῆς μετάνοιας καί διάθεσης γιά θεραπεία ἀπό τήν πλευρά τοῦ ἐξομολογουμένου.
Ἐπειδή ὁ ἐξομολογούμενος ἀπωθεῖ τά αἰσθήματα τῆς ἐνοχῆς, μή θέλοντας νά παραδεχθεῖ τά σφάλματά του, τά μεταβιβάζει στούς ἄλλους καί ἐκφράζει προσωπικά παράπονα πού ἔχει γι’αὐτούς ἀλλά καί γιά τόν ἴδιο τόν Πνευματικό.Τολμᾶ μάλιστα νά ἐλέγχει τόν Πνευματικό γιά τίς ἀπόψεις καί τίς θέσεις του πάνω σέ διάφορα θέματα, τά ὁποῖα εἶναι ἄσχετα μέ τό Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως. Ἐάν δέ τύχει, λόγῳ θέσεως νά ἐπηρεάζει μιά ὁμάδα ἀνθρώπων, τότε τούς ἐπιστρατεύει καί αὐτούς, ὥστε καί ἐκεῖνοι, ἐν εἴδει κασέτας μαγνητοφώνου νά ἐπαναλαμβάνουν τά ἴδια παράπονα ἐν ὥρᾳ ὑποτίθεται ἐξομολογήσεώς τους»[10]. Πολλοί κατηγοροῦν τόν Πνευματικό γιά σκληρότητα, αὐστηρότητα καί ἔλλειψη διάκρισης. Ὑπόβαθρο ὅλων αὐτῶν συνήθως εἶναι ἡ ἔλλειψη ἀληθινῆς μετάνοιας καί διάθεσης γιά θεραπεία ἀπό τήν πλευρά τοῦ ἐξομολογουμένου.
«Η
ψυχολογία των μοναχών» γράφει ὁ π. Σωφρόνιος πού πρίν μεταβεῖ στήν
Εὐρώπη ἦταν Πνευματικός σέ πέντε Ἁγιορείτικα μοναστήρια «η υπομονή και η
αντοχή αυτών υπερέβαινον τοσούτον πάντας και πάντα (όσα εν Ευρώπη
συνήντησα), ώστε δεν εύρισκον ούτε λόγους, ούτε εξωτερικούς τρόπους
επικοινωνίας. Εκείνο όπερ οι μοναχοί αποδέχονται μετ’ ευγνωμοσύνης, εν
Ευρώπη συνέτριβε τους ανθρώπους. Πολλοί απεστρέφοντο εμέ ως ασυνήθως
σκληρόν, και δη σκληρόν μέχρι διαστροφής του Ευαγγελικού πνεύματος της
αγάπης. Και εγώ κατενόουν τας κρίσεις ταύτας αντιλαμβανόμενος ότι τα
«μέτρα» των μοναχών και τα μέτρα των ανθρώπων του δυτικού πολιτισμού
διέφερον βαθέως. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο πλέον αφύσικος, ουχί μόνον
δια τος ανθρώπους των καιρών του «Μεγάλου Ιεροεξεταστού», αλλά και δια
τους συγχρόνους ημών θα ήτο ο Χριστός. Τις δύναται να ακούση του Χριστού
ή έτι μάλλον να ακολουθήση Αυτόν; Εκείνο όπερ εδίδετο εις τους μοναχούς
μετά παρέλευσιν δεκαετιών πένθους, οι σύγχρονοι άνθρωποι θέλουν να
λάβουν εις σύντομον χρονικόν διάστημα, και μάλιστα κατά την διάρκειαν
ολίγων ωρών ευχαρίστου «θεολογικής» συζητήσεως. Οι λόγοι του Χριστού –
έκαστος λόγος Αυτού – ήλθον εις τον κόσμον τούτον Άνωθεν. Ανήκουν εις
την σφαίραν άλλων διαστάσεων και δεν αφομοιούνται άλλως, ει μη δια της
οδού της επί μακρόν προσευχής μετά πολλών δακρύων. Άνευ της προϋποθέσεως
ταύτης θα παραμένουν εσαεί ακατανόητοι εις τον άνθρωπον, τον οσονδήποτε
«πεπαιδευμένον» έστω και θεολογικώς (ΟΥΧΙ ΙΟΥΔΑΪΚΩΣ)»[11].
Τό ἔργο τοῦ Πνευματικοῦ γίνεται πολύ δύσκολο ὅταν συκοφαντεῖται ἤ διαβάλλεται ἀπό τά ὑποτιθέμενα πνευματικά του παιδιά:
«Οὐδόλως εἶναι ἁπλοῦν εἰς τὸν μοναχὸν»
παρατηρεῖ ὁ π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ «νὰ βαστάση τὸν κόπον τῆς πνευματικῆς
πατρότητος. Καὶ τοῦτο διότι εἶναι μὲν εὐεργετικὴ εἰς αὐτὸν προσωπικῶς ἡ
περὶ αὐτοῦ λίαν ἀρνητικὴ γνώμη τῶν ἀνθρώπων … ὅμως … πᾶς ἀρνητικὸς λόγος
περὶ αὐτοῦ ἐμπνέει δυσπιστίαν εἰς τοὺς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ἔχουν
ἀνάγκην καθοδηγήσεως, παρηγορίας καὶ στηριγμοῦ. Ἡ λύπη αὐτοῦ γίνεται
διπλῆ: Λυπεῖται δι’ ἑαυτόν, διότι ζῆ ἀναξίως πρὸς τὴν κλῆσιν αὐτοῦ,
λυπεῖται καὶ διὰ τὴν ζημίαν, τὴν ὁποίαν ὑφίσταται ὅλη ἡ Ἐκκλησία, ὅλη ἡ
ἀνθρωπότης, ὅταν καταστρέφηται τὸ κύρος τῶν ἱερουργῶν. Ἡ ἀνυπακοὴ εἰς
τὸν λόγον τῶν πνευματικῶν πατέρων εἶναι ἰσοδύναμος πρὸς τὴν ἀπόρριψιν
τοῦ λόγου τοῦ Ἰδίου τοῦ Χριστοῦ: «Ὁ ἀκούων ὑμῶν Ἐμοῦ ἀκούει καὶ ὁ ἀθετῶν
ὑμᾶς Ἐμὲ ἀθετεῖ»[12].
Πολλές φορές ἐπίσης τά πνευματικά παιδιά
μέ μεγάλη εὐκολία ἐγκαταλείπουν τόν Πνευματικό τους Πατέρα. «Πρὸς τὸν
ἱερέα» παρατηρεῖ ὁ π. Σωφρόνιος «συμπεριφέρονται οἱ ἄνθρωποι, ὡς καὶ
πρὸς τὸν Θεόν: Ἀπορρίπτουν αὐτὸν μετὰ φοβερᾶς εὐκολίας ὡς τι τὸ
ἄχρηστον, μετὰ τῆς βεβαιότητος ὅτι εὐθὺς ὡς θὰ ἔχουν τὴν ἀνάγκην αὐτοῦ,
θὰ καλέσουν αὐτὸν καὶ οὗτος δὲν θὰ ἀρνηθῆ νὰ ἔλθη»[13]. }215}
Ἄλλοτε τά Πνευματικά παιδιά πού
προηγήθηκαν στή γνωριμία μέ τόν Πνευματικό ἐμποδίζουν τά πνευματικά
Παιδιά πού προσέρχονται ἀργότερα καί βάζουν προσκόμματα στόν ἴδιο τόν
Πνευματικό ἐν ὀνόματι δῆθεν τῆς «ἀγάπης» καί τῆς «περιφρούρησης» τοῦ
Πνευματικοῦ
«Εἷς ἐπίσκοπος ὅστις μετὰ θέρμης
παρέδωκεν ἑαυτὸν εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τῶν πασχόντων … ἔγραψεν εἰς ἐμέ:
«Ἤρχισα νὰ φοβοῦμαι τὴν ἀγάπην». Βραδύτερον κατενόησα τοὺς λόγους αὐτοῦ
ὡς ἑξῆς: Ἐκεῖνοι, οἵτινες ὠφελήθησαν ὑπ’ αὐτοῦ, προσεκολλῶντο εἰς αὐτόν,
καὶ κατ’ ἀρχὰς ἐβοήθουν αὐτὸν ἐν τῇ ἁγίᾳ αὐτοῦ διακονία· ἐν συνέχειᾳ
ὅμως κερδήσαντες τὴν ἐμπιστοσύνην αὐτοῦ καὶ γενόμενοι ἀπαραίτητοι δι’
αὐτόν, ἐπεβουλεύοντο τὴν ἐλευθερίαν αὐτοῦ παρεμβάλλοντες πανταχοῦ
δυσκολίας, ὅτε οὗτος παρέδιδεν ἑαυτὸν εἰς τοὺς ἐσχάτως προσερχομένους.
Κατ’ ἐκεῖνον τὸν καιρόν, ὅτε παρέλαβον τὴν ἐπιστολήν, δὲν κατενόουν
εἰσέτι τὸ φοβερὸν νόημα τῶν λόγων αὐτοῦ. Διηνοίχθη εἰς ἐμὲ τοῦτο κατὰ
τοὺς χρόνους τῆς διακονίας μου ἐν Εὐρώπη»[14].
Ἴσως ἡ πιό δύσκολη περίπτωση γιά τόν
Πνευματικό εἶναι ὅταν ὁ τάχα ὑποτακτικός-πνευματικό παιδί ἔχει
«κλειδωθεῖ» στίς ἀντιλήψεις του καί βλέπει διαμετρικά ἀντίθετα τά
πράγματα ἀπ’ ὅτι εἶναι στήν πραγματικότητα. Τότε παρεξηγεῖ κάθε ἐνέργεια
τοῦ Πνευματικοῦ του καί τό κατακρίνει γιά ὅλα.
«Εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐννοήση τις τοὺς
ἀνθρώπους» παρατηρεῖ ὁ π. Σωφρόνιος, καὶ συνεχίζει: «Οὗτοι εἴτε εἶναι
τυφλοὶ καὶ «οὐκ οἴδασι τί ποιοῦσι», εἴτε πάσχουν ὑπὸ πνευματικοῦ καὶ
νοεροῦ δαλτωνισμοῦ (πάθησις ὀφθαλμῶν μὴ ἐπιτρέπουσα τὴν διάκρισιν τῶν
χρωμάτων). Συχνάκις βλέπουν τὰ πράγματα εἰς διαμετρικῶς ἀντίθετον
φωτισμόν, ὁμοίως πρὸς τὸ ἀρνητικὸν φωτογραφίας … Νὰ γνωρίση τις τότε τὴν
πραγματικὴν ἀλήθειαν τῆς ζωῆς ἀποβαίνει πλέον ἀδύνατον. Ἐν τοιαύτῃ
καταστάσει δὲν ἀπομένει χῶρος δι’ οὐδένα λόγον. Οὗτοι διάκεινται
ἐχθρικῶς πρὸς τὰς κινήσεις τῆς ἁγίας ἀγάπης. Ἡ ὑπομονητικὴ ταπείνωσις
ἐκλαμβάνεται ὡς ὑποκρισία. … διά τοῦ ὅλου κλίματος ὅπερ δημιουργοῦν διὰ
τῆς στάσεως αὐτῶν, δυσχεραίνουν τὴν παρουσίαν τοῦ ἱερέως καὶ ἐν ταυτῷ
κατακρίνουν αὐτὸν ὅτι ἀποφεύγει τὴν ἐπικοινωνίαν μετ’ αὐτῶν ὑπὸ
παρομοίας συνθήκας, καὶ τῶν τοιούτων οὐκ ἔστι τέλος»[15].
Ἡ σωστή προετοιμασία
«Ὁ προσερχόμενος στό μυστήριο δέν πρέπει νά ἔρχεται ἀπροετοίμαστος. Πρέπει νά ἔχει προηγηθεῖ ἡ μετάνοιά του, δηλ. ἡ συναίσθηση τῶν ἁμαρτιῶν του καί ἡ ἀπόφαση ἀλλαγῆς του, ἡ ὁποία θά καταλήξει στήν ὁμολογία τῶν ἁμαρτιῶν ἐν ταπεινώσει ἐνώπιον τοῦ ἱερέα. Ὁ ἱερέας ἔχει τήν ἐξουσία ἀπό τόν Χριστό καί τήν ᾽Εκκλησία νά γίνεται ὄργανο τοῦ Χριστοῦ γιά τήν παροχή τῆς χάρης τῆς ἀφέσεως. Ὁ ἱερέας ἔτσι δέν εἶναι οὔτε εἰσαγγελέας οὔτε δικαστής. Εἶναι ὁ μάρτυρας τῆς μετανοίας τοῦ πιστοῦ, πού χαίρεται γι᾽ αὐτήν ἀκριβῶς τή μετάνοια, ὅπως ἀκριβῶς χαίρεται ὁ Θεός καί ὅλος ὁ οὐράνιος κόσμος γιά τόν ἴδιο λόγο. ῎Αλλωστε καί ὁ ἴδιος ἐξομολογεῖται σέ ἄλλον ἱερέα.
«Ὁ προσερχόμενος στό μυστήριο δέν πρέπει νά ἔρχεται ἀπροετοίμαστος. Πρέπει νά ἔχει προηγηθεῖ ἡ μετάνοιά του, δηλ. ἡ συναίσθηση τῶν ἁμαρτιῶν του καί ἡ ἀπόφαση ἀλλαγῆς του, ἡ ὁποία θά καταλήξει στήν ὁμολογία τῶν ἁμαρτιῶν ἐν ταπεινώσει ἐνώπιον τοῦ ἱερέα. Ὁ ἱερέας ἔχει τήν ἐξουσία ἀπό τόν Χριστό καί τήν ᾽Εκκλησία νά γίνεται ὄργανο τοῦ Χριστοῦ γιά τήν παροχή τῆς χάρης τῆς ἀφέσεως. Ὁ ἱερέας ἔτσι δέν εἶναι οὔτε εἰσαγγελέας οὔτε δικαστής. Εἶναι ὁ μάρτυρας τῆς μετανοίας τοῦ πιστοῦ, πού χαίρεται γι᾽ αὐτήν ἀκριβῶς τή μετάνοια, ὅπως ἀκριβῶς χαίρεται ὁ Θεός καί ὅλος ὁ οὐράνιος κόσμος γιά τόν ἴδιο λόγο. ῎Αλλωστε καί ὁ ἴδιος ἐξομολογεῖται σέ ἄλλον ἱερέα.
Ὁ μετανοημένος λοιπόν πιστός ἔχει ἐξετάσει τόν ἑαυτό του α) ὡς πρός τή σχέση του μέ τόν ἴδιο τόν Θεό: ἄν Τόν ἀγαπᾶ, ἄν συνεπῶς Τόν σκέπτεται, ἄν προσεύχεται, ἄν ἐκκλησιάζεται, ἄν προσπαθεῖ γενικῶς νά τηρεῖ τό ἅγιο θέλημά Του. β) ὡς πρός τήν σχέση του μέ τό συνάνθρωπο: ἄν καί αὐτόν τόν ἀγαπᾶ καί τόν σέβεται, ἄν δέν τόν κατακρίνει, ἄν δέν τόν ὑβρίζει, ἄν δέν σκέπτεται πονηρά γι᾽ αὐτόν κλπ. γ) ὡς πρός τόν ἑαυτό του: ἄν σέβεται καί τό σῶμα του καί τήν ψυχή του ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἄν δέν τόν καταστρέφει καί τόν φθείρει μέ ποτά, τσιγάρα κ.ἄ., ἄν ἔχει τήν πίστη στή ζωή του πού ζητᾶ ὁ Θεός. Μέ ἄλλα λόγια τό βασικό κριτήριο μέ τό ὁποῖο ἐλέγχει τή ζωή του εἶναι ἡ ἀγάπη, ἀπό τήν τήρηση τῆς ὁποίας ἐξαρτᾶται ἡ ζωντανή σχέση μέ τόν Θεό ἤ ὄχι. Γι᾽
αὐτά ὅλα μετανοεῖ καί παρακαλεῖ τόν Θεό νά τόν συγχωρήσει καί νά τόν
βοηθήσει νά μήν τά ἐπαναλάβει. ῎Αν τυχόν ἀργότερα γιά λόγους ἀδυναμίας
ἁμαρτήσει καί πάλι, καί πάλι θά ἀκολουθήσει τήν ἴδια διαδικασία. Ὁ Θεός
δέν ῾βαριέται᾽ νά μᾶς συγχωρεῖ, γιατί μᾶς ἀγαπάει. Εἶναι ὁ Πατέρας μας»[16].
Ἐνδεικτικά παραθέτουμε ἕνα μικρό βοήθημα γιά νά βοηθηθοῦμε στήν αὐτοεξέταση μας.
Μικρό βοήθημα γιά τήν αὐτοεξέταση πρίν ἀπό τήν έξομολόγηση
ΒΟΗΘΗΜΑ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ
ἤ 50 ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΝΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΘΕΙΣ
1. Μήπως δέν ἀγαπᾶς τόν Θεό καί τόν κάθε συνάνθρωπό σου μέ ἀνιδιοτέλεια καί θυσία τοῦ ἑαυτοῦ σου ἡ ὁποία ἄν χρειαστεῖ μπορεῖ νά φθάσει μέχρι νά δώσεις καί τή ζωή σου; (Γιά τό Θεό καί τό συνάνθρωπό σου)
2. Μήπως δέν εἶναι δυνατή ἡ πίστη σου στό Χριστό ἤ ἔπεσες σέ αἵρεση ἤ συμμετεῖχες σέ προσευχές ἤ τελετές ἑτεροδόξων ἤ ἀλλοδόξων;
3. Μήπως ὀλιγοπιστεῖς στίς διάφορες δυσκολίες τῆς ζωῆς σου, ἀπελπίζεσαι, γογγύζεις, κατηγορεῖς τό Θεό, ἤ θέλεις νά αὐτοκτονήσεις;
4. Μήπως ντρέπεσαι στήν παρέα σου νά φανερώνεις τήν εὐσέβειά σου, ἤ νά κάνεις δημόσια τό σταυρό σου καί νά ὁμολογεῖς τήν πίστη σου;
5. Μήπως δέν ἐκκλησιάζεσαι τακτικά καί δέν συμμετέχεις ὅσο πρέπει στά Μυστήρια τῆς Ἐξομολογήσεως καί τῆς Θ. Κοινωνίας; (Ἐκκλησιασμός κάθε Κυριακή, Θεία Κοινωνία καί ἐξομολόγηση συχνά -σύμφωνα μέ τίς ὁδηγίες τοῦ Πνευματικοῦ σου).
6. Μήπως δέν μελετᾶς τήν Ἁγία Γραφή, πνευματικά βιβλία ἤ δέν κάνεις τόν κανόνα πού ἔχεις ἀπό τόν Πνευματικό σου; (Τίς ὁρισμένες γονυκλισίες, κομβοσχοίνια, νηστεία, προσευχή καί πνευματική μελέτη).
7. Μήπως δέν τηρεῖς ὅπως πρέπει τίς νηστεῖες;
8. Μήπως εἶσαι ὑπερήφανος, ἐγωιστής, ἤ κατέφυγες σέ μάγους, μέντιουμ, καφετζοῦδες, ξεματιάσματα κ.λ.π.;
9. Μήπως εἶσαι φιλάργυρος καί πλεονέκτης;
10. Μήπως μισεῖς ἤ ἀντιπαθεῖς ὁποιονδήποτε ἤ δείχνεις ἀδιαφορία καί ἀσέβεια σέ γονεῖς, δασκάλους, εὐεργέτες σου ἤ καί σέ ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο;
11. Μήπως δέν δείχνεις ἀγάπη στούς γύρω σου καί δέν ἐνδιαφέρεσαι γιά τή σωτηρία τους; (Ὥστε νά μποῦν στήν Ἐκκλησία σωστά, νά ἐξομολογοῦνται, νά γνωρίσουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ κ.λ.π.)
12. Μήπως ἔχεις ἄσχημες παρέες καί ὄχι καλούς φίλους; (Ἀνθρώπους πού εἶναι ἀνήθικοι, ὑβριστές, πλεονέκτες, ἄθεοι καί καταφρονητές τῶν ἱερῶν κανόνων κ.λ.π.).
13. Μήπως σέ κυριεύει ὁ ὑπερκαταναλωτισμός, ὁ φθόνος, ἡ ἐπιθυμία τῶν ἀγαθῶν τῶν ἄλλων καί ἡ ζήλια;
14. Μήπως ἔχει πέσει στήν ἁμαρτία τῆς κλοπῆς, τῆς κατάχρησης χρημάτων, τῆς καταστροφῆς ξένης περιουσίας, τῆς σπατάλης τῶν ἀγαθῶν πού μᾶς δίνει ὁ Θεός;
15. Μήπως κυριεύει τήν ψυχή σου τό μῖσος καί δέν συγχωρεῖς; (Ἔστω καί μέ ἕναν ἄνθρωπο ἄν ἔχουμε μῖσος καί δέν προσπαθοῦμε νά συγχωρηθοῦμε, χωριζόμαστε ἀπό τόν Θεό καί δέν συγχωρούμεθα ἀπό Αὐτόν ἀκόμη καί ἄν ἐξομολογούμαστε).
16. Μήπως θυμώνεις καί ὀργίζεσαι;
17. Μήπως ἔχεις βλάψει κάποιον μέ τά λόγια σου ἤ μέ τό κακό παράδειγμά σου, παρώτρυνες σέ ἀνηθικότητα ἤ σέ ἔκτρωση κ.λ.π.;
18. Μήπως ἀφήνεις τή σκέψη σου νά μολύνεται μέ ἄσχημες σκέψεις καί φαντασίες ἤ πιστεύεις στά ζώδια, στήν τύχη, στίς διάφορες προλήψεις κ.λ.π.;
19. Μήπως συμμετέχεις σέ ἁμαρτωλές διασκεδάσεις καί χορούς ἤ τραγουδᾶς ἤ κάνεις ὅ,τιδήποτε πού δέν συντείνει στή σωτηρία σου;
20. Μήπως τά μάτια σου ἤ ἡ φαντασία σου περιεργάζονται πρόσωπα ἤ εἰκόνες ἁμαρτωλές;
21. Μήπως παρακολουθεῖς ἄσεμνα κινηματογραφικά ἤ τηλεοπτικά ἔργα;
22. Μήπως πέφτεις σέ ὁποιοδήποτε σαρκικό ἁμάρτημα; (προγαμιαῖες σχέσεις κ.λ.π.)
23. Μήπως διαβάζεις ἔντυπα ἤ ἱστοσελίδες μέ ἀνήθικο περιεχόμενο;
24. Μήπως ἡ ἐνδυμασία σου δέν εἶναι σεμνή ἤ ἀλλοιώνεις τό πρόσωπό σου ἤ τό σῶμα σου (βαφές, τατουάζ κ.λ.π);
25. Μήπως ἔχεις τή συνήθεια νά λές ἀπρεπεῖς λέξεις; (Οὔτε «βλάκα» δέν πρέπει νά λέμε σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιο).
26. Μήπως μουτζώνεις ἤ κάνεις ἄλλες ἀπρεπεῖς χειρονομίες;
27. Μήπως συνηθίζεις νά λές ψέμματα ἤ ὁδηγεῖς τόν ἄλλο σέ παραπλανητικά συμπεράσματα;
28. Μήπως ὁρκίζεσαι ἤ καταριέσαι;
29. Μήπως βλασφημεῖς ἤ ἀστειεύεσαι μέ τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἤ μέ τούς ἱερεῖς;
30. Μήπως δυσφημεῖς, κατηγορεῖς καί κατακρίνεις τούς ἄλλους;
31. Μήπως ἔκανες φόνο (π.χ. ἔκτρωση) ἤ συκοφάντησες ἤ εἶσαι σκληρός στίς ἀνάγκες καί στή δυστυχία τῶν ἄλλων;
32. Μήπως εἰρωνεύεσαι καί κοροϊδεύεις τούς ἄλλους;
33. Μήπως εἶσαι ἀχάριστος, δέν λές εὐχαριστῶ, δέν δοξάζεις τόν Θεό γιά ὅλα; (Ἀκόμη καί γιά τίς θλίψεις, τίς ἀρρώστειες καί τίς διάφορες δοκιμασίες).
34. Μήπως εἶσαι σπάταλος, τσιγγούνης, περίεργος ἤ τεμπέλης;
35. Μήπως πηγαίνεις σέ χώρους ὕποπτους (καφετέριες, ντισκοτέκ, μπάρ, σφαιριστήρια κλπ.);
36. Μήπως σέ ἐπηρεάζουν στη ζωή σου ἡ μόδα καί ἡ γνώμη τοῦ κόσμου; (Προσπαθεῖς νά ἀρέσεις, θέλεις νά σέ ἀγαποῦν καί νά ἀσχολοῦνται μαζί σου κ.λ.π.)
37. Μήπως ἔχεις φανατισμό, κακία, μνησικακία, χαιρεκακία, ἀδιαντροπιά;
38. Μήπως εἶσαι ἰδιότροπος καί παράξενος;
39. Μήπως δέν ἔχεις συνέπεια στίς ὑποχρεώσεις σου, δέν τηρεῖς τίς ὑποσχέσεις σου, ἐξοργίζεις τούς ἄλλους μέ τά λόγια σου ἤ τήν συμπεριφορά σου κ.λ.π.;
40. Μήπως εἶσαι διπρόσωπος, καταλάλος, κόλακας ἤ ὑποκριτής;
41. Μήπως εἶσαι ἰσχυρογνώμων καί πλεονέκτης;
42. Μήπως κακομεταχειρίζεσαι τούς μικρότερους καί ἀδυνατότερους ἤ καί τόν ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο ἤ ζῶο;
43. Μήπως ἀδιαφορεῖς γιά τή χριστιανική σου καλλιέργεια, δέν μετανοεῖς πραγματικά καί δέν ἀγωνίζεσαι πνευματικά;
44. Μήπως εἶσαι ἀπαθής στίς ἀνάγκες καί στά προβλήματα τῆς οἰκογενείας σου, τῆς ἐνορίας σου, τῆς κοινωνίας πού ζεῖς, τῆς πατρίδας σου καί τοῦ κόσμου ὁλόκληρου;
45. Μήπως λές ἄσχημα ἀνέκδοτα καί ἱστορίες ἤ κάνεις ἐπαγγέλματα πού βοηθοῦν στήν ἀνηθικότητα καί τήν διαφθορά τῶν ἀνθρώπων;
46. Μήπως δέν διαθέτεις ὅπως πρέπει τόν ἐλεύθερο χρόνο σου, μήπως παίζεις τυχερά παιγνίδια; (χαρτιά, τζόγος, κ.λ.π.)
47. Μήπως δέν προσπαθεῖς γιά νά γνωρίσουν καί οἱ ἄλλοι τή χριστιανική ζωή; (α) μέ τό καλό σου παράδειγμα καί β)μέ τά λόγια σου;
48. Μήπως προσβάλλεις καί στενοχωρεῖς ἤ χτυπᾶς τούς γύρω σου;
49. Μήπως εἶσαι ἄδικος ἤ ὄχι συνεπής στίς προσωπικές, οἰκογενειακές, καί ἐπαγγελματικές σου ὑποχρεώσεις;
50. Μήπως εἶσαι καχύποπτος, κάνεις κακούς λογισμούς καί μεγαλοποιεῖς τά λάθη τῶν ἄλλων;
Μερικά ἀκόμη σημεῖα πού πρέπει νά προσέξουμε.
1) Ἕνα σημαντικό πού πρέπει νά
προσέξουμε εἶναι νά μήν ἀναβάλλουμε τήν ἐξομολόγηση. Ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει
κάποια σημαντική πτώση θά πρέπει ἀμέσως νά τρέξουμε νά τήν ποῦμε στόν
Πνευματικό.
«Ὅσο κρατᾶς ἕνα χαλασμένο πράγμα», ἔλεγε
ὁ π. Παΐσιος «τόσο χαλάει. Γιατί νὰ ἀφήσει νὰ περάσουν ἕνας-δύο μῆνες
γιὰ νὰ πάει στὸν πνευματικὸ νὰ τὸ ἐξομολογηθεῖ; Νὰ πάει τὸ συντομότερο.
Ἂν ἔχει μία πληγὴ ἀνοιχτή, θὰ ἀφήσει νὰ περάσει ἕνας μήνας, γιὰ νὰ τὴ
θεραπεύσει; Οὔτε νὰ περιμένει νὰ πάει, ὅταν θὰ ἔχει πολὺ χρόνο ὁ
πνευματικός, γιὰ νὰ ἔχει πιὸ πολλὴ ἄνεση. Αὐτὸ τὸ ἕνα σφάλμα, τὰκ-τὰκ νὰ
τὸ λέει ἀμέσως καὶ μετά, ὅταν ὁ πνευματικὸς θὰ ἔχει χρόνο, νὰ πηγαίνει
γιὰ πιὸ πολύ, γιὰ μία συζήτηση κ.λπ.»[17].
2) Ἐπίσης στήν ἐξομολόγηση θά πρέπει νά λέμε τά δικά μας σφάλματα καί μόνο αὐτά χωρίς νά καθυστεροῦμε.
«Προσοχή λοιπόν!» ἐπισημαίνει ὁ π.
Παῦλος «᾽Εξομολογούμαστε τίς δικές μας ἁμαρτίες καί ὄχι τίς ἁμαρτίες
ἄλλων. Καί ὁμολογοῦμε τίς ἁμαρτίες χωρίς περιστροφές, δικαιολογίες καί
ἱστορίες. Ἡ προσπάθεια νά δικαιολογήσουμε τίς ἁμαρτίες μας δείχνει ὅτι
στήν πραγματικότητα δέν ἔχουμε μετανοήσει γι᾽ αὐτές. Στήν περίπτωση αὐτή
καί ὁ ἐξομολογούμενος δέν ἀναπαύεται ψυχικά, ἀλλά καί ὁ ἱερέας
καταπονεῖται. Διότι ἀκριβῶς δέν γίνεται σωστή ἐξομολόγηση.
Δέν εἶναι σωστό λοιπόν νά μακρηγορεῖ
κανείς στήν ἐξομολόγηση. Ὁμολογοῦμε σύντομα τίς ἁμαρτίες μας, μέ
μετάνοια καί συναίσθηση, καί δεχόμαστε μέ ἐμπιστοσύνη τίς ὅποιες
συμβουλές τοῦ ἐξομολόγου. ᾽Ιδιαιτέρως, δέν χρειάζεται ἀνάλυση στίς
σαρκικές λεγόμενες ἁμαρτίες. Τίς ὁμολογοῦμε μέ λιτό καί ἐπιγραμματικό
τρόπο. Γι᾽ αὐτό καί δέν εἶναι ἐπιτρεπτό νά καθυστερεῖ κανείς στό
ἐξομολογητήριο. ῎Αν ὑπάρχει κάποιο ἰδιαίτερο πρόβλημα πρός συζήτηση, θά
πρέπει νά ἀντιμετωπιστεῖ κάποια ἄλλη ὥρα πέραν τῆς ἐξομολογήσεως, καί
ὁπωσδήποτε ὄχι πρό τῶν μεγάλων ἑορτῶν τῶν Χριστουγέννων καί τοῦ Πάσχα.
Τό πρόγραμμα τοῦ ἱερέα τότε εἶναι ἀρκετά βαρυμένο»[18].
Ἔλεγε καί ὁ πατήρ Παΐσιος σχετικά μ’
αὐτό: «Δὲν χρειάζεται ὥρα πολλὴ γιὰ νὰ δώσω εἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ μου. Ὅταν ἡ
συνείδηση δουλεύει σωστά, δίνει ὁ ἄνθρωπος μὲ δύο λόγια εἰκόνα τῆς
καταστάσεώς του. Ὅταν ὅμως ὑπάρχει μέσα τοῦ σύγχυση, μπορεῖ νὰ λέει
πολλὰ καὶ νὰ μὴ δίνει εἰκόνα. Νά, βλέπω, μερικοί μου γράφουν ὁλόκληρα
τετράδια, εἴκοσι-τριάντα σελίδες ἀναφορᾶς μὲ μικρὰ γράμματα, καὶ μερικὲς
σελίδες ὑστερόγραφο... Ὅλα αὐτὰ ποὺ γράφουν, μποροῦσαν νὰ τὰ βάλουν σὲ
μία σελίδα»[19].
3) Προσοχή μεγάλη ἐπίσης καί σέ κάτι
ἄλλο πολύ σημαντικό: στό συναίσθημα τῆς αὐταρέσκειας καί στήν ἰδέα ὅτι
εἴμαστε καλοί ἤ ὅτι πᾶμε καλά.
«Συχνάκις τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἀποχωρεῖ
ἀφ’ ἡμῶν» παρατηρεῖ ὁ π. Σωφρόνιος «δὶ’ ἐκείνας ἢ τὰς ἄλλας κινήσεις τῆς
καρδίας ἢ τῆς σκέψεως ἡμῶν. Εἶναι ὅμως δυνατὴ ἡ ἐγκατάλειψις καὶ διὰ τὸν
λόγον ὅτι τὸ Πνεῦμα βλέπει ἡμᾶς ἀναπεπαυμένους καὶ ἱκανοποιημένους μετὰ
τῶν ἤδη ληφθέντων ἢ ἐπιτευχθέντων, καὶ ἀποχωρεῖ, ἵνα ἀποδείξη εἰς ἡμᾶς
ὅτι εἴμεθα εἰσέτι μακρὰν ἐκείνου, ὅπερ ὀφείλομεν νὰ εἴμεθα. }217}»[20]. Ἡ ἐν ταπεινώσει καί ὑπακοῇ πορεία εἶναι ἡ μόνη ἀσφαλής. Τότε καί ἡ ἐξομολόγηση μᾶς ὠφελεῖ.
4)Ὅταν νομίζουμε ὅτι δέν ἔχουμε νά ποῦμε τίποτε ὑπάρχει τό ἐνδεχόμενο νά μήν παρακολουθοῦμε σωστά τόν ἑαυτό μας.
Ἀκριβῶς αὐτό (τήν μή σωστή
παρακολούθηση τοῦ ἑαυτοῦ μας) θεωροῦσε ὁ π. Παΐσιος ὡς αἰτία τοῦ νά
νομίζει ὁ ἄνθρωπος ὅτι δέν χρειάζεται νά ἐξομολογηθεῖ. Καί συνέχιζε: «Ἡ
ἐξομολόγηση εἶναι μυστήριο. Νὰ πηγαίνεις καὶ ἁπλὰ νὰ λὲς τὶς ἁμαρτίες
σου. Γιατί, τί νομίζεις; Πεῖσμα δὲν ἔχεις; Ἐγωισμὸ δὲν ἔχεις; Δὲν
πληγώνεις τὴν ἀδελφή; Δὲν κατακρίνεις; Μήπως ἐγὼ τί πηγαίνω καὶ λέω;
Θύμωσα, κατέκρινα... καὶ μοῦ διαβάζει ὁ πνευματικὸς τὴ συγχωρητικὴ εὐχή»[21].
5) Προσοχή στά «μικρά».
Ἐπίσης ὁ ἄνθρωπος θά πρέπει νά μήν
ὑποχωρεῖ καί στίς λεγόμενες «μικρές» ἁμαρτίες. «Καὶ οἱ μικρὲς ἁμαρτίες»
δίδασκε ὁ Γέρων Παΐσιος «ἔχουν καὶ αὐτὲς βάρος. Ὅταν πήγαινα στὸν
πάπα-Τύχωνα νὰ ἐξομολογηθῶ, δὲν εἶχα τίποτε σοβαρὸ νὰ πῶ καὶ μοῦ ἔλεγε:
Ἀμμούδα, παιδάκι μου, ἀμμούδα! Οἱ μικρὲς ἁμαρτίες μαζεύονται καὶ κάνουν
ἕναν σωρὸ ἀμμούδα, ποὺ εἶναι ὅμως βαρύτερη ἀπὸ μία μεγάλη πέτρα. Ὁ ἄλλος
ποὺ ἔχει κάνει ἕνα ἁμάρτημα μεγάλο, τὸ σκέφτεται συνέχεια, μετανοεῖ καὶ
ταπεινώνεται. Ἐσὺ ἔχεις πολλὰ μικρά. Ἐὰν ὅμως ἐξέτασεις τὶς συνθῆκες μὲ
τὶς ὁποῖες ἐσὺ μεγάλωσες καὶ τὶς συνθῆκες μὲ τὶς ὁποῖες μεγάλωσε ὁ
ἄλλος, θὰ δεῖς ὅτι εἶσαι χειρότερη ἀπὸ ἐκεῖνον»[22]. Τά «μικρά γιά αὐτούς πού ἔχουν γνώση τῆς Πνευματικῆς ζωῆς δέν εἶναι μικρά.
6) Ὄχι γενικολογίες ἤ ἀοριστολογίες.
Ἕνα ἄλλο σημεῖο προσοχῆς εἶναι ὅτι θά
πρέπει ἡ ἐξομολόγηση νά μήν εἶναι γενικόλογη τοῦ τύπου: «Πάτερ ἔχω κάνει
ὅλες τίς ἁμαρτίες» ἤ γεμάτη ἀοριστολογίες.
«Νὰ προσπαθεῖς» συμβούλευε ὁ Γέρων
Παΐσιος πνευματικό του παιδί, «νὰ εἶσαι συγκεκριμένη στὴν ἐξομολόγησή
σου. Δὲν φθάνει νὰ πεῖ κανεὶς λ.χ. ζηλεύω, θυμώνω κ.λπ., ἀλλὰ πρέπει νὰ
πεῖ τὶς συγκεκριμένες πτώσεις του, γιὰ νὰ βοηθηθεῖ. Καὶ ὅταν πρόκειται
γιὰ κάτι βαρύ, ὅπως ἡ πονηριά, πρέπει νὰ πεῖ καὶ πῶς σκέφθηκε καὶ πῶς
ἐνήργησε ἀλλιῶς κοροϊδεύει τὸν Χριστό. Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν ὁμολογεῖ τὴν
ἀλήθεια στὸν πνευματικό, δὲν τοῦ ἀποκαλύπτει τὸ σφάλμα του, γιὰ νὰ
μπορέσει νὰ τὸν βοηθήσει, παθαίνει ζημιά, ὅπως καὶ ὁ ἄρρωστος κάνει
μεγάλο κακὸ στὴν ὑγεία του, ὅταν κρύβει τὴν πάθησή του ἀπὸ τὸν γιατρό.
Ἐνῶ, ὅταν ἐκθέτει τὸν ἑαυτὸ του ὅπως ἀκριβῶς εἶναι, τότε ὁ πνευματικὸς
μπορεῖ νὰ τὸν γνωρίσει καλύτερα καὶ νὰ τὸν βοηθήσει πιὸ θετικά»[23].
7) Ὄχι «ἐξαπάτηση» τοῦ Πνευματικοῦ.
«Ἡ δύναμη τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἱερᾶς
Ἐξομολογήσεως εἶναι ἀνυπολόγιστη» σημειώνει ὁ π. Παῦλος καί συνεχίζει:
«Δέν ἐπενεργεῖ ὅμως πάνω μας χωρίς τή δική μας ἐλεύθερη συνεργασία. Νά
ἔχουμε συναίσθηση τῆς ἱερότητας τοῦ Μυστηρίου καί νά προσερχόμαστε σ’
αὐτό μέ βαθιά ταπείνωση, εἰλικρίνεια καί συντετριμμένη καρδιά. Μόνο ὅσοι
βιώνουν τή μετάνοια καί ἐξομολογοῦνται πλήρως καί τελείως τίς ἁμαρτίες
τους φεύγουν ἀναπαυμένοι, χαρούμενοι καί εἰρηνικοί, μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα νά
τούς ἐπισκιάζει. Ὅσοι νομίζουν ὅτι ξεγελοῦν τόν Πνευματικό, γελιοῦνται
οἱ ἴδιοι, παίζοντας θέατρο καί ἐξοργίζοντας τόν Θεό. Ἄν συνεχίσουν μέ
αὐτή τή λανθασμένη τακτική φεύγουν δυστυχῶς ἀπό τήν παρούσα ζωή
ἀμετανόητοι πρός αἰωνία ἀπώλεια»[24].
8)Ἐκζήτηση συγγνώμης καί ἀγάπη μέ ὅλους.
Ἀναγκαία βέβαια προϋπόθεση γιά νά
συγχωρηθοῦμε καί νά εἶναι ἔγκυρη ἡ ἐξομολόγησή μας εἶναι τό νά
συγχωρήσουμε καί νά ζητήσουμε συγχώρηση ἀπό ὅλους. «Ὅταν κανεὶς ἀδικήσει
ἢ πληγώσει μὲ τὴ συμπεριφορὰ του ἕναν ἄνθρωπο» παρατηρεῖ ὁ Γέρων
Παΐσιος,«πρέπει πρῶτα νὰ πάει νὰ τοῦ ζητήσει ταπεινὰ συγχώρηση, νὰ
συμφιλιωθεῖ μαζί του, καὶ ἔπειτα νὰ ἐξομολογηθεῖ τὴν πτώση του στὸν
πνευματικό, γιὰ νὰ λάβει τὴν ἄφεση. Ἔτσι ἔρχεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἂν
πεῖ τὸ σφάλμα του στὸν πνευματικό, χωρὶς προηγουμένως νὰ ζητήσει
συγχώρηση ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ποὺ πλήγωσε, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἰρηνεύσει ἡ
ψυχή του, γιατί δὲν ταπεινώνεται. Ἐκτὸς ἂν ὁ ἄνθρωπος ποὺ πλήγωσε ἔχει
πεθάνει ἢ δὲν μπορεῖ νὰ τὸν βρεῖ, γιατί ἄλλαξε κατοικία καὶ δὲν ἔχει τὴ
διεύθυνσή του, γιὰ νὰ τοῦ ζητήσει, ἔστω καὶ γραπτῶς, συγγνώμη, ἀλλὰ ἔχει
διάθεση νὰ τὸ κάνει, τότε ὁ Θεὸς τὸν συγχωρεῖ, γιατί βλέπει τὴ διάθεσή
του»[25].
Ἄν ὁ ἄνθρωπος ζητήσει συγννώμη καί ὁ ἄλλος δέν τόν συγχωρήσει τότε
Τότε δίδασκε ὁ π. Παΐσιος πρέπει «νὰ κάνουμε προσευχὴ νὰ μαλακώσει ὁ
Θεὸς τὴν καρδιά του. Ὑπάρχει ὅμως περίπτωση νὰ μὴ βοηθάει ὁ Θεὸς νὰ
μαλακώσει ἡ καρδιά του, γιατί, ἂν μᾶς συγχωρήσει, μπορεῖ νὰ ξαναπέσουμε
στὸ ἴδιο σφάλμα»[26].
9) Ὄχι δικαιολόγηση τοῦ ἑαυτοῦ μας
Στήν ἐξομολόγηση πηγαίνουμε γιά νά
αὐτοκατηγορηθοῦμε καί ὄχι νά δικαιολογηθοῦμε ἤ νά παρουσιάσουμε τίς
«ἀρετές» μας. Καλλίτερα νά εἴμαστε ἄτεγκτοι καί αὐστηροί μέ τόν ἑαυτό
μας παρά νά ἀναζητοῦμε ἐλαφρυντικά.
«Αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ προσέξη» ἔλεγε ὁ π.
Παΐσιος ἀναφερόμενος σ’ αὐτόν πού ἐξομολογεῖται,«εἶναι νὰ μὴ δικαιολογῆ
τὸν ἑαυτὸ τοῦ κατὰ τὴν ἐξομολόγηση. Ἐγώ, ὅταν πάω νὰ ἐξομολογηθῶ καὶ πῶ
λ.χ. «θύμωσα» - ἄσχετα ἂν χρειαζόταν νὰ δώσω καὶ σκαμπίλι -, δὲν ἀναφέρω
τὸ θέμα, γιὰ νὰ μὴ μοῦ δώση ἐλαφρυντικὸ ὁ πνευματικός. Ὅποιος
ἐξομολογεῖται καὶ δικαιολογεῖ τὸν ἑαυτό του, δὲν ἔχει ἀνάπαυση
ἐσωτερική, ὅσο ἀσυνείδητος καὶ ἂν εἶναι. Τὰ ἐλαφρυντικὰ ποὺ χρησιμοποιεῖ
στὴν ἐξομολόγησή του γίνονται ἐπιβαρυντικὰ γιὰ τὴν συνείδησή του. Ἐνῶ,
ὅποιος ὑπερβάλλει τὰ σφάλματά του, γιατί ἔχει λεπτὴ συνείδηση, καὶ
δέχεται καὶ μεγάλο κανόνα ἀπὸ τὸν πνευματικό, αὐτὸς νιώθει ἀνέκφραστη
ἀγαλλίαση. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού, ἂν κλέψουν λ.χ. μία ρώγα, νιώθουν σὰν
νὰ πῆραν πολλὰ καλάθια σταφύλια καὶ σκέφτονται συνέχεια τὸ σφάλμα τους.
Δὲν κοιμοῦνται ὅλη τὴν νύχτα, μέχρι νὰ τὸ ἐξομολογηθοῦν. Καὶ ἄλλοι, ἐνῶ
ἔχουν κλέψει ὁλόκληρα καλάθια σταφύλια, δικαιολογοῦν τὸν ἑαυτό τους καὶ
λένε πὼς πῆραν ἕνα τσαμπί. Αὐτοὶ ὅμως ποὺ ὄχι μόνο δὲν δικαιολογοῦν τὸν
ἑαυτό τους, ἀλλὰ μεγαλοποιοῦν τὸ παραμικρὸ σφάλμα τους καὶ
στενοχωριοῦνται καὶ ὑποφέρουν πολὺ γιὰ μία μικρή τους ἀταξία, ξέρετε τί
θεία παρηγοριὰ νιώθουν; Ἐδῶ βλέπεις τὴν θεία δικαιοσύνη, πὼς ὁ Καλὸς
Θεὸς ἀνταμείβει.
Ἔχω παρατηρήσει ὅτι ὅσοι ἐκθέτουν τὰ
σφάλματά τους ταπεινὰ στὸν πνευματικὸ καὶ ἐξευτελίζονται, λάμπουν, γιατί
δέχονται τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἕνας ἀπόστρατος μὲ πόση συντριβή μοῦ
διηγήθηκε ὅ,τι εἶχε κάνει ἀπὸ ὀκτὼ χρονῶν παιδάκι. Ἕνα τόπι εἶχε πάρει
ἀπὸ ἕνα παιδάκι γιὰ μία μόνο νύχτα – τὴν ἄλλη μέρα τοῦ τὸ ἔδωσε – καὶ
ἔκλαιγε, γιατί τὸ στενοχώρησε. Ὅταν ἀποστρατεύθηκε, ἔψαξε καὶ βρῆκε
ὅσους εἶχε λυπήσει, ὅταν ὑπηρετοῦσε – ἄσχετα ἂν ἐκτελοῦσε καθῆκον τῆς
ὑπηρεσίας του-, καὶ τοὺς ζήτησε συγγνώμη! Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση! Ὅλα τὰ
ἔπαιρνε ἐπάνω του. Μένει τώρα σὲ ἕνα χωριὸ καὶ τὰ χρήματά του τὰ δίνει
ἐλεημοσύνη. Ὑπηρετεῖ καὶ τὴν ἡλικιωμένη μάνα του, ἐνενήντα πέντε χρόνων,
κατάκοιτη μὲ ἡμιπληγία καί, ἐπειδὴ βλέπει τὸ σῶμα της, ὅταν τὴν
φροντίζη, τὸν πειράζει ὁ λογισμός. «Ἂν ὁ Χὰμ ποὺ εἶδε τὴν γύμνωση τοῦ
πατέρα τοῦ τιμωρήθηκε, λέει, τότε ἐγώ…». Συνέχεια ἔκλαιγε. Τὸ πρόσωπο
του ἦταν ἀλλοιωμένο. Πόσο διδάχθηκα ἀπὸ τὴν συντριβή του!»[27].
10) Ὄχι ἀποχή ἀπό τήν ἐξομολόγηση μέ τήν δικαιολογία ὅτι « ἀφοῦ θά ξαναπέσω τί νά πάω;».
Ὅπως κανείς δέν λέει: «Ἀφοῦ θά
ξαναπεινάσω γιατί νά φάω;» ἤ «ἀφοῦ θά ξαναλερωθῶ γιατί νά πλυθῶ;», ἔτσι
κανείς δέν πρέπει νά ἀναβάλλει τήν ἐξομολόγηση μέ τήν σκέψη: «Ἀφοῦ θά
ξαναπέσω γιατί νά πάω νά ἐξομολογηθῶ;».
Κάποτε ρώτησαν τόν π. Παΐσιο: «Γέροντα,
μερικοὶ ἀπὸ φιλότιμο δὲν πᾶνε νὰ ἐξομολογηθοῦν. «Ἀφοῦ μπορεῖ νὰ ξανακάνω
τὸ ἴδιο σφάλμα, λένε, γιὰ ποιὸ λόγο νὰ πάω νὰ τὸ ἐξομολογηθῶ; γιὰ νὰ
κοροϊδεύω τὸν παπά;». Ἐκεῖνος τότε ἀπάντησε:
- Αὐτὸ δὲν εἶναι σωστό! Εἶναι σὰν νὰ
λέει ἕνας στρατιώτης, ὅταν τραυματίζεται: «Ἀφοῦ ὁ πόλεμος δὲν τελείωσε
καὶ μπορεῖ πάλι νὰ τραυματισθῶ, γιατί νὰ δέσω τὸ τραῦμα μου;». Ἀλλά, ἂν
δὲν τὸ δέσει, θὰ πάθει αἱμορραγία καὶ θὰ πεθάνει. Μπορεῖ ἀπὸ φιλότιμο νὰ
μὴν πηγαίνουν νὰ ἐξομολογηθοῦν, τελικὰ ὅμως ἀχρηστεύονται. Ὁ διάβολος,
βλέπεις, ἐκμεταλλεύεται καὶ τὰ χαρίσματα (π.χ. τὸ φιλότιμο). Ἂν δὲν
καθαρίζουμε μὲ τὴν ἐξομολόγηση τὴν ψυχή μας, ὅταν πέφτουμε καὶ
λερωνόμαστε, σκεπτόμενοι ὅτι πάλι θὰ πέσουμε καὶ θὰ λερωθοῦμε,
προσθέτουμε λάσπες πάνω στὶς παλιὲς λάσπες καὶ εἶναι δύσκολο μετὰ νὰ
καθαρίσουν»[28].
11)Ὄχι ἀπόκρυψη κάποιων ἁμαρτιῶν-Ἀπομάκρυνση τῆς δαιμονικῆς ντροπῆς.
Δυστυχῶς συμβαίνει καί αὐτό: Λόγῳ
δαιμονικῆς ἐντροπῆς ὁ ἐξομολογούμενος μπορεῖ νά ἀποκρύψει κάποιες
σοβαρότατες ἁμαρτίες. Τότε βέβαια δέν συγχωρεῖται καί δέν θεραπεύεται
διότι εἶναι ἀνειλικρινής ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ὁ διάβολος παίρνει ἀπό τόν
ἄνθρωπο τήν ντροπή ὅταν τόν σπρώχνει στήν ἁμαρτία (γιά νά τήν κάνει
ἄνετα καί εὔκολα) καί τοῦ τήν ξαναδίνει ὅταν πρόκειται νά τήν
ἐξομολογηθεῖ (γιά νά μήν τήν ἐξομολογηθεῖ καί θεραπευθεῖ).
«Γνωρίζοντας, ὁ διάβολος» παρατηρεῖ ὁ
ἱερός Χρυσόστομος «πώς ἡ ἁμαρτία μέσα της ἔχει τὴν ντροπὴ κι αὐτὸ μπορεῖ
τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἕλκεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία νὰ τὸν κρατήσει μακριά της-
γνωρίζοντας ἀπὸ τὴν ἄλλη πὼς ἡ μετάνοια ἔχει τὴν παρρησία καὶ τὸ θάρρος
μέσα της καὶ πὼς αὐτὸ μπορεῖ νὰ προσελκύσει στὴ μετάνοια αὐτὸν ποὺ θέλει
νὰ μετανοήσει, ἀντέστρεψε τὴν τάξη τῶν πραγμάτων κι ἔδωσε στὴ μετάνοια
ντροπή, ἐνῶ στὴν ἁμαρτία ἔδωσε τὸ θάρρος καὶ τὴν παρρησία.
Κι ἀπὸ ποῦ φαίνεται αὐτό; Θὰ σοῦ τὸ
ἐξηγήσω. Καταλαμβάνεται ἕνας ἄνθρωπος ἀπὸ μία ἐπιθυμία πονηρὴ καὶ
δυνατὴ- καὶ τὴν ἀκολουθεῖ, ὅπως ἕνας αἰχμάλωτος- δὲν ντρέπεται- δὲν
κοκκινίζει. Πράττει τὴν ἁμαρτία- ἴχνος ντροπῆς πουθενὰ- δὲν κοκκινίζει
καθόλου. Ὅμως, γιὰ νὰ μετανοήσει, ντρέπεται.
Μά, ἄνθρωπέ μου, ὅταν ἔπραττες τὴν
ἁμαρτία δὲν ντρεπόσουν καὶ τώρα πού ἦρθες νὰ μετανοήσεις, τώρα
ντρέπεσαι; Νιώθει ντροπὴ ὁ ἄνθρωπος. Ναί, τὸ καταλαβαίνω. Μά, γιὰ πές
μου, γιατί τότε πού ἔπραττε τὴν ἁμαρτία δὲν ντρεπόταν; Πράττει τὴν
ἁμαρτία καὶ δὲν ντρέπεται, καὶ ντρέπεται νὰ πεῖ τὰ λόγια της μετάνοιας;
Δὲν εἶναι παρὰ ἔργο τῆς κακίας τοῦ διαβόλου αὐτό.
Αὐτὸς εἶναι ποὺ τὴ στιγμὴ τῆς ἁμαρτίας
ἐμποδίζει τὸν ἄνθρωπο νὰ αἰσθανθεῖ ντροπή, καὶ τὸν ἀφήνει ἔτσι
ἐκτεθειμένο ἀπέναντι στὴν ἁμαρτία- γιατί γνωρίζει ὅτι, ἂν νιώσει ὁ
ἄνθρωπος ντροπή, θὰ φύγει μακριὰ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Τὴ στιγμὴ πάλι τῆς
μετάνοιας κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ αἰσθάνεται ντροπὴ- γιατί γνωρίζει ὅτι
αὐτὸς ποὺ αἰσθάνεται ντροπή, δὲν φθάνει στὴ μετάνοια. Διπλὸ εἶναι τὸ
κακὸ ποὺ κάνει: Ἕλκει στὴν ἁμαρτία, ἀπὸ τὴ μιά, καὶ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴ
μετάνοια, ἀπ' τὴν ἄλλη.
Γιατί νὰ ντρέπεσαι λοιπόν; Δὲν ἔνιωθες
ντροπὴ τότε ποὺ ἔπραττες τὴν ἁμαρτία καὶ νιώθεις τώρα ποὺ ἔρχεσαι νὰ
βάλεις φάρμακο ἐπάνω στὴν πληγή. Τώρα πού ἀπαλλάσσεσαι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία,
τώρα ντρέπεσαι; Ὄφειλες τότε νὰ αἰσθάνεσαι ντροπὴ- ἔπρεπε τότε νὰ
ντρεπόσουν- τότε, ὅταν ἔπραττες τὴν ἁμαρτία. Ἁμαρτωλὸς γινόσουν καὶ δὲν
ἔνιωθες ντροπή, γίνεσαι δίκαιος καὶ ντρέπεσαι;
«Λέγε τὶς ἁμαρτίες σου σὺ πρῶτος, γιὰ νὰ
γίνεις δίκαιος». Ὢ μέγεθος φιλανθρωπίας τοῦ Κυρίου! Δὲν εἶπε «Λέγε τὶς
ἀνομίες σου σὺ πρῶτος, γιὰ νὰ μὴν τιμωρηθεῖς», ἀλλὰ «Λέγε τὶς ἀνομίες
σου σὺ πρῶτος, γιὰ νὰ γίνεις δίκαιος».
Δὲν ἔφθανε πού δὲν τὸν τιμωρεῖς, τὸν
κάνεις δίκαιο κι ἀπὸ πάνω; Ναί, καὶ πολὺ δίκαιο μάλιστα. Πρόσεξε ἀκριβῶς
αὐτὰ τὰ λόγια! Λέει: Τὸν κάνω δίκαιο αὐτὸν ποὺ θὰ μετανοήσει.
Θέλεις νὰ μάθεις καὶ σὲ ποιὰ περίπτωση
τὸ ἔκανε αὐτό; Τότε μὲ τὸν ληστή. Μὲ τὸ νὰ πεῖ ὁ ληστὴς στὸ σύντροφό του
ἁπλῶς καὶ μόνο ἐκεῖνα τὰ γνωστά μας λόγια!
«Μὰ οὔτε τὸν Θεὸ δὲν φοβᾶσαι ἐσύ; Κι
ἐμεῖς δίκαια βέβαια- ἔχουμε μία τιμωρία ὅπως μᾶς ἀξίζει, γιὰ ὅλα ὅσα
κάναμε»- τὴν ἴδια ἐκείνη τὴ στιγμὴ τοῦ λέει ὁ Σωτήρας: «Σήμερα κιόλας
μαζί μου θὰ εἶσαι στὸν παράδεισο». Δὲν τοῦ εἶπε: «σὲ ἀπαλλάσσω ἀπὸ τὴν
κόλαση κι ἀπὸ τὴν τιμωρία», ἀλλὰ τὸν βάζει στὸν παράδεισο, ἀφοῦ τὸν
κάνει δίκαιο»[29].
Ἐπομένως καμμιά ντροπή δέν
δικαιολογεῖται. Μέ θάρρος καί ἐμπιστοσύνη στή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ θά
πρέπει νά ὁμολογοῦμε ὅλες τίς ἁμαρτίες μας.
«Ἡ ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν» παρατηρεῖ ὁ
Στάρετς Σάββας ὁ Παρηγορητής «πρέπει νά γίνεται ἐκ βάθους καρδίας,
χωρίς τήν παραμικρή ἀπόκρυψη ἤ δικαιολογία τοῦ ἑαυτοῦ μας. Καί ὅποιος
καλύπτει κάτι στήν ἐξομολόγηση, ἐκεῖνος ἰδιαίτερη διπλῆ ἁμαρτία παίρνει
στήν ψυχή του.
Ἄν, ἔχοντας ἀνάγκη τό γιατρό γιά τήν ἀνημπόρια σου, κρύβεις τήν ἀσθένειά σου, τότε δέν σώζεσαι ἀπό τήν ἀθεράπευτη σήψη.
Δέν πρέπει νά ντρέπεσαι νά ἀποκαλύπτεις στόν πνευματικό σου πατέρα τίς ἁμαρτίες σου, ὅσο μεγάλες κι ἄν εἶναι»[30].
Ἄν, ἔχοντας ἀνάγκη τό γιατρό γιά τήν ἀνημπόρια σου, κρύβεις τήν ἀσθένειά σου, τότε δέν σώζεσαι ἀπό τήν ἀθεράπευτη σήψη.
Δέν πρέπει νά ντρέπεσαι νά ἀποκαλύπτεις στόν πνευματικό σου πατέρα τίς ἁμαρτίες σου, ὅσο μεγάλες κι ἄν εἶναι»[30].
12) Διόρθωση τῆς ζωῆς μας, παύση τῆς ἁμαρτίας, ἀληθινή μετάνοια.
Δέν εἶναι ἀρκετό νά ἀπαριθμήσει κανείς
τίς ἁμαρτίες του μπροστά στόν Πνευματικό γιά νά ἐπιτύχει καί τήν
διόρθωσή του. Θά πρέπει νά ζεῖ τήν μετάνοια, τήν συντριβή καί νά τήν
ἐκφράζει, τό κατά δύναμιν μέ μυστικούς στεναγμούς καί κρυφά δάκρυα στό
«ταμιεῖον του», στήν προσευχή του.
Χωρίς ἐξομολόγηση πράγματι δέν μπορεῖ νά σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Θά πρέπει
ὅμως ἡ ἐξομολόγηση νά συνοδεύεται ἀπό ἀληθινή μετάνοια, δηλαδή παύση τῶν
κακῶν καί πράξη τῶν καλῶν.
«Ὅποιος δέν προστρέξει στό σωτήριο
(μυστήριο) τῆς μετάνοιας» διδάσκει ὁ Στάρετς Σάββας « θά ἀκούσει αὐτή τή
φοβερή ἀπόφαση τοῦ Κυρίου: «Ἐάν μή μετανοῆτε, πάντες ὡσαύτως ἀπολεῖσθε»
(Λουκ.13,3) Ἀλλά καί ὅσοι προστρέχουν στό μυστήριο τῆς μετάνοιας δέν
καθαρίζονται ὅλοι, ἐπειδή ὅλοι δέν προσέχουν ἐκείνους τούς ὅρους πού
εἶναι ἀπαραίτητοι γιά τήν ἀληθινή μετάνοια.
Ἀρχή τῆς μετάνοιας εἶναι ἡ συναίσθηση τῶν ἁμαρτιῶν μας καί ἡ συντριβή γι’ αὐτές. «Ὅταν ἀποστραφεῖς στενάξης, τότε σωθήσῃ» (Ἠσ. 30,15)
Μερικοί ἀπό ἄγνοια ἤ ἀπό ἀπροσεξία στό ἔργο τῆς μετάνοιας, ἑναποθέτουν τό μυστήριο τῆς μετάνοιας σέ μιά μόνο ἐξομολόγηση. Νομίζουν ὅτι μέ τήν προφορική ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν στόν πνευματικό πατέρα τελείως καθαρίζονται ἀπ’ αὐτές. Ἀλλά εἶναι μάταιη ἡ ἐλπίδα τους. Δέν περιμένει τέτοια εἴδους μετάνοια ἀπό μᾶς ὁ Κύριος. Θέλει ἐμεῖς νά αἰσθανθοῦμε ὅλο τό βάρος τῶν ἁμαρτιῶν μας, νά πονέσουμε γι’ αὐτές, νά τίς πλύνουμε μέ καρδιακά δάκρυα συντριβῆς καί νά δώσουμε στήν καρδιά μας σταθερή ὑπόσχεση ὅτι θά διορθώσουμε τή ζωή μας. Τότε μόνο ἡ μετάνοιά μας εἶναι πραγματικά εὐάρεστη στό Θεό.
Παραδείγματα τέτοιας μετάνοιας χρησιμεύουν σέ μᾶς, ὁ ἄσωτος υἱός, ὁ τελώνης, ἠ Μαρίας ἡ Αἰγυπτία, ὀ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ἱερομάρτυρας Κυπριανός καί ἄλλοι. Μέ βαθειά λύπη πρέπει νά ποῦμε ὅτι μεγάλο μέρος τῶν σημερινῶν χριστιανῶν δέν προσφέρει τήν πρέπουσα μετάνοια καί ἐξ αἰτίας αὐτοῦ δέ διορθώνεται ἡ ζωή τους, ἡ ἁμαρτία τούς κυριεύει, τά πάθη τους δέν τιθασεύονται κι αὐτοί, ἀφοῦ δέν καθαρίζονται ἀπό τίς ἐσωτερικές πληγές δέν ἀφήνουν τίς κακές τους συνήθειες καί δέ φέρουν καρπούς ἀξίους τῆς μετανοίας»[31].
Ἀρχή τῆς μετάνοιας εἶναι ἡ συναίσθηση τῶν ἁμαρτιῶν μας καί ἡ συντριβή γι’ αὐτές. «Ὅταν ἀποστραφεῖς στενάξης, τότε σωθήσῃ» (Ἠσ. 30,15)
Μερικοί ἀπό ἄγνοια ἤ ἀπό ἀπροσεξία στό ἔργο τῆς μετάνοιας, ἑναποθέτουν τό μυστήριο τῆς μετάνοιας σέ μιά μόνο ἐξομολόγηση. Νομίζουν ὅτι μέ τήν προφορική ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν στόν πνευματικό πατέρα τελείως καθαρίζονται ἀπ’ αὐτές. Ἀλλά εἶναι μάταιη ἡ ἐλπίδα τους. Δέν περιμένει τέτοια εἴδους μετάνοια ἀπό μᾶς ὁ Κύριος. Θέλει ἐμεῖς νά αἰσθανθοῦμε ὅλο τό βάρος τῶν ἁμαρτιῶν μας, νά πονέσουμε γι’ αὐτές, νά τίς πλύνουμε μέ καρδιακά δάκρυα συντριβῆς καί νά δώσουμε στήν καρδιά μας σταθερή ὑπόσχεση ὅτι θά διορθώσουμε τή ζωή μας. Τότε μόνο ἡ μετάνοιά μας εἶναι πραγματικά εὐάρεστη στό Θεό.
Παραδείγματα τέτοιας μετάνοιας χρησιμεύουν σέ μᾶς, ὁ ἄσωτος υἱός, ὁ τελώνης, ἠ Μαρίας ἡ Αἰγυπτία, ὀ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ἱερομάρτυρας Κυπριανός καί ἄλλοι. Μέ βαθειά λύπη πρέπει νά ποῦμε ὅτι μεγάλο μέρος τῶν σημερινῶν χριστιανῶν δέν προσφέρει τήν πρέπουσα μετάνοια καί ἐξ αἰτίας αὐτοῦ δέ διορθώνεται ἡ ζωή τους, ἡ ἁμαρτία τούς κυριεύει, τά πάθη τους δέν τιθασεύονται κι αὐτοί, ἀφοῦ δέν καθαρίζονται ἀπό τίς ἐσωτερικές πληγές δέν ἀφήνουν τίς κακές τους συνήθειες καί δέ φέρουν καρπούς ἀξίους τῆς μετανοίας»[31].
13) Ὄχι ἀπελπισία, ἀλλά οὔτε καί ἀδιαφορία
Ὁ διάβολος προσπαθεῖ εἴτε νά ἀπελπίσει
τόν ἄνθρωπο γιά τή σωτηρία του εἴτε νά τόν ρίξει στήν ἀμέλεια μέ τήν
σκέψη ὅτι ὁ Θεός εἶναι φιλάνθρωπος καί θά τόν συγχωρήσει· ὁπότε δέν
χρειάζεται μετάνοια καί ἐξομολόγηση. Ὁ χριστιανός θά πρέπει νά πολεμᾶ
ἐναντίον καί τῶν δύο. «Ὑπάρχουν
δύο εἴδη ἀσθένειας» εὔστοχα σημειώνει ὁ Στάρετς Σάββας, «τά ὁποῖα
χρησιμεύουν σέ κάποιους σάν αἰτία τῆς ἀμετανοησίας, τῆς μή ἐγκαταλείψεως
τῶν ἁμαρτιῶν τους. Ἡ πρώτη ἀρρώστια εἶναι ἡ πλήρης ἀπελπισία γιά την
σωτηρία τους καί ἡ δεύτερη ἡ ὑπερβολική ἐλπίδα στή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἀπελπισία συνίσταται στό ὅτι ὁ ἄνθρωπος, συναισθανόμενος τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν του, δέν ἐλπίζει πλέον νά λάβει γι’ αὐτές συγχώρηση ἀπό τό Θεό, βυθιζόμενος ἀκόμη περισσότερο στήν ἄβυσσο τῆς ἀνομίας. Τά κακά πνεύματα χρησιμοποιοῦν τήν ἀπελπισία καί ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο στόν τέλειο ὄλεθρο.
Μέχρι νά πέσουμε, οἱ δαίμονες μᾶς παρουσιάζουν τό Θεό ὡς φιλάνθρωπο, ἀλλά μετά τήν πτώση μας ὡς ἀδυσώπητο. Μή πεστεύεις τόν ψεύτη διάβολο, μή χάνεις τήν ἐλπίδα σου στή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ἔχοντας στό νοῦ σου τόν προφητικό λόγο: «Μή ἐπίχαιρέ μοι, ἡ ἐχθρά μου, ὄτι πέπτωκα΄ καίι ἀναστήσομαι, διότι ἐάν καθίσω ἐν τῷ σκότει, Κύριος φωτιεῖ μοι»(Μιχ. 7,8).
Καμμιά ἁμαρτία δέν εἶναι ἀσυγχώρητη πλήν τῆς ἀμετανόητης. Ὁ Ἰούδας ὁ προδότης θά συγχωρεῖτο, ἄν μετανοοῦσε.
Τίποτε δέν συγκρίνεται μέ τή γενναιοδωρία τοῦ Θεοῦ, τίποτε δέν τήν ξεπερνᾶ. Γι’ αὐτό, ὄποιος ἀπελπίζεται, εἶναι αὐτόχειρας.
Ὅποιος εἰλικρινά προσέρχεται στό Θεό, ἐκεῖνον δέν τόν ἀφήνει νά πέσει τελείως, ἀλλά βλέποντας τήν ἀδυναμία του, συνεργεῖ καί τόν βοηθεῖ φανερά ἤ μυστικά, δίνοντάς του ἄνωθεν χεῖρα βοηθείας.
Ὅμως δέν πρέπει νά χρησιμοποιοῦμε στό κακό, στήν ἐπιείκεια γιά τίς ἁμαρτίες μας, τήν ἀπέραντη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἁμαρτωλό. Ὁ Θεός ὅσο εἶναι φιλάνθρωπος, τόσο εἶναι καί δικαιοκριτής. Γι’ αὐτό σέ ὅλους καί στόν καθένα χωριστά εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ἀληθινή μετάνοια. Τούς μή μετανοοῦντας ὁ Θεός δέν τούς συγχωρεῖ»[32].
Ἡ ἀπελπισία συνίσταται στό ὅτι ὁ ἄνθρωπος, συναισθανόμενος τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν του, δέν ἐλπίζει πλέον νά λάβει γι’ αὐτές συγχώρηση ἀπό τό Θεό, βυθιζόμενος ἀκόμη περισσότερο στήν ἄβυσσο τῆς ἀνομίας. Τά κακά πνεύματα χρησιμοποιοῦν τήν ἀπελπισία καί ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο στόν τέλειο ὄλεθρο.
Μέχρι νά πέσουμε, οἱ δαίμονες μᾶς παρουσιάζουν τό Θεό ὡς φιλάνθρωπο, ἀλλά μετά τήν πτώση μας ὡς ἀδυσώπητο. Μή πεστεύεις τόν ψεύτη διάβολο, μή χάνεις τήν ἐλπίδα σου στή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ἔχοντας στό νοῦ σου τόν προφητικό λόγο: «Μή ἐπίχαιρέ μοι, ἡ ἐχθρά μου, ὄτι πέπτωκα΄ καίι ἀναστήσομαι, διότι ἐάν καθίσω ἐν τῷ σκότει, Κύριος φωτιεῖ μοι»(Μιχ. 7,8).
Καμμιά ἁμαρτία δέν εἶναι ἀσυγχώρητη πλήν τῆς ἀμετανόητης. Ὁ Ἰούδας ὁ προδότης θά συγχωρεῖτο, ἄν μετανοοῦσε.
Τίποτε δέν συγκρίνεται μέ τή γενναιοδωρία τοῦ Θεοῦ, τίποτε δέν τήν ξεπερνᾶ. Γι’ αὐτό, ὄποιος ἀπελπίζεται, εἶναι αὐτόχειρας.
Ὅποιος εἰλικρινά προσέρχεται στό Θεό, ἐκεῖνον δέν τόν ἀφήνει νά πέσει τελείως, ἀλλά βλέποντας τήν ἀδυναμία του, συνεργεῖ καί τόν βοηθεῖ φανερά ἤ μυστικά, δίνοντάς του ἄνωθεν χεῖρα βοηθείας.
Ὅμως δέν πρέπει νά χρησιμοποιοῦμε στό κακό, στήν ἐπιείκεια γιά τίς ἁμαρτίες μας, τήν ἀπέραντη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἁμαρτωλό. Ὁ Θεός ὅσο εἶναι φιλάνθρωπος, τόσο εἶναι καί δικαιοκριτής. Γι’ αὐτό σέ ὅλους καί στόν καθένα χωριστά εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ἀληθινή μετάνοια. Τούς μή μετανοοῦντας ὁ Θεός δέν τούς συγχωρεῖ»[32].
14)Προσοχή στήν διόγκωση τῶν σφαλμάτων πού κάνει ὁ πονηρός.
Ὁ διάβολος προσπαθεῖ πάντα νά ὁδηγήσει
τόν ἄνθρωπο στήν ἀπόγνωση καί τήν ἀπελπισία. Γι’ αὐτό καί διογκώνει τά
σφάλματα μας- πού μπορεῖ νά εἶναι καί πάρα πολύ μικρά- μέ σκοπό νά μᾶς
γεμίσει μέ μελαγχολία.
Ρώτησαν κάποτε τό Γέροντα Παΐσιο: «Γέροντα, ποῦ ὀφείλεται ἡ μελαγχολία πού ἔρχεται πολλὲς φορὲς στὴν ψυχή;». Καί ἀπάντησε:
«Ἡ μελαγχολία καὶ τὸ πλάκωμα τῆς
ψυχῆς ὀφείλονται συνήθως σὲ τύψεις ἀπὸ εὐαισθησία, καὶ τότε ὁ
ἄνθρωπος χρειάζεται νὰ ἐξομολογηθῆ, γιὰ νὰ μπόρεση νὰ βοηθηθῆ ἀπὸ τὸν
πνευματικό. Γιατί, ἂν εἶναι εὐαίσθητος, μπορεῖ τὸ σφάλμα πού ἔκανε νὰ
εἶναι πολὺ μικρό, ἄλλα ὁ ἐχθρὸς διάβολος νὰ τὸ μεγαλοποιῆ νὰ τοῦ τὸ
δείχνη μὲ μικροσκόπιο, γιὰ νὰ τόν ρίξη στὴν ἀπελπισία καὶ νὰ τόν
ἀχρηστέψη. Μπορεῖ νὰ τοῦ πῆ λ.χ. ὅτι τάχα στενοχώρησε πολύ τούς
ἄλλους, ὅτι τοὺς δυσκόλεψε κ.λπ., καὶ νὰ τὸν κάνη νὰ στενοχωριέται πιὸ
πολὺ ἀπὸ ὅσο ἀντέχει. Ἀφοῦ ἐνδιαφέρεται ὁ διάβολος, γιατί δὲν πηγαίνει
νὰ πειράξη τὴν συνείδηση ἑνὸς ἀναίσθητου ἄνθρωπου; Ἀλλά τὸν ἀναίσθητο
τὸν κάνει νὰ θεωρῆ μηδαμινὸ ἕνα μεγάλο σφάλμα του, γιὰ νὰ μὴν ἔρθη σὲ
συναίσθηση.
Πρέπει ὁ ἀνθρωπος νὰ γνωρίση τόν ἑαυτὸ του ὅπως εἶναι, καὶ ὄχι ὅπως τὸν παρουσιάζει ὁ ἐχθρός διάβολος,
διότι αὐτός ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸ κακό μας. Ποτὲ νὰ μὴν
ἀπελπίζεται, ἀρκεῖ νὰ μετανοῆ, γιατί καὶ οἱ ἁμαρτίες του εἶναι λιγώτερες
ἀπό τοῦ διαβόλου καὶ ἐλαφρυντικὰ ἔχει, ἐπειδὴ πλάσθηκε ἀπό χῶμα
καὶ ἀπό ἀπροσεξία γλίστρησε καὶ λασπώθηκε.Γιὰ νὰ γίνη σωστὸς ἀγώνας,
πρέπει νὰ γυρίζουμε τὴν ρόδα ἀντίθετα ἀπὸ ἐκεῖ πού τὴν γυρίζει ὁ
διάβολος. Ἂν μᾶς λέη ὅτι εἴμαστε κάτι, νὰ καλλιεργοῦμε τὴν αὐτομεμψία.
Ἂν μᾶς λέη ὄτι δέν εἴμαστε τίποτε, νὰ λέμε: Ὁ Θεός θὰ μὲ
ἐλέηση. Ἔτσι ἁπλᾶ ἄν κινῆται ὁ ἄνθρωπος, μὲ ἐμπιστοσύνη καὶ
ἐλπίδα στόν Θεό, μπαίνει στήν ζωὴ του ἡ μετάνοια, ἡ ταπείνωση,
καὶ ἀνεβαίνει σὲ πνευματικὰ ὕψη»[33].
15)Προσοχή στήν αὐτομεμψία.
Ἕνα λεπτό σημεῖο πού πρέπει νά προσέξει
αὐτός πού ἐξομολογεῖται καί ἀγωνίζεται πνευματικά εἶναι τό θέμα τῆς
αὐτομεμψίας. Δέν πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά ἔχει κακομοιριά ἀλλά λεβεντιά.
Ὑπάρχει φόβος νά ὁδηγηθεῖ ὁ ἀγωνιζόμενος πιστός στήν ἀπελπισία καί τήν
ἀπραξία ἄν ἀσκεῖ τήν αὐτομεμψία, χωρίς συγχρόνως νά καλλιεργεῖ καί τήν
τέλεια ἐλπίδα του στόν Θεό.
Τέλεια ἀπελπισία ἀπό τόν ἑαυτό μας ἀλλά καί τέλεια ἐλπίδα στόν Θεό θά πρέπει νά ἔχουμε συνεχῶς.
Κάποτε ρωτήθηκε ὁ π. Παΐσιος: «Δηλαδή,
Γέροντα, ἡ αὐτομεμψία δὲν βοηθάει στὸν πνευματικὸ ἀγώνα;». Ὁ Γέροντας
ἀπάντησε: «Βοηθάει, ἀλλά θέλει διάκριση. Μπορεῖ π.χ. νὰ λέη
κανείς στόν ἑαυτό του: Εἶσαι ἀνόητος… . Νὰ τὸ λέη ὄμως μὲ
ταπείνωση, γιὰ νὰ κοροϊδέψη τόν διάβολο, ἀλλά καὶ μὲ λεβεντιά,
ὄχι μὲ κακομοιριά. Αὐτομεμψία, ὄχι ἀπελπισία.
Σημεῖο πνευματικῆς ὠριμότητος
εἶναι νὰ πιστέψω ὅτι δέν κάνω τίποτε, νὰ ἀπογοητευθῶ μὲ τὴν καλὴ
ἔννοια ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου, ἀπὸ τὸ ἐγώ μου, νὰ νιώθω πώς μὲ ὅ,τι κάνω
προσθέτω συνέχεια μηδενικὰ καὶ νὰ συνεχίζω τόν ἀγώνα μου
ἐλπίζοντας στὸν Θεό. Τότε ὁ Καλὸς Θεός, ὅταν δῆ τὰ μηδενικά τῆς ἀγαθῆς
μου προαιρέσεως, θὰ μὲ λυπηθῆ, θὰ πρόσθεση στὴν ἀρχή τὴν μονάδα καὶ θὰ
πάρουν ἀξία τὰ μηδενικά μου καὶ θὰ πλουτίσω πνευματικά. Μέσα στήν
ταπεινὴ κατασταση τῆς ἀπογοητεύσεως ἀπό τόν ἑαυτό μου κρύβεται ἡ
καλὴ πνευματικὴ κατάσταση»[34].
16)Προσοχή στήν ὑπερευαισθησία.
Μία ἀκόμη παγίδα τοῦ πονηροῦ εἶναι ἡ
καλλιέργεια τῆς ὑπερευαισθησίας στόν ἄνθρωπο. Ὁταν συμβαίνει αὐτό ὁ
ἄνθρωπος κάποια πράγματα, τά λεπτολογεῖ, τά «ψειρίζει» καί γεμίζει
ἐνοχές, πού μπορεῖ νά εἶναι καί τελείως ἀνυπόστατες. Εἶναι τά λεγόμενα
«μορμολύκια», τά «σκιάχτρα», πού φτιάχνει ὁ ὑπερευαίσθητος ἄνθρωπος μέ
τήν συνεργασία τοῦ διαβόλου καί τρομάζει ἐκεῖ ὅπου δέν ὑπάρχει φόβος.
Σ’ αὐτές τίς καταστάσεις χρειάζεται ὡς θεραπευτικό φάρμακο ἡ καλή ἀδιαφορία - ὅπως τήν ἀποκαλοῦσε ὁ Γέροντας Παΐσιος.
Κάποτε ρωτήθηκε:« Γέροντα, νὰ μᾶς λέγατε κάτι γιὰ τὴν καλὴ ἀδιαφορία». Καὶ ἀπάντησε:
«Ἡ καλὴ ἀδιαφορία χρειάζεται σὲ ἕναν ὑπερευαίσθητο πού τὸν ταλαιπωρεῖ τὸ ταγκαλάκι
μὲ διάφορους λογισμούς. Τότε καλὸ εἶναι νὰ γίνη λίγο ἀναίσθητος, μὲ τὴν καλὴ ἔννοια, καὶ νἀ
μὴ λεπτολογῆ μερικὰ πράγματα. Ἤ, ἀκόμη, χρειάζεται γιὰ κάποιον πού μπορεῖ σὲ πολλὰ νὰ
εἶναι ἀδιάφορος, ἄλλα σὲ κάτι νὰ τοῦ ἔχη δημιουργήσει ὁ πειρασμὸς μιὰ ὑπερευαισθησία, γιὰ
νὰ τὸν ἀχρηστέψη. Τότε γιὰ ἕνα διάστημα θὰ τὸν βοηθήση ἡ καλὴ ἀδιαφορία. Θέλει ὅμως
παρακολούθηση. Πρέπει νὰ λέη τὸν λογισμό του καὶ νὰ παρακολουθῆται ἀπὸ τὸν πνευματικό,
ἀλλιῶς μπορεῖ σιγὰ-σιγὰ νὰ τὰ πάρη ὅλα σβάρνα καὶ νὰ φθάση στην ἄλλη ἄκρη, νὰ γίνη τελείως ἀδιάφορος»[35].
17)Ὄχι κατάκριση ἤ γογγυσμός ἐναντίον ἐκείνων πού χρονίζουν στήν ἐξομολόγηση.
Περιμένοντας γιά ἐξομολόγηση δέν θά
πρέπει νά δυσανασχετοῦμε, ἤ νά πιέζουμε τόν Πνευματικό νά μᾶς δεχθεῖ
γρήγορα, ἤ νά κατακρίνουμε αὐτόν πού θεωροῦμε ὅτι ἄργησε πολύ κατά τήν
ἐξαγόρευσή του. Μπορεῖ νά τόν κράτησε ὁ Πνευματικός λίγο περισσότερο
διότι ὑπάρχει πνευματικός λόγος. Ἄν κάποιος πράγματι βιάζεται καί πρέπει
νά φύγει θά πρέπει νά τοῦ δίνουμε τή σειρά μας. Ἄς ἔχουμε ἰδιαίτερα
ἐκείνη τήν ἱερή ὥρα τῆς ἀναμονῆς γιά ἐξομολόγηση ἀγάπη πρός ὅλους,
σεβασμό, σιωπή, συντριβή καί προσευχή.
Ἐπίλογος
«Ἄς παρακαλοῦμε λοιπόν θερμά τόν Κύριο ὥστε «τόν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἡμῶν ἐν εἰρήνῃ καί μετανοίᾳ ἐκτελέσαι» [36].
Ἄς ζητοῦμε «μετάνοιαν ὁλόκληρον καί
καρδίαν ἐπίπονον εἰς ἀναζήτησίν Του» γιά νά ἀξιωθοῦμε τῆς μερίδος τῶν
Ἁγίων πού εἰσῆλθαν διά τῆς Μετανοίας στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
«Ὡς ὁ ληστής, ὡς ὁ τελώνης καί ὡς ὁ
ἄσωτος» ἄς ἐξομολογούμαστε ταπεινά γιά νά δικαιωθοῦμε ἀπό τόν Ἀγαθοδότη
Πολυέλεο καί Πολυεύσπλαχνο Κύριο. Ἀμήν»
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ!
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
http://HristosPanagia3.blogspot.com
[1]
Μητροπολίτης Κυρηνείας Παύλος, Η ψυχολογία των εξομολογουμένων
επιπολαίως, http://thriskeftika.blogspot.com/2010/03/blog-post_28.html
[2]
Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Β’ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΑΤΡΟΣ,
http://youtube-istas.net/viewtopic.php?f=60&t=1785&start=30
[3]
Μητροπολίτης Κυρηνείας Παύλος, Η ψυχολογία των εξομολογουμένων
επιπολαίως, http://thriskeftika.blogspot.com/2010/03/blog-post_28.html
[4]
Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Β’ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΑΤΡΟΣ,
http://youtube-istas.net/viewtopic.php?f=60&t=1785&start=30
[5]
Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Β’ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΑΤΡΟΣ,
http://youtube-istas.net/viewtopic.php?f=60&t=1785&start=30
[6]
Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Β’ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΑΤΡΟΣ,
http://youtube-istas.net/viewtopic.php?f=60&t=1785&start=30
[7] Μητροπολίτης Κυρηνείας Παύλος, Η ψυχολογία των εξομολογουμένων επιπολαίως, http://thriskeftika.blogspot.com/2010/03/blog-post_28.html
[8]
Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Β’ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΑΤΡΟΣ,
http://youtube-istas.net/viewtopic.php?f=60&t=1785&start=30
[9]
Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Β’ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΑΤΡΟΣ,
http://youtube-istas.net/viewtopic.php?f=60&t=1785&start=30
[10] Μητροπολίτης Κυρηνείας Παύλος, Η ψυχολογία των εξομολογουμένων επιπολαίως, http://thriskeftika.blogspot.com/2010/03/blog-post_28.html
[11]
Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Β’ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΑΤΡΟΣ,
http://youtube-istas.net/viewtopic.php?f=60&t=1785&start=30
[12]
Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Β’ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΑΤΡΟΣ,
http://youtube-istas.net/viewtopic.php?f=60&t=1785&start=30
[13]
Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Β’ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΑΤΡΟΣ,
http://youtube-istas.net/viewtopic.php?f=60&t=1785&start=30
[14]
Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Β’ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΑΤΡΟΣ,
http://youtube-istas.net/viewtopic.php?f=60&t=1785&start=30
[15]
Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Β’ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΑΤΡΟΣ,
http://youtube-istas.net/viewtopic.php?f=60&t=1785&start=30
[16] Πρωτοπρ. π. Γεωργίου Δορμπαράκη, http://leimwnas.blogspot.com/2011/06/blog-post_1773.html
[17]Γέροντος Παϊσίου, Ἡ σωστή ἐξομολόγηση, http://hristospanagia3.blogspot.com/2011/10/blog-post_2758.html
[18] Πρωτοπρ. π. Γεωργίου Δορμπαράκη, http://leimwnas.blogspot.com/2011/06/blog-post_1773.html
[19]Γέροντος Παϊσίου, Ἡ σωστή ἐξομολόγηση, http://hristospanagia3.blogspot.com/2011/10/blog-post_2758.html
[20]
Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Β’ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΑΤΡΟΣ,
http://youtube-istas.net/viewtopic.php?f=60&t=1785&start=30
[21]Γέροντος Παϊσίου, Ἡ σωστή ἐξομολόγηση, http://hristospanagia3.blogspot.com/2011/10/blog-post_2758.html
[22] Γέροντος Παϊσίου, Ἡ σωστή ἐξομολόγηση, http://hristospanagia3.blogspot.com/2011/10/blog-post_2758.html
[23] Γέροντος Παϊσίου, Ἡ σωστή ἐξομολόγηση, http://hristospanagia3.blogspot.com/2011/10/blog-post_2758.html
[24] Μητροπολίτης Κυρηνείας Παύλος, Η ψυχολογία των εξομολογουμένων επιπολαίως, http://thriskeftika.blogspot.com/2010/03/blog-post_28.html
[25] Γέροντος Παϊσίου, Ἡ σωστή ἐξομολόγηση, http://hristospanagia3.blogspot.com/2011/10/blog-post_2758.html
[26] Γέροντος Παϊσίου, Ἡ σωστή ἐξομολόγηση, http://hristospanagia3.blogspot.com/2011/10/blog-post_2758.html
[27] Γέροντος Παϊσίου : Περὶ ἐξομολόγησης, Τὰ
ἐλαφρυντικὰ στὴν ἐξομολόγησή μας γίνονται ἐπιβαρυντικὰ γιὰ τὴν
συνείδηση,
http://agiabarbarapatras.blogspot.com/2009/07/blog-post_5658.html.
[28]Γιατί ἡ Ἐξομολόγηση Σώζει; (Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου) (Ἀπὸ
τὸ βιβλίο: «ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ΜΕ ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ,
ΠΑΡΑΒΟΛΕΣ ΚΑΙ ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ», Τόμος Β΄),
http://sites.google.com/site/orthodoxy1054/giati-e-exomologese-sozei-gerontos-paiesiou-tou-agioreitou
[29] Λόγος γιὰ τὴ μετάνοια (Ἄγ. Ἰωάννης Χρυσόστομος), http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=1130
[30] ΣΤΑΡΕΤΣ ΣΑΒΒΑΣ – Ο ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΗΣ, Μετάφραση
ἀπὸ τὴ ρωσικὴ γλώσσα: Πρωτοπρεσβύτερος Ἰωάννης Φωτοπουλος, Διδαχὲς τοῦ
στάρετς Σάββα, Αποσπάσματα ποῦ ἐλήφθησαν ἀπὸ τὰ κηρύγματά του, Περὶ
ἁπλότητας - Περὶ μετανοίας,
http://hristospanagia1.wordpress.com/2010/09/13/%CF%83%CF%84%CE%AC%CF%81%CE%B5%CF%84%CF%82-%CF%83%CE%AC%CE%B2%CE%B2%CE%B1%CF%82-%CE%BF-%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%B7%CE%B3%CE%BF%CF%81%CE%B7%CF%84%CE%AE%CF%82-%C2%AB-%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%AF-%E1%BC%81
[31]ΣΤΑΡΕΤΣ ΣΑΒΒΑΣ – Ο ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΗΣ, Μετάφραση
ἀπὸ τὴ ρωσικὴ γλώσσα: Πρωτοπρεσβύτερος Ἰωάννης Φωτοπουλος, Διδαχὲς τοῦ
στάρετς Σάββα, Αποσπάσματα ποῦ ἐλήφθησαν ἀπὸ τὰ κηρύγματά του, Περὶ
ἁπλότητας - Περὶ μετανοίας,
http://hristospanagia1.wordpress.com/2010/09/13/%CF%83%CF%84%CE%AC%CF%81%CE%B5%CF%84%CF%82-%CF%83%CE%AC%CE%B2%CE%B2%CE%B1%CF%82-%CE%BF-%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%B7%CE%B3%CE%BF%CF%81%CE%B7%CF%84%CE%AE%CF%82-%C2%AB-%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%AF-%E1%BC%81/
[32] ΣΤΑΡΕΤΣ ΣΑΒΒΑΣ – Ο ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΗΣ, Μετάφραση
ἀπὸ τὴ ρωσικὴ γλώσσα: Πρωτοπρεσβύτερος Ἰωάννης Φωτοπουλος, Διδαχὲς τοῦ
στάρετς Σάββα, Αποσπάσματα ποῦ ἐλήφθησαν ἀπὸ τὰ κηρύγματά του, Περὶ
ἁπλότητας - Περὶ μετανοίας,
http://hristospanagia1.wordpress.com/2010/09/13/%CF%83%CF%84%CE%AC%CF%81%CE%B5%CF%84%CF%82-%CF%83%CE%AC%CE%B2%CE%B2%CE%B1%CF%82-%CE%BF-%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%B7%CE%B3%CE%BF%CF%81%CE%B7%CF%84%CE%AE%CF%82-%C2%AB-%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%AF-%E1%BC%81
[33] Γέροντος Παϊσίου, Αὐτομεμψία ὄχι ἀπελπισία, http://o-kalos-poimin.blogspot.com/2011/10/blog-post_21.html
[34] Γέροντος Παϊσίου, Αὐτομεμψία ὄχι ἀπελπισία, http://o-kalos-poimin.blogspot.com/2011/10/blog-post_21.html
[35]Από ποῦ προέρχονται οἱ βλάσφημοι λογισμοί, http://geron-paisios.blogspot.com/2010/06/blog-post_7272.html
[36]Μητροπολίτης Κυρηνείας Παύλος, Η ψυχολογία των εξομολογουμένων επιπολαίως, http://thriskeftika.blogspot.com/2010/03/blog-post_28.htm
πηγή
πηγή