Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018

Ανταπαντήσεις – «ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ»


 (σχ. ΙΧΘΥΣ: παρακαλούμε τον σεβαστό πατέρα Θεοδόσιο, επειδή αναφέρεται στο επικριτικό του κείμενο, το "διανθισμένο" με "επιστημονικές" λατινογενείς ορολογίες, για προοπτικές γεμάτων ναών, να μας απαντήσει: τι μέλλει γενέσθαι όταν  στην πατρίδα μας ολοένα και περισσότεροι νέοι θα ομιλούν greeklish, λατινο-ελληνικά δηλαδή; Η λύση, για να γεμίζουν οι ναοί, θα είναι η μετάφραση των Λειτουργικών κειμένων στα greeklish;)

Στό ὑπ᾿ ἀρ. 31 τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ μας Ἐρῶ, Ἰουλίου–Σεπτεμβρίου 2017, δημοσιεύσαμε ἄρθρο τοῦ συνεργάτου μας ἀρχιμ. π. Χρίστου Κυριαζόπουλου μέ τίτλο «ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ».
Στίς 15 Μαΐου 2018 ἐλάβαμε ἀπό τόν ἀρχιμ. κ. Θεοδόσιο Μαρτζοῦχο, πρώην πρωτοσύγκελλο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πρεβέζης, ἐπιστολή μέ τόν τίτλο: «Ἀπαντήσεις στό ἄρθρο: “Σκέψεις γιά τήν μετάφραση τῶν κειμένων τῆς λατρείας” τοῦ ἀρχιμανδρίτη Χρίστου Κυριαζόπουλου».
Ἄν καί τό ὕφος τῆς ἀπαντήσεως τοῦ π. Θεοδοσίου δέν συνάδει μέ τίς ἀρχές τοῦ περιοδικοῦ μας καί παρ᾿ ὅτι ὁ ἴδιος ἤδη τήν δημοσίευσε στό δικό του ἱστολόγιο χωρίς κἄν νά θεωρήση ἀναγκαῖο νά δημοσιεύση καί τό ἄρθρο τοῦ π. Χρίστου, τό ὁποῖο ἐπικρίνει, ἐμεῖς τήν δημοσιεύουμε.
Δημοσιεύουμε ὅμως ξανά προηγουμένως καί τό ἀρχικό ἄρθρο τοῦ π. Χρίστου γιά νά ἔχουν οἱ ἀναγνῶστες μας μιά συνολικότερη εἰκόνα.
Ἀμέσως μετά τήν ἐπιστολή τοῦ π. Θεοδοσίου Μαρτζούχου δημοσιεύουμε καί τήν ἀπάντηση σ᾿ αὐτήν τοῦ π. Χρίστου.
Ὅλα τά κείμενα θά δημοσιευθοῦν καί στήν ἱστοσελίδα τῆς Ἑνωμένης Ρωμηοσύνης.

Η ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ


  1. Ἀναδημοσίευση τοῦ ἀρχικοῦ ἄρθρου τοῦ π. Χρίστου Κυριαζόπουλου: «ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ». Στό Ἐρῶ τεῦχος  31, Ἰούλιος–Σεπτέμβριος 2017.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ

ἀρχιμ. Χρίστου Κυριαζόπουλου
Ph. D. Βυζαντινῆς Ἱστορίας
Μ. Α. Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Φιλολογίας
πρ. σχολικοῦ συμβούλου Φιλολόγων
Ἀνατολικῆς Θεσσαλονίκης

Ἐσχάτως ἐν μέσῃ καί βαθυτάτῃ κρίσει, βρεθήκαμε οἱ Νεοέλληνες ἐνώπιον ἑνός νέου προβλήματος. Κά­ποι­ες φω­νές, μέ­σα ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ζη­τοῦν ἐ­πι­μό­νως καί ἐ­πει­γόν­τως νά τελῆται ἡ θεία Λειτουργία στήν καθομιλουμένη γλῶσσα. Πι­στεύ­ουν μᾶλ­λον πώς ἄν αὐ­τό συμ­βῆ, θά γε­μί­σουν οἱ να­οί ἀ­πό κό­σμο καί ἰ­δι­αί­τε­ρα ἀ­πό νέ­ους ἀν­θρώ­πους. Σέ ὧ­ρες πού ἡ ἐ­θνι­κή σύμ­πνοι­α εἶ­ναι ἀ­ναγ­καί­α ὅ­σο πο­τέ, ἀ­νοί­γουν ἕ­να ἐ­σω­τε­ρι­κό μέ­τω­πο ἐν­τά­σε­ων καί συγ­κρού­σε­ων. Γιά τό θέ­μα τῆς τελέσεως τῆς θείας Λειτουργίας, ἀλλά καί ἐκκλησιαστικῶν ἀκολουθιῶν ἀπό μετάφραση, θά ἐκθέσουμε ταπεινά ἐλάχιστες σκέψεις.
Εἶ­ναι εὔ­λο­γο τέ­τοι­ες προ­τά­σεις νά βρί­σκουν ἀ­πή­χη­ση σέ πολ­λούς κα­λοπροαιρέτους
­πιστούς. Ποι­ός δέν θά ἤ­θε­λε νά κα­τα­νο­ῆ ὅ­λα ὅ­σα ἀ­κού­ει στήν ἐκ­κλη­σί­α! Ὅ­μως εἶ­ναι τοῖς πᾶ­σι γνω­στό ὅ­τι ἡ με­τά­φρα­ση δέν ὁ­δη­γεῖ αὐ­το­μά­τως στήν κα­τα­νό­η­ση κα­νε­νός κει­μέ­νου, πολ­λῷ μᾶλ­λον κει­μέ­νων λει­τουρ­γι­κῶν, μέ βα­θύ­τη­τα θε­ο­λο­γι­κή καί λε­πτές δογ­μα­τι­κές δι­α­τυ­πώ­σεις. Οἱ πα­λαι­ότε­ροι θά θυ­μοῦν­ται τίς πο­λύ­ω­ρες ἀ­να­λύ­σεις τῶν λο­γο­τε­χνι­κῶν κει­μέ­νων στό σχο­λεῖ­ο καί οἱ νε­ώ­τε­ροι γνω­ρί­ζουν ὅ­τι στό μά­θη­μα τῆς λο­γο­τε­χνί­ας Γυ­μνα­σί­ου καί Λυ­κεί­ου οἱ πε­ρισ­σό­τε­ρες ἐ­ρω­τή­σεις τῶν ἐ­ξε­τά­σε­ων, προ­φο­ρι­κῶν καί γρα­πτῶν, ἐ­λέγ­χουν τήν κα­τα­νό­η­ση τῶν κει­μέ­νων. Κει­μέ­νων φυ­σι­κά γραμ­μέ­νων στήν δη­μο­τι­κή γλῶσ­σα. Οἱ φι­λό­λο­γοι μπο­ροῦν νά μᾶς βε­βαι­ώ­σουν πό­σο δυ­σκο­λεύ­ον­ται σή­με­ρα οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι μα­θη­τές τῆς Γ΄ Λυ­κεί­ου στήν κα­τα­νό­η­ση ἑ­νός κά­πως δύ­σκο­λου δο­κι­μί­ου, κι ἄς εἶ­ναι γραμ­μέ­νο σέ ἁ­πλού­στα­τη δη­μο­τι­κή. Ἡ ἑρ­μη­νεί­α καί ἡ κα­τα­νό­η­ση τῶν ἁ­γι­ο­γρα­φι­κῶν καί λει­τουρ­γι­κῶν κει­μέ­νων εἶ­ναι, κα­τά μεί­ζο­να λό­γο, πάν­το­τε ἀ­ναγ­καί­α. Σ᾿ αὐ­τήν στο­χεύ­ουν τά ἑρ­μη­νευ­τι­κά βι­βλί­α πού, δό­ξα τῷ Θε­ῷ, ὑ­πάρ­χουν ἐν ἀ­φθο­νί­ᾳ καί ὁ­λο­έ­να κυ­κλο­φο­ροῦν και­νούρ­για. Ἀρ­κεῖ νά τά με­λε­τοῦ­με. Σ᾿ αὐ­τήν ἀ­πο­βλέ­πει καί τό κή­ρυγ­μα καί ὁ ἐν γέ­νει ποι­κι­λό­τρο­πος δι­δα­κτι­κός λό­γος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
Τά Εὐ­αγ­γέ­λια εἶ­ναι γραμ­μέ­να σέ πο­λύ ἁ­πλά ἀρ­χαῖ­α ἑλ­λη­νι­κά. Ὅ­ταν στήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α δι­α­βά­ζον­ται χω­ρίς κα­νέ­να ἀπολύτως λά­θος καί εὐ­κρι­νῶς, πι­στεύ­ου­με πώς εἶ­ναι  κα­τα­νο­η­τά ἀ­πό ὅ­λους. Ἡ ἑλ­λη­νι­στι­κή κοι­νή, τῆς ὁ­ποί­ας, ὡς γνω­στόν, ἡ Και­νή Δι­α­θή­κη ἀ­πο­τε­λεῖ τήν ἁ­πλού­στε­ρη μορ­φή, ἀ­γα­πή­θη­κε καί μι­λή­θη­κε μέ­σα σέ λι­γώτε­ρα ἀ­πό σα­ράν­τα χρό­νια ἀ­πό τόν θά­να­το τοῦ Μ. Ἀ­λε­ξάν­δρου –ἔρ­γο βέ­βαι­α τῆς θεί­ας Προ­νοί­ας– ἀ­πό μύ­ριους ἀλ­λόγλωσ­σους λα­ούς τῆς Ἀ­να­το­λῆς καί τῆς Με­σο­γεί­ου ὡς κα­θη­με­ρι­νή τους γλῶσ­σα. Ὡ­ρι­σμέ­νοι φρο­νοῦν πώς οἱ Νε­ο­έλ­λη­νες οὔ­τε τήν ἀ­γα­ποῦ­με, οὔ­τε εἶ­ναι γλῶσ­σα μας. Κά­νουν τρα­γι­κό λά­θος!
Στήν ἴ­δια ἁ­πλή σχε­τι­κά γλῶσ­σα εἶ­ναι δι­α­τυ­πω­μέ­να τά εἰ­ρη­νι­κά, οἱ συ­να­πτές, ἡ ἐ­κτε­νής, τά πλη­ρω­τι­κά. Ἡ ἐ­πα­νά­λη­ψη τά κα­θι­στᾶ πιό προ­σι­τά. Οἱ εὐ­χές πλου­σι­ώ­τα­τες σέ νο­ή­μα­τα, θά ἄ­ξι­ζε νά ἀ­να­λύ­ων­ται ἀ­πό τούς ἁρ­μο­δί­ους. Ἡ ὑ­πο­βο­λή καί ἡ ποι­η­τι­κή χροι­ά εἶ­ναι σ᾿ ­αὐ­τές ἰ­δι­αί­τε­ρα ἔν­το­νη, γε­γο­νός πού δυ­σκο­λεύ­ει τήν με­τά­φρα­σή τους.
Τά ἀ­πο­στο­λι­κά ἀ­να­γνώ­σμα­τα εἶ­ναι ἐ­πί­σης εὐ­κο­λο­νό­η­τα κεί­με­να τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης. Ἀ­παγ­γέλ­λον­ται βέ­βαι­α ἐμ­με­λῶς, ἴ­σως κά­πως πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό τά Εὐ­αγ­γέ­λια, ἀλ­λά δέν παύ­ουν νά εἶ­ναι ἀ­να­γνώ­σμα­τα. Αὐ­τό δέν πρέ­πει νά τό ξε­χνοῦν οἱ ἱ­ε­ρο­ψάλ­τες μας, οἱ ὁποῖοι μάλιστα πρίν τά δι­α­βά­σουν θά πρέπη νά εἶ­ναι ἄ­ρι­στα προ­ε­τοι­μα­σμέ­νοι, ὥστε νά μήν κάνουν, εἰ δυνατόν, κανένα λάθος.
Θε­ω­ροῦ­με ἐν­τε­λῶς πε­ριτ­τή τήν ἀ­να­φο­ρά σέ μιά πι­θα­νή με­τά­φρα­ση τῶν ὑ­μνο­γρα­φι­κῶν κει­μέ­νων. Αὐ­τά εἶ­ναι ποι­ή­μα­τα, μέ­σα στά ὁ­ποῖ­α συμ­πλέ­κον­ται μέ­λος, δύ­σκο­λη με­τρι­κή καί ὑ­ψη­λή δογ­μα­τι­κή θε­ο­λο­γί­α, τῆς ὁ­ποί­ας ἡ ἀ­κρί­βεια θά κιν­δυ­νεύ­ση μέ τήν με­τά­φρα­ση νά δι­α­κυ­βευ­θῆ. Ἐ­δῶ δέν νο­μί­ζου­με πώς μπο­ρεῖ κἄν νά τε­θῆ θέ­μα συ­ζη­τή­σε­ως.
Δέν ἀ­πο­τε­λεῖ ἐ­ξ ἄλ­λου ἀ­ξι­ό­πι­στο ἐ­πι­χεί­ρη­μα τό γε­γο­νός ὅ­τι οἱ ἴ­διοι οἱ Ἕλ­λη­νες με­τέ­φρα­σαν κά­πο­τε στήν Σλα­βι­κή τά ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά κεί­με­να καί τά με­τα­φρά­ζουν καί σή­με­ρα στίς γλῶσ­σες τῶν λα­ῶν, με­τα­ξύ τῶν ὁ­ποί­ων δρα­στη­ρι­ο­ποι­οῦν­ται ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κά. Γιά τούς λα­ούς αὐ­τούς ἡ ἑλ­λη­νι­κή ἦ­ταν καί εἶ­ναι μιά ξέ­νη γλῶσ­σα. Γιά μᾶς προ­φα­νῶς καί δέν εἶ­ναι! Νά προσθέσουμε ἐν παρενθέσει ὅτι θά ἄξιζε τόν κόπο οἱ τοπικές Ἐκκλησίες νά ἐλέγξουν τήν ὀρθότητα καί τήν ποιότητα τῶν μεταφράσε- ων τῶν ἐκκλησιαστικῶν κειμένων στίς σύγχρονες γλῶσσες τους, καί δή τῶν κειμένων τῆς Λατρείας. Ἴσως βρεθοῦν πρό ἐκπλήξεων!
Ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς, ὁ ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της καί ὅ­λοι οἱ ἄλ­λοι ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες τῶν ὑ­στε­ρο­βυ­ζαν­τι­νῶν χρό­νων, κα­θώς καί τῶν ὕ­στε­ρων χρό­νων τῆς τουρ­κο­κρα­τί­ας δέν με­τέ­φρα­σαν τά ἱ­ε­ρά κεί­με­να γιά λα­τρευ­τι­κή χρή­ση –ἄν καί θά τούς ἦ­ταν εὔ­κο­λο– κι ἄς ἦ­ταν καί τό­τε δυσ­νό­η­τα γιά τούς πολ­λούς. Μό­νον τά ἑρ­μή­νευ­σαν. Καί οἱ ἑρ­μη­νεῖ­ες τους εἶ­ναι πο­λύ­τι­μες καί αὐ­θεν­τι­κές.
Τά λει­τουρ­γι­κά, ἀλ­λά καί ἄλ­λα κεί­με­να πού ἀ­να­γι­νώ­σκον­ται συ­χνά στήν Ἐκ­κλη­σί­α, οἱ τα­κτι­κά ἐκ­κλη­σι­α­ζό­με­νοι ἄν­θρω­ποι, κι ὅ­ταν ἀ­κό­μη εἶ­ναι ὀ­λι­γο­γράμ­μα­τοι, δέν ἀ­δυ­να­τοῦν νά τά κα­τα­νο­ή­σουν, ἰδιαίτερα ὅσοι μελετοῦν στό σπίτι τους τήν Ἁγία Γραφή καί προσεύχονται μέ τίς γνωστές ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐ­πα­νά­λη­ψή τους καί  ὁ συν­δυα­σμός τους μέ ἄλ­λα πα­ρεμ­φε­ρῆ ἀ­κού­σμα­τα τούς βο­η­θοῦν νά συλ­λά­βουν τό γε­νι­κό νό­η­μα. (Ἔ­τσι δέν συμ­βαί­νει κι ὅ­ταν κά­ποι­ος γλωσ­σο­μα­θής δι­α­βά­ζει ἕ­να ξε­νό­γλωσ­σο κεί­με­νο δυ­σκο­λώ­τε­ρο ἀ­πό τίς δυ­να­τό­τη­τές του;). Οἱ μο­να­χοί μά­λι­στα καί οἱ φω­τι­σμέ­νοι ἄν­θρω­ποι εἶ­ναι πο­λύ συ­χνά σέ θέ­ση νά ἐμ­βα­θύ­νουν καί σέ δύ­σκο­λα νο­ή­μα­τά τους, κι ἄς μήν εἶ­ναι ἐγ­γράμ­μα­τοι, κά­τι πού εἶ­ναι δύ­σκο­λο σέ μή ἐκ­κλη­σι­α­ζομέ­νους μορ­φω­μέ­νους. Ὅ­ποι­ος ἀμ­φι­βάλ­λει πε­ρί αὐ­τοῦ, μπο­ρεῖ νά κά­νη μία μι­κρή σχε­τι­κή ἔ­ρευ­να καί εἴμαστε βέβαιοι πώς θά πεισθῆ.
Οἱ ἱ­ε­ρεῖς μπο­ροῦν νά βε­βαι­ώ­σουν ὅ­τι κα­τά τίς ἱ­ε­ρο­πρα­ξί­ες, εὐ­σε­βεῖς ἄν­θρω­ποι ὀ­λί­γων γραμ­μά­των δι­α­βά­ζουν τούς ἀ­πο­στό­λους καί κα­τα­νο­οῦν τά ἄλ­λα ἀ­να­γνώ­σμα­τα πο­λύ κα­λύ­τε­ρα ἀ­πό τούς πο­λύ μορ­φω­μέ­νους, οἱ ὁ­ποῖ­οι δέν ἐκ­κλη­σι­ά­ζον­ται καί γι­᾿ ­αὐ­τό τούς λεί­πει ἡ ἐ­ξοι­κεί­ω­ση καί ἡ σχε­τι­κή ἐν τῇ πρά­ξει παι­δεί­α. Ὅ­λοι ἐ­πί­σης γνω­ρί­ζου­με πώς τά νή­πια καί τά βρέ­φη πού οἱ εὐ­λα­βεῖς γο­νεῖς τους τά παίρ­νουν μα­ζί τους κά­θε Κυ­ρια­κή στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἀ­πο­λαμ­βά­νουν φρό­νι­μα καί μέ συ­ναί­σθη­ση τήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α.  
Ἡ θεί­α Λει­τουρ­γί­α δέν εἶ­ναι ἁ­πλά καί μό­νο μία τε­λε­τή στήν ὁ­ποί­α πα­ρι­στά­με­θα καί προ­σπα­θοῦ­με λο­γι­κῶς νά κα­τα­νο­ή­σου­με. Εἶ­ναι πε­ρι­ο­χή μυ­στη­ρί­ου τό ὁ­ποῖ­ο, χά­ρι­τι Θε­οῦ, βι­ώ­νου­με. Ἔ­χου­με συ­νη­θί­σει οἱ Ἕλ­λη­νες τήν γλῶσ­σα της καί μᾶς ἀ­ρέ­σει καί μᾶς ἀ­νε­βά­ζει πνευ­μα­τι­κά. Τήν θε­ω­ροῦ­με κά­πως, καί τήν αἰ­σθα­νό­μα­στε ὡς ἀ­να­πό­σπα­στο μέ­ρος τῆς Λα­τρεί­ας τοῦ ζῶν­τος Θε­οῦ. Καί στό κά­τω–κά­τω ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μέ τήν Λα­τρεί­α της εἶ­ναι ὁ μό­νος θε­σμός πού συ­νε­χί­ζει ἀ­κό­μη νά μᾶς δι­δά­σκη τίς δι­α­χρο­νι­κές μορ­φές τῆς γλώσ­σας μας μέ τρό­πο φυ­σι­κό καί ἀ­βί­α­στο καί εὔ­λη­πτο. Θά μπο­ρού­σα­με νά ἐ­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γή­σου­με ἐ­π᾿ αὐ­τοῦ, ἀλ­λά δέν εἶ­ναι τοῦ πα­ρόν­τος. Ἄς μήν σχε­τι­κο­ποι­οῦν οἱ δι­α­φω­νοῦν­τες, οὔ­τε ὑ­περ­βο­λι­κά νά ὑ­πο­τι­μοῦν τήν ἀ­ξί­α τῆς γλώσσας τῆς Λατρείας μας, οὔ­τε νά τήν εὐ­τε­λί­ζουν. Θά εἶ­ναι πάν­το­τε πρω­ταρ­χι­κό στοι­χεῖ­ο ὄ­χι μό­νο τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ μας, ἀλ­λά καί τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ ὅ­λων τῶν χρι­στι­α­νι­κῶν λα­ῶν. Μνη­μεῖ­ο, ἐν τέ­λει, ὅ­λης τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τος! Ἄς μᾶς ἀ­φή­σουν ἐ­πί τέ­λους νά τήν χαι­ρώ­μα­στε.
Ἔ­χου­με, γιά νά τό ποῦ­με ἀ­πε­ρί­φρα­στα, τήν αἴ­σθη­ση πώς αὐ­τοί πού μέ πά­θος καί ἔ­παρ­ση ὑ­πο­στη­ρί­ζουν τόν μο­νό­δρο­μο τῆς με­ταφράσεως τῶν ἱ­ε­ρῶν κει­μέ­νων, ἀ­κο­λου­θοῦν τήν λο­γι­κή ἐ­κεί­νων πού κα­τήρ­γη­σαν ἐν μιᾷ νυ­κτί τό πο­λυ­το­νι­κό, ἀ­σκών­τας τό­τε ἕ­να δη­μό­σιο καί βί­αι­ο ἐ­ξα­ναγ­κα­σμό πού κα­τήρ­γη­σε μία ἱ­στο­ρι­κή πα­ρά­δο­ση αἰ­ώ­νων, κα­θώς καί ἐ­κεί­νων πού κά­πο­τε κα­μά­ρω­σαν πώς «ἔ­θα­ψαν» τήν κα­θα­ρεύ­ου­σα –ὡς δυ­να­τό­τη­τα δι­δα­σκα­λί­ας– «θά­βον­τας» μα­ζί της κι ἕ­να θη­σαυ­ρο­φυ­λά­κιο λο­γο­τε­χνί­ας καί ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς γνώ­σεως. Εἶ­ναι κρίμα πού στήν δι­δα­κτι­κή πρά­ξη ὁ­δεύ­ουν πρός κα­τάρ­γη­ση ὁ Κάλ­βος, ὁ Βι­ζυ­η­νός, ὁ γλυ­κύ­τα­τος Ἀ­λέ­ξαν­δρος Πα­πα­δι­α­μάν­της. Θά ἦ­ταν κρίμα μας με­γα­λύ­τε­ρο ἄν ὑ­περ­φί­α­λοι ἐ­ξο­βε­λί­ζα­με ἀ­πό τήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή καί τήν ἐ­θνι­κή μας ζω­ή τούς ἁ­γί­ους Ἰ­ω­άν­νη τόν Χρυ­σό­στο­μο, Βα­σί­λει­ο τόν μέ­γα, Γρηγόριο τόν θεολόγο, Ἰ­ω­άν­νη τόν Δα­μα­σκη­νό, Ρω­μα­νό τόν με­λω­δό, Κο­σμᾶ τόν με­λω­δό, Ἀν­δρέ­α τόν Κρή­της, Κασ­σια­νή τήν ὁ­σί­α καί τό­σους ἄλ­λους κο­ρυ­φαί­ους δη­μι­ουρ­γούς μας, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­πο­τε­λοῦν πνευ­μα­τι­κά ἀ­να­στή­μα­τα τοῦ παγ­κοσμίου πο­λι­τι­σμοῦ. Θά ἦ­ταν σάν νά ἀ­πεμ­πο­λού­σα­με οἱ Νε­ο­έλ­λη­νες τόν ἑ­αυ­τό μας.
Θε­ω­ροῦ­με πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό βέ­βαι­ο πώς ἄν γί­νη τό λά­θος καί τε­θῆ ἐ­πι­σή­μως ἕ­να τέ­τοι­ο θέ­μα πρός δι­ά­λο­γο, θά μπῆ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α σ᾿ ἕ­να φαῦ­λο κύ­κλο ἀ­τέρ­μο­νων συ­ζη­τή­σε­ων, προ­τά­σε­ων, πει­ρα­μα­τι­σμῶν, δι­α­φω­νι­ῶν καί ἀν­τεγ­κλή­σε­ων καί θά προ­κύ­ψουν πολ­λά, ἴ­σως καί τε­λεί­ως ἀ­πρό­βλε­πτα προ­βλή­μα­τα, τά ὁ­ποῖ­α δέν θά θέ­λα­με οὔ­τε νά φαν­τα­σθοῦ­με. Θά πρέ­πη νά ἀ­να­λο­γι­σθῆ ὁ κα­θέ­νας πο­λύ σο­βα­ρά τίς προ­σω­πι­κές του εὐ­θύνες γιά τήν ἀ­πώ­λεια τῆς εἰ­ρή­νης τῶν ψυ­χῶν καί τόν σκαν­δα­λι­σμό καί τήν δι­αί­ρε­ση τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Πι­στεύ­ου­με ὅ­τι ἡ Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δος, τῆς ὁ­ποί­ας ἡ ἁρ­μο­δι­ό­τη­τα εὐ­θέ­ως τί­θε­ται ὑ­πό ἀμ­φι­σβή­τη­ση ἀ­πό ὁρι­σμέ­νους ὑ­πέρ­μα­χους τῆς ἀλ­λα­γῆς, δέν θά ὑ­πο­κύ­ψη στίς πι­έ­σεις οἱ ὁ­ποῖ­ες τῆς ἀ­σκοῦν­ται.
Ἄς συ­νε­χί­σου­με νά ἐρ­γα­ζώ­μα­στε ὅ­λοι μα­ζί γιά τήν κα­λύ­τε­ρη κα­τα­νό­η­ση τῶν κει­μέ­νων τῆς Λα­τρεί­ας ἀ­πό ὅ­λους τούς πι­στούς∙ πρωτίστως καί κατ᾿ ἀρχήν βέβαια ἀπό ὅλους τούς κληρικούς τῶν ὁποίων ἡ ἐκπαίδευση –ἡ γλωσσική ἐν προκειμένῳ– πρέπει νά καταστῆ οὐσιαστική καί ἄκρως πρακτική. Τό ἐγ­χεί­ρη­μα δέν εἶ­ναι εὔ­κο­λο, ἀλ­λά ἀ­πο­τε­λεῖ πρωταρχικό χρέ­ος τῶν ταγῶν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀλλά προφανῶς καί ὅλων τῶν ὄντως ἐγγραμμάτων κληρικῶν, τῶν λαϊκῶν θεολόγων, ὅλων τῶν μορφωμένων πιστῶν. Ὁ Κύ­ριος θά βο­η­θή­ση πλού­σια. Ὅ­ταν πο­νᾶ­νε τά μά­τια μας, δέν τά βγά­ζου­με. Πα­σχί­ζου­με νά τά θε­ρα­πεύ­σου­με. Ἄς ἀ­γα­πή­σου­με σάν τά μά­τια μας τήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μας γλωσ­σι­κή πα­ρά­δο­ση. Ὁ ἀ­σκός τοῦ Αἰ­ό­λου ἀ­νοί­γει εὔ­κο­λα. Τό πρό­βλη­μα εἶ­ναι πώς δύ­σκο­λα κλεί­νει.


  1. Τό κείμενο τοῦ π. Θεοδοσίου Μαρτζούχου:
«Ἀπαντήσεις στό ἄρθρο: «Σκέψεις γιά τήν μετάφραση τῶν κειμένων τῆς λατρείας», τοῦ ἀρχιμανδρίτη Χρίστου Κυριαζόπουλου.
 Ὁ Ἰωάννης Γουτεμβέργιος ἀνακάλυψε πρίν τό 1455 (ἔτος κατά τό ὁποῖο τυπώθηκε γιά πρώτη φορά ἡ Βίβλος) τήν τυπογραφία.
Σέ λιγότερο ἀπό ἑκατό χρόνια τό 1536 ὁ Ἰωαννίκιος Καρτάνος τύπωσε τό: «Πα-λαιά τε καί Νέα Διαθήκη» (Βενετία 1536) προκειμένου ὅπως γράφει στόν Πρόλογο: «πεζεύσω τήν θείαν Γραφήν εἰς γλώσσαν διά νά ἠμπορεῖ ὡς εἶπον πᾶσα μικρός ἄνθρωπος νά τήν ἐγροικᾶ…».
Ἑκατό χρόνια ἀργότερα, τό 1638, ἐκδίδει στήν Γενεύη ὁ Μάξιμος Καλιοπολίτης τήν «Καινή Διαθήκη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» (εἰς ἁπλῆν διάλεκτον γενομένη μετάφρασις).
Ὅπως καί αὐτός γράφει στόν Πρόλογο: «Διά νά γρικᾶ καθένας εἰς τήν ἰδίαν γλώσσαν εἰς τήν ὁποίαν ἐγεννήθη τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ» καί αὐτό τό κάνει γράφει, διότι «τό κοινόν τῆς Ἐκκλησίας πάγει ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον φθειρόμενον…».
Ὁ ἀρχιμανδρίτης π. Χρίστος Κυριαζόπουλος θέλοντας νά ἀγνοεῖ αὐτά καί ἄλλα πολλά (παραδείγματος χάριν, ὅτι κατά τήν τουρκοκρατία ἔχουμε 20 μεταφράσεις τοῦ Ψαλτηρίου, δίγλωσσες ἐκδόσεις Εὐαγγελίου ἑλληνικά–ἀλβανικά, ἑρμηνευτικές προσπάθειες, μεταφράσεις τοῦ Νικοδήμου τοῦ ἁγιορείτου) ξεκινάει ἕνα ἄρθρο στό περιοδικό ΕΡΩ, τεῦχ. 31, ΙΟΥΛ.–ΣΕΠΤ. 2017, λέγοντας ὅτι «ἐσχάτως τίθεται ὡς ἐπιπλέον μπέρδεμα σύγχυσης καί τό θέμα τῶν λειτουργικῶν μεταφράσεων!!».
Καθόλου ἐσχάτως, παππούλη, ὅπως εἴπαμε, ἀλλά μέ προϊστορία 500 χρόνων τίθεται! Ἄς ἔχουμε σωστή εἰκόνα καί ἄς μή στρουθοκαμηλίζουμε! Εἶναι προϋπόθεση sine qua non προκειμένου νά συνεννοηθοῦμε.
Προχωρώντας τό κείμενό του ὁ παππούλης ἐπαναλαμβάνει τό γνωστό… ποίημα, ὅτι ὅσοι θέλουν μεταφράσεις, νομίζουν ὅτι θά γεμίσουν οἱ ναοί ἀπό κόσμο–νέους ἀνθρώπους! Παππούλη, ἐσένα δέν σέ ἀπασχολεῖ καί δέ σέ γοητεύει τέτοια προοπτική; Ἄς τό ἀφήσουμε ὅμως…
Ἄς τό ἀποφασίσουμε ἅπαξ διά παντός!! Οἱ μεταφράσεις εἶναι ἀπαραίτητες γιά αὐτούς πού εἶναι μέσα στήν Ἐκκλησία, ὄχι γιά τούς ἔξω. Οἱ ἔξω δέν θά ἔρθουν τρέχοντας, ὅταν μάθουν ὅτι προσευχόμαστε στή Δημοτική. Οἱ χριστιανοί εἶναι αὐτοί πού δέν ξέρουν τί πιστεύουν! Γιά τούς χριστιανούς χρειάζονται οἱ μεταφράσεις. Ὑπάρχει ὁ αἰώνιος κανόνας Lex Orandi, Lex Gredendi. Ψέλνουμε–προσευχόμαστε αὐτό πού πιστεύουμε. Γιά νά ἰσχύει αὐτός ὁ κανόνας χρειάζονται οἱ μεταφράσεις. Γιά νά μή ρωτοῦν οἱ χριστιανοί, τί εἶναι αὐτό τό «Πατ… ἐρημῶν;» (Διδώ Σωτηρίου).
Παππούλη, μετάφραση καί κατανόηση εἶναι ΔΥΟ διαφορετικά θέματα–ὑποθέσεις. Ἄλλο μετάφραση ἄλλο κατανόηση. Ὅμως δέν γίνεται νά συζητήσουμε γιά κατανόηση, χωρίς προηγουμένως νά ἔχουμε μεταφράσει κάθε κείμενο γιά τό ὁποῖο συζητᾶμε, στήν γλωσσική μορφή πού προσλαμβάνουν τά νοήματα, αὐτοί στούς ὁποίους ἀπευθυνόμαστε. Πρῶτα μεταφράζουμε στά ἑλληνικά τόν Σαίξπηρ, καί στήν  συνέχεια ψάχνουμε νά ἑρμηνεύσουμε τί ἐννοεῖ, ὅταν λέει… «Νά ζεῖ κανείς ἤ νά μή ζεῖ;». Συνεπῶς τέτοια… διλήμματα εἶναι ψευδῆ καί παραπλανητικά καί ἄς ἀφήσουμε τίς… λεπτές δογματικές διατυπώσεις!!
Ἡ μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα τήν ὁποία χρησιμοποιοῦμε εἶναι γεμάτη λάθη. Δέν ζημιώθηκε κανένας ἀπό αὐτό. Φυσικά δέν προτείνω κάτι τέτοιο ὡς ἀνάλογη διαδρομή, ἁπλῶς ἐπισημαίνω… εὐαισθησίες ἀνυπόστατες! Κάθε μέρα, παππούλη, στόν Ἑξάψαλμο λέμε ἄλλα ἀντ᾿ ἄλλων, στόν ψαλμό 87!!
Ἄς ἀφήσουμε τίς μεγαλορρημοσύνες γιά τά πανέμορφα ἀρχαῖα ἑλληνικά τῶν Εὐαγγελίων, τά ὁποῖα ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας ὀνομάζει… «ἀγελαία γλῶσσα!!». Δέν ἀναλάβαμε οἱ παπᾶδες τήν λογοτεχνική ἀποτίμηση τῶν κειμένων. Νά ποῦμε γιά τόν Χριστό ἀναλάβαμε, πού ἔγινε ἄνθρωπος σέ ἕνα κουτσοχώρι τῆς Ἰουδαίας καί μιλοῦσε μία περιθωριακή γλῶσσα χωρίς νά καταδέχεται νά γεννηθεῖ, ἄν ὄχι στόν Ὄλυμπο ἔστω στόν Παρνασσό, καί νά μιλάει ἀρχαῖα ἑλληνικά!!
Παππούλη, τά ἀρχαῖα ἑλληνικά εἶναι ὄμορφη καί ἀκριβολόγος μορφή λόγου, ὅμως δέν ἐπιτρέπει ὁ Χριστός κάτι τέτοιο νά τό κάνουμε προϋπόθεση στό νά Τόν γνωρίσει κάποιος! Ὅταν ὁ Χριστός ἀνέλαβε τά ἀνθρώπινα, ἀνέλαβε καί κάθε γλῶσσα, ἀφοῦ ἔγινε ἄνθρωπος καί γιά ἄσπρους καί γιά μαύρους καί γιά κόκκινους καί γιά κίτρινους. Δέ νομίζετε, ὅτι δέν εἶναι καί πολύ… ταπεινό νά Τόν μονοπωλοῦμε συζητώντας γιά… «Μνημεῖο, ἐν τέλει, ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος!!;;».
Παππούλη, ἡ δημοτική εἶναι ἀδήριτη ἀνάγκη τῆς Ἐκκλησίας, ἄν θέλει νά ἔχει ἐπικοινωνία μέ τά μέλη της, καί νά μή τήν γοητεύει μία ἐκδοχή… “χριστιανικῶν” Ἐλευσινίων μυστηρίων, στά ὁποῖα οἱ μυούμενοι οὔτε ἄκουγαν, οὔτε ἔβλεπαν, οὔτε κατανοοῦσαν! Καί μή μοῦ πεῖτε, ἐμεῖς… ἀκοῦμε καί βλέπουμε, γιατί θά βγάλει ἀπό τό ντουλάπι ἡ ἱστορία τό κεφάλι της καί θά μᾶς φωνάζει στεντορείως… «Νοῦς ὁρᾶ καί νοῦς ἀκούει, τά δ᾿ ἄλλα πάντα κωφά καί τυφλά».
Μυστήριο, φυσικά τό ξέρετε, δέν εἶναι τό φραστικά ἀκατανόητο ἀλλά αὐτό πού ἀγνοοῦμε (ὄχι λεκτικά) πῶς ἐπιτελεῖται! Λέμε τά λόγια τοῦ Χριστοῦ, τά ὁποῖα ὑποτίθεται καταλαβαίνουμε, ἀλλά ἀγνοοῦμε τό πῶς ὁ Χριστός τόν ἄρτον «εἰς σῶμα αὐτοῦ μεταβάλλει!». Ὁ μακαρίτης ὁ γέροντάς μας ἔχει γράψει ἕνα βιβλίο 110 σελίδων μέ αὐτό τό θέμα καί μέ τίτλο «Μέθεξη ἤ κατανόηση». Νομίζω θά σᾶς εἶναι ὠφέλιμο.
Παππούλη, δέν γνωρίζω καί συγχωρῆστε με γιά αὐτό, παρ᾿ ὅτι εἶμαι 36 χρόνια ἐφημέριος, πολλά νήπια καί βρέφη πού ἀπολαμβάνουν φρόνιμα καί μέ συναίσθηση τήν Θεία Λειτουργία!! Ἄς μή λέμε ἀστεῖα. Αὐτά τά νήπια καί τά βρέφη ὅμως, σί- γουρα μεγαλώνοντας θά μᾶς κρίνουν, γιατί καταντήσαμε τήν Ἐκκλησία «μία σβηστή σόμπα καί ἕνα κρύο γάντι…» (Πήτερ Ὀρλόφσκι, «Ἀσυνάρτητες μνῆμες»). Σέ ποιό σπίτι, ἄν θέλουμε ἡ Ἐκκλησία νά εἶναι τό σπίτι τῶν χριστιανῶν, μιλᾶνε διαφορετικές γλῶσσες τά παιδιά καί ὁ πατέρας; Πῶς ἀπαιτεῖ ὁ πατέρας νά… μεγαλώ- σουν τά παιδιά, ἀντί νά μικρύνει αὐτός; Πάτερ, πάτερ, μόνο ὁ μεγάλος μπορεῖ νά γίνει μικρός! Ὁ Χριστός μας τό ἔδειξε κάτι τέτοιο, ἐμεῖς πότε θά τό καταλάβουμε;
Παππούλη, ἡ ἱστορική διαδρομή τῆς γλώσσας, τό μονοτονικό (διαβᾶστε ἐπ᾿ αὐτοῦ τήν τοποθέτηση τοῦ μεγάλου μας ποιητῆ Ν. Καρούζου, πάνυ χρήσιμον), ὁ ἑαυτός τοῦ νεοέλληνα, ἡ συνοδική ἐπιβολή μονογνωμίας (ἄν ὑπάρχει τέτοια λέξη), τό μορμολύκειο τοῦ σκανδαλισμοῦ καί ἄλλα ἀνάλογα συμπαρομαρτοῦντα, δέν εἶναι ὑποθέσεις προσευχῆς καί λατρείας, ὅπως γράφετε!! Γιά ἐμᾶς, πάτερ, ἰσχύει αὐτό πού γράφει στήν Φιλοκαλία (τ. 4ος, σελίδα 10–11) ὁ μέγας διδάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς Θεόληπτος Φιλαδελφείας: «… Τήν διά στόματος ψαλμωδία ἐκτέλει… μετά ἐπιστασίας τοῦ νοῦ, μή ἀνεχόμενος ἀδιανόητόν τι τῶν λεγομένων καταλιπεῖν· ἀλλ᾿ εἰ ποτέ τι διαδράσει τόν νοῦν, ἐπανάλαβε τόν στίχον, ὁσάκις καί γένηται, μέχρις ἄν τόν νοῦν ἐπακολουθοῦντα ἕξης τοῖς λεγόμενοις». Δηλαδή (γιά ὅσους φυσικῷ τῷ λόγῳ δέν κατάλαβαν): «… Ὅταν ψέλνεις μέ τό στόμα, νά καταλαβαίνει τό μυαλό σου τί λές καί νά μήν ἀνέχεσαι νά ἀφήνεις ἀκατανόητο κάτι ἀπό τά λεγόμενα. Ἄν κάποτε κάτι διαφύγει τήν προσοχή τοῦ νοῦ σου, ἐπανάλαβε τόν στίχο ὅσες φορές καί ἄν χρειαστεῖ, μέχρις ὅτου κατορθώσεις νά συμπορεύεται ἡ προσοχή τοῦ μυαλοῦ σου μέ τά λεγόμενα».
Πιστεύω συμφωνεῖτε ὅτι πρέπει νά τόν ἀκούσουμε καί ἐλπίζω ὅτι θά δημοσιεύσετε τίς σκέψεις πού σᾶς στέλνω, τίς ὁποῖες φυσικά θά ἀναρτήσω στό site τῆς παρέας μας. Εὔχεσθε.
Χριστός Ἀνέστη, σώζων ἅπαντας.
π. Θεοδόσιος Μαρτζοῦχος


  1. Ἡ ἀπάντηση τοῦ π. Χρίστου:
«ΑΠΑΝΤΗΣΗ στό κείμενο τοῦ ἀρχιμανδρίτου κ. Θεοδοσίου Μαρτζούχου».

Σεβαστέ μου π. Θεοδόσιε,
Μοῦ κοινοποίησε τό περιοδικό Ἐρῶ τό ἀνωτέρω κείμενό σας τό ὁποῖο καί – κατά τήν ἐπιθυμία σας – δημοσιεύεται στό παρόν τεῦχος. Θά μοῦ ἐπιτρέψετε κάποιες παρατηρήσεις ἐπ᾿ αὐτοῦ.
Πρῶτα–πρῶτα, δέν μπορῶ νά ἐξηγήσω τήν τόσο ἔντονη καί διάχυτη σ᾿ ὅλο τό κείμενό σας εἰρωνική διάθεση. Ὅταν δύο ἄνθρωποι, καί μάλιστα παντελῶς ἄγνω- στοι μεταξύ τους, διαλέγονται, μποροῦν καί ἐπιβάλλεται νά σέβωνται ὁ ἕνας τόν ἄλλον· νά σέβωνται καί τήν ἐλευθερία τοῦ λόγου. Ἡ εἰρωνεία δέν μαρτυρεῖ ἀπαξίωση καί περιφρόνηση τοῦ ἄλλου καί καταστρατήγηση τῆς ἐλευθερίας του νά ἐκφράζη κι αὐτός τίς δικές του ἀπόψεις;
Ἀκόμη, γιατί διαστρέφετε τά γραφόμενά μου καί ἐν συνεχείᾳ ἀντικρούετε τίς δικές σας παραποιήσεις;
Γιά παράδειγμα:
Σέ ποιό σημεῖο τοῦ κειμένου μου ἀπορρίπτω, ὅπως ὑπονοεῖτε, – ἀφοῦ, ὅπως γράφετε, «θέλω νά ἀγνοῶ αὐτά καί ἄλλα πολλά» – τήν ἐκτός λατρείας χρήση ἑρμηνευτικῶν κειμένων καί βοηθημάτων; Δέν γράφω κάτι τέτοιο. Ἀπεναντίας, συνιστῶ τό ἀντίθετο.
Ποῦ εἴδατε ὅτι ἀδιαφορῶ γιά τό γέμισμα τῶν ναῶν καί πώς «δέν μέ ἀπασχολεῖ καί δέν μέ γοητεύει μιά τέτοια προοπτική;». Ἁπλῶς θεωρῶ πώς γιά νά γεμίσουν οἱ ναοί δέν ἀποτελεῖ μοναδική προϋπόθεση ἡ τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας στήν δημοτική, ὅπως ἐσεῖς πιστεύετε. Καί ἐπιτρέψτε μου, π. Θεοδόσιε, τήν ἄκομψη ἐρώτηση: Οἱ ἐκκλησίες στήν Πρέβεζα, ὅπου διακονεῖτε, ὅσες βέβαια ἐξ αὐτῶν υἱοθέτησαν τήν καθομιλουμένη ὡς λειτουργική γλῶσσα, ἔχουν γεμίσει ἀπό κόσμο;
Ποῦ γράφω τίς φράσεις «τά πανέμορφα ἀρχαῖα ἑλληνικά τῶν Εὐαγγελίων» ἤ «ἡ  συνοδική ἐπιβολή μονογνωμίας» καί γιατί εἰρωνεύεσθε σκαιῶς τήν φράση μου «λεπτές δογματικές διατυπώσεις» τῶν λειτουργικῶν μας κειμένων;
Γιατί εἰρωνεύεσθε ὡς «ἀστεῖα» ὅσα γράφω γιά τά νήπια καί τά βρέφη πού ἐκκλη- σιάζονται κάθε Κυριακή; Νομίζω πώς οἱ ἐκκλησιαζόμενοι πιστοί καί φυσικά οἱ ἱερεῖς θά μποροῦσαν νά τά βεβαιώσουν αὐτά καθώς καί ὅλα ὅσα γράφω γιά τούς μή ἐγγραμμάτους μοναχούς καί λαϊκούς στήν ἴδια καί στήν προηγούμενη παράγραφο τοῦ ἄρθρου μου.
Πῶς ἀπό τήν φράση μου ὅτι ἡ γλῶσσα τῆς λατρείας μας εἶναι «μνημεῖο ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος» (ἐσεῖς αὐτό τό ἀρνεῖσθε;) συμπεραίνετε πώς ἀρνοῦμαι ὅτι «ὁ Χριστός… ἔγινε ἄνθρωπος καί γιά ἄσπρους καί γιά μαύρους καί γιά κόκκινους καί γιά κίτρινους;».
Γιατί, ὅταν γράφετε «Παππούλη, μετάφραση καί κατανόηση εἶναι ΔΥΟ διαφορετικά θέματα – ὑποθέσεις. Ἄλλο μετάφραση – ἄλλο κατανόηση», “ξεχνᾶτε” ὅτι γιά νά ἀποδείξω αὐτό ἀκριβῶς ἀφιέρωσα ὁλόκληρη τήν 2η μεγάλη καί σαφέστατα γραμμένη παράγραφο τοῦ ἄρθρου μου;
Καί βέβαια ὅσα δυσνόητα – γιά νά μιλήσω ἠπιότατα – γράφετε γιά τήν «γεμάτη λάθη» μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα καί τά «ἄλλα ἀντ᾿ ἄλλων» τοῦ λυρικότατου, γλυκύτατου, ἐλεγειακοῦ καί προφητικοῦ 87ου Ψαλμοῦ, γιά τήν «ἀγελαία γλῶσσα» τῶν Εὐαγγελίων καί γιά τήν ἀκατανόητη «ἐκδοχή… “χριστιανικῶν” Ἐλευσινίων μυστηρίων» θά προτιμοῦσα νά τά κρίνουν ἄλλοι πλέον εἰδήμονες ἐμοῦ.
Ἡ παράθεση τοῦ χωρίου τοῦ ἁγίου Θεολήπτου στήν τελευταία σελίδα τῆς «ἀπαντήσεώς» σας εἶναι μᾶλλον ἀτυχής. Ἐδῶ ὁ Ἅγιος μιλάει – εἶναι τόσο ξεκάθαρο καί, συγχωρῆστε με, ἀπορῶ γιατί παραθέσατε τό χωρίο αὐτό, καί μάλιστα τόσο θριαμβευτικά καί ἐν κατακλεῖδι – ἐδῶ λοιπόν ὁ Ἅγιος μιλάει γιά τήν διάσπαση καί ἀπροσεξία τοῦ νοῦ καί ὄχι γιά τήν ἀδυναμία κατανοήσεως λόγῳ τῆς δυσκολίας τῆς γλώσσας. Καί ἐπί πλέον ὁ Ἅγιος δέν ἀναφέρεται ἐδῶ στήν κοινή Λατρεία, ἀλλά στήν κατ᾿ ἰδίαν προσευχή· γι᾿ αὐτό καί συνιστᾶ «ἐπανάλαβε τόν στίχον» ὅσες φορές χρειασθεῖ, κάτι βέβαια πού δέν μπορεῖ νά γίνη στήν κοινή Λατρεία. Ἄν λοιπόν ὅλοι μας ἀκολουθούσαμε τήν συμβουλή του καί χρησιμοποιούσαμε παράλληλα τά ἄφθονα ἑρμηνευτικά βοηθήματα πού ὑπάρχουν στίς μέρες μας, ὅπως καί σημειώνω στό ἄρθρο μου, δέν θά εἴχαμε πρόβλημα γλωσσικῆς κατανοήσεως στήν θεία  Λατρεία.
Ἄν, π. Θεοδόσιε, ἡ γλωσσική ἁπλούστευση ἦταν τό πᾶν, τότε γιατί δύο ἄνθρωποι πού διαφωνοῦν σ᾿ ἕνα θέμα δέν μποροῦν, συχνά, νά συνεννοηθοῦν, ἔστω κι ἄν μιλοῦν καί γράφουν στήν καθομιλουμένη; Ἡ μετάφραση δέν ἀποτελεῖ τήν κύρια    προϋπόθεση τῆς κατανοήσεως. Ἀναφέρομαι ἐπαρκῶς σ᾿ αὐτό. Ἄς μήν ὑποτιμοῦμε τό βίωμα. Καί ἡ θεία Λειτουργία πρωτίστως βιώνεται.
Ξέρει ὁ Θεός νά φωτίζη τούς ἁπλούς, ὀλιγογράμματους, ἀλλά καλοδιάθετους, πιστούς καί νά τούς ὁδηγῆ στήν βίωση τῆς θείας Λατρείας· καί ἡ βίωση αὐτή εἶναι κάτι πολύ ἀνώτερο ἀπό τήν ἁπλή γλωσσική κατανόηση. Διαφωνεῖτε;
Ὁ ὅσιος Πορφύριος, ὡς ὀλιγογράμματος, δέν κατανοοῦσε πολλές λέξεις ἀπό τά ἀρχαῖα κείμενα. Ρωτοῦσε, τί σημαίνει «ὅτι πρός σέ ᾖρα τήν ψυχήν μου;». Δέν ἤξερε τί σημαίνει τό «ᾖρα», ἀλλά ὁ ἴδιος αἰρόταν πνευματικά στά ὕψη.
Ὁ ὅσιος Παΐσιος ἦταν σαφῶς ἀντίθετος μέ τήν χρήση στήν Λατρεία τῶν μεταφράσεων. Τό βεβαιώνουν αὐτό οἱ μοναχοί πού ἔζησαν κοντά του.
Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, στό γνωστό κεφάλαιο «Περί τῆς λειτουργικῆς γλώσσης» τοῦ βιβλίου του «Ὀψόμεθα τόν Θεόν» ἀναιρεῖ μέ κατηγορηματικό τρόπο τούς  «ἀτόπους ἰσχυρισμούς περί τοῦ δῆθεν ἀκατανοήτου» τῆς λειτουργικῆς ἑλληνικῆς   γλώσσας καί καλεῖ νά μείνουμε πιστοί σ᾿ αὐτήν. Καί ἦταν καί Ρῶσσος! Λέει μεταξύ ἄλλων: «Ἡ Λειτουργία, ὡς τό κορυφαῖον μέσον ἀναφορᾶς τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεόν, εἶναι φυσικόν νά ἔχη ὡς ἐκφραστικόν ὄργανον τήν κατά τό δυνατόν τελειοτέραν γλῶσσαν (ἐνν. τήν ἀρχαία Ἑλληνική)… Ἡ ἐπί τοσοῦτον χρόνον χρησιμοποιη- θεῖσα καί καθαγιασθεῖσα γλῶσσα τῆς θείας Λειτουργίας… εἶναι ἀδύνατον νά ἀντικατασταθῆ ἄνευ οὐσιώδους βλάβης αὐτῆς ταύτης τῆς Λατρείας».
Ἐδῶ, πάτερ μου, χρησιμοποιοῦμε ὅλοι μας στήν καθημερινή μας ζωή ἄπειρες ἀρχαιοπρεπεῖς ἐκφράσεις καί δέν μᾶς ἐνοχλεῖ καθόλου αὐτό· κι ἐσεῖς ἀκόμη ἀρχαιοπρεπῶς κατακλείετε τό κείμενό σας, ὅταν γράφετε «Χριστός Ἀνέστη, σώζων ἅπαντας». Μόνον ἡ ἱεροπρέπεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσας μᾶς ἐνοχλεῖ;
Ὅταν οἱ μεγάλοι Πατέρες τοῦ Δ΄ αἰῶνος συνέγραψαν τίς θεῖες Λειτουργίες πού μέχρι σήμερα τελοῦμε, δέν ἐπέλεξαν τήν καθομιλουμένη τῆς ἐποχῆς τους, ἀλλά μία ἀρχαιότροπη γλωσσική ἔκφραση. Τό ἔκαναν αὐτό διότι ἤθελαν νά προσδώσουν  στά λειτουργικά κείμενα μιά ἱεροπρέπεια· γι᾿ αὐτό χρησιμοποίησαν ἕναν γλωσσικό τύπο πού δέν χρησιμοποιοῦνταν γιά τίς ὑποθέσεις τῆς ἁπλῆς καθημερινότητας καί ἦταν καί γιά τήν ἐποχή τους δύσκολος.
Θά παραθέσω ἐν συνεχείᾳ καί μερικές θεολογικότερες σκέψεις. Δέν εἶναι δικές μου. Ἐτέθησαν τά κείμενά μας ὑπ᾿ ὄψιν πολύ σεβαστῶν μου καί λογίων ἁγιορειτῶν ἱερομονάχων, γιά τούς ὁποίους ἡ θεία Λειτουργία εἶναι καθημερινή πράξη καί βίωμα. Παρεκλήθησαν νά καταθέσουν γραπτῶς τίς δικές τους ἀπόψεις καί εἶχαν τήν καλωσύνη νά τό κάνουν. Κάποιες σκέψεις τους ἤδη τίς χρησιμοποίησα πιό πάνω. Σχεδόν τούς ἀντιγράφω.
Ὁ ἀραιός ἐκκλησιασμός δέν εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ «ἀκατανοήτου» τῆς λειτουργικῆς γλώσσας, ἀλλά ἡ αἰτία του! Αὐτό πού λείπει (καί θά πρέπη νά μεριμνήσουν οἱ ποιμένες γι᾿ αὐτό) εἶναι τό ἐνδιαφέρον καί ἡ θέληση ἐκ μέρους τῶν πιστῶν. Ἡ θεία Λατρεία, καί κυρίως ἡ θεία Λειτουργία, δέν εἶναι κάτι σάν τήν παρακολούθηση στήν τηλεόραση ἑνός ἀθλητικοῦ ἀγῶνα ἤ ἑνός κινηματογραφικοῦ ἔργου, ὅπου φυσικά εἶναι ἀπαραίτητη ἡ παρουσία ἑνός Ἕλλληνα ἐκφωνητῆ ἤ ἡ ὕπαρξη ἑλληνικῶν ὑποτίτλων, ἄν τό ἔργο εἶναι ξένο, καί ὁ τηλεθεατής χρειάζεται μόνον μιά ἀναπαυτική καρέκλα. Εἶναι ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό καί βίωση μυστηρίων, τά ὁποῖα ἀπαιτοῦν κάποιον κόπο καί μιά πνευματική προετοιμασία ἀπό τόν πιστό.
Οἱ ὀπαδοί τῶν μεταφράσεων φρονοῦν – ἴσως καλοπροαίρετα – ὅτι, ἄν ἔχουμε τήν πλήρη γλωσσική κατανόηση, θά φθάσουμε σύντομα στήν καρδιακή συμμετοχή καί στήν βίωση τῶν μυστηρίων. Αὐτό ὅμως εἶναι πλάνη, ἡ ὁποία κατά βάση συγγενεύει μέ τήν πλάνη τοῦ Βαρλαάμ, ὁ ὁποῖος θεωροῦσε τήν γνώση ἀπαραίτητη προϋπόθεση τοῦ ἁγιασμοῦ. Τοῦ ἀπάντησε ὅμως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «Τά γοῦν ὑπό τοῦ Θεοῦ χαρισθέντα ἡμῖν, οὐ διά λογισμῶν, ἀλλά διά τοῦ ἐν ἡμῖν αὐτοῦ γινώσκομεν Πνεύματος» (Συγγρ. τόμ. 1, σελ. 489), καί: «Ἐκεῖνος πού ἀπέκτησε τόν Χριστό μέσα του μέ τήν τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν δέν χρειάζεται (ὄχι μόνον τήν κοσμική σοφία, ἀλλά) οὔτε καί τήν ἐκμάθηση τῶν θείων Γραφῶν. Καί χωρίς αὐτή τήν ἐκμάθηση γνωρίζει ὅλες τίς Γραφές μέ ἀκρίβεια καί γίνεται ἀλάνθαστος διδάσκαλος ἐκείνων πού τίς σπουδάζουν. Τέτοιος ἦταν ὁ βαπτιστής Ἰωάννης καί ὁ μέγας Ἀντώνιος» (ὅ.π. σελ. 505). Τέτοιοι ἦταν στίς μέρες μας ὁ ἅγιος Παΐσιος, ὁ ἅγιος Πορφύριος, ὁ ἅγιος Ἰάκωβος.
Τά παραδείγματα τῶν Ἁγίων μπορεῖ νά μᾶς φαίνωνται πολύ ὑψηλά, δείχνουν ὅμως τόν δρόμο τόν ὁποῖο βάδισαν, τόν δρόμο πού ὁδηγεῖ στήν σωτηρία, ἔστω κι ἄν ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά φθάσουμε στά μέτρα τους. Καί ἀντίθετα, ἡ τραγική πνευματική πορεία τοῦ Βαρλαάμ δείχνει ποῦ μπορεῖ νά φθάση κανείς ὅταν ξεκινᾶ μέ μικρά λάθη καί ἀκολουθεῖ ἐπίμονα καί ἐγωϊστικά τόν λογισμό του. Ἕνας σκοτισμένος νοῦς δέν μπορεῖ νά συμμετάσχη σωστά στήν θεία Λατρεία. Γι᾿ αὐτό καί εἶναι ἀπαραίτητος πρῶτα ὁ ἀγώνας γιά κάθαρση καί φωτισμό καί κατόπιν ὅλα τά ἄλλα. Ἄν προσπαθοῦμε νά ἀγνοήσουμε καί νά παρακάμψουμε τόν ἀγῶνα αὐτόν, ματαιοπονοῦμε καί πλανιόμαστε.
Πάτερ Θεοδόσιε, ζητῶ συγγνώμην ἄν μέ τίς διαφορετικές μου ἀπόψεις σᾶς στενοχώρησα. Ἀφ᾿ ὅτου ἔλαβα τό γράμμα σας σᾶς μνημονεύω συνεχῶς στήν Προσκομιδή. Εὔχομαι ὁ Θεός νά σᾶς χαρίζη πλούσια ὑγεία. Φιλῶ τό χέρι σας καί ζητῶ τήν εὐχή σας.
Μέ σεβασμό
   π. Χρίστος Κυριαζόπουλος