Νομίζει ἑαυτὴν εὐτυχῆ γενομένη ὄργανον, δι᾿
οὗ τὸ Ἔθνος ἐκπληροῖ τὸ πλέον ἐφετὸν τῶν χρεῶν του, δηλαδὴ τὸ νὰ
ἀναπέμψῃ τὴν εὐγνωμοσύνην του πρὸς τὸν Θεόν, Ὅστις ἔδειξε τοσαῦτα
θαύματα διὰ νὰ τὸ σώσῃ.
Κατὰ συνέπειαν, ἡ Δ΄ Ἐθνικὴ τῶν Ἑλλήνων Συνέλευσις ψηφίζει:
Α΄.
Ὅταν ἡ τοπικὴ περιφέρεια τῆς Ἑλλάδος καὶ ἡ καθέδρα τῆς Κυβερνήσεώς της
κατασταθῶσιν ὁριστικῶς, οἱ δὲ οἰκονομικοὶ πόροι τοῦ κράτους τὸ
ἐπιτρέψωσιν, ἡ Κυβέρνησις θέλει διατάξει νὰ ἐγερθῇ εἰς τὴν καθέδραν
εἷς Ναὸς ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ Σωτῆρος.
(ΑΡΧΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑΣ, τόμος 4ος. Δ΄ ἐν Ἄργει Ἐθνικὴ Συνέλευσις 1828-1829,
-Δεύτερος τῶν Ἐθνοσυνελεύσεων, σελ. 116)