Μας λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης
«Τεκνία, μηδείς πλανάτω υμάς• ο ποιών την δικαιοσύνην δίκαιός εστι,
καθώς εκείνος δίκαιός εστιν» (Α Ἰωαν. γ , 7). Δηλαδή, παιδάκια μου, ας
μη σας πλανά κανείς, εκείνος που εξασκεί στην ζωή του την δικαιοσύνη και
την αρετή είναι δίκαιος, όπως ο Ιησούς είναι δίκαιος, και μόνον αυτός
έχει γνωρίσει τον δίκαιο Ιησού και είναι ενωμένος μαζί Του.
• Στο φυλλάδιο «ΚΥΡΙΑΚΗ» αριθ. 560, έγραφε ο μακαριστός π. Αυγουστίνος Καντιώτης:
«ΥΠΑΡΧΟΥΝ, αγαπητοί μας, υπάρχουν χριστιανοί που λένε ότι πιστεύουν στο Θεό, αλλ’ όταν στη ζωή τους συμβούν δυσάρεστα γεγονότα, όπως αποτυχίες σχεδίων, πτώχευσις, χρεωκοπίες, διαβολές και συκοφαντίες, αρρώστιες και θάνατοι, τότε κλονίζονται στην πίστι, μεμψιμοιρούν και τους ακούς να εκφράζουν παράπονο και να λένε• «Που είνε ο Θεός; Γιατί μ’ άφησε αβοήθητο και απροστάτευτο, και τώρα κλαίω κι αναστενάζω πάνω στα ερείπια μιας καταστροφής, που δεν έπρεπε να ’ρθη σ’ εμένα;». Μερικοί δε πιο αυθάδεις και υπερήφανοι, που όλα θέλουν να τα κρίνουν με το μικρό μυαλό τους, προχωρούν ακόμη περισσότερο και λένε• «Ο Θεός είνε άδικος. Δεν ξέρει τι κάνει ο Θεός. Σ’ άλλους, που είνε κακοί και άδικοι, δίνει τα καλά• και σ’ άλλους, που είνε καλοί και αγαθοί, δίνει τα δυσάρεστα»…
Εάν, σ’ ένα αυτοκίνητο που κινείται, δεν μπορεί να λείψη απ’ αυτό ούτε στιγμή ο οδηγός, αλλά πρέπει διαρκώς να βρίσκεται στο τιμόνι και να ρυθμίζη την κίνησί του, διότι και μια στιγμή ακόμη απροσεξίας γίνεται αιτία καταστροφής και ολέθρου, πως είνε δυνατόν να παραδεχθούμε ότι το σύμπαν με τα εκατομμύρια και δισεκατομμύρια των αστέρων, που κινούνται με ιλιγγιώδη ταχύτητα, πως όλα γενικά τα δημιουργήματα, τα μικρά και τα μεγάλα, πως είνε δυνατόν να διατηρηθούν, να λειτουργούν και να κινούνται κανονικά και εύρυθμα, αν δεν υπάρχη ο Θεός, ο υπέρτατος νους; Όχι μια μέρα, όχι μια ώρα, αλλ’ ούτε ένα δευτερόλεπτο δεν θα μπορούσε να σταθή ο κόσμος αυτός χωρίς την πρόνοια του Θεού.
Και λοιπόν; θα μας πη κάποιος απ’ αυτούς που αμφισβητούν την πρόνοια του Θεού, αφού όλα τα κυβερνά ο Θεός, πως συμβαίνουν τόσα κακά, τόσα παράξενα και αλλόκοτα πράγματα;
Και των κακών λοιπόν αυτών αίτιος είνε ο Θεός; Όχι. Αίτιος των κακών δεν είνε ο Θεός, αλλά ο άνθρωπος, που ξέφυγε από την τροχιά του και υφίσταται τις θλιβερές συνέπειες των ενεργειών και των πράξεών του.
Κάποτε, λέει το ανέκδοτο, ήταν ένας ασκητής που σκανδαλιζόταν από τα διάφορα κακά που συνέβαιναν στον κόσμο και κλονιζόταν στην πίστι. Περπατώντας συνάντησε ένα ξένο, που ενώ ήταν άγγελος, παρουσιάσθηκε σαν άνθρωπος και παρακάλεσε τον ασκητή να τον συνοδεύση. Ο ασκητής δέχθηκε. Άρχισαν την οδοιπορία. Περπάτησαν μέχρι να νυχτώση. Φιλοξενήθηκαν σ’ ένα σπίτι που άνοιξε πρόθυμα την πόρτα και τους πρόσφερε κάθε περιποίησι. Φεύγοντας όμως το πρωΐ, ο ξένος πήρε κρυφά ένα χρυσό κύπελλο. Ο ασκητής σκανδαλίσθηκε, γιατί το πήρε. «Είσαι άδικος», του είπε. Το άλλο βράδυ χτύπησαν την πόρτα ενός άλλου σπιτιού, αλλ’ ο νοικοκύρης δεν έδειξε προθυμία φιλοξενίας. Φεύγοντας ο ξένος άφησε το χρυσό κύπελλο. «Τι έκανες;», του λέει ο ασκητής• «σ’ αυτόν άφησες το χρυσό κύπελλο; Είσαι άδικος!». Ο ξένος σιώπησε. Το ταξίδι συνεχίσθηκε. Νύχτωσε πάλι και φιλοξενήθηκαν σε μια καλύβα, όπου κατοικούσε ένας φτωχός με πολυμελή οικογένεια. Φεύγοντας το πρωΐ, ο ξένος έβαλε φωτιά και η καλύβα του φτωχού κάηκε. «Τι έκανες;», του είπε σκανδαλισμένος ο ασκητής. «Είσαι άδικος!!». Ο ξένος σιώπησε και παρακάλεσε να συνεχίσουν την πορεία τους. Συνάντησαν στο δρόμο ένα τσοπανόπουλο και το παρακάλεσαν να τους δείξη το δρόμο. Πρόθυμο το τσοπανόπουλο. Αλλ’ ενώ περνούσαν ένα γεφύρι, ο ξένος άρπαξε το τσοπανόπουλο, το έρριξε μέσα στο ορμητικό ποτάμι και εκείνο πνίγηκε. Ο ασκητής σκανδαλίσθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό.
– Κοντά στα άλλα άδικα που έκανες, έπνιξες το αθώο τσοπανόπουλο!…
– Στάσου, του λέει ο ξένος. Είμαι άγγελος. Είμαι απεσταλμένος από τον Θεό, για να δώσω μια απάντησι στο πρόβλημα, που σε βασανίζει τόσα χρόνια για τα παράξενα και αλλόκοτα που συμβαίνουν στον κόσμο. Λοιπόν μάθε: Το χρυσό κύπελλο που πήρα από το πρώτο φιλόξενο σπίτι, το πήρα για να σώσω το νοικοκύρη. Γιατί το κύπελλο αυτό του το είχε στείλει κάποιος κρυφός εχθρός του και το εσωτερικό του ποτηριού το είχε αλείψει με δηλητήριο. Αν έπινε με το ποτήρι, θα φαρμακωνόταν και θα πέθαινε. – Το ποτήρι αυτό το άφησα στο δεύτερο σπίτι, διότι ο άνθρωπος εκείνος, όπως είδες, και σ’ εμάς φέρθηκε άσχημα, αλλά και άλλα εγκλήματα είχε διαπράξει, και έπρεπε να τιμωρηθή. – Έβαλα έπειτα φωτιά στην καλύβα του καλού και φτωχού εκείνου οικογενειάρχου, διότι με την ανασκαφή που θα έκανε στα ερείπιά της θα εύρισκε ένα κρυμμένο θησαυρό. Και μ’ αυτόν θα έκτιζε ωραίο καινούργιο σπίτι. – Όσο για το τσοπανόπουλο που έρριξα στον ποταμό, ήταν πράγματι καλό παιδί. Αλλ’ επειδή όταν θα μεγάλωνε θα κινδύνευε να διαφθαρή και να διαπράξη μεγάλα εγκλήματα, έκρινε ο Μεγαλοδύναμος να το πάρη γρηγορώτερα από τη ζωή αυτή, που είνε γεμάτη πειρασμούς και σκάνδαλα.
Ο ασκητής έμεινε κατάπληκτος. Πήρε σπουδαιότατο δίδαγμα. Γύρισε στο μοναστήρι κι από τότε πια, βλέποντας τα παράξενα και τα αλλόκοτα που συμβαίνουν, δεν σκανδαλιζόταν. Διότι ήξερε πως πίσω απ’ όλα υπάρχει το μυστηριώδες σχέδιο της θείας προνοίας που κυβερνά και κατευθύνει τα πάντα».
• Στο φυλλάδιο «ΚΥΡΙΑΚΗ» αριθ. 560, έγραφε ο μακαριστός π. Αυγουστίνος Καντιώτης:
«ΥΠΑΡΧΟΥΝ, αγαπητοί μας, υπάρχουν χριστιανοί που λένε ότι πιστεύουν στο Θεό, αλλ’ όταν στη ζωή τους συμβούν δυσάρεστα γεγονότα, όπως αποτυχίες σχεδίων, πτώχευσις, χρεωκοπίες, διαβολές και συκοφαντίες, αρρώστιες και θάνατοι, τότε κλονίζονται στην πίστι, μεμψιμοιρούν και τους ακούς να εκφράζουν παράπονο και να λένε• «Που είνε ο Θεός; Γιατί μ’ άφησε αβοήθητο και απροστάτευτο, και τώρα κλαίω κι αναστενάζω πάνω στα ερείπια μιας καταστροφής, που δεν έπρεπε να ’ρθη σ’ εμένα;». Μερικοί δε πιο αυθάδεις και υπερήφανοι, που όλα θέλουν να τα κρίνουν με το μικρό μυαλό τους, προχωρούν ακόμη περισσότερο και λένε• «Ο Θεός είνε άδικος. Δεν ξέρει τι κάνει ο Θεός. Σ’ άλλους, που είνε κακοί και άδικοι, δίνει τα καλά• και σ’ άλλους, που είνε καλοί και αγαθοί, δίνει τα δυσάρεστα»…
Εάν, σ’ ένα αυτοκίνητο που κινείται, δεν μπορεί να λείψη απ’ αυτό ούτε στιγμή ο οδηγός, αλλά πρέπει διαρκώς να βρίσκεται στο τιμόνι και να ρυθμίζη την κίνησί του, διότι και μια στιγμή ακόμη απροσεξίας γίνεται αιτία καταστροφής και ολέθρου, πως είνε δυνατόν να παραδεχθούμε ότι το σύμπαν με τα εκατομμύρια και δισεκατομμύρια των αστέρων, που κινούνται με ιλιγγιώδη ταχύτητα, πως όλα γενικά τα δημιουργήματα, τα μικρά και τα μεγάλα, πως είνε δυνατόν να διατηρηθούν, να λειτουργούν και να κινούνται κανονικά και εύρυθμα, αν δεν υπάρχη ο Θεός, ο υπέρτατος νους; Όχι μια μέρα, όχι μια ώρα, αλλ’ ούτε ένα δευτερόλεπτο δεν θα μπορούσε να σταθή ο κόσμος αυτός χωρίς την πρόνοια του Θεού.
Και λοιπόν; θα μας πη κάποιος απ’ αυτούς που αμφισβητούν την πρόνοια του Θεού, αφού όλα τα κυβερνά ο Θεός, πως συμβαίνουν τόσα κακά, τόσα παράξενα και αλλόκοτα πράγματα;
Και των κακών λοιπόν αυτών αίτιος είνε ο Θεός; Όχι. Αίτιος των κακών δεν είνε ο Θεός, αλλά ο άνθρωπος, που ξέφυγε από την τροχιά του και υφίσταται τις θλιβερές συνέπειες των ενεργειών και των πράξεών του.
Κάποτε, λέει το ανέκδοτο, ήταν ένας ασκητής που σκανδαλιζόταν από τα διάφορα κακά που συνέβαιναν στον κόσμο και κλονιζόταν στην πίστι. Περπατώντας συνάντησε ένα ξένο, που ενώ ήταν άγγελος, παρουσιάσθηκε σαν άνθρωπος και παρακάλεσε τον ασκητή να τον συνοδεύση. Ο ασκητής δέχθηκε. Άρχισαν την οδοιπορία. Περπάτησαν μέχρι να νυχτώση. Φιλοξενήθηκαν σ’ ένα σπίτι που άνοιξε πρόθυμα την πόρτα και τους πρόσφερε κάθε περιποίησι. Φεύγοντας όμως το πρωΐ, ο ξένος πήρε κρυφά ένα χρυσό κύπελλο. Ο ασκητής σκανδαλίσθηκε, γιατί το πήρε. «Είσαι άδικος», του είπε. Το άλλο βράδυ χτύπησαν την πόρτα ενός άλλου σπιτιού, αλλ’ ο νοικοκύρης δεν έδειξε προθυμία φιλοξενίας. Φεύγοντας ο ξένος άφησε το χρυσό κύπελλο. «Τι έκανες;», του λέει ο ασκητής• «σ’ αυτόν άφησες το χρυσό κύπελλο; Είσαι άδικος!». Ο ξένος σιώπησε. Το ταξίδι συνεχίσθηκε. Νύχτωσε πάλι και φιλοξενήθηκαν σε μια καλύβα, όπου κατοικούσε ένας φτωχός με πολυμελή οικογένεια. Φεύγοντας το πρωΐ, ο ξένος έβαλε φωτιά και η καλύβα του φτωχού κάηκε. «Τι έκανες;», του είπε σκανδαλισμένος ο ασκητής. «Είσαι άδικος!!». Ο ξένος σιώπησε και παρακάλεσε να συνεχίσουν την πορεία τους. Συνάντησαν στο δρόμο ένα τσοπανόπουλο και το παρακάλεσαν να τους δείξη το δρόμο. Πρόθυμο το τσοπανόπουλο. Αλλ’ ενώ περνούσαν ένα γεφύρι, ο ξένος άρπαξε το τσοπανόπουλο, το έρριξε μέσα στο ορμητικό ποτάμι και εκείνο πνίγηκε. Ο ασκητής σκανδαλίσθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό.
– Κοντά στα άλλα άδικα που έκανες, έπνιξες το αθώο τσοπανόπουλο!…
– Στάσου, του λέει ο ξένος. Είμαι άγγελος. Είμαι απεσταλμένος από τον Θεό, για να δώσω μια απάντησι στο πρόβλημα, που σε βασανίζει τόσα χρόνια για τα παράξενα και αλλόκοτα που συμβαίνουν στον κόσμο. Λοιπόν μάθε: Το χρυσό κύπελλο που πήρα από το πρώτο φιλόξενο σπίτι, το πήρα για να σώσω το νοικοκύρη. Γιατί το κύπελλο αυτό του το είχε στείλει κάποιος κρυφός εχθρός του και το εσωτερικό του ποτηριού το είχε αλείψει με δηλητήριο. Αν έπινε με το ποτήρι, θα φαρμακωνόταν και θα πέθαινε. – Το ποτήρι αυτό το άφησα στο δεύτερο σπίτι, διότι ο άνθρωπος εκείνος, όπως είδες, και σ’ εμάς φέρθηκε άσχημα, αλλά και άλλα εγκλήματα είχε διαπράξει, και έπρεπε να τιμωρηθή. – Έβαλα έπειτα φωτιά στην καλύβα του καλού και φτωχού εκείνου οικογενειάρχου, διότι με την ανασκαφή που θα έκανε στα ερείπιά της θα εύρισκε ένα κρυμμένο θησαυρό. Και μ’ αυτόν θα έκτιζε ωραίο καινούργιο σπίτι. – Όσο για το τσοπανόπουλο που έρριξα στον ποταμό, ήταν πράγματι καλό παιδί. Αλλ’ επειδή όταν θα μεγάλωνε θα κινδύνευε να διαφθαρή και να διαπράξη μεγάλα εγκλήματα, έκρινε ο Μεγαλοδύναμος να το πάρη γρηγορώτερα από τη ζωή αυτή, που είνε γεμάτη πειρασμούς και σκάνδαλα.
Ο ασκητής έμεινε κατάπληκτος. Πήρε σπουδαιότατο δίδαγμα. Γύρισε στο μοναστήρι κι από τότε πια, βλέποντας τα παράξενα και τα αλλόκοτα που συμβαίνουν, δεν σκανδαλιζόταν. Διότι ήξερε πως πίσω απ’ όλα υπάρχει το μυστηριώδες σχέδιο της θείας προνοίας που κυβερνά και κατευθύνει τα πάντα».