Ἡ ἀντίληψη ὅτι μέσα στόν γάμο ὅλα ἐπιτρέπονται ξεκινᾶ ἀπό τόν μουσουλμανισμό. «Τό βλάσφημο καί αἰσχρό δόγμα», διδάσκει ὁ θεόσοφος Γέρων π. Ἀναστάσιος Κουδουμιανός, «ὅτι δηλαδή τό νόμιμο ζεῦγος εἶναι ἐλεύθερο σέ κάθε διαστροφή, ἀποτελεῖ αἰσχρή διάταξη τοῦ βοθρικοῦ κορανίου, ὄχι τοῦ ἱερωτάτου καί θεοποιοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τοῦτο τό ἀσεβές καί βλάσφημον δόγμα,
ἐθεσπίσθη τό πρῶτον ὑπό μασόνων οἰκουμενιστῶν, ἀνίερων καί βλασφήμων
Πατριαρχῶν πού ἐπιχείρησαν, διά τῆς εἰσαγωγῆς τῆς μεταπατερικῆς
θεολογίας, τήν μουσουλμανοποίησιν τῆς ἀμωμήτου πίστεως ἡμῶν. Κατά τήν
ζωή τους ὁρίζουν καί τήν θεολογία τους. Ἦθος καί δόγμα συμπορεύονται καί
ἀλληλοπροσδιορίζονται, ὡς ἀποφαίνεται διαρρήδην[1] ὁ θεόλεκτος
τῶν Πατέρων χορός. (Οἱ νεοορθόδοξοι-μεταπατερικοί) Ἐπιζητοῦν τά ἡδονικά
καί τά εὔκολα. Ἀπαρέσκονται εἰς τά ὀδυνηρά καί τά δύσκολα. Ναί,
ἐλεύθεροι εἶναι νά πράττουν ὅπως θέλουν. Μόνον νά μή δηλώνουν φορεῖς καί
προπαντός ἐπίδοξοι ἑρμηνευτές τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Παραδόσεως. Διότι,
ἐμεῖς τά πάντα τά συνδέομε μέ τήν ἄσκηση καί τόν Σταυρό. Καί διά τοῦ Σταυροῦ βιώνομε καί τήν χαρά τῆς Ἀναστάσεως. Ὁ Γάμος προορισμόν ἔχει νά διασώσει τό κατά φύσιν καί νά ὁδηγήσει στό ὑπέρ φύσιν.
Νά οἰκονομήσει τήν παρεισφρήσασα, διά τῆς προπατορικῆς ἀνταρσίας, ἀπό
τήν ψυχή στήν σάρκα ἡδονή, νά τήν ἀξιοποιήσει σωφρονικῶς (γιά τούς
σκοπούς πού ἔθεσε ὁ Θεός) καί ἀσκητικῶς νά τήν ὑπερβεῖ καί νά τήν ἐπαναφέρει ἀπό τίς αἰσθήσεις στόν νοῦ, ὅπου ἀρχεγόνως καί φυσικῶς κατά θεία χορηγία ἐνυπῆρχε.
Ἐθεάτο ὁ Ἀδάμ νοερῶς διά τῆς καρδίας τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ καί ἀνεκλάλητος τρυφή τοῦτο καταλυτικῶς καί ἀνεκφράστως ὀνοματίζετο. Ὅταν,
διά τῶν θεραπευτικῶν τρόπων, ὧν ὅρισε ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ὁ Θεός, ἐπανέλθει
καί πάλιν ἡ ἡδονή ἀπό τήν σάρκα εἰς τόν νοῦν (διά τοῦ ἐν Χριστῷ γάμου
καί τῆς ἐν Χριστῷ ἀγαμίας), τότε ἐπιτυγχάνουν ἀμφότεροι αἱ μέθοδοι θεώσεως[2]
τόν σκοπό τους, διότι θεραπεύουν τόν πεπτωκότα ἄνθρωπον ἀπό τήν
ἀφύσικον χορηγίαν τοῦ γνωμικοῦ του θελήματος καί τόν ὁδηγοῦν εἰς τό καθ’
ὁμοίωσιν. Ὅταν δέν συμβαίνει αὐτό, τότε ὁ γάμος οὐδόλως
ἀποβαίνει ἐπωφελής, ἀλλά εἰς τόν ὑπερθετικόν βαθμόν καθίσταται καί
ἐπικίνδυνος, διότι προσχηματικῶς καί –νομίμως– διαβρώνει τήν ὑποστατικήν
ἀρχήν, τήν ὁποία ἔθεσε ὁ Θεός εἰς κάθε ἄνθρωπον. Ἀποκτηνώνει τήν ἀξία
τοῦ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ πλασθέντος ἀνθρώπου... διαβρώνει τό θεόπλαστον
ὁμοίωμα τοῦ Θεοῦ. Δαιμονοποιεῖ τόν “κεκελευσμένον” θεόν...»[3].
Ἀπόσπασμα ἀπό τό Βιβλίο: Ἐν Χριστῷ ἀγάπη ἤ Μεταπατερική θεολογία (Ἀρχ. Σάββα Ἁγιορείτου) – Νέο βιβλίο
[1] Διαρρήδην = σαφῶς, ἀπερίφραστα (Δ. Δημητράκου, Νέον Ὀρθογραφικόν Ἑρμηνευτικόν Λεξικόν, Ἐκδόσεις Δέλτα 1964).
Ἀπόσπασμα ἀπό τό Βιβλίο: Ἐν Χριστῷ ἀγάπη ἤ Μεταπατερική θεολογία (Ἀρχ. Σάββα Ἁγιορείτου) – Νέο βιβλίο
[1] Διαρρήδην = σαφῶς, ἀπερίφραστα (Δ. Δημητράκου, Νέον Ὀρθογραφικόν Ἑρμηνευτικόν Λεξικόν, Ἐκδόσεις Δέλτα 1964).
[2] Δηλαδή ἡ κατά Χριστόν ἀγαμία-Παρθενία καί ὁ κατά Χριστόν Γάμος.
[3] Προσωπική μαρτυρία ἱερέως-πνευματικοῦ του τέκνου.