ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 25η Φεβρουαρίου 2019
ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ Ο ΑΝΘΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ;
Πριν από λίγες ημέρες δημοσιεύσαμε
ανακοίνωσή μας με θέμα: «Αναζητώντας τις ανθελληνικές ρίζες σε λάθος
χώρο», (7-2-2019), στην οποία απαντήσαμε σε δημοσίευμα του κ. Χ.Ε.
Μαραβέλια,
στο περιοδικό «The Athens Review», με τίτλο: «Στις ρίζες του Χριστιανικού
ανθελληνισμού». Δώσαμε, κατά
τη γνώμη μας, επαρκείς απαντήσεις στα αστήρικτα επιχειρήματά του, τα οποία
βεβαίως δεν είναι δικές του επινοήσεις, αλλά το καταστάλαγμα αιώνων της αντιχριστιανικής
πολεμικής. Ο συντάκτης στο μακροσκελές άρθρο του απομόνωσε φράσεις του Χριστού και
του αποστόλου Παύλου, τις οποίες ερμήνευσε κατά το δοκούν, για να «αποδείξει»
τον δήθεν ανθελληνισμό τους. Αποσιώπησε όμως πολλά άλλα χωρία, τα οποία
δείχνουν ξεκάθαρα το πρωτοποριακό, για την εποχή εκείνη, άνοιγμα του Χριστού
και της διδασκαλίας Του προς τον εθνικό κόσμο. Όπως επίσης αποσιώπησε το
γεγονός, ότι ο απόστολος Παύλος μαζί με τον απόστολο Πέτρο ήταν οι δύο
πρωτοπόροι ιεραπόστολοι, οι οποίοι πρώτοι τόλμησαν να κηρύξουν τον Χριστιανισμό
στους εθνικούς, σπάζοντας το φράγμα της προκατάληψης, που επικρατούσε μέχρι
τότε σε πολλούς εξ’ Ιουδαίων Χριστιανούς, ότι το μήνυμα του Ευαγγελίου
προοριζόταν μόνο για τους Εβραίους και αδιαφορώντας για τις πολλές και ποικίλες
αντιδράσεις πολλών εξ’ Ιουδαίων Χριστιανών, που ήταν φανατικά προσηλωμένοι στον
Ιουδαϊσμό. Μάλιστα αγωνίστηκαν όχι μόνο να καλέσουν τους εθνικούς στους κόλπους
της Εκκλησίας, αλλά και να τους απαλλάξουν από την εντολή της περιτομής και την
υποχρέωση της τηρήσεως των τελετουργικών διατάξεων του Μωσαϊκού νόμου, με
μεγάλους αγώνες στην Αποστολική Σύνοδο, (48 μ.Χ.). Ένα γεγονός συγκλονιστικό
και πρωτοποριακό για τα δεδομένα της εποχής εκείνης, που άνοιγε νέους ορίζοντες
στον Χριστιανισμό. Ας μην ξεχνούμε ακόμη ότι ο Παύλος, παρ’ όλο που ήταν
Εβραίος στην καταγωγή, εν τούτοις σπούδασε την ελληνική φιλοσοφία στα νεανικά
του χρόνια στην Ταρσό της Κιλικίας, πράγμα που δείχνει ακριβώς τον σεβασμό του
σε κάθε υγιές στοιχείο που διέσωσε ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός.
Στην απάντησή μας
αναπτύξαμε ακόμη, με στοιχεία, ότι η αντιχριστιανική πολεμική άρχισε στους
κόλπους του Ιουδαϊσμού και στη συνέχεια πήρε τη σκυτάλη ο εθνικός κόσμος με
τους επί Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας φοβερούς και αμείλικτους διωγμούς, με
αποκορύφωμα τον επί αυτοκράτορος Διοκλητιανού, (285-304), ο οποίος κήρυξε τον
φονικότερο και πλέον εξοντωτικό διωγμό κατά των Χριστιανών, με την παρότρυνση
του μαύρου και σκοταδιστικού Ιερατείου, των τσαρλατάνων «ιεροθεραπευτών» και των διαβόητων
μικρασιατικών μαντείων, Κλαρίου και Διδυμαίου Απόλλωνα, ως δήθεν εντολή των
«θεών», προκειμένου να προστατεύουν το
κράτος!
Ο κ. Μαραβέλιας επανήλθε
με νέο άρθρο του, με τον ίδιο τίτλο, ως «μέρος Β΄», στο οποίο προσπαθεί με
εκτενείς αναφορές, να παρουσιάσει ως «ανθέλληνες» τους αγίους Πατέρες της Εκκλησίας
μας. Τους θεωρεί a priori εχθρούς του Ελληνισμού! Φυσικά όπου δεν μπορεί να
«αποδείξει» τον «ανθελληνισμό» τους, όπως λ.χ. στους Απολογητές, καταφεύγει σε απίστευτους
ακροβατισμούς. Γράφει: «Η κάπως διαλλακτική στάση απέναντι στον
Ελληνισμό οφείλεται σε απολογητές της εποχής που ο χριστιανισμός δεν είχε
προσκολληθεί σαν οστρακόδερμο στον βράχο της κρατικής εξουσίας – οπότε και
αυτοαχρηστεύτηκε σαν θρησκεία των φτωχών…Οι Πατέρες αυτοί είχαν εξοικειωθεί με
την θήραθεν παιδεία, μάλιστα μερικοί απ’ αυτούς πριν γίνουν χριστιανοί άσκησαν
το μυαλό τους ως φιλόσοφοι. Έτσι συχνά
προσπαθούν να χρησιμοποιούν ελληνικές διαλεκτικές μεθόδους για την υποστήριξη
άλογων δογμάτων»! Δεν μας
εξηγεί όμως, γιατί άραγε οι απολογητές ασπάσθηκαν τον Χριστιανισμό και προσπάθησαν
να τον υπερασπίσουν από τις άδικες συκοφαντικές κατηγορίες των ειδωλολατρών,
αφού «πριν
γίνουν χριστιανοί άσκησαν το μυαλό τους ως φιλόσοφοι». Μήπως ήταν ανόητοι; Αυτό δεν προκύπτει
από τα συγγράμματά τους. Μάλλον το αντίθετο βεβαιώνεται, ότι υπήρξαν συγκροτημένες
προσωπικότητες και δόκιμοι συγγραφείς. Το ότι ασπάσθηκαν τον Χριστιανισμό, τι
άλλο μπορεί να σημαίνει, παρά το ότι βρήκαν στη νέα πίστη κάτι νέο και μοναδικό, ένα πολύτιμο θησαυρό,
που δεν μπορούσε να τους τον προσφέρει η ελληνική φιλοσοφία; Και μάλιστα όχι
μόνο ασπάσθηκαν τον Χριστιανισμό, αλλά προτίμησαν να πάνε κόντρα στην
περιρρέουσα ατμόσφαιρα των διωγμών και της γενικής κατακραυγής κατά του
Χριστιανισμού και μερικοί από αυτούς προτίμησαν να χύσουν και το αίμα τους,
όπως ο άγιος Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυς. Ως νουνεχείς και φωτισμένοι
άνθρωποι διαπίστωσαν, ότι οι συκοφαντικές κατηγορίες από μέρους των κρατικών
λειτουργών, (όργια, αιμομιξίες, ανθρωποθυσίες, θυέστια δείπνα οιδιπόδειες μίξεις κ.α.), ήταν
παντελώς ανυπόστατες και άδικες. Διαπίστωσαν ακόμη ότι όλο το οικοδόμημα του
αρχαίου ειδωλολατρικού κόσμου προοδευτικά κατέρρεε και σωριαζόταν κάτω με
πάταγο σε ερείπια, μπροστά στην αλματώδη επέκταση του γεμάτου σφρίγους και
ανίκητης δύναμης Χριστιανισμού.
Αναφέρει ακόμη ότι «στην
αντίληψη περί σπερματικού λόγου η ανθρωπότητα οφείλει χάριτες. Διότι εκεί
κυρίως οφείλεται η μη καταστροφή όσων αρχαίων ελληνικών κειμένων τελικά
διασώθηκαν. Αν όμως πιστώσουμε στους χριστιανούς ολόκληρο το 1/10 των αρχαίων
ελληνικών κειμένων που διασώθηκαν, σε ποιους θα πρέπει να χρεώσουμε τα οριστικά
χαμένα 9/10;». Φυσικά όχι στους Χριστιανούς, οι οποίοι αφού διέσωσαν το
1/10, δεν είχαν κανένα λόγο να καταστρέψουν τα υπόλοιπα 9/10, αλλά στους
φανατικούς ειδωλολάτρες ιερείς, οι οποίοι μισούσαν φοβερά τους φιλοσόφους, διότι
αυτοί αποκάλυπταν συνεχώς το σκοτεινό και δεισιδαίμον πρόσωπο του Παγανισμού.
Στην αρχαία Αθήνα, όπως είναι γνωστό, δίκαζαν τους φιλοσόφους που στηλίτευαν
την ειδωλολατρική θρησκεία για «αθεΐα» και έκαιγαν τα συγγράμματά τους δημόσια
στη αγορά, όπως του σοφιστή Πρωταγόρα! Τότε κάηκαν πολλά συγγράμματα των
προσωκρατικών φιλοσόφων, οι οποίοι αμφισβητούσαν την ειδωλολατρική θρησκεία,
ενώ άλλα από αυτά τα έκαψαν οι ρωμαίοι ειδωλολάτρες, μαζί με την βιβλιοθήκη της
Αλεξάνδρειας. Και το υπόλοιπο το αποτελείωσε ο φρενοβλαβής και ονειροπαρμένος
Ιουλιανός ο παραβάτης, (361-363), καίγοντας όσα συγγράμματα είχαν απομείνει,
στην προσπάθειά του να νεκραναστήσει
την ειδωλολατρία! Ό,τι
διασώθηκε, (το 1/10 όπως ισχυρίζεται), διασώθηκε στις τεράστιες βιβλιοθήκες των
Ιερών Μονών!
Στη συνέχεια μέμφεται
τους αγίους Πατέρες και ιδιαίτερα τον Μέγα Βασίλειο ότι ήταν επιλεκτικοί της
ελληνικής φιλοσοφίας. ΄Ισως αγνοεί όμως το γεγονός, ότι ο Ελληνισμός είναι κατά κύριο λόγο
εκλεκτισμός. Ότι η ελληνική φιλοσοφία είχε εξελικτική πορεία και ουδέποτε
υπήρξε στατική. Η εποχή των αγίων Πατέρων, (εν προκειμένω ο 4ος μ.Χ.
αιώνας), δεν είναι η ελληνική αρχαιότητα και επομένως οι πνευματικές, πολιτικές
και κοινωνικές συνθήκες ήταν εντελώς διαφορετικές. Οι φιλοσοφικές θεωρίες των
κλειστών κλαμπ των φιλοσόφων δεν είχαν καμιά επιρροή στον πολύ κόσμο, ο οποίος
ζητούσε απεγνωσμένα λύτρωση, την οποία δεν μπορούσε να προσφέρει η φιλοσοφία,
αλλά ο Χριστιανισμός.
Κάνει ακόμη λόγο για
εχθρότητα των αγίων Πατέρων κατά της ελληνικής φιλοσοφίας, επειδή πάνω σ’ αυτή
στηρίχτηκαν οι αιρέσεις. Αυτό είναι εν μέρει αλήθεια. Η ελληνική φιλοσοφία με
τις αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις της και τον ορθολογιστικό τρόπο σκέψεώς της,
δημιούργησε τις ποικίλες αιρετικές θεωρίες των αιρετικών, τις οποίες όμως η
Εκκλησία συνοδικώς καταδίκασε, τους δε αμετανοήτους αιρετικούς απέκοψε από το
Σώμα Της, προκειμένου να διαφυλάξει ανόθευτη και απαραχάρακτη την σώζουσα
διδασκαλία Της. Αντιμετωπίζοντας οι άγιοι Πατέρες τις ποικίλες αιρετικές θεωρίες, αναγκάστηκαν
να καταδείξουν και την προέλευσή των, που ήταν ο φιλοσοφικός τρόπος σκέψεως και
θεολογίας των αιρετικών. Το γεγονός δηλαδή ότι προσπαθούσαν να κατανοήσουν τα
δόγματα της πίστεως με βάση τις φιλοσοφικές θεωρίες του Πλάτωνος και του
Αριστοτέλους, τη φαντασία και τον στοχασμό, ενώ οι άγιοι Πατέρες θεολογούσαν με
βάση την αποκάλυψη του Χριστού, την εμπειρία των προφητών και των αποστόλων,
αλλά και τη δική τους. Η στάση των αγίων Πατέρων απέναντι στους αιρετικούς δεν σημαίνει
απαραίτητα εχθρότητα προς τον Ελληνισμό, όπως νομίζει ο αρθρογράφος.
Με βάση τα όσα παρά πάνω
ειπώθηκαν, τόσο στην προηγούμενη ανακοίνωσή μας, όσο και στην παρούσα,
καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η προσπάθεια κάποιων να «βλέπουν» διάσταση και
ανθελληνισμό στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας, πέφτει συνεχώς στο κενό, διότι
απλούστατα δεν υπάρχει! Η προσπάθεια αυτή δεν είναι νέα, είναι πολύ παλιά και
ανάγεται στην εποχή του Καρλομάγνου και των Φράγκων ηγεμόνων της Δύσεως, (800
μ.Χ. και εντεύθεν) και στη συνέχεια των ευρωπαίων διαφωτιστών του 18ου και 19ου
αιώνα. Ο Καρλομάγνος και οι Φράγκοι
ηγεμόνες ήταν αυτοί που πρώτοι επεδίωξαν με κάθε τρόπο, να διαχωρίσουν την
Ορθοδοξία από τον Ελληνισμό, με απώτερο βέβαια στόχο να καταστρέψουν το
μεγαλειώδες οικοδόμημα του Ελληνοχριστιανικού Πολιτισμού. Ποτέ δεν μπόρεσαν να
«χωνέψουν» την άρρηκτη αυτή σύζευξη του Ελληνισμού, (απαλλαγμένου από τα σαθρά
στοιχεία της ειδωλολατρίας και των αντικοινωνικών του θέσεων), με την Ορθοδοξία,
η οποία αποτέλεσε την εξοχότερη πνευματική σύζευξη της ιστορίας, η οποία
δημιούργησε τον λαμπρότερο και μακροβιότερο πολιτισμό στην ιστορία της
ανθρωπότητος. Έναν πολιτισμό που πήρε σάρκα και οστά στην πιο ένδοξη και λαμπρή
Αυτοκρατορία, που είδε ποτέ ο πλανήτης Γη, την Ελληνορθόδοξη Ρωμανία. Μια
Αυτοκρατορία η οποία, για 1123 χρόνια, μετέδιδε τα φώτα του Ελληνοχριστιανικού
Πολιτισμού στους βάρβαρους, τότε, λαούς της Δύσεως και σ’ ολόκληρη την
ανθρωπότητα.
Θα θέλαμε λοιπόν, (και μ’
αυτό κλείνουμε την σύντομη ανακοίνωσή μας), με αφορμή τα όσα αναφέραμε
προηγουμένως, να απευθυνθούμε στους νεοέλληνες αδελφούς μας και να επισημάνουμε
και να τονίσουμε μια μεγάλη αλήθεια και ταυτόχρονα επείγουσα αναγκαιότητα: Μέσα
στη σημερινή πνευματική και
οικονομική σκλαβιά, που αυτή την περίοδο διανύει η πατρίδα μας από τους
νεώτερους Φραγκογερμανούς της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, χρειάζεται να πάρει σάρκα και
οστά μια νέα παλιγγενεσία της Ελληνορθόδοξης Ρωμιοσύνης. Είναι αναγκαία,
περισσότερο από κάθε άλλη φορά, μια νέα γνήσια και δυναμική ελληνορθόδοξη
πορεία και συλλογική δράση. Μια σύγχρονη εθνική και δραστήρια κίνηση, που θα
εργασθεί συστηματικά και εντατικά με μοναδικό εθνικό στόχο την πνευματική
απελευθέρωση από τη δουλεία στον σημερινό φράγκικου τύπου Δυτικό Πολιτισμό, του υλισμού, του ευδαιμονισμού, του νεοπαγανισμού και της
αθεΐας και την αναβίωση των αρχών, των αξιών και των ιδεωδών του Ελληνορθόδοξου
Πολιτισμού.
Εκ
του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών